Ιστορία ενός τουφεκισμού

Ἱστορία ἑνὸς τουφεκισμοῦ
Συγγραφέας:


Ἀφίνοντες ἄθικτον τὸ πολύπλοκον ζήτημα τῆς ἀνάγκης τῆς θανατικῆς ποινῆς, τοῦτο μόνον ἀρκούμεθα περὶ τῶν τελευταίων ἀθρόων καρατομήσεων νὰ παρατηρήσωμεν, ὅτι πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ κυριωτάτου αὐτῆς σκοποῦ, ἤτοι τῆς ἐκφοβίσεως τῶν ὑποψηφίων φονέων, ἐθεωρήθησαν πανταχοῦ καὶ πάντοτε δύο τινὰ ὡς ἀπαραίτητα: Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς φοβερᾶς ποινῆς, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀκόμη νωπὴ ἡ ἐκ τοῦ κακουργήματος ἐντύπωσις, καὶ ἡ ἐκτέλεσις αὐτῆς εἰς τὸν τόπον ὅπου τοῦτο διεπράχθη. Τὴν ἀγγελίαν τῆς ἀπορρίψεως τῆς ἀναιρέσεως καὶ τῆς αἰτήσεως χάριτος κομίζει ἐν Γαλλίᾳ εἰς τὸν κατάδικον αὐτὸς ὁ ἱερεὺς ὁ ἐπιφορτισμένος νὰ τὸν ἐξομολογήσῃ, ἀκολουθούμενος παρὰ πόδας ὑπὸ τοῦ δημίου. Μεταξὺ τοῦ φόνου τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῶν Παρισίων καὶ τῆς καρατομήσεως τοῦ φονέως ἐμεσολάβησαν ἕνδεκα μόνον ἡμέραι, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἀνεκρίθη, ἐδικάσθη, κατεδικάσθη καὶ ἀπεκεφαλίσθη. Ἡ τοιαύτη σπουδὴ ἦτο ἀληθῶς κάπως ἔκτακτος, ἀλλὰ καὶ ὁ συνήθης μέσος ὅρος τοῦ μεταξὺ τῆς καταδίκης καὶ τῆς ἐκτελέσεως αὐτῆς χρόνου σπανίως ὑπερβαίνει τὰς δύο ἑβδομάδας, ὡς δύναται τὶς νὰ πεισθῇ ἀναπολῶν εἰς τὴν μνήμην τοῦ τὰ κατὰ τὴν καρατόμησιν τοῦ Λαπομμερί, τοῦ Τρόμπαν, τοῦ Δεβιέζ, τοῦ Πράδον, τοῦ Πραντζίνη καὶ τῶν ἄλλων ὀνομαστῶν κακούργων. Καὶ ἐφ’ ὅσον μὲν ἡ ὑπόθεσις εὑρίσκεται ἐκκρεμὴς πρὸ τοῦ ἀκυρωτικοῦ, ὁ κατάδικος δύναται εὐλόγως νὰ ἐλπίζει· ἅμα δὲ οὐδὲν ἔχει πλέον νὰ ἐλπίσῃ, ἡ ἀπελπισία του δὲν παρατείνεται πέραν τῆς ἡμισείας ὥρας, ὅση δηλαδὴ ἀπαιτεῖται διὰ νὰ ἐνδυθῇ, ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ μεταβῇ ἐκεῖ ὅπου ἐπήχθη ἡ λαιμητόμος. Οὕτω γίνεται καὶ εἰς τὴν Αὐστρίαν, τὴν Ἰταλίαν, τὴν Ἀγγλίαν καὶ τὴν Γερμανίαν μὲ μόνην τὴν διαφορὰν ὅτι εἰς τὰ δύο τελευταῖα κράτη εἶναι ἀκόμη βραχύτεραι αἱ προθεσμίαι. Ἡ ἐντὸς ὡρισμένου καὶ οὐχὶ μακροῦ χρόνου ἐκτέλεσις τῆς θανατικῆς ἀποφάσεως ἐθεωρήθη πανταχοῦ ἐπιβαλλομένη, ὄχι μόνον πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ τῆς ποινῆς ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τοῦ ὀφειλομένου εἰς τὸν μέλλοντα νὰ τὴν ὑπομείνῃ ἀνθρωπίνου οἴκτου. Εἰς τὶ τῷ ὄντι δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ἡ παράτασις τῆς ἀγωνίας του οὐδὲν πλέον δικαιουμένου νὰ ἐλπίζῃ; Τὰ ἀνωτέρω, τὰ ἁπανταχοῦ ἰσχύοντα, φαίνονται τόσον ἀναμφισβητήτως δίκαια, φιλάνθρωπα καὶ ὀρθά, ὥστε ἄλυτον αἴνιγμα ἀπομένει πῶς μόνον αἱ ἑλληνικαὶ κυβερνήσεις κατώρθωσαν νὰ προτιμήσωσι τὰ ἀκριβῶς ἐνάντια. Ἡ μετὰ πάροδον ὁλοκλήρων ἐτῶν θανάτωσις τοῦ φονέως ἄγει αὐτοὺς ἐκείνους τοὺς ἐν ἀρχῇ μετ’ ἀδημονίας ἐρωτῶντας «διατὶ δὲν κόπτουν τὸ θηρίον», νὰ ἐρωτῶσι «διατὶ σφάζεται ὁ ἄνθρωπος», ἀφοῦ λησμονηθῇ τὸ ἔγκλημά του. Ὁ πρὶν καὶ παρ’ ἡμῖν συνήθης ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ ὅπου διεπράχθη τὸ κακούργημα ἁγνισμὸς αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματός του ἐπὶ μακρὸν χρόνον μαστίσαντος τὴν ἐπαρχίαν γνωστοῦ εἰς πάντας κακούργου, ἦτο βεβαίως πολὺ σωφρονιστικώτερος τῆς σφαγῆς εἰς ἄλλον τόπον ἀγνώστου εἰς τοὺς παρισταμένους καταδίκου. Καὶ τοῦτο ὅμως ἐθεωρήθη ἐσχάτως ὡς ἐπουσιῶδες καὶ πολὺ ἀπραγμονέστερον νὰ ἱδρυθῇ ἓν κεντρικὸν σφαγεῖον. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξε δυνατὸν νὰ κατορθωθῇ εἰς τὰς Ἀθήνας διὰ τὴν σφαγὴν τῶν ζῴων, κατωρθώθη εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ τὴν σφαγὴν ἀνθρώπων. Τὰς πρὶν περιοδείας τῆς λαιμητόμου διεδέχθησαν αἱ περιοδικαὶ ἀθρόων καταδίκων σφαγαί. Ἀπίστευτον φαίνεται ἀλλὰ καὶ ἀκριβέστατον εἶναι ὅτι διατηροῦνται παρ’ ἡμῖν κεντρικαὶ ἀποθῆκαι καταδίκων ἐκ τῶν ὁποίων ἐξάγεται ἀνὰ διετίαν ἢ τριετίαν δεκαπεντὰς ἀνθρώπων διὰ νὰ σφαγῇ. Ἡ διαλογὴ τῶν θυμάτων, ἀγνοοῦμεν ἂν κατὰ κλῆρον ἢ κατ’ ἄλλον τρόπον γίνεται μεταξὺ τριπλασίου, τετραπλασίου ἢ καὶ δεκαπλασίου ἀριθμοῦ συγκαταδίκων εἰς τὴν αὐτὴν ποινήν. Οἱ κατάδικοι τῷ ὄντι εἰς θάνατον ἀποτελοῦσι παρ’ ἡμῖν ἰδιαιτέραν καὶ ἱκανῶς πολυάριθμον τάξιν καταδίκων, τελείως ἄγνωστον εἰς πᾶσαν ἄλλην χώραν, διὰ τὸν λόγον ὅτι πανταχοῦ ὁ καταδικασθεὶς εἰς θάνατον ἢ θανατώνεται ἢ ἀξιούμενος χάριτος μεταβάλλεται ἐντὸς τακτῆς προθεσμίας ἀπὸ καταδίκου εἰς θάνατον εἰς κατάδικον εἰς δεσμὰ ἢ εἰς ἄλλην οἰανδήποτε ποινήν. Μόνον ἐν Ἑλλάδι ἠμπορεῖ νὰ πολυχρονήσῃ ὑπὸ τὴν ἰδιότητα καταδίκου εἰς θάνατον, δυνάμενος μὲν ν’ ἀποθάνῃ καὶ ἐκ γεροντικοῦ μαρασμοῦ, ἀλλὰ καὶ δεκτικὸς καρατομήσεως ἀπὸ μιᾶς εἰς ἄλλην ἡμέραν, χωρὶς νὰ ἠξεύρη διατί. Ὅπως τὸ ξίφος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Δαμοκλέους, οὕτω ἐπικρέμαται ἰσοβίως καὶ ἐπὶ τῆς ἰδικῆς του ἡ κόπις τῆς λαιμητόμου.

Πάντα ταῦτα φαίνονται τόσον ἄτοπα, ἀλλόκοτα, ἀπάνθρωπα καὶ βδελυρά, ὥστε ἐκλίνομεν ἐπὶ πολὺν χρόνον νὰ πιστεύσωμεν ὅτι πῆρχον ἴσως ἰδιαίτεροί τινες ἱστορικοί, διοικητικοὶ ἢ ἄλλοι ἄγνωστοι εἰς ἡμᾶς λόγοι, ἐπιβάλλοντες τὰς τοιαύτας ἐκτροπὰς ἀπὸ τῆς ἁπανταχοῦ κρατούσης συνηθείας. Τοὺς λόγους τούτους ἐζητήσαμεν πλειστάκις νὰ πληροφορηθῶμεν ἐρωτῶντες δικαστάς, εἰσαγγελεῖς, τμηματάρχας, ὑπουργοὺς καὶ ὅσους ἄλλους ἠδυνάμεθα νὰ θεωρήσωμεν ὡς ἁρμοδίους νὰ φωτίσωσιν ἡμᾶς περὶ τούτου. Αἱ ἀπαντήσεις ὅμως αὐτῶν ἡμιλλῶντο κατὰ τὴν ποικιλίαν πρὸς τὰ χρώματα τῆς Ἴριδος ἢ τῆς στολῆς τοῦ Ἀρλεκίνου. Ἐκ τῶν ἀντιφάσεων αὐτῶν οὐδὲν ἄλλο ἠδυνήθημεν νὰ συμπεράνωμεν παρὰ μόνον ὅτι οὐδ’ αὐτοὶ ἐκαλογνώριζαν διατὶ πρέπει ἡ Ἑλλὰς ν’ ἀποτελῇ μοναδικὴν ἐξαίρεσιν τῆς ἁπανταχοῦ ἐπικρατούσης τάξεως καὶ σοβαρότητος περὶ τὴν διαχείρισιν τοῦ ἀπονεμομένου εἰς τὸ Κράτος φοβεροῦ δικαιώματος τοῦ φονεύειν. Τὸ μόνον βέβαιον εἶναι ὅτι διὰ τῆς μακρᾶς συνηθείας κατήντησαν τὰ παρ’ ἡμῖν διαπραττόμενα ἀσυνείθιστα νὰ χάσωσι τὴν φρικαλέαν αὐτῶν πρωτοτυπίαν. Ὁ τύπος γράφει ἑκάστοτε περὶ τούτων, ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον, ὀλίγας τινὰς γραμμάς, οὐδεμιᾶς ἀξιουμένας ἀπαντήσεως παρὰ τῶν ὑπευθύνων, καὶ τὰ πράγματα ἐξακολουθοῦσι νὰ διανύωσι τὴν τακτικὴν ἢ μᾶλλον τὴν ἄτακτον αὐτῶν τροχιάν. Ὡς δὲν κατώρθωσαν οἱ ἀστρονόμοι νὰ ἐξηγήσωσι διατί, ἐνῶ πάντες οἱ λοιποὶ πλανῆται στρέφονται περὶ ἑαυτοὺς ἀπὸ δυσμῶν πρὸς ἀνατολάς, μόνος ὁ πλανήτης Οὐρανὸς στρέφεται ἀπ’ ἀνατολῶν πρὸς δυσμάς, οὕτως ἀδύνατον φαίνεται ν’ ἀνευρεθῇ καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον οὐδὲν πρέπει νὰ γίνεται εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἰς πάντα τὰ λοιπὰ κράτη, τὰ ἔχοντα τὴν ἀξίωσιν νὰ λέγωνται πολιτισμένα. Καὶ ὄχι μόνο ἀδύνατος εἶναι ἡ ἀνεύρεσις τοῦ λόγου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναζήτησις αὐτοῦ φαίνεται μετέχουσα τοῦ γελοίου. Ὁ ἐρωτῶν λ.χ. διατὶ εἶνε παρ’ ἡμῖν δεκαπλάσιος τοῦ ἀλλαχοῦ τῶν φόνων καὶ τῶν ἀναιρέσεων ὁ ἀριθμός, διατὶ τὴν ποινὴν τῆς φυλακίσεως ἀντικαθιστᾷ εἰς τὰ ἐγκλήματα τοῦ τύπου ἡ τῆς προφυλακίσεως, διατὶ ἐξ ὅλων τῶν κρατῶν τοῦ Αἵμου μόνη ἡ Ἑλλὰς δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ στρατόν, διατὶ δὲν καταδιώκονται οἱ κλέπτοντες τὰς δικογραφίας ἐκ τοῦ γραφείου τῆς Βουλῆς, διατὶ μεταβάλλονται εἰς κοπρῶνας τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα, διατὶ ἀντὶ τοῦ κ. Τσούντα διδάσκει ὁ κ. Οἰκονόμου τὴν ἀρχαιολογίαν, ἢ πῶς συμβαίνει νὰ θεωρῇ ὁ κ. Δελιγιάννης ἐπιλήψιμον τὴν ἐξύβρισιν τοῦ Βασιλέως, κινδυνεύει νὰ κατηγορηθῇ ὡς καθ’ ὑπερβολὴν ἁπλοϊκός, ὡς ἀναζητητὴς ψύλλων εἰς τ’ ἄχυρα, ὡς κοπανιστὴς ἀέρος, ἂν ὄχι καὶ ὡς ἰδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ἀσυμβίβαστος καὶ ἀνάξιος νὰ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐξύπνων Ῥωμῃῶν. Ὁ τίτλος διορθωτοῦ τοῦ ῥωμαίικου κατήντησε ν’ ἁμιλλᾶται κατὰ τὴν γελειότητα πρὸς τὸν τοῦ τετραγωνισμοῦ τοῦ κύκλου.

Τοῦτον φοβούμενοι, περιωρίσθημεν ἀπὸ ἱκανῶν ἤδη ἐτῶν νὰ λέγωμεν εἰς τοὺς ἀναγνώστας μας παραμύθια περὶ γάτων, σκύλων, ἀλόγων, βοῶν καὶ Συριανῶν συζυγῶν. Σήμερον ὅμως προτιμῶμεν κατ’ ἐξαίρεσιν νὰ διηγηθῶμεν εἰς αὐτοὺς μίαν ἀληθεστάτην ἱστορίαν, ἥτις ἔχει τὸ πλεονέκτημα νὰ ὁμοιάζῃ παραμύθι καὶ πλὴν αὐτοῦ νὰ συνδέεται στενῶς μὲ τὸ μέγα ζήτημα τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ὡς πάντες γνωρίζουσι, τὸ ἐκτάκτως φοβερὸν τῆς ποινῆς αὐτῆς ἔγκειται εἰς τὰς προηγουμένας τῆς ἐκτελέσεως ἀγωνιώδεις ὥρας τοῦ καταδίκου. Ἐνῷ τὸν ἐφορμῶντα κατ’ ἐχθρικοῦ προμαχῶνος στρατιώτην ἢ τὸν πνέοντα τὰ λοίσθια ἀσθενὴ ὑποστηρίζει μέχρι τελευταίας πνοῆς ἡ ἐλπὶς ὅτι ἐνδέχεται νὰ σωθῶσιν, εἰς μόνον τὸν κατάδικον ἐπιβάλλεται ν’ ἀντικρύσῃ τὴν ἀπόλυτον βεβαιότητα τῆς ἐπικειμένης αὐτοῦ ἐκμηδενίσεως. Ἂν ἦτο δυνατὸν ν’ ἀπαλλαχθῇ τοῦ φοβεροῦ τούτου ἀντικρυσμοῦ, θὰ ἐστεροῦντο τοῦ κυριωτάτου αὐτῶν ἐπιχειρήματος οἱ ἐξεγειρόμενοι κατὰ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ὡς ἐλπίζομεν νὰ πεισθῶσιν οἱ ἀναγνῶσται τῆς κατωτέρω ἀψευδοῦς διηγήσεως.

Ἡ οὐσία τῆς ἱστορίας ταύτης παρέμενεν ὡς συγκεχυμένον καὶ ἀδέσποτον παιδικὸν ἄκουσμα εἰς γωνίαν τινὰ τῆς μνήμης μας, ὅτε ἔτυχε νὰ τὴν ἀκούσωμεν ἐπιβεβαιουμένην καὶ συμπληρουμένην ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ ὅπου συνέβη παρ’ αὐτοῦ τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ ἥρωος αὐτῆς. Περιηγούμενοι κατὰ τὸν χειμῶνα τοῦ 187… τὴν Σικελίαν καὶ διατρίβοντες ἀπὸ τίνων ἡμερῶν εἰς τὴν Μεσσήναν, ἔτυχεν ἑσπέραν τινὰ νὰ ζητήσωμεν ἄσυλον κατ’ αἰφνιδίας καταιγίδος εἰς τὸ πλησιόχωρον ἑλληνικὸν προξενεῖον. Πλὴν τοῦ κυρίου προξένου, παλαιοῦ ἡμῶν φίλου, εὕρομεν εἰς τὴν αἴθουσαν ἓν ἀνδρόγυνον, τὸ ὁποῖον μᾶς ἐπαρουσίασε μειδιῶν μετά τινος εἰρωνείας ὡς τὸν πανοσιώτατον καπουκῖνον Δομένικον Λαμαδόρον, ἤτοι Κυριακούλην Χρυσοσπάθην καὶ τήν… κυρίαν του. Τοῦτο δὲν ἦτο ἀστειότης. Μετὰ τὴν κατάκτησιν τῷ ὄντι τῆς Ῥώμης ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τῶν προοδευτικῶν ἰδεῶν, πολλοὶ Σικελοὶ καλόγεροι ἐθεώρησαν πρέπον ν’ ἀποτινάξωσι τὴν κουκούλαν καὶ νὰ νυμφευθῶσιν. Ἓν μόνον βλέμμα ἐπὶ τοῦ ξερασωθέντος ἤρκεσε νὰ μὲ πείσῃ ὅτι ἔκαμε κάλλιστα νὰ λάβῃ γυναῖκα. Ἐπὶ ὤμων Ἄτλαντος καὶ λαιμοῦ ταύρου ἔφερε κεφαλὴν τῆς ὁποίας ἀδύνατον ἦτο νὰ μὴ θαυμάσῃ τὶς τὴν ἀνθηρὰν ὄψιν, τὴν πυκνὴν τρίχα, τὰς ἱκανὰς νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς ῥόπαλον εἰς τὸν Σαμψῶνα σιαγόνας, τὰ κατακόκκινα χονδρὰ χείλη καὶ τὸ μακάριον μειδίαμα, τὸ ἀποκαλύπτον ὀδόντας ἱπποποτάμου. Τὸ μάσημα καὶ τὰ φιλήματα τοῦ πανοσιωτάτου πρέπει νὰ ἠκούοντο εἰς ἀπόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων. Ὁ κύριος πρόξενος καὶ ἐγὼ ὠμοιάζαμεν πίθηκον παραβαλλόμενοι πρὸς αὐτόν. Οὐδ’ ἦτο δυνατὸν ν’ ἀνεύρῃ γυναῖκα ἀξιωτέραν τῆς ἰδικῆς του νὰ ἐντρυφήσῃ εἰς τὰ τοιαῦτα αὐτοῦ προσόντα. Οἱ μαῦροι ὀφθαλμοί της ἐφλογοβόλουν καὶ ἡ κοκκινόξανθος κόμη της ἔλαμπεν ὡς χαλκίνη περικεφαλαία. Δὲν ἦτο ὅσον ἐκεῖνος χονδρή, ἀλλ’ ὑψηλή, εὔσωμος καὶ εὔμορφη ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω. Λέγω δὲ ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω οὐχὶ κατὰ τύχην, ἀλλὰ διότι εἶχεν ἀνυψώσῃ ὀλίγον τὸ φόρεμά της διὰ νὰ ξηράνῃ εἰς τὴν ἑστίαν τὰ ὑποδήματά της, τὰ κάθυγρα ἐκ τῆς αἰφνιδίας πλημμύρας. Οὐδέποτε ἔτυχε νὰ ζηλεύσω τόσον πολὺ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον τὸ πλάτος τῶν ὤμων του, τοὺς ὀδόντας του, τὸ πολὺ αἷμα του, τὴν εὐρωστίαν του καὶ τὴν γυναῖκα του. Μετ’ ὀλίγον μ’ ἔκαμε νὰ ζηλεύσω καὶ ἄλλο αὐτοῦ προτέρημα, τὴν εὐθυμίαν καὶ τὴν κωμικὴν δύναμιν, τὴν ὁποίαν κατώρθωνε νὰ μεταδίδῃ καὶ εἰς τὰ πενθιμώτατα θέματα ὁμιλίας. Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας περὶ οὐδενὸς ἅλλου ἐγίνετο λόγος παρὰ περὶ τῆς προσφάτου καρατομήσεως τοῦ λῃστάρχου Ταρτάλια, ὅστις, ἀφοῦ ἐδόξασε τὴν Σικελικὴν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εἰς φυγὴν τοὺς καραβινιέρους, εἶχε δειλιάσει πρὸ τοῦ δημίου.

«Ἂν ἤμην ἐγὼ πνευματικός του», εἶπεν ὁ προκαλόγηρος, «θὰ κατώρθωνα νὰ τὸν κάμω ν’ ἀποθάνῃ παληκαρίσια, μὲ τὴν ἐφεύρεσιν τοῦ μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα. Εἶναι ἡ μόνη ἱκανὴ νὰ κάμῃ καὶ τὸν δειλότερον κατάδικον ν’ ἀντικρύσῃ χωρὶς φόβον τὴν φοῦρκαν ἢ τὴν καρμανιόλαν.»

«Καὶ εἰς τί συνίσταται αὐτὴ ἡ ἐφεύρεσις;» ἠρώτησα μετὰ περιεργείας.

«Εἰς τὸ νὰ μὴ πιστεύσῃ ὁ κατάδικος ὅτι πρόκειται νὰ τὸν κόψουν ἢ νὰ τὸν κρεμάσουν.»

«Τοῦτο», παρετήρησα, «φαίνεται κάπως δύσκολον, ὅταν ἔχῃ ἔμπροσθέν του τὴν μηχανὴν καὶ ἀφοῦ τοῦ ὑπεσχέθη τὸν παράδεισον ὁ παπάς.»

«Καὶ τὶς ἡ ἀνάγκη», ἀπήντησε, «νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὁ παπὰς τὸν παράδεισον καὶ ὄχι ἄλλο τι καλλίτερον;»

«Ἀλλὰ τί καλύτερον ἀπὸ τὸν παράδεισον ἠμπορεῖ νὰ ὑποσχεθῇ εἰς ἄνθρωπον ἀγόμενον εἰς τὴν λαιμητόμον;»

«Ἠμπορεῖ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὅτι ἔχει ἀκόμη νὰ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ φάγῃ πολλὰ μακαρόνια πρὶν μεταβῇ εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.»

«Δὲν σᾶς ἐννοῶ.»

«Πῶς δὲν μὲ ἐννοεῖτε; Δὲν προτιμᾶτε καὶ σεῖς τὰ μακαρόνια τῆς γῆς ἀπὸ τὰ “ὡσαννὰ” καὶ τὰ “ἀλληλούϊα” τοῦ οὐρανοῦ, ἢ μήπως δὲν προτιμᾶτε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀγγέλους τὰς ζωντανὰς γυναίκας, ὅταν μάλιστα ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἰδικήν μου καὶ στεγνώνουν τὰς κνήμας των εἰς τὴν φωτιά; Ἂν μοῦ εἴπητε ὄχι, δὲν θὰ σᾶς πιστεύσω, διότι τὴν τρώγετε μὲ τὰ μάτια ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω· καὶ κάμνετε πολὺ καλά», ἐπρόσθεσε μειδιῶν, «διότι ἀξίζει τὸν κόπον, κ’ ἐγὼ δὲν ζηλεύω.»

Διὰ νὰ μὴ φανῇ παράδοξον τὸ τοιοῦτον εἶδος ὁμιλίας, δὲν εἶναι περιττὸν νὰ προσθέσω ὅτι ὑπερέβαινε τότε πᾶν ὅριον τῶν ξερασωμένων καλογήρων ἡ ἀδιαντροπία καὶ ἡ ἐπίδειξις ἀσεβείας, ὡς νὰ ἤθελον ν’ ἀποζημιωθῶσι διὰ τὴν πρῴην ἐπιβαλλομένην εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ ἐπαγγέλματός των συστολὴν καὶ ὑποκρισίαν. Ταῦτα ὅμως δὲν ἐξήγουν καὶ πῶς ἠδύνατο ὁ πνευματικὸς νὰ ὑποσχεθῇ εἰς κατάδικον πολλὰ ἔτη καὶ φαγοπότια ἀντικρὺ τῆς λαιμητόμου.

Τὴν εὔλογον ταύτην ἀπορίαν μου ηὐδόκησεν ἐπὶ τέλους νὰ λύσῃ ὁ Χρυσοσπάθης, διηγούμενος τὰ ἑξῆς:

«Γνωρίζετε βέβαια ὅτι πρὶν γίνῃ μία ἡ Ἰταλία, ἡ νῆσος μας ἦτο παράρτημα τοῦ βασιλείου τῆς Νεαπόλεως καὶ ὅτι ἐμίσουν οἱ Σικελοὶ τοὺς Νεαπολίτας ὅσον οἱ Πολωνοὶ τοὺς Μοσχοβίτας. Καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἀπεστρέφοντο ὡς ἀλλοφύλους καὶ τυράννους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπεριφρόνουν ὡς ἀνάνδρους. Κατὰ τὴν ἐποχὴν λοιπὸν ὅπου τὸ μῖσος κατὰ τῆς Νεαπόλεως εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀκμήν του, ὀλίγους μήνας μετὰ τὴν καταστολὴν τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1848 καὶ τὸν βομβαρδισμὸν τῆς Μεσσήνας, Ναπολιτάνος στρατιώτης τῆς φρουρᾶς τοῦ Παλέρμου ὀνομαζόμενος Σάνδρος ἔτυχε νὰ μαχαιρώσῃ δι’ ἐρωτικοὺς λόγους τὸν λοχίαν του καὶ νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον ὑπὸ τοῦ στρατοδικείου. Ἡ ἐκτέλεσις ὅμως τῆς ἀποφάσεως ἐπρόσκοπτε κατὰ τῆς ἑξῆς σπουδαίας δυσχερείας, τὴν ὁποίαν εἶχαν λησμονήσει νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψιν των οἱ στρατοδῖκαι· ὅτι τὴν κακὴν ἰδέαν τῶν Σικελῶν περὶ τῆς ἀνδρείας τῶν στρατιωτῶν τοῦ βασιλέως Φερδινάνδου θὰ ἐπεκύρωνε καὶ θὰ ἐκορύφωνεν ἡ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐκτελέσεως δειλία τοῦ καταδίκου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ναπολιτάνος δύναται νὰ φανῇ ἀνδρεῖος μόνον ὅταν εἶναι θυμωμένος ἢ μεθυσμένος, ὄχι ὅμως καὶ ν’ ἀντικρύσῃ τὸν θάνατον μὲ ψυχραιμίαν. Τὴν ἀνησυχίαν ταύτην ηὔξανεν ἡ συμπεριφορὰ τοῦ καταδικασθέντος, ὅστις δὲν ἔπαυε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ ὀδύρεται εἰς τὴν φυλακήν του. Βέβαιον λοιπὸν ἐφαίνετο ὅτι θὰ κατῄσχυνε τὸν στρατὸν τῆς κατοχῆς ἀποθνῄσκων ἀνάνδρως. Τοῦτο ὅμως ἦτο τόσον ἀσύμφορον τὴν ἐπιοῦσαν καταστολῆς ἐπαναστάσεως καὶ τὴν παραμονὴν ἴσως ἐκρήξεως ἄλλης, ὥστε οἱ προϊστάμενοι αὐτοῦ ἐθεώρησαν πρέπον νὰ γράψωσιν εἰς Νεάπολιν ζητοῦντες τὴν μετατροπὴν εἰς δεσμὰ τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ὁ βασιλεὺς ἦτο εὔσπλαχνος καὶ ἠρέσκετο ν’ ἀπονέμῃ χάριν, ἐπ’ αὐτοῦ μάλιστα τοῦ ἰκριώματος τῆς ἀγχόνης, εἰς πολιτικοὺς καὶ ἄλλους καταδίκους, οὐδέποτε ὅμως ἐχαρίτωσεν ἐγκληματήσαντα στρατιώτην, θεωρῶν τοῦτο ὡς ἐπιζήμιον εἰς τὴν πειθαρχίαν. Ἀντὶ λοιπὸν τῆς ζητηθείσης χάριτος ἔφθασε μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκ Νεαπόλεως ἡ διαταγὴ νὰ ἐκτελεσθῇ ἡ ἀπόφασις ἀνυπερθέτως. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο εἶχε κορυφωθῇ ἡ ἀνυπομονησία τῶν κατοίκων τοῦ Παλέρμου νὰ ἴδωσι Ναπολιτάνον στρατιώτην λιποψυχοῦντα πρὸ τοῦ θανάτου, τὸν ὁποῖον εἶχον ὑπομείνει πρό τινων ἑβδομάδων τόσον ἡρωϊκῶς οἱ Σικελοὶ πατριῶται οἱ καταδικασθέντες ὑπὸ τῶν ἐκτάκτων δικαστηρίων. Ἡ πεποίθησις τῶν Πανορμιτῶν ἐπὶ τὴν ἀνανδρίαν τοῦ καταδίκου ἦτο τοιούτη, ὥστε δὲν ἐδίσταζαν νὰ στοιχηματίζωσι δέκα τάλληρα ἀντὶ ἑνὸς ὅτι θὰ ἐλιποθύμῃ ἐπὶ τοῦ τόπου τῆς ἐκτελέσεως. Ταῦτα ἦτο ἑπόμενον ν’ αὐξήσωσιν ἔτι μᾶλλον τὴν ἀμηχανίαν τῶν ἀρχῶν. Ὁ διοικητὴς συνεκάλει ἀλλεπάλληλα συμβούλια πρὸς εὕρεσιν ἑνὸς οἰουδήποτε τρόπου προφυλάξεως τοῦ στρατοῦ ἀπὸ τῆς ἐπικειμένης δυσφημίας, κατὰ τὰ ὁποῖα πολλαὶ καὶ ποικίλαι ἐπροτείνοντο γνῶμαι. Οἱ μὲν ἤθελον νὰ μεθυσθῇ ὁ κατάδικος δι’ οἴνου τῆς Μαρσάλας ἀνακατωμένου μὲ ῥακήν, πρὶν ὁδηγηθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως, οἱ δὲ νὰ τουφεκισθῇ τὴν νύκτα εἰς τὰ ὑπόγεια τοῦ φρουρίου, ἐνῷ ἄλλοι ἐπρότειναν ν’ ἀναμιχθῇ κοπανισμένον ὑαλίον εἰς τὸ φαγητόν του ἢ νὰ ἐγχυθῇ ὑδράργυρος εἰς τὸ αὐτίον τοῦ ἐνῶ ἐκοιμᾶτο.[1] Ἀλλ’ ὁ μὲν λαθραῖος τουφεκισμὸς θ’ ἀπεδείκνυε τὴν Κυβέρνησιν συμμεριζομένην τὴν περὶ τῆς ἀνανδρίας τῶν στρατιωτῶν της ἐπικρατούσαν γνώμην, ἡ δὲ ἀνάμιξις κοπανισμένου ὑαλίου εἰς τὸ φαγητὸν καὶ ἡ καθ’ ὕπνους ἔγχυσις ὑδραργύρου ἦσαν κάπως δυσεφάρμοστοι, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἀπὸ τριῶν ἤδη ἡμερῶν ὁ κατάδικος οὔτε ἔτρωγεν οὔτε ἐκοιμᾶτο. Οἱ συσκεπτόμενοι ἔξυαν τὴν κεφαλήν των ματαίως ἀναζητοῦντες ἄλλο τι καλλίτερον, ὅτε ἐπαρουσιάσθη πρὸ αὐτῶν ὁ θεῖός μου Πάτερ Βαρνάβας, ἀναλαμβάνων ἀντὶ ἑκατὸν ταλήρων, πληρωτέων μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν, νὰ διαθέσῃ τὸν κατάδικον ν’ ἀποθάνῃ ἀφόβως καὶ γενναίως. Ἐρωτηθεὶς διὰ τίνος τρόπου ἤλπιζε νὰ κατορθώσῃ τοῦτο, ἠρκέσθη ν’ ἀπαντήσῃ ὅτι ἡ ἀπόλυτος μυστικότης ἦτο ἀπαραίτητος ὅρος ἐπιτυχίας καὶ ὅτι ἦτο ἐξ ἴσου βέβαιος ὅτι θὰ ἐπιτύχῃ ὅσον καὶ ὅτι θὰ δύσῃ ὁ ἥλιος εἰς τὴν θάλασσαν μετὰ μίαν ὥραν. Ὁ Πάτερ Βαρνάβας ἐφημίζετο ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἡ φήμη του αὕτη, ἡ πεποίθησις μετὰ τῆς ὁποίας ὡμίλει καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀνικανότης πρὸς εὕρεσιν ἄλλης διεξόδου, ἔπεισαν τὸ συμβούλιον νὰ δεχθῇ τὴν πρότασιν τοῦ πανοσιωτάτου, ὑποσχόμενον τὴν ζητηθεῖσαν ἀμοιβήν. Ὥρα τῆς ἐκτελέσεως ὡρίσθη ἡ δεκάτη τῆς ἐπιούσης καὶ τόπος αὐτῆς ἡ εὐρύχωρος παρὰ τὴν προκυμαίαν πλατεῖα. Ῥῖγος καὶ σπασμοὶ κατέλαβον τὸν κατάδικον, ὅταν εἶδεν εἰσαγόμενον τὸν συνήθη πρόδρομον τῶν τουφεκιστῶν ῥασοφόρον. Οὗτος, εὐθὺς ἅμα ἔμειναν μόνοι, ἔσπευσε νὰ προλάβῃ τὴν ἐπικειμένην λιποθυμίαν τοῦ δυστυχοῦς, λέγων εἰς αὐτὸν “μὴ φοβεῖσαι, ἔρχομαι νὰ σὲ ἀναγγείλω ὅτι ὁ βασιλεὺς ηὐδόκησε νὰ σοῦ ἀπονείμῃ χάριν”. “Χάριν!” ἀνέκραξεν ὁ κατάδικος καταφιλῶν τὰς χεῖρας τοῦ καπουκίνου. “Λοιπὸν δὲν θὰ μὲ τουφεκίσουν; Εἶσαι βέβαιος περὶ τούτου;” “Βεβαιότατος. Εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸ διάταγμα μὲ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ βασιλέως. Ἡ χάρις ὅμως θὰ σὲ δοθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἐνθυμεῖσαι τοὺς τρεῖς ἐπαναστάτας, εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη πέρυσι χάρις ἐπάνω εἰς τὴν ἀγχόνην, ἐνῶ ὁ βρόχος ἦτο περασμένος εἰς τὸν λαιμόν των;” “Τοὺς ἐνθυμοῦμαι”. “Οὕτω καὶ σὲ θὰ σὲ ὁδηγήσουν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς προκυμαίας, θὰ σὲ τοποθετήσουν ἀντικρὺ εἰς ἀπόσπασμα δέκα στρατιωτῶν, θὰ διαταχθῇ πῦρ, καὶ τότε μόνον θὰ λάβῃς τὴν χάριν. Δὲν εἶχα τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὸ φανερώσω· ἀλλὰ σοῦ τὸ λέγω, διότι ὁ βασιλεὺς δὲν θέλει τὸν θάνατόν σου καὶ ἦτο κίνδυνος ν’ ἀποθάνῃς εἰς τὸν δρόμον ἀπὸ τὴν τρομάραν. Θάρρος λοιπόν. Ἔχεις ἀκόμα νὰ φᾷς πολλὰ μακαρόνια, πρὶν μεταβῇς εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.” Ἡ προσλαλιὰ αὕτη ἤρκεσε νὰ διαλύσῃ πάντα δισταγμὸν καὶ πάντα φόβον τοῦ καταδίκου. Ὠμοίαζεν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ ὁποίου θὰ ἐσήκωναν βαρὺ βράχον. Ἐδάκρυεν, ἐγέλα, ἐζητωκραύγαζε ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὑπέσχετο λαμπάδας εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ ἐπὶ τέλους ἐζήτησε νὰ παρασύρῃ τὸν πνευματικόν του νὰ χορεύσουν μαζὶ μίαν ταραντέλλαν. “Τί κάμνεις, ἀθεόφοβε!” εἶπεν οὗτος. “Λησμονεῖς ὅτι ἐχάθημεν καὶ οἱ δύο, ἂν γνωσθῇ ὅτι σοῦ ἐφανέρωσα τὸ μυστικόν; Γονάτισε καὶ ἐξομολογήσου.” Ὁ κατάδικος ἐγονάτισεν, εἶπεν ὅσα εἶχε νὰ εἴπῃ, ἔλαβεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ἀπεχαιρέτισε τὸν πανοσιώτατον, ἀποκαλῶν αὐτὸν σωτῆρα του καὶ ὑποσχόμενος νὰ θαμβώσῃ τὴν ἐπιοῦσαν τοὺς θεατὰς διὰ τῆς ἀφοβίας του πρὸ τῶν τουφεκιστῶν. Εὐθὺς μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ καπουκίνου εἰσῆλθεν ὁ δεσμοφύλαξ, τὸν ὁποῖον μεγάλως ἐξέπληξεν ἡ εὔθυμος διάθεσις τοῦ πρῴην νυχθημερὸν ὀδυρομένου. “Δὲν ἠξεύρεις”, εἶπεν εἰς αὐτόν, “ὅτι αὔριον εἰς τὰς δέκα θὰ σὲ τουφεκίσουν;” “Τὸ ἠξεύρω πολὺ καλά· γεννηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἠξεύρω ὅμως ὅτι ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσω νὰ φάγω ὅ,τι θέλω εἰς τὸ τελευταῖόν μου γεῦμα. Παράγγειλε νὰ μοῦ φέρουν μίαν μακαρονάδα, ἕνα ψητὸν καπόνι καὶ κρασὶ τῶν Συρακουσῶν.” Μετὰ τριήμερον νηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν ἔφαγεν ὡς λάμια καὶ ἁπλωθεὶς ἕπειτα εἰς τὴν κλίνην του ἐρρουχάλισε μακαρίως, μέχρις οὗ ἦλθεν τὴν ἐπιοῦσαν νὰ τὸν ἐξυπνήσῃ ὁ ἐπὶ τῆς ἐκτελέσεως ἀποσπασματάρχης. Ἀφοῦ δὶς ἐχασμήθη, ἐζήτησεν ὁ κατάδικος ὡς τελευταίας χάριτας ἕνα καφὲ διὰ ν’ ἀποτινάξῃ τὸν ὕπνον ἀπὸ τὰ βλέφαρά του, μίαν ψήκτραν γιὰ νὰ καθαρίσῃ τὴν στολήν του, ἓν γαρούφαλον καὶ τὴν ἄδειαν νὰ βαδίσῃ μὲ λυτὰς χεῖρας εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἀφοῦ ἐβούτηξε δύο παξιμάδια εἰς τὸν καφέ του, ἐπλύθη, ἐκτενίσθη, ἀνώρθωσεν ὡς ἄγκιστρα τοὺς μύστακάς του, ἐπέρασε τὸ γαρούφαλον εἰς τὴν κομβιοδόχην τοῦ κολοβίου του καὶ στρεφόμενος ἔπειτα πρὸς τὸν ἀποσπασματάρχην εἶπεν εἰς αὐτὸν μετὰ θαυμαστῆς ἀταραξίας: “Εἶμαι ἕτοιμος, κύριε λοχία”. Πάντες οἱ παριστάμενοι ἠπόρουν διὰ τὴν αἰφνιδίαν μεταμόρφωσιν τοῦ δειλοῦ κάπωνος εἰς ἀνδρικὸν πετεινόν, καὶ οἱ πάντες συνέχαιρον διὰ τὴν ἔξοχον κατηχητικὴν ἱκανότητα τὸν θεῖόν μου Βαρνάβαν, ὅστις ἐδέχετο μετὰ τῆς προσηκούσης εἰς τὸ σχῆμα του μετριοφροσύνης τὰ συγχαρητήρια. Ἂν καὶ ἦτο χειμὼν κατὰ τὸ ἡμερολόγιον, ὁ καιρὸς ἦτο ἐαρινός, ὁ οὐρανὸς ἀνέφελος, ἡ αὔρα χλιαρὰ καὶ ἐμοσχοβόλουν αἱ πορτοκαλέαι. Κανεὶς ἄλλος τόπος δὲν ἔχει ζεστὰς ἡμέρας τὸν χειμῶνα πλὴν τῆς Σικελίας.»

«Καὶ τῆς Ἑλλάδος», διέκοψα ἐγώ.

«Ἔχετε δίκαιον», ἀπήντησεν ὁ προκαλόγηρος. «Ἐλησμόνουν ὅτι ἡ μικρή σας Ἑλλὰς ἦτο πρὶν ἐπαρχία τῆς Μεγάλης καὶ εἶχε πρωτεύουσαν τὰς Συρακούσας καὶ βασιλέα τὸν Χαρώνδαν.»

«Ταῦτα», ἀπήντησα γελῶν, «εἶναι δεκτικὰ συζητήσεως. Ἀλλὰ τελειώσατε, παρακαλῶ, τὴν ἱστορίαν σας.»

«Ἔλεγα λοιπὸν ὅτι ὁ καιρὸς ἦτο ὡραῖος. Τὰ ἐργαστήρια εἶχον κλεισθῇ καὶ ὅλοι οἱ Πανορμῖται, ἄνδρες καὶ γυναικόπαιδα, εἶχον σωρευθῇ εἰς τὸν δρόμον, τὰ παράθυρα, τοὺς ἐξώστας καὶ τὰς στέγας τῶν χαμηλῶν οἰκιῶν, περιμένοντες τὴν διάβασιν τοῦ καταδίκου. Οἱ κυβερνητικοὶ διέδιδαν ὅτι οὗτος εἶχεν ἀνδρειωθεῖ καὶ θ’ ἀπέθνησκεν ὡς γενναῖος στρατιώτης, οἱ δὲ Σικελοὶ ἐπέμειναν νὰ στοιχηματίζωσι δέκα πρὸς ἓν ὅτι θ’ ἀπέθνησκεν ὡς Ναπολιτάνος. Δὲν ἐβράδυναν ὅμως νὰ πεισθῶσιν ὅτι δὲν ἤξιζε τίποτε τὸ στοίχημά των. Ἀντὶ νὰ σύρεται ὡς μόσχος εἰς τὴν σφαγήν, ὁ κατάδικος ἐβάδιζεν ἐν μέσῳ τῶν μελλόντων νὰ τὸν τουφεκίσωσι στρατιωτῶν γαλήνιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ὡς θεὸς τοῦ Ὀλύμπου. Ὁσάκις συνήντα γνωρίμους του καθ’ ὁδὸν ἔτεινε εἰς αὐτοὺς τὴν χεῖρα καὶ εἰς τὰ συλλυπητήρια καὶ τὰς ἐνθαρρύνσεις αὐτῶν ἀπήντα διὰ καταλλήλου ρητοῦ τῆς πρὸς χρῆσιν τοῦ στρατοῦ Χρηστομαθείας τοῦ Σοαβίου: “Ὁ δίκαιος δὲν φοβεῖται τὸν θάνατον”. “Ὁ ἄνθρωπος εἶναι παροδίτης τῆς γῆς”. “Ὁ θάνατος εἶναι μετάβασις εἰς τὴν ἀθανασίαν”, ἢ ἄλλου τοιούτου καὶ εὐθὺς ἔπειτα ἐτάχυνε τὸ βῆμα, ὡς θέλων ν’ ἀνακτήσῃ τὸν ἀπολεσθέντα χρόνον. Οἱ Ναπολιτάνοι ἐθριάμβευον καὶ ἐπευφήμουν καὶ οἱ Σικελοὶ ἔκλιναν δυσθύμως πρὸς τὰ κάτω τὴν κεφαλήν. Πρὸ τῆς θύρας οἰνοπωλείου δύο συστρατιῶται του, ὀρθοὶ ἐπὶ σκαμνίων, τὸν ἐπροσκάλεσαν νὰ πίῃ ἓν τελευταῖον ποτήριον οἴνου μετ’ αὐτῶν. Δεχθεὶς προθύμως τὴν πρόσκλησιν ὕψωσε τὸ ποτήριον ἀνακράζων: “Εἰς τὴν ὑγείαν τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος τοῦ ἐνδόξου καὶ ἀγαθοῦ ἡμῶν βασιλέως Φερδινάνδου. Ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐλογῇ καὶ νὰ τὸν πολυχρονίζῃ”. Τὴν φορὰν ταύτην ἐπευφήμησαν τὸν κατάδικον πλὴν τῶν Ναπολιτάνων καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Σικελῶν, εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς μία μόνη ἀπέμενεν ἐλπίς, ὅτι τὸ ἀσύνηθες τοῦτο θάρρος ἦτο προϊὸν μιᾶς ὁπωσδήποτε τεχνητῆς διεγέρσεως καὶ θὰ ἐξέλειπεν ἐπὶ τοῦ τόπου τῆς ἐκτελέσεως. Ἡ ἐλπὶς αὕτη θὰ ἐπραγματοποιεῖτο ἴσως ἂν δὲν εἶχε προνοήσῃ ὁ θεῖός μου Βαρνάβας νὰ παρευρεθῇ ἐκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ διὰ νεύματος καὶ τῆς ἐπιδείξεως τῆς ἄκρας χαρτίου, τὸ ὁποῖον δὲν ἠδύνατο νὰ εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ὑποσχεθεῖσα χάρις. Ὁ κατάδικος οὐδὲν ἀπολέσας τῆς ἀταραξίας του, ὑπῆγε νὰ τοποθετηθῇ αὐθορμήτως ἀντικρὺ τῶν τουφεκιστῶν εἰς τὴν κανονισμένην ἀπόστασιν δέκα βημάτων, ἀπωθήσας τὸν προσελθόντα νὰ περιδέσῃ κατὰ τὸ σύνηθες τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ διὰ μαντυλίου δεκανέα. Οἱ στρατιῶται ηὔθυναν ἤδη κατὰ τοῦ στήθους του τὰ ὅπλα ἀναμένοντες τὸ τελευταῖον πρόσταγμα, ὅτε ἀντήχησαν ἐκ διαφόρων συγχρόνως ὁμίλων φωναί: “Δὲν μᾶς ἀποχαιρετᾶς, Σάνδρε;” Τὸ ἀποχαιρέτημα τοῦτο εἶνε εἰς τὸν τόπον μας δικαίωμα τοῦ καταδίκου καὶ σχεδὸν καθῆκον ἐπιβαλλόμενον εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῆς παραδόσεως. Ἄλλος τὸ προετοιμάζει καὶ ἄλλος τὸ αὐτοσχεδιάζει, ἄλλος λέγει πολλὰ καὶ ἄλλος ὀλίγα, ἕκαστος κατὰ τὸν βαθμὸν τῆς ῥητορικῆς του ἱκανότητος, ὅλοι ὅμως προσπαθοῦν νὰ εἴπουν κάτι διὰ νὰ μὴ ὑποτεθῇ ὅτι ἐβούβανεν αὐτοὺς ὁ φόβος. Ὁ Σάνδρος δὲν ἦτο ρήτωρ, ἦτο ὅμως ἀρκετὰ καλὸς τενόρος. Μὴ εὑρίσκων τί νὰ εἴπῃ ἀξιομνημόνευτον ἀνέμελψεν ἀντὶ προσλαλιᾶς τὸ ἆσμα τῶν “Μασναδιέρων” τοῦ Βέρδη:

Trala, trala lá,
N’andremo d’un salto
Nel mondo di la.

ἤτοι

Θὰ πᾶμε μ’ ἔvα πήδημα
Ἴσια στὸv ἄλλον κόσμον!

Τὸ κύκνειον τοῦτο ᾆσμα ἦτο βεβαίως ἐπίκαιρον, ἡ φωνὴ τοῦ καταδίκου ὡραία καὶ ἡ ἀφοβία, μεθ’ ἧς ἡτοιμάζετο νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ἀληθῶς πρωτοφανής. Εὐλόγως λοιπὸν ἐξερράγη τὸ πλῆθος εἰς ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, οἵων οὐδέποτε ἠξιώθησαν εἰς τὸ θέατρον οὔτε ὁ Ῥόπας, οὔτε ὁ Μάριος, οὔτε ὁ Φασκίνης, οὐδ’ αὐτὴ ἴσως ἡ Μαλιβράν. Ταῦτα ἀντήχουν ἀκόμη, ὅτε ὕψωσε τὸ ξίφος ὁ ἔχων τὸ πρόσταγμα ἀξιωματικός, ἤστραψαν τὰ τουφέκια καὶ δέκα σφαῖραι ἐτρύπησαν τὸ στῆθος τοῦ καταδίκου. Ὁ θάνατος ἐπῆλθεν τόσον ἀκαριαῖος ὥστε δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἐξαλείψῃ τὸ διαστέλλον τὰ χείλη του μειδίαμα εὐδαίμονος αὐταρεσκείας. Εἰπέτε μου τώρα, παρακαλῶ, ἂν πιστεύετε ὅτι ἠδύνατο ὁ θεῖος μου Βαρνάβας νὰ κάμῃ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ν’ ἀποθάνῃ τόσον εὐχαριστημένος καὶ ν’ ἀφίσῃ μνήμην ἥρωος, ἂν τοῦ ὡμίλει περὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μακαριότητος τοῦ Παραδείσου, ἀντὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὅτι εἶχεν ἀκόμη νὰ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ φάγῃ πολλὰ μακαρόνια;»

«Ὁμολογῶ ὅτι τὸ πρᾶγμα ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν. Δὲν ἐννοῶ ὅμως πῶς ὁ μακαρίτης θεῖος σας ἀπεδέχετο νὰ δοξάζῃ παρ’ ἀξίαν ὡς ἥρωας τοὺς ἐχθροὺς τῆς πατρίδος του Ναπολιτάνους;»

«Δὲν τὸ ἐννοεῖτε διότι δὲν γνωρίζετε, ὡς φαίνεται, ὅτι οἱ Φράγκοι ρασοφόροι δὲν ἔχουν ἄλλην πατρίδα πλὴν τῆς Ἐκκλησίας, οὐδ’ ἄλλον ἀρχηγὸν πλὴν τοῦ Πάπα. Ἔπειτα ὁ θεῖός μου ἦτο, ὡς σᾶς εἶπα, ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ εἶχε στοιχηματίσει κ’ ἐκεῖνος πολλὰ ὅτι θ’ ἀπέθνησκεν ὁ κατάδικος γενναίως.»

Ἡ βροχὴ εἶχε παύσῃ καὶ τὸ ἀνδρόγυνον ἠγέρθη νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσῃ. Ἐξερχόμενος μὲ ἐπροσκάλεσεν ὁ προκαλόγηρος νὰ ὑπάγω νὰ ἴδω τὴν συλλογήν του Σικελικῶν ἀρχαιοτήτων, καὶ τὴν πρόσκλησιν ταύτην ἐπεκύρωσεν ἡ κυρία του δι’ ἑνὸς προσηνεστάτου arivederci. Ἐκατοίκουν τὸ πρῶτον πάτωμα μικρᾶς οἰκίας εἰς τὴν ἄκραν τῆς ὁδοῦ Γαριβάλδη. Ἐπὶ τῆς κοσμούσης τὴν θύραν χαλκίνης πλακὸς ἀνεγινώσκετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἐνοίκου ὁ τίτλος ἀρχαιολόγος (antiquario), σημαίνων ἐν Σικελίᾳ πωλητὴς ἀρχαιοτήτων. Ἡ δεξίωσις ὑπῆρξε φιλοφρονεστάτη. Ἡ οἰκοδέσποινα εὐηρεστήθη νὰ μοῦ προσφέρῃ καφὲ καὶ νὰ μὲ θαμβώσῃ καὶ πάλιν μὲ τὴν λάμψιν τῶν μαύρων της ὀφθαλμῶν καὶ τῆς χρυσῆς της κόμης, ὁ δὲ ξερασωμένος ἀρχαιολόγος, ἀφοῦ μοὶ παρεχώρησεν ἀντὶ ἑκατὸ μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα τῶν Συρακουσῶν, ηὐδόκησε νὰ μὲ πληροφορήσῃ ὅτι, ἂν πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς κόμης ἐπεθύμουν νὰ μεταΐδω καὶ τὰς κνήμας τῆς κυρίας του, ἠδυνάμην ν’ ἀπολαύσω τὴν εὐχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων τὸ ἑσπέρας εἰς τὸ θέατρον Vittorio Emmanuele, ὅπου ἦτο δευτέρα χορεύτρια. Ὅπως οἱ καλόγηροι, οὕτω εἶχαν ἀρχίση νὰ ὑπανδρεύωνται εἰς τὴν Σικελίαν καὶ αἱ χορεύτριαι.


  1. Ὁ ρευστὸς ὑδράργυρος καὶ τὸ κοπανισμένον ὑαλίον, τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀβλαβέστατα, θεωροῦνται κατὰ δημώδη πρόληψιν ἐν Ἰταλίᾳ καὶ πολλαχοῦ, νομίζω, τῆς Ἑλλάδος ὡς φοβερὰ δηλητήρια.