Ἱστορία ἑνὸς Ἀλόγου
Συγγραφέας:


Αʹ

Ἄδικον θὰ ἦτο νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι τὸ Ζητήσατε τὴν γυναῖκα ἀρμόζει εἰς μόνα τὰ μαχαιρώματα, τὰς φαρμακώσεις καὶ τὰς ληστείας ταμείων. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, καθὼς τῶν περισσοτέρων κακουργημάτων, οὔτω δύναται νὰ ἀνευρεθῇ εἰς τὴν γυναῖκα ἡ πρώτη αἰτία καὶ τῶν περισσοτέρων ἀριστουργημάτων. Χωρίς τὴν αἰσχρότητα τῶν ἀρχαίων Ἑλληνίδων, τῆς Ἑλένης, τῆς Φαίδρας, τῆς Μηδείας, τῆς Κλυταιμνήστρας καὶ τῶν ἀλλων, οὔτε Ἰλιάδα θὰ εἴχομεν, οὔτε Αἰσχύλον ἢ Εύριπίδην, οὔτε χωρὶς τὴν σεμνότητα τῶν Ἰταλίδων, τῆς Βεατρίκης, τῆς Λαύρας καὶ τῆς Ἑλεονώρας θὰ εἶχον οἱ Ἰταλοὶ Δάντη, Τάσσον καὶ Πετράρχαν. Καὶ ὄχι μόνον στίχοι, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα μεγάλα χρήσιμα ἢ εὔμορφα πράγματα ἔχουσι βεβαίως ἀρχὴν γυναικείαν. Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι εἰς τὴν Ροδόπην χρεωστεῖται ἡ ἀνέγερσις τῆς τρίτης πυραμίδος καὶ εἰς τὰς ἔπειτα μετερχομένας τὸ αὐτὸ ἐπάγγελμα ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ με ταξοσκώληκος εἰς τὴν Εὐρώπην, τὰ χρυσᾶ ὑφάσματα τῆς Βεvετίας, ἡ ἁλιεία τῶν μαργαριτῶν, τὸ κυνήγιον τῶν στρουθοκαμήλων καὶ τὸ πελέκημα τῶν ἀδαμάντων. Χωρὶς τὴν Αἰκατερίνην Βʹ δὲν θὰ ἑβλάσταναν πιθανῶς φοίνικες εἰς τὴν Πετρούπολιν, οὔτε θὰ ἐγνωρίζαμεν χωρὶς τὴν κόμησσαν Δουβαρὺ τὴν γλυκύτητα τοῦ παγωμένου καμπανίτου. Καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ἀνύψωσίν μας ὑπεράνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια, οὐχὶ τὴν φαντασιώδη τοῦ πνεύματος τῶν ποιητῶν καὶ τῶν παπάδων, ἀλλὰ τὴν πραγματικὴν τοῦ σώματος, πρέπει νὰ ἔχωμεν χάριν εἰς τὴν γυναῖκα. Ὁ πολὺς τῷ ὄντι Μογκολφιέρος, ὁ ὁποῖος, ὡς λέγεται, ἐγυναικοκρατεῖτο, διαταχθεὶς ἡμέραν τινὰ ὑπὸ τῆς γυναικός του νὰ ξηράνῃ τὸ ὑγρόν της μεσοφούστανον εἰς τὴν ἐστίαν, εἶδε τοῦτο κολπωθὲν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ἀέρος ν’ ἀνυψωθῇ εἰς τὴν ὀροφὴν καὶ ἐφεῦρε τὸ ἀερόστατον τὴν ἐπιοῦσαν.

Οὐδὲν μετὰ ταῦτα τὸ παράδοξον ἄν, ζητήσαντες καὶ ἡμεῖς νὰ μάθωμεν πῶς ἔτυχε μίαν ἡμέραν ν’ ἀποδειχθῶσι καὶ οἱ πεζώτατοι Συριανοὶ ἁρματηλάται, εὕρημεν τὴν αἰτίαν εἰς τὰς Συριανάς. Ἡ Ἑρμούπολις, χάρις εἰς τὴν καλλιτέραν ποιότητα τοῦ ἐδάφους καὶ τῶν δημοτικών της ἀρχόντων, δὲν ἦτο ποτὲ λασπότοπος ὡς αἱ Ἀθῆναι. Εἶναι δὲ καὶ τόσον μικρά, ὥστε δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ εἶναι τις Ποσειδὼν διὰ νὰ τὴν διατρέξῃ μὲ δύο πηδήματα ἀπὸ τὸ Νησάκι ἕως τὰ Βαπόρια. Πλὴν τούτου οἱ ἐξοχικοί της οἶκοι εἶναι ὀλίγοι καὶ οἱ ὅνοι πολλοί. Οὐδεμία λοιπὸν θὰ ἐπαρουσιάζετο κατεπείγουσα χρεία ἅμαξῶν, ἂν δὲν ὑπῆρχε Συριανὴ Λέσχη καὶ δὲν ἐδίδοντο εἰς αὐτὴν χωροί, συνεπάγοντες φορέματα μὲ οὐρὰν καὶ ατλάζινα ὑποδήματα διὰ τὰς κυρίας ὡς καὶ λουστρίνια διὰ τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ ἀρέσωσιν εἰς αὐτάς. Ἡ λάσπη, ὡς εἴπομεν, δὲν εἶναι ἐκεῖ πολλὴ καὶ σπανίως ὑψώνεται ἄνω τοῦ ἑνὸς δακτύλου. Καὶ τόση όμως ἦτο ἀρκετὴ διὰ νὰ μαυρίζῃ τὰ ἄσπρα καὶ νὰ ἀσπρίζῃ τὰ μαῦρα ὑποδήματα τῶν χορευτών.

Τὸ ζήτημα τῆς κατὰ τὰς βροχερὰς ἑσπέρας μεταβάσεως εἰς τὸν χορὸν ἀπέβαινεν ἐκ τούτου ἱκανῶς σπουδαῖον. Πρὸς λύσιν αὐτοῦ εἰς πολλὰς καὶ ποικίλας κατέφυγεν ὁ κομψός κόσμος τῆς Σύρου εφευρέσεις· μεγάλα ὅμως ἦσαν ἑκάστης αὑτῶν τὰ ἀτοπήματα καὶ αἱ δυσκολίαι. Ἐκ τούτων περιορίζομαι ν’ ἀναφέρω ὅτι ἡ δι’ ἀχύρων στρῶσις τοῦ δρόμου ἦτο ὑπερβολική πολυτέλεια εἰς ξηρόνησον, ὅπου ουδέποτε ἐβλάστησε στάχυς· ἡ διὰ φορείου ἐπὶ ὤμου ἀχθοφόρων μεταφορὰ εἶχε τὸ ἐλάττωμα νὰ ἐξομοιώνῃ κομψὴν κυρία, μεταβαίνουσαν εἰς τὸν χορὸν μὲ δεσπότην μεταφερόμενου εἰς τὸ νεκροταφεῖον· τὰ δὲ καλόβαθρα καὶ αὐτὰ τὰ ὑψηλὰ τσόκαρα χρειάζοντο εἰδικὴν προγύμνασιν, χωρὶς τὴν ὁποίαν θὰ ἐκινδύνευε τοῦ πεζοπόρου ή ἰσορροπία. Τὰ γαλόσια ἀπὸ γουταπέρκαν ὑμνήθησαν ἐπί τινα καιρὸν ὑπὸ τῶν δύο Συριανῶν ἐφημερίδων ὡς ἐπιτυχής λύσις, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ εἶχαν τὸ ἐλάττωμα νὰ κολλοῦν εἰς τὸν πηλὸν καὶ τὸ πολὺ σπουδαιότερον ὅτι δύσκολον ἦτο νὰ ξεκολληθοῦν ἀπὸ τοὺς πόδας χωρίς ζημίαν τῆς λευκότητος τῶν χειροκτίων.

Μετὰ τὴν δοκιμὴν καὶ ἀποτυχίαν ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἐπεκράτησε διὰ μερικὰ ἔτη εἰς τὴν ὑψηλὴν κοινωνίαν τῆς νήσου ἡ ἑξῆς συνήθεια: Αἱ κυρίαι καὶ οἱ ἔχοντες ἀξιώσεις κομψότητας κύριοι νὰ μεταβαίνουν εἰς τὸν χορὸν φοροῦντες εἰς τοὺς πόδας τὰ συνήθη τῆς ἡμέρας ὑποδήματα, κατά προτίμησιν τὰ δίπατα καὶ παλαιά, καὶ νὰ φέρουν τὰ χορευτικὰ ὑπὸ τὸν βραχίονα τυλιγμένα εἰς ἐφημερίδα. Ἡ δὲ μετάθεσις ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα εἰς τοὺς πόδας τῶν ἀτλαζίνων ἢ λουστρινίων καὶ ἀπὸ τοὺς πόδας εἰς τὴν ἐφημερίδα τῶν λασπωμένων ἐγένετο εἰς τὴν προηγούμενον τῆς αἰθούσης χοροῦ προθάλαμον τῆς Λέσχης. Τοιοῦτος ὅμως ὑπῆρχεν ἕνας μόνον καὶ ὄχι μεγάλος.

Ὅσοι ἔτυχε νὰ παρατηρήσουν πόση ἐπικρατεῖ εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ πανταχοῦ κατὰ τοὺς μεγάλους χοροὺς εἰς τὴν ἀποθήκην ἐπανωφορίων βοή, σύγχυσις καὶ στενοχωρία δύνανται νὰ φαντασθῶσι τί ἐγίνετο εἰς τὸν συριανὸν προθάλαμον, προσθέτοντες εἰς τὰ γνωστὰ τὴν πολύπλοκον ἐργασίαν τῆς διπλῆς ἀλλαγῆς ὑποδημάτων. Εὐτυχεῖς ἦσαν ὅσαι κατώρθωναν νὰ εὕρουν κάθισμα διὰ νὰ προδῶσιν εἰς αὐτήν· αἱ ἄλλαι ἐκάθιζαν ἐπάνω εἰς τὸ σάλι ἢ τὴν γούνα των, οἱ δὲ κύριοι ἐπροσπάθουν νὰ κατορθώσουν τὴν ἀντικατάστασιν στηρίζοντες τὴν ράχιν εἰς τὸν τοῖχον. Τοὺς πιστεύοντας τοῦτο εὔκολον κατόρθωμα, παρακαλοῦμεν νὰ δοκιμάσουν. Τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ ἔργου μετὰ τῆς ἀπαιτουμένης σεμνότητας ἐδυκόλευαν ἔτι μᾶλλον τὰ τότε τοῦ συρμοῦ πλατύγυρα κρινελίνα ἢ κατὰ ἑλληνίζοντας, μὲ συμπάθειο, πυγόκοσμα, τῶν ὁποίων τὰ σιδηρᾶ ἐλάσματα ἠδύναντο νὰ προκαλέσωσι κατὰ τὸ κάθισμα αὐτομάτους τῶν φουστανίνων ἀναπηδήσεις. Εἰς ὅλα ταῦτα πρέπει νὰ προστεθῇ καὶ ἡ ἐπικρατοῦσα εἰς τὴν Σῦρον πρόληψις, ὅτι ἐξακολουθεί να εἶναι ἡ Ἑλλὰς ὁ ὑμνηθεὶς ὑπὸ τοῦ Εὐριπίδου εὐλογημένος τόπος, ὁ οὔτε θερμὸς τὸ θέρος οὔτε κρύος τὸν χειμῶνα. Ἀποτέλεσμα τῆς προλήψεως ταύτης ἦτο νὰ θεωρῆται ὑπὸ τῶν Συριανῶν πᾶσα ἐκτὸς τοῦ μαγειρείου καῦσις ξύλων ἢ καρβούνων ὡς ἀσυγχώρητος ἀσωτία ἢ σκορποπαραδιά, καὶ νὰ ἐπικρατοῦν κατὰ τοὺς χορευτικοὺς μῆνας αἱ χιονίστραι ἐπιδημικῶς.

Ὅλα τὰ ἀνωτέρω κτυπήματα εἶχε συμπέσει νὰ κορυφωθῶσι κατὰ τὸν τελευταῖον χορὸν τοῦ 186… Τὸ πλῆθος ἦτο πολύ, ὄχι μόνoν διότι ἦτο ὁ τελευταίoς τοῦ χειμῶνος, ἀλλὰ καὶ ἐπρόκειτο νὰ παρευρεθοῦν εἰς αὐτὸν οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ σταθμεύοντες ἀγγλικοῦ πλοίου, καὶ ἰδίως ὁ νέoς σημαιοφόρoς Ἀρθ. Γλ., τοῦ ὁποίου αἱ χρυσαῖ τρίχες, αἱ χρυσαῖ λίραι, αἱ λεμβοδρομίαι καὶ ἡ συνωνυμία μὲ ἔνδοξον πολιτικὸν ἄνδρα εἶχαν φουντώσει τῶν Συριανίδων τὴν φαντασίαν.

Τὸ ψῦχος ἦτο δριμὺ καὶ ὁ καιρὸς τρισάθλιος. Ὅλην τὴν ἡμέραν ἔσταζε χιονόνερον βορβορογόνον καὶ τὸ ἑσπέρας ἐφύτησε βορρᾶς ἱκανὸς νὰ ξερριζώσῃ τὰ κέρατα ταύρου. Ἐπόμενον λοιπὸν ἦτο νὰ εἶναι ἐκτάκτως πρησμένοι οἱ πόδες, βορβορώδη τὰ ὑποδήματα καὶ ἡ ἀντικατάστασις αὐτῶν κοπιώδης. Ὁ προθάλαμος τῆς Λέσχης παρεῖχε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τὸ θέαμα πρωτοφανοῦς καὶ εἰς αὐτὰ τὰ χρονικὰ τῆς Σύρου συγχύσεως καὶ ἀκαταστασίας. Ὑπὲρ τοὺς ἑκατὸν Συριανοὶ καὶ Συριαναὶ ἐμάλλωναν διὰ τὰ πέντε ἢ ἓξ καθίσματα ἢ ἐπερίμεναν τὴν σειράν των νὰ διορθώσουν πρὸ τοῦ μοναδικοῦ καθρέπτου τὰς ἐκ τῆς κακοκαιρίας ζημίας τοῦ στολισμοῦ των. Ὁ ἄνεμος τῷ ὄντι, εἰσδύσας ὑπὸ τὰ σάλια, τὰ μαντήλια καὶ τ’ ἄλλα κουκουλώματα τῆς κεφαλῆς, εἶχε διαταράξει σπουδαίως τὴν ἁρμονίαν τῶν κτενισμάτων, τὰ ὁποῖα ἐσυνηθίζοντο τότε ὑψηλὰ καὶ πολύπλοκα μὲ διαδήματα, πτερά, κορδέλλας καὶ στεφάνους τεγνητῶν ἀνθέων. Τὸ ἀνασήκωμα εἶχε μὲν προφυλάξει τὰς οὐρὰς ἀπὸ τὴν λάσπην, πολλὰ ὅμως μεσοφούστανα ἦσαν ἐλεεινῶς πιτσυλισμένα καὶ τὰ στίγματα αὐτῶν ἐλύπουν τὴν ὅρασιν ὑπὸ τὴν διαφάνειαν τῶν ἐκ τουλλίου ἢ ταρλατᾶ παρθενικῶν ἐσθήτων. Ταῦτα ὅμως ἦσαν μικρὰ κατὰ συγκρινόμενα πρὸς τὴν ἐπιβαλλομένην εἰς τὰς πλείστας δεσποινίδας ὑποχρέωσιν νὰ λύσωσιν ἐκ τοῦ προχείρου τὸ ἀρχαῖον μαθηματικὸν πρόβλημα τοῦ μείζονος ἐν τῷ ἐλάσσονι, εἰσάγουσαι εἰς τὰς ἀτλαζίνους θήκας των πόδας διπλασιασθέντας ὑπὸ τοῦ ψύχους. Ὁ πρὸς τοῦτα ἀγὼν ἦτο τόσον βαρὺς καὶ ὀδυνηρέός, ὥστε μὲ ὅλον τὸ ἐπικρατοῦν κρύον ἐζυμώνετο ἐπὶ πολλῶν παρειῶν ὁ ἱδρὼς μὲ τὴν ὀρυζόκοκιν τῆς Ζακύνθου καὶ πολλὰ ἐξέφευγον ἀπὸ τὰ χείλη τῶν βασανιζομένων

accenti di dolor, parole d'ira.

Κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν εἰσώρμησαν εἰς τὸν θάλαμον οἰ τέσσαρες Ἄγγλοι, μόνοι ἐντελῶς καθαροὶ καὶ ἄσπιλοι ἐκ τῶν ἐκεῖ συνωθουμένων. Τοῦτο εἶχον κατορθώσει προνήσαντες νὰ ἐνοικιάσωσι τὴν προτεραίαν καὶ νὰ μεταβάλωσιν εἰς κομμωτήριον τὸ κάτωθεν τῆς λέσχης καπνοπωλεῖον, ἐκεῖ στολισθέντες καὶ ἐκεῖθεν πηδήσαντες μετὰ εὔθυμον γεῦμα εἰς τὸν χορὸν στιλπνοὶ ὡς νεόκοπα φλωρία.

Οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ ναυτικοῦ παντὸς ἔθνους φημίζονται ὡς οἱ εὐγενέστεροι τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐπιφύλαξις καὶ λεπτότης τῶν τρόπων των κατήντησαν παροιμιώδεις. Τοιοῦτοι βεβαίως ἦσαν καὶ οἱ τέσσαρες ἐκεῖνοι Ἄγγλοι. Ἀλλὰ καὶ τοῦ πρὸ αὐτῶν θεάματος ὑπερέβαινε πᾶν ὅριον ἢ πρωτότυπος κωμικότης. Ἔπειτα ἦσαν νέοι καὶ εἶχον πίει εἰς τὸ γεῦμα φιάλας τινὰς γεροντοτέρου αὐτῶν οἶνου. Καὶ αὐτὸς ὁ ἀγών, τὸν ὁποῖον κατέβαλλον διὰ νὰ κρατήσωσι τὸν γέλωτά των, συνετέλεσε νὰ καταστήσῃ τὴν τελικὴν αὐτοῦ ἔκρηξιν βιαιοτέραν. Μὴ εὑρίσκοντες ποῦ νὰ στηριχθῶσι, συνεκρατοῦντο ἐκ τοῦ βραχίονος καὶ ἐγέλων ὡς ὁμηρικοὶ θεοί, ζητοῦντες ἐκ διαλειμμάτων συγγνώμην.

Τὸ κυριώτατον γνώρισμα τοῦ ἐπαρχιώτου καὶ τοῦ νεοπλούτου εἶναι ὁ ὑπερβολικὸς αὐτοῦ φόβος νὰ φανῇ τοιοῦτος, ἀπειρόκαλος δηλαδὴ ἢ ὁπωσδήποτε γελοῖος. Οἱ πλεῖστοι αὐτῶν θὰ ἐπροτίμων νὰ κατηγορηθῶσι διὰ παράβασιν ἄρθρου τοῦ ποινικοῦ κώδικος παρὰ δι’ ἄγνοιαν κανόνος τινὸς τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐθιμοτυπίας, νὰ ὑποτεθῶσιν ἱκανοὶ νὰ μαχαιρώσουν ἄνθρωπον μᾶλλον παρὰ νὰ ἐγγίσουν ὀψάριον διὰ μαχαίρας. Εὔκολον ἐκ τούτων εἶναι νὰ μαντεύσῃ τις τὸν ἐκ τοῦ γέλωτος ἐκείνου τῶν ξένων σπαραγμὸν τῆς συριανῆς φιλοτιμίας καὶ πόσης ἐπεκράτησε κατὰ τὸν προμηνυόμενον τόσον εὔθυμον χορὸν κατήφεια καὶ ἀθυμία. Μόνοι ἴσως ἐκρυφοχάρησαν διὰ τὸ ἐπεισόδιον ὑποψήφιοί τινες μνηστῆρες πλουσίων δεσποινίδων ἢ ἐρασταὶ ὡραίων δεσποινῶν, διὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἐπερίσσευαν οὔτε βλέμμα οὔτε καδρίλλια οὔτε καλὸς λόγος ὅταν ἐστάθμευαν ξένα πλοῖα εἰς τὰ ὕδατα τῆς Σύρου.

Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, πρώτην τῆς Σαρακοστῆς, ἡ ἐξακολούθησίς τῆς κακοκαιρίας ἐχρησίμευσεν ὡς εὔλογος πρόφασις πρὸς ματαίωσιν τῆς σχεδιασθείσης δι’ ἀγγλικῶν λέμβων μεταβάσεως εἰς Δελαγράτσιαν πρὸς ὀστρακοφαγίαν. Τὴν ἔκτακτον ταύτην διασκέδασιν ἀνεπλήρωσεν ἡ τακτικὴ καὶ μονάκριβος τῆς Σύρου, ἤτοι ἡ εὐθὺς μετὰ τὸ πρόγευμα συνάθροισις τῶν γυναικῶν εἰς ταύτην ἢ ἐκείνην τὴν οἰκίαν καὶ ἡ μέχρι τῆς ώρας τοῦ δείπνου ἐντρύφησις εἰς ἐξάωρον χαρτοπαιξίαν καὶ κακολογίαν. Αἱ τότε Συριαναὶ ἐφημίζοντο δικαίως ὡς ἀριστοτέχνιδες περὶ ἀμφότερα ταῦτα. Τὸ ἀπόγεύμα ὅμως ἐκεῖνο οὐδεμία ἠσθάνετο ὄρεξιν διὰ κοντσίναν ἢ ἐξακρίσωσιν τοῦ ἀριθμοῦ τῶν στραβοπατημάτων καὶ τῶν ψευδῶν ὀδόντων τῶν ἀντιζήλων της. Ἡ πληγωθεῖσα ἐκ τοῦ γέλωτος τῶν ξένων πατριωτικὴ φιλοτιμία κατέβαλε πᾶν ἄλλο ταπεινότερον αἴσθημα καὶ συνήνωσεν αὐτὰς εἰς ἔκδοσιν κοινοῦ ψηφίσματος, κατὰ τὸ ὁποῖτον ἦτο ἀδικία καὶ ἐντροπή, ἐνῷ ὄχι μόνον αἱ Ἀθῆναι, ἀλλὰ καὶ αἱ Πάτραι, ή Κέρκυρα, το Ναύπλιον καὶ ἄλλαι ἀσημότεραι πόλεις εἶχον ἁμάξας, μόναι αἱ ἀρχόντισσαι τῆς ὀλίβιας Σύρους νὰ μένουν καταδικασμέναι εἰς ἐπιβάσεις ὄνων, γαλόσια, ἀνασηκώματα φορεμάτων, τυλίγματα ὑποδημάτων εἰς ἐφημερίδας καὶ περιπαίγματα τῶν ξένων. Κατεπείγουσα ἐκ τούτου ἀπέβαινεν ἡ εἰσαγωγὴ εἰς τὴν νῆσον ὀχημάτων καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς λέσχης ἀπὸ τὸ μονοπάτιον ποὺ εὑρίσκετο εἰς δρόμον ἁμαξιτόν.

Κατά τι ὅμως δυσκολωτέρα τῆς ἐκδόσεως ἦτο ἡ ἐπικύρωσις τοῦ ψηφίσματος παρὰ τῶν συζύγων των, τῶν ὁποίων ἡ ἀπέχθεια κατὰ παντὸς νεωτερισμοῦ ἦτο ἐφάμιλλος τῆς προσηλώσεως εἰς τὸν βράχον τῶν ὀστρειδίων. Εἰς τὴν πρότασιν εἰσαγωγῆς ἁμαξῶν ἀπήντησαν σταυροκοπούμενοι δι’ ἄλλης προτάσεως περὶ ναυλώσεως ἀτμοπλοίου πρὸς ἀποστολὴν τῶν γυναικῶν των εἰς τὴν Τῆνον. Ἡ πρώτη αὕτη ἀποτυχία ἠνάγκασεν αὐτὰς νὰ μεταβάλωσι στρατηγικήν, καταφεύγουσαι μετὰ τὴν ἀπόκρουσιν τῆς ἐφόδου εἰς τακτικήν, πρὸς κατάκτησιν τοῦ ποθουμένου, πολιορκίαν. Ταύτης τὴν καλὴν ἔκβασιν ἠσφάλιζον ἐκ τῶν προτέρων αἱ ὅλως ἰδιάζονται τοπικαὶ περιστάσεις. Οἱ τότε Συριανοὶ δὲν διακρίνοντα βεβαίως δι’ ἀβρότητα τρόπων πρὸς τὰς κυρίας των, ἀρεσκόμενοι νὰ ἐπιδεικνύωσι κατ’ οἴκον ἦθος δεσπότου καὶ Ἀνατολίτου, κατ’ οὐσίαν ὅμως ἐγυναικοκρατοῦντο, οὐχὶ ἐκ προαιρέσεως, ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης. Διὰ νὰ ἐννοήσῃ τις πῶς συνέβαινε τοῦτο, ἀρκεῖ νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν ἑξῆς περιεχομένην εἰς μελόδραμά τι τοῦ Ὀφεμπάχ, δὲν ἐνθυμούμεθα ποῖον, ἀκριβεστάτην διατύπωσιν τοῦ προορισμοῦ τῆς γυναικός:

L'idéal de la femme
Se resume en deux choses,
Flatter notre estomac
Et nous couvrir de roses.

Δύσκολο, όμως ἦτο νὰ εὕρη ἀλλαχοῦ νὰ κολακεύσῃ τὴν στό μαχόν του ἢ νὰ στεφανωθῇ διὰ ρόδων ὁ ὑπὸ τῆς κυρίας του καταδικαζόμενος εἰς κακοφαγίαν ἢ ἐγκράτειαν Συριανός. Ἀληθὲς εἶναι ὄτι, πλὴν τῶν παρὰ τὴν προκυμαίαν μαγειρείων, ὑπῆρχε παρὰ τὴν πλατεῖαν καὶ ἓν λεγόμενον εὐρωπαϊκὸν ξενοδοχεῖον. Καὶ εἰς τοῦτο ὅμως συγκαταλέγοντα μετὰ τῶν φαγωσίμων εἰδῶν ὁ τράγος, αἱ μυῖγαι, τὰ τριήμερα ὀψάρια καὶ οἱ ἀπόμαχοι πετεινοί. Περὶ δὲ τῆς συλλογής ρόδων, ἢ κατὰ τὸν Παράσχον, ναρκίσσων, ἀρκεῖ νὰ εἴπωμεν ὅτι, καθὼς εἰς τὰς ἀρχαίας Ἀθήνας τὸ Κεραμεικόν, οὕτω ὑπῆρχεν καὶ εἰς τὴν Σῦρον δυσώνυμός τις μαχαλᾶς καλούμενος Καλυβάκια· ὅπου ἐτρόμαζαν περὶ τὸ σουρούπωμα τῶν ἀποπλανηθέντα διαβάτην ρυπαρά τινα καὶ ἀποτρόπαια φαντάσματα, μὲ μακρὰς ὡς σάβανα ὑποκαμίσας, μὲ πρόσωπα ἀσβεστωμένα, μὲ χείλη αἱμοβαφῆ καὶ ὀφρύδια ὁμοιάζονται βδέλλας, χαριτολογοῦντα πρὸ τῆς θύρας ἠρειπωμένων καλυβῶν μὲ βρακοφόρους θαλασσινούς.

Ἡ τοιαύτη στέρησις παντὸς ἐφοδίου ἀμύνης κατίστανεν ἀπλοῦν ζήτημα χρόνου τὴν συνθηκολογίαν. Πολὺ ἐπιτυχέστερον, παρὰ προπέρυσιν οἱ Πέρσαι, εἰς τὸ δημοτικὸν ἡμῶν θέατρον, παριστάνοντο τότε καθ’ ἑσπέραν εἰς πᾶσαν οἰκίαν τῆς Σύρου αἱ Ἐκκλησιάζομαι τοῦ Ἀριστοφάνους. Τὰ μέσα καταναγκασμοῦ τὰ ὁποῖα μεταχειρίζοντο αἱ Συριαναὶ κατὰ τῶν δυστροπούντων συζύγων ἦσαν κυρίως δύο, ἡ καταδίκη αὐτῶν εἰς καθημερινὴν κατανάλωσιν πρασσάτου καὶ πλὴν αὐτῆς ἡ συμφωνία, αἱ μὲν γραῖαι συνωμότριαι νὰ γρινιάζουν ὅλην τὴν νύκτα, αἱ δὲ νεώτεραι νὰ νυστάζουν ἀμέσως. Ἡ ἀντίστασις ἐν τούτοις παρετάθη μέχρι τοῦ φθινοπώρου, ὅτε συνελθέντες οἱ προὔχοντες τῆς νήσου εἰς τὸ δημαρχεῖον κατέληξαν, μετὰ ματαίαν ἀναζήτησιν ἄλλης διεξόδου, εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄλλο μέσον ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ ἐπιούσια πράσσα καὶ ἀνάκτησιν ὀλίγου ὕπνου ἢ ὀλίγης ἀγρυπνίας παρὰ νὰ ὑποταχθῶσιν. Ἐκ δὲ τῶν προταθέντων μέσων ὑποταγῆς ἐπροτιμήθη ὡς οἰκονομικώτερον ἡ διὰ κοινοῦ ἐράνου παροχὴ ἀτόκου δανείου καὶ μικρᾶς κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος ἐπιχορηγήσεως εἰς ἐργολάβον, ἀναδεχόμενον τὴν προμήθειαν κατὰ τὴν συντήρησιν δωδεκάδες ἁμαξῶν. Ἡ προσέγγισις τοῦ χειμῶνος καὶ τὸ ἄπαυστον κέντρισμα τῶν ἀνυπομόνων γυναικῶν συνετέλεσαν εἰς ταχεῖαν ἐξομάλυνσιν πάσης δυσχερείας. Περὶ τὰ Χριστούγεννα τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἡ μὲν Λέσχη εἶχε μετατοπισθῇ ἀπὸ τῆς πρὶν στενωποῦ εἰς τὸν ἀνήφορον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐπὶ δὲ τῆς πλατείας ἠδύνατό τις νὰ θαυμάσῃ ἀξίαν μουσείου συλλογὴν ὀχημάτων συρομένων ὑπὸ ἀπομάχων ἵππων παντὸς γένους, χρώματος καὶ μεγέθους. Ἐφάμιλλος τῆς τῶν ἁμαξῶν καὶ τῶν ἀλόγων ἦτο καὶ ἡ ποικιλία τῶν ἡνιόχων, Ἀθηναίων ἐν φουστανέλλᾳ, Ἰταλῶν μὲ ἐρυθρὰς ζώνας καὶ πίλους τῆς Καλαβρίας, σκουφοφόρων Ἑπτανησίων καὶ δύο ἢ τριῶν ἰθαγενῶν, προβιβασθέντων ἀπὸ ὀνοκόμων εἰς ἱπποκόμους. Πάντες οὗτοι, ἄνθρωποι καὶ ζῷα, κατέλυον χάριν οἰκονομίας παρὰ τὰ Ταμπάκικα εἰς κοινὸν στάβλον, τοῦ ὁποίου τὴν προσέγγισιν ἀνήγγελλε μακρόθεν πρωτότυπός τις συνδυασμός ἀρώματος βυρσοδέψου καὶ καβαλλίνας.

Βʹ

Τρία περίπου ἔτη μετὰ τὰ ἀνωτέρω ἀξιομνημόνευτα γεγονότα ἔτυχε ν’ ἀναγκασθῶ, διὰ λόγους ἀσχέτους πρὸς τὴν παροῦσαν διήγησιν, νὰ παραμείνω ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδας ἄεργος εἰς τὴν Σύρον. Ἂν καὶ ἐπλησίαζε νὰ τελειώσῃ ὁ Νοέμβριος, δὲν ἐνθυμοῦμαι ἄλλας μακρητέρας εἰς τὴν βίον μου ἡμέρας, συμπιπτούσας παραδόξως μὲ νύχτας ἀτελευτήτους. Οἱ πρώην συμμαθηταί μου είχον διασπαρῆ κυνηγοῦντες τὴν τύχην εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς, ἀπὸ τῶν ὀχθῶν τοῦ Ροδανοῦ καὶ τοῦ Δουνάβεως μέχρι τῶν τοῦ Νείλου, τοῦ Γάγγου ἢ καὶ τοῦ Μισισιπῆ, πλὴν μόνων τριῶν ἢ τεσσάρων, οἴτινες ἀνεπαύοντο ὑπὸ τὰς πλάκας τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Μεγάλη λοιπὸν ὑπῆρξεν εἰς τὴν τοιαύτην μόνωσιν καὶ πλῆξιν ἡ χαρά μου, ὅταν πρωίαν τινὰ προσέκρουσα προσδοκήτως πρὸς πυρόξανθον γερόντιον, φέρον δίοπτρα γαλανὰ καὶ τρισμέγιστον ὑπὸ τὸν βραχίονα χαρτοφυλάκιον. Οὗτος ἦτο ὁ παλαιός μου διδάσκαλος τῆς ζωγραφικῆς κύριος Creuzer, Μπαβαρὸς τὸ γένος καὶ ἀληθής τεχνίτης, προσαράξας δὲν ἠξεύρω πῶς εἰς τὴν Σῦρον καὶ οὐδ’ ἐκεῖ εὐδοκιμήσας, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν ἤξευρεν οὔτε διὰ τοῦ χαρακτῆρος του νὰ κολακεύῃ τὰς Συριανὰς οὔτε νὰ παρομοιάζῃ αὐτάς, ὡς οἱ ἀντίζηλοί τοῦ Ἰταλοὶ μουτζαλωταί, μὲ νύμφας, ἀγγέλους, Νηρηίδας καὶ Παναγίας. Ἀποστραφεὶς τὴν ἀριστοκρατίαν τῆς νήσου ἐκ μίσους τῆς πεζότητος καὶ μικροπρεπείας, εἶχεν ἐπιδοθῆ, ὡς ὁ κύριος Λύτρας, εἰς παράστασιν λαϊκῶν σκηνῶν, ζωγραφίζων ψαροπώλας, τηγανιστὰς συκωτίων, ἁγυιόπαιδας τῆς ἄνω Σύρου ἱππεύοντας χοίρους γιγαντιαίους, μεθυσμένους καλογήρους, γραίας σαβανωτρίας καὶ ἐπαίτας ἀναπήρους. Ὁλίγον διάφοροι τῶν ἀνθρωπίνων τούτων ἐρειπίων ἦσαν οἱ δυστυχεῖς ἵπποι τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθέντος στάβλου, τοὺς ὁποίους κατεγίνετο ἀπὸ μηνὸς ὁ κύριος Creuzer νὰ εἰκονίσῃ τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον. Μὴ ἔχων ἄλλο τι διασκεδαστικώτερον νὰ πράξω ἐδέχθην μετὰ χαρᾶς τὴν πρότασιν νὰ συνέργασθῶ μετ’ αὐτοῦ. Εἰς δὲ τοὺς κλίνοντας νὰ θεωρήσωσιν ἀλλόκοτην τὴν ἐκλογὴν τοιούτων προτύπων, ἀρκοῦμαι νὰ παρατηρήσω ὅτι, ἂν πλαστικῶς ἐξεταζόμενα οὐδὲν εἶχαν κοινὸν τὰ τρισάθλια ἐκεῖνα ζῷα πρὸς τοὺς εὐτραφεῖς βουκεφάλος τοῦ Φειδίου ἢ τὴν λεπτότητα τῶν ἀραβικῶν, ἦσαν ἀφ’ ἑτέρου ὑπὸ ψυχολογικὴν ἔποψιν ἀσυγκρίτως ἀνώτερα τούτων. Ἀληθὲς εἶναι ὅτι οὔτε ὁ τράχηλος αὐτῶν ἐκάμπτετο τοξοειδῶς ὡς ὁ τοῦ κύκνου, οὔτε ἐκάπνιζον οἱ μυκτῆρες, οὔτε ἐσπινθήριζον οἱ ὀφθαλμοί· ὅτι τὰ γόνατα αὐτῶν ἐφαίγοντο καμπτόμενα ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος καὶ τὰ κόκκαλα ἔτοιμα νὰ τρυπήσωσι τὸ δέρμα. Πόση ὅμως εἰκονίζετο εἰς τὴν στάσιν καὶ τὸ βλέμμα των ἠμερότης, καλωσύνη, στωικὴ ἐγκαρτέρησις καὶ ἀμνησικακία! Τῶν τοιούτων χριστιανικῶν ἀρετῶν ἐστερεῖτο τελείως ἕνας μόνον ἐκ τῶν ὑποτρόφων τοῦ ἱππικοῦ ἐκείνου καταγωγείου. Οὗτος ἦτο εὔρωστος ψαροκόκκινος ἵππος, καλούμενος Ζαναμπέτης, ὅστις εἶχεν ἀγορασθῆ εὐθυνά, οὐχὶ ἕνεκα γήρατος, οἰδημάτων, χωλότητος, ψώρας, ρευματισμοῦ ἢ ἄλλου ἐλαττώματος σωματικοῦ, ἀλλὰ διὰ μόνην τοῦ χαρακτῆρος τὴν ἀγριότητα καὶ δυστροπίαν. Ἡ ἐλάττωσις τῆς μερίδος κριθῆς καὶ ἡ αὔξησις τῶν ὡρῶν ἐργασίας συνετέλεσαν νὰ τὸν καταστήσσωτι διὰ τοῦ χρόνου κατά τι χειροηθέστερον. Καὶ πάλιν ὅμως ἠναγκάζεντο οἱ πλησιάζοντες αὐτὸν νὰ προφυλάσσονται κατ’ ἐνδεχομένης αὐτοῦ ζαναμπετιᾶς, ἤτοι κακῆς χρήσεως τῶν ποδῶν ἢ τῶν ὀδόντων του. Ὁ μόνος, ὁ οὐδὲν ἔχων ἐξ αὐτοῦ νὰ φοβηθῇ ἦτο μικρόσωμον καὶ καχεκτικὸν δεκαπενταετὲς περίπου παιδάριον καλούμενον Τσέκος, τέκνον μεθύσου Ἰταλοῦ πρόσφυγος ὑπηρετοῦντος εἰς τὸν σταύλον. Μόνον ὁ Τσέκος οὗτος ἐπλησίαζεν ἀφόβως, ἐθώπευε τὸν τράχηλον καὶ τὰς πλευρὰς ἢ λαμβάνων εἰς χεῖρας τὴν κεφαλὴν κατεφίλει τοὺς ρώθωνας τοῦ φοβεροῦ ζώου, τὸ ὁποῖον ἀπέδιδε τὰς θωπείας γλείφων τοῦ μικροῦ φίλου του τὸ μέτωπον καὶ τὰς παρειάς. Τὸ δὲ ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι κατώρθωσε διὰ τοῦ γλειψίματος τούτου ν’ ἀπαλλάξῃ τὸ παιδίον ἀπὸ χρόνον ἐξάνθημα, κατὰ τοῦ ὁποίου εἶχον ἀποτύχῃ ὅλαι τοῦ Σταυράκη καὶ τοῦ Μποτάρου αἱ αλοιφαί! Οὐδὲ περιωρίζοντο αἱ τοιαῦται τρυφερότητες ἐντὸς τοῦ στάβλου, ἀλλ’ ὁσάκις συνέβαινε νὰ ἐκπεμφθῇ ὁ Τσέκος πρὸς ἐκτέλεσιν παραγγελίας δὲν ἔλειπε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν πλατεῖαν τῶν ἁμαξῶν διὰ νὰ ἴδῃ τὸν φίλον του ὑπὸ τὸν ζυγόν. Κατὰ δὲ τὰς θερμὰς ἡμέρας ἐρρόσιζεν αὐτὸν πλύνων διὰ σπόγγου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τοὺς μυκτῆτας του ἢ προσφέρων ὡς ἀναψυκτικὸν καυλὸν χλωροῦ ἀραβοσίτου, ξυλάγγουρον ἢ καὶ βοτρύδιον σταφυλῆς.

Κατ’ ἐκεῖνο τὸ θέρος ἔτυχεν ἐκ τοῦ ὑπερβολικοῦ κόπου νὰ πάθωσιν αἱ κνῆμαι τοῦ ἵππου οἰδήματα, λεγόμενα γάγγλια ἢ κοινῶς νερά, κατὰ τῶν ὁποίων οὐδὲν ἄλλο γνωρίζουσι φάρμακον οἱ ἐκτελοῦντες καθήκοντα κτηνιάτρου Συριανοὶ πεταλωταί, παρά μόνην τὴν φωτιάν, ἤτοι τὴν διὰ πυρακτωμένου σιδήρου στίξιν ἢ καὶ αὐλάκωσιν τοῦ πάσχοντος μέλους. Τὸ μέγιστον βάσανον τῶν ὑποβαλλομένων εἰς τοιαύτην ἐγχείρησιν ζώων εἶνε αἱ ἀπειροπληθεῖς μυῖγαι, αἱ συσσωρευόμεναι εἰς τὰ αἱμοσταγῆ ἕλκη. Ταύτας ἠγωνίζετο ὁ Τσέκος ν’ ἀπομακρύνῃ ραντίζων διὰ ψυχροῦ ὕδατος τὰς πληγάς, ὁ δ’ ἵππος ἐξεδήλωνε τὴν εὐγνωμοσύνην του προσηλώνων ἐπ’ αὐτὸν ἀνθρώπινον σχεδὸν βλέμμα, τρίβων τὴν κεφαλήν του εἰς τὸν ὦμον του καὶ ἤρεμα χρεμετίζων ὡς ἂν τοῦ ὡμίλει εἰς τὸ ὠτίον. Ἀλλοτε πάλιν ἐχώνετο παῖζον τὸ παιδάριον ὑπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ ἵππου καί, προβάλλον τὴν κεφαλὴν μεταξὺ τῶν ἔμπροσθίων, σκελῶν του, ἐκαμώμενο ὅτι θέλει νὰ τὸ σηκώσῃ, ὁ δὲ Ζαναμπέτης ὕψωνε τοὺς πόδας τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον, ὡς ἐπιθυμῶν νὰ τὸ κάμῃ νὰ πιστεύῃ ὅτι κατόρθωσε τοῦτο. Πολὺ πρὶν εἰσέλθῃ εἰς τὸν σταύλον, ἠσθάνετο πλησιάζοντα τὸν μικρόν του φίλον, ἂν δὲ συνέβαινε να παραταθῇ ἡ ἀπουσία του, ὑποδέχευο αὐτὸν ἐπιστρέφοντα μὲ ἀξίας σκύλλου φιλοφρονήσεις καὶ θωπείας, προσέχων ὅμως νὰ μὴ ἀποβῶσιν αἱ ἐνδείξεις τῆς ὑπερβολικῆς του ἀγάπης ἐπικίνδυνοι εἰς τὸ παιδίον.

Ὄταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τοῦ Ζαναμπέτη νὰ ζωγραφηθῇ, ὁ Κρέυζερ ὑπερευχαριστηθεὶς ἐκ τοῦ προτύπου του, ἠθέλησε νὰ τὸ ἀνταμείψῃ προσφέρων εἰς αὐτὸν κουλούραν. Ταύτην λαβὼν ὁ Ζαναμπέτης διὰ τὸ ἄκρου τῶν ὀδόντων τὴν ἀφῆκε νὰ καταπέσῃ εἰς τὴν φάτνην. Ὁ ζωγράφος, βλέπων ὅτι δὲν τὴν καταδέχεται, ἠθέλησε νὰ τὴν ἀναλάβῃ διὰ νὰ τὴν δώσῃ εἰς ἄλλον ἵππον. Ἀλλ’ ὅταν ἥπλωσε τὴν χεῖρα εἰς τὴν φάτνην, ὁ Ζαναμπέτης ἔκλινε πρὸς τὰ ὀπίσω τὰ ὦτα του δεικνύων τοὺς οδόντας. Ὁλίγες στιγμὰς ἔπειτα ἐπλησίασεν αὐτὸν ὁ Τσέκος, εἰς τὸν ὁποῖον ἔσπευσε πρὸς μεγάλην ἡμῶν ἔκπληξιν νὰ προσφέρῃ τὴν κουλούραν, καὶ τοῦτο ἔπραξε καὶ τὰς δύο ἑπομένας ἡμέρας. Τὸ θέαμα ἦτο ἀληθῶς κατανυκτικόν. «Τὶ θὰ γείνῃς δυστυχισμένο», εἶπεν ὁ ζωγράφος εἰς τὸν Τσέκον, «ὅταν σοῦ πάρουν τὸν φίλον σου διὰ νὰ τὸν στείλουν εἰς τὸ σφαγεῖον;» Τὸ παιδίον μᾶς ἐκύτταξεν ἀγρίως, ἔπειτα ἔκρυψε τὸ πρόσωπον εἰς τὰς χεῖράς του καὶ ἤρχισε νὰ κλαίη κράζον: «Μὴ μοῦ τὸ λέτε!»

Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας συνέβαινε νὰ παρέχωσιν ἀρκετὴν ὕλην μεμψιμοιρίας εἰς τὸ ἀντιπολιτευόμενον φύλλον τῆς νήσου αἱ καθημερινοί ἆθλοι ἐπιφόβου φυγοδίκου, καλουμένου Λούρου, πρώην νεκροθάπτου, καὶ ἔπειτα ἐρημωτοῦ ὀρνιθώνων βιαστοῦ ἑπταετοῦς κορασίδος, μπουγαδοκλέπτου καὶ ἐν ἀνάγκῃ μαχαιροβγάλτου, τὸν ὁποῖον ματαίως κατεδίωκεν ἀπὸ μηνῶν ἡ ἀστυνομία. Τὸν κακότροπον τοῦτον εἶχε τὴν δυστυχίαν νὰ συναντήσῃ ὁ Τσέκος εσπέραν τινὰ εἰς ἔρημον πλησίον τοῦ στάβλου μονοπάτι, ἐνῶ ἐπέστρεφε φέρων καλάθιον μὲ τρόφιμα διὰ τὸ δεῖπνον τῶν ἁμαξηλατῶν. Ὁ Λοῦρος ἐζήτησε ν’ ἁρπάσῃ τὸ καλάθιον, τὸ παιδίον, τολμῆσαν ν’ ἀντισταθῇ, ἐδέρετο παρ’ αὐτοῦ ἀπλάγχνως καὶ ἐζήτει βοήθειαν διὰ γοερῶν κραυγῶν. Ταύτας ἀκούτας ὁ Ζαναμπέτης καὶ ἀναγνωρίσας τὴν φωνὴν ἤρχισε νὰ ταράττεται καὶ νὰ σείῃ τὴν κεφαλήν, μέχρις οὖ, κατορθώσας νὰ θραύσῃ τὸν ρυτῆρα του, διῆλθεν ὡς βέλος διὰ τῶν ἐκπλήκτων ἵπποκόμων, ὑπερέβη διὰ τεραστίου πηδήματος τὸ περίφραγμα τῆς αὐλῆς καὶ ἔφθασε εἰς τὸν τόπον τῆς πάλης μὲ καπνίζοντας μυκτῆρας καὶ φλογοβόλους οφθαλμούς. Εἰς τὴν ἐμφάνισιν τοῦ φοβεροῦ τούτου ζώου, ἐτράπη ὁ κακοῦργος εἰς φυγήν. Ἀλλ’ ὁ Ζαναμπέτης τὸν ἔφθασε μὲ δύο πηδήματα, τὸν ανέτρεψε, τὸν ἐκοπάνισεν ὑπὸ τοὺς πόδας του, ἀφῆκεν αὐτὸν λιπόθυνον, καὶ ἐπανῆλθεν ἔπειτα πρὸς τὸν μικρὸν φίλον του, τὸν ἐνεθάρρυνε διὰ παντείων θωπειῶν καὶ ἐπέστρεψε μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸν σταύλον ὡς θριαμβευτής, φέρων εἰς τὸ στόμα τὸ καλάθιον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε πλέον δύναμιν ὁ Τσέκος νὰ σηκώσῃ.

Αἱ πληγαὶ τοῦ συληφθέντος φυγοδίκου, ἂν καὶ ὀδυνηραί, δὲν ἦσαν θανατηφέροι οὐδὲ κἂν ἐπικίνδυνοι, ὁ δὲ μετά τινας ἡμέρας θάνατος αὐτοῦ εἰς τὰς φυλακὰς προῆλθε, κατὰ τὴν ἔκθεσιν τοῦ ἰατροῦ, ἐκ τῆς δυσκρασίας του καὶ τῆς καταπόσεως τῆς ρακῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει διὰ νὰ βρέχῃ τῶν μωλώπων του τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ τοιαύτη όμως γνωμοδότησις δὲν ἡμπόδισε τοὺς ἁμαξηλάτας νὰ κηρύξωσι τὸν Ζαναμπέτην φονιὰν καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται ως τοιοῦτον. Καὶ αὐτή ἀκόμη ἡ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ παιδιοῦ τρυφερὰ φιλία ἐθεωρεῖτο ὑπὸ τῶν ἀξέστων ἐκείνων ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα παρὰ φύσιν, ὕποπτον καὶ σατανικόν. Ἡ κατὰ τοῦ δυστυχοῦς ζώου ἀντιπάθεια ηὔξανε καθ’ ἡμέραν, οὐδ’ εἶνε ὑπερβολὴ ἂν εἴπωμεν ὅτι ἔτρωγε πολὺ περισσότερον ξύλον παρὰ κριθήν.

Εἰς τοιαύτην εὑρίσκοντα τὰ πράγματα θέσιν, ὅταν ἡμέραν τινά, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν εἶχον εὐκαιρήσει νὰ μεταβῶ εἰς τὸ μάθημα ἱππογραφίας, εἶδον αἴφνης εἰσερχόμενον εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ ξενοδοχείου μου τὸν γέροντα Κρέυζερ, κρατοῦντα ἐκ τῆς χειρὸς τὸν Τσέκον μ’ ἐνδύματα καταματωμένα καὶ οἰμώζοντα ἐλεεινῶς. Καὶ αὐτοῦ τοῦ ζωγράφου ή συγκίνησις καὶ ἡ στενοχωρία τοσαύτη, ὥστε ἠδυνάτει ἐπὶ πολλὴν ὥραν ν’ ἀπαντήσῃ εἰς τὰς ἐρωτήσεις μου. Ἐπὶ τέλους μοῦ διηγήθη τὰ ἑξῆς!

«Ἤμην τὸ πρωὶ μόνος εἰς τὸν στάβλον, ὅταν ὁ Μαλτέζος ἀμαξηλάτης, διαταχθεὶς ἀπροσδοκήτως νὰ ζεύξῃ ἐνῷ ἡτοιμάζετο νὰ προγευματίσῃ ἦλθε νὰ καταθέσῃ τὸ ψωμοτύρι του εἰς τὴν φάτνην ἀπουσιάζοντος ἵππου. Μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ ἀνθρώπου τούτου ὁ Ζαναμπέτης ἐφάνη ὁρεχθεὶς τὰ φαγώσιμα ταῦτα καὶ μὴ δυνάμενος νὰ τὰ φθάσῃ ἀπ’ εὐθείας ἐμηχανεύθη νὰ σύρῃ πρὸς τὸ μέρος του τὸ ἄχυρον ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχον ἀποτεθῆ. Κατορθώσας οὕτω νὰ οἰκειοποιηθῇ τὸ ποθούμενον πρόγευμα, ἔκρυψεν αὐτὸ πλησίον του διὰ νὰ τὸ προσφέρῃ ἔπειτα εἰς τὸν Τσέκον. Μαντεύσας τοῦτο ἐσκόπευα νὰ πληροφορήσω κατὰ τὴν ἐπιστροφήν του τὸν ἅμαξηλάτην περὶ τῆς τύχης τοῦ προγεύματός του καὶ ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὸν ἀποζημιώσω.

Ἀφοῦ εἰργάσθην ἐπὶ μίαν ἀκόμη ὥραν ἐπεθύμησα νὰ καπνίσω, ἀλλ’ ἡ σιγαροθήκη εἶχεν εξαντληθῆ. Μὴ ἔχων κανένα νὰ στείλω μετέβην ὁ ἴδιος εἰς γειτονικὸν καπνοπωλεῖον. Ἡ ἀπουσία μου δὲν διήρκεσε βεβαίως περισσότερον τῶν 10 λεπτῶν. Κατὰ τὸ διάστημα ὅμως τοῦτο συνέπεσε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν σταύλον ὁ Τσέκος καὶ νὰ δεχθῆ μετὰ πολλῆς χαρᾶς τὰ ὑπὸ τοῦ φίλου του ὑπεξαιρεθέντα φαγώσιμα, τὰ ὁποῖα ὑπέθεσε προερχόμενα, ὡς καὶ τὰς προηγουμένης κουλούρας, ἐξ δικῆς μου μεγαλοδωρίας. Αλλ’ ἐνῷ κατεβρόχθιζε ταῦτα μὲ ἥσυχον συνείδησιν, ἐπανῆλθε πεινασμένος ἐκ τοῦ δρόμου του ὁ νόμιμος αὐτῶν κύριος, ὁ ὁποῖος, βλέπων τὸ πρόγευμά του εἰς ξένας χεῖρας, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ ὑβρίζῃ ὡς κλέπτην τὸ παιδίον. Εἰς τὰς φωνὰς ἐκείνας προσῆλθεν ὁ πατήρ του κατὰ τὸ σύνηθες μεθυσμένος. Χωρὶς νὰ θέλῃ ν’ ἀκούσῃ τίποτε, ἔσπευσε ν’ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὸ ὠτίον τὸν Τσέκον, ζητοῦντα ἄσυλον μεταξὺ τῶν σκελῶν τῶν ἵππων, κράζων: ‟Ἀχρεῖε, κλέφτη, ατιμάζεις τὸν πατέρα σου”. Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰσηρχόμην δρομαῖος εἰς τὸν σταύλον καὶ ἐπροσπάθουν νὰ καθησυχάσω τὸν κακότροπον Ἰταλόν, ἐξηγῶν πῶς συνέβησαν τὰ πράγματα. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἦτο εἰς κατάστασιν νὰ μ’ ἐννοήσῃ. Μ’ ἐκύτταξεν ἁγρίως καὶ μ’ ἐσυμβούλευσε νὰ κυττάζω τὴν δουλειά μου, ὀνομάζων με μπέστιαν, παληόγερον καὶ κογιόνον. Ξεκρεμάσας ἔπειτα ἀπὸ τὸν τοῖχον τὸ βούνευρον τὸ χρησιμεῦον διὰ τοὺς σκύλλους ἤρχισε νὰ μαστιγώνῃ ἀλύπητα τὸν υἱόν του. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς σκηνῆς ταύτης τὰ ὦτα τοῦ Ζαναμπέτη ἦσαν κλιτὰ πρὸς τὰ ὀπίσω, οἱ ὀδόντες του ἐφαίνοντo ἕως τὴν ρίζαν καὶ ἀπὸ στιγμὴν εἰς στιγμὴν ἀπέβαινον ὀξύτεροι οἱ χρεμετισμοί του καὶ ἠχηρότερος ὁ ποδοβολητός. Κατορθώσας ἐπὶ τέλους νὰ σπάσῃ τὸ πετραχήλι του, ὥρμησε κατὰ τοῦ μαστιγωτοῦ, τὸν συνέλαβε διὰ τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὴν ράχιν καὶ τὸν ἐσφενδόνισεν εἰς τριῶν βημάτων ἀπόστασιν ἐπὶ σωροῦ κοπρίας. Ἡ όψις τοῦ ζώου ἦτο τόσον φοβερά, ὥστε ἐτράπημεν ὅλοι εἰς φυγήν. Καὶ αὐτὸς ὁ Τσέκος ἐκρύβη ὄπισθεν δέματος ἀχύρων, φοβούμενος ὄχι νὰ τὸν κακοποιήσῃ ὁ Ζαναμπέτης, ἀλλὰ τοῦ πραξικοπήματος αὐτοῦ τὰς συνεπείας. Ὁ μέθυσος ἐν τούτοις πεσὼν εἰς τὰ μαλακὰ δὲν εἶχε πάθει τίποτε. Αἱ ζημίαι του περιορίζοντο εἰς τὴν τρομάραν καὶ τὸ σχίσιμον τοῦ ὑποκαμίσου του. Εὐθὺς ἅμα ἠγέρθη, ἔτρεξεν εἰς τὴν αὐλὴν νὰ καταγγείλῃ τὴν νέαν φονικὴν ἀπόπειραν τοῦ Ζαναμπέτη εἰς τοὺς συντρόφους του, οἱ ὁποῖοι, βλέποντες αὐτὸν ἡμίγυμνον, κάτωχρον καὶ ριγοῦνταν ἐκ τοῦ τρόμου, ἐθεώρησαν πρέπον νὰ εἰσορμήσουν εἰς τὸν στάβλον ὡπλισμένοι μὲ σιδηρᾶ δικράνια. Οὐδὲ περιωρίσθησαν ἐπὶ πολὺ νὰ μεταχειρισθῶσιν αὐτὰ ὡς ρόπαλα κατὰ τοῦ θύματος αὐτῶν. ‟Αὐτὸ τὸ κατηραμένον ζῷον πρέπει νὰ τὸ ξεκάμωμεν, εἰδεμὴ θὰ μᾶς φάγῃ ὅλους τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον”, ἀνέκραξεν ὁ Ἰταλὸς ἐμπήγων τὸ δικράνι του εἰς τοῦ ἁλόγου τὴν κοiλίαν. Καὶ τὸ παράδειγμά του ἔσπευσαν οἱ ἄλλοι νὰ μιμηθῶσιν. Ἐζήτησα νὰ τοὺς ἐμποδίσω, ἀλλὰ τὰ δικράνια ἐστράφησαν ἐναντίον μου. Ὁ Τσέκος ἔκρυπτε τὸ πρόσωπον εἰς τὰς χεῖρας του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ. Τὸ αἷμα ἔτρεχε ποταμηδὸν ἐκ τῶν πλευρῶν τοῦ ἵππου, ὁ ὁποῖος ὑπέμενεν ὄρθιος, ἀκίνητος καὶ ὡσεὶ ἀναίσθητος εἰς τὰς πληγάς. Ἐπὶ τέλους κατέπεσε, τὸ δὲ παιδίον δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατήσῃ τοὺς λυγμούς του. Οἱ ὀδυρμοὶ οὗτοι ἐξηγρίωσαν τὸν ἀποθηριωθέντα πατέρα του, ὅστις ἀναλαβῶν τὸν βούρδουλαν ἤρχισε καὶ πάλιν νὰ τὸν μαστιγώνη. Τότε συνέβη τι φοβερόν. Εἰς τὰς φωνὰς τοῦ παιδίου τὸ ἄλογον, τὸ ὁποῖον ἐνομίζαμεν νεκρόν, ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κατώρθωσε δι’ ὑπερτάτου ἀγῶνος νὰ ὀρθωθῇ ἐπὶ τῶν κλώνουμένων ποδῶν του. Καὶ πάλιν ἔκλιναν εἰς τὰ ὀπίσω τὰ ὦτα του, ἐφάνησαν οἱ ὀδόντες του, ἤστραψε τὸ βλέμμα του καὶ ὠπισθοδρόμησαν οἱ δήμιοι μετὰ τρόμου. Ὁ Τσέκος εἶχε κρεμασθῆ εἰς τὸν τράχηλον τοῦ προστάτου του. Ἡ νεκρανάστασις ὅμως αὐτοῦ δὲν διήρκεσε πολύ· δύο μόνον ἢ τρία δευτερόλεπτα καὶ ἔπεσε πάλιν συμπαρασύρων εἰς τὴν πτῶσιν του τὸ παιδίον. Αὐτὴν τὴν φορὰν ἦτο ὁριστικῶς νεκρός, ὡς ἐβεβαιώθησαν οἱ κακοῦργοι, ἐμπήξαντες καὶ ἀφίσαντες ὀρθὰ ὡς τρόπαια τὰ τέσσαρα δικράνια εἰς τὰς πλευράς του.»

Τὴν ἐπιοῦσαν ἐπέστρεψα εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἔκτοτε ἔμαθα ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ ζωγράφου ὅτι κατώρθωσε νὰ τοποθετήσῃ τὸ παιδίον εἰς ἱπποδρόμιον, τὸ ὁποῖον ἦλθε νὰ δώσῃ παραστάσεις τινὰς εἰς τὴν Σῦρον. Τὸν Τσέκον ἔτυχε νὰ συναντήσω μετά τινα ἔτη εἰς τὴν Σικελίαν. Εἴχε γείνει πρώτης τάξεως ἱπποδαμαστής, κατορθώσας νὰ διδάξῃ, μικροσκοπικόν τινα ἵππον τῆς Σαρδηνίας πράγματα κινοῦνται τὴν ἔκπληξιν τῶν θεατῶν. Τὸ ζῷον τὸν ὑπερηγάπα καὶ τὸν ἠκολούθει ὡς κυνάριον εἰς τοὺς δρόμους τῆς Μεσσήνης. Ταῦτα ὅμως δὲν ἠμπόδισαν τὸν Τσέκον νὰ δακρύσῃ, ὅταν τοῦ ἐνθύμησαν τὸν Ζαναμπέτην.