Ιλιάδα (Πολυλάς)/ω
←Ραψωδία ψ | Ιλιάδα Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς Ραψωδία ω |
Διαλύθηκεν ἡ σύναξις κι ἐσκόρπιζαν τὰ πλήθη
καθένας εἰς τὲς πρύμνες των, τὸν δεῖπνον νὰ ἑτοιμάσουν
καὶ νὰ πλαγιάσουν ὕστερα· ἀλλ’ ἔκλαιγε ὁ Πηλείδης
τὸν φίλον του ἀλησμόνητα, καὶ ὁ ὕπνος ὁποὺ ὅλους
δαμάζει, αὐτὸν δὲν ἔπιανε, καὶ ἀνάπαυσιν δὲν εἶχε˙
καὶ τοῦ Πατρόκλου του ἡ καλὴ καὶ ἀνδράγαθη νεότης,
καὶ ὅσ’ ἀγωνίσθηκε μ’ αὐτόν, ὅσά ’παθε μαζί του
καὶ τῶν πολέμων κίνδυνα καὶ τῆς φρικτὴς θαλάσσης,
ὅλα τοῦ ἔρχονταν στὸν νοῦν καὶ ὀδύρετο μὲ πόνον
δεξιά, ζερβιά, τ’ ἀνάσκελα ἢ προύμυτα στὴν κλίνην˙ 10
κι ἔξαφνα ἐσηκώνονταν καὶ στὸ ἀκρογιάλι μόνος
παράδερνε καὶ τῆς αὐγῆς ἅμ’ ἔβλεπε τὰ πρῶτα
ροδίσματα στὴν θάλασσαν καὶ στ’ ἀκρογιάλια πέρα,
τοὺς ταχεῖς ἵππους ἔζευε καὶ ὀπίσω ἀπὸ τ’ ἁμάξι
σφικτόδενε τὸν Ἕκτορα συρτὸν καὶ ἀφοῦ τρεῖς γύρες
ὁλόγυρα τὸν ἔσερνε στοῦ φίλου του τὸν τάφον,
εἰς τὴν σκηνήν του ἡσύχαζε, κι ἐπίστομα στὸ χῶμα
τὸν ἄφηνεν· ἀλλ’ ἀσχημιὲς δὲν πάθαινε τὸ σῶμα,
ὀτι τὸν ἄνδρα καὶ νεκρὸν τὸν ἐλυπεῖτ’ ὁ Φοῖβος
καὶ τὸν ἐπερισκέπαζε μὲ τὴν χρυσὴν αἰγίδα 20
νὰ μὴ γδαρθῆ τὸ σῶμα του στὰ χώματα συρμένο.
Τόσα τὸν θεῖον Ἕκτορα ἐκάκωνεν ἐκεῖνος.
Ἔβλεπαν οἱ μακάριοι θεοὶ καὶ τὸν λυποῦνταν
κι ἐπαρακίναν τὸν Ἑρμῆν τὸν Ἕκτορα νὰ κλέψη.
Ὅλ’ οἱ θεοὶ τὸ ἤθελαν, ἀλλ’ ὄχ’ ἡ Ἥρα, μήτε
ὁ Ποσειδῶν, μήτ’ ἡ Ἀθηνᾶ ποὺ πάντοτ’ ἐμισοῦσαν
τὴν Ἴλιον, τὸν Πρίαμον καὶ ὅλον τὸν λαόν του,
ἀφοῦ ὁ Πάρις τὲς θεές, στὴν στάνην του ὅταν ἦλθαν,
ὁ ἀσεβής, ἀδίκησε κι ἐπαίνεσεν ἐκείνην,
ὁποὺ σ’ ὀλέθριον ἔρωτα τοῦ ἐγίνη προξενήτρα. 30
Καὶ ὅταν στὸν κόσμον ἔφεξεν ἡ δωδεκάτ’ ἡμέρα
ὁ Φοῖβος τότε ὁμίλησεν ἐκεῖ τῶν ἀθανάτων:
«Εἶσθε κακόπραχτοι, ὦ θεοί· ποτέ του ἐνόσω ἐζοῦσε
ὁ Ἕκτωρ δὲν σᾶς ἔκαψε βοδιῶν μεριὰ κι ἐρίφων;
Καὶ δὲν σᾶς εἶπεν ἡ καρδιὰ μηδὲ τὸν πεθαμένον
νὰ σώσετε νὰ τὸν ἰδοῦν ἡ χώρα του, οἱ γονεῖς του,
τὸ ἀνήλικό του καὶ ὁ λαός, ποὺ εὐθὺς θὰ τὸν ἐκαῖαν
καὶ θὰ τὸν ἐνταφίαζαν μ’ ὅστς τιμὲς τοῦ πρέπουν,
ἀλλὰ χαρίζεσθε, ὦ θεοί, στὸν πάγκακον Πηλείδην,
ποὺ μήτε σπλάχνα δίκαια καὶ μήτε πνεῦμα πράον 40
ἔχει στὰ στήθη, ἀλλ’ ἄγρια φρονεῖ σὰν τὸ λεοντάρι
ποὺ δυνατὸ ἀκράτητο τὴν πείναν νὰ χορτάση
ὁρμᾶ στὰ ποίμνια τῶν θνητῶν· ὁμοίως τοῦ Ἀχιλλέως
ἀπ’ τὴν ψυχὴν τὸ ἔλεος ἐχάθη καὶ τὸ σέβας,
ποὺ τοὺς θνητοὺς πότε ὠφελεῖ καὶ πότε ζημιώνει.
Χάνει ἀδελφὸς τὸν ἀδελφόν, πατέρας τὸ παιδί του˙
τί μεγαλύτερος καημός; Καὶ ὅμως ἀφοῦ τὸν κλάψουν
παύουν ἀπὸ τὰ δάκρυα στὸ τέλος, ὅτ’ οἱ μοῖρες
ψυχὴν ὑπομονητικὴν ἐδῶκαν τῶν ἀνθρώπων·
καὶ αὐτὸς ἀφοῦ ἐθανάτωσε τὸν Ἕκτορα τὸν θεῖον 50
ὁλόγυρα στοῦ φίλου του τὸν τάφον μὲ τοὺς ἵππους
τὸν σέρνει˙ καὶ ὄφελος, θαρρῶ, καὶ δόξαν δὲν θὰ λάβη˙
ἂν καὶ γενναῖος δύναται νὰ πέση στὴν ὀργήν μας
ἀφοῦ γῆν ἄλαλην αὐτὸς κακοποιεῖ μὲ λύσσαν».
Καὶ μὲ χολὴν τοὺ ἀπάντησεν ἡ Ἥρα, ἡ λευκοχέρα:
«Θὰ ἔστεκε, ἀργυρότοξε, ὁ λόγος σου, ἂν ὁμοίαν
τοῦ Ἕκτορος θὰ δώσετε τιμὴν καὶ τοῦ Ἀχιλλέως.
Θνητὸς ὁ Ἕκτωρ καὶ θνητῆς ἐβύζαξε τὸ γάλα·
Γόνος θεᾶς ὁ Ἀχιλλεύς, ποὺ γλυκοαναθρεμμένην
ἀπὸ ἐμέ, τὴν ἔδωκα γυναίκα τοῦ Πηλέως 60
ποὺ ὅλοι ἀγαποῦσαν οἱ θεοί. Καὶ στὲς χαρὲς τῶν γάμων
ὅλοι καθίζετε, ὦ θεοί, καὶ αὐτοῦ μὲ τὴν κιθάραν
καὶ σύ, ὦ πάντοτ’ ἄπιστε καὶ τῶν ἀχρείων φίλε».
Καὶ ὁ Δίας τῆς ἀπάντησεν ὁ νεφελοσυνάκτης:
«Ἥρα, μὴ τόσ’ ὀργίζεσαι μὲ τοὺς θεούς, καὶ ὁμοίως
δὲν θὰ τοὺς δώσωμε τιμήν, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἕκτωρ ἦταν
εἰς τοὺς θεοὺς ἀγαπητός, ὅσο κανεὶς τῶν Τρώων,
καθὼς σ’ ἐμὲ ποὺ μ’ εὔφραινε μὲ τὰ καλά του δῶρα·
ὅτι ποτὲ δὲν ἔλειψε τραπέζι στὸν βωμόν μου
σπονδὴ καὶ κνίσα, τῶν θεῶν ἐξαίρετο μοιράδι. 70
Καὶ τώρα ἰδού· νὰ κλέψωμε κρυφὰ ’πὸ τὸν Πηλείδην
τὸν Ἕκτορα δὲν γίνεται· τὶ νύκτα - ἡμέρα ἡ Θέτις
δὲν λείπει ἀπὸ τὸ πλάγι του˙ ἀλλ’ ἂς μοῦ προσκαλέση
κανένας ἀπὸ τοὺς θεοὺς τὴν Θέτιδα ἔμπροσθέν μου
νὰ τὴν διδάξω ἐγὼ τὸ πῶς τὸν Ἕκτορα θὰ λύση
ὁ Ἀχιλλεύς, ἀφοῦ δεχθῆ τὰ δῶρα τοῦ Πριάμου».
Καὶ ἅμ’ ἄκουσ’ ἐτινάχθηκεν ἡ ἀνεμόποδ’ Ἴρις
καὶ κεῖ τῆς Σάμου ἀνάμεσα καὶ τῆς τραχείας Ἴμβρου
ἔπεσε μὲς στὴν θάλασσαν κι ἐγόγγυσεν ὁ κόλπος,
καὶ μὲς στὰ βάθη ἐβύθισεν ὡσὰν τὴν μολυβήθραν, 80
ὁποὺ μὲ ταύρου κέρατα δεμένη κατεβαίνει
στὰ ὠμοφάγα ψάρϊα τὸν θάνατον νὰ φέρη.
Εἰς ἄντρο μέσα εὕρηκε τὴν Θέτιν μὲ τὲς ἄλλες
θαλάσσιες κόρες, πόκλαιε τοῦ ἄψογου παιδιοῦ της
τὴν μοίραν ποὺ διόριζε πρὸ ὥρας νὰ τὸν χάση
στὴν Τροίαν τὴν καλόσβωλην μακρὰν ἀπ’ τὴν πατρίδα.
Καὶ ἡ φτερόποδη θεά: «σήκω », τῆς εἶπε, «ὦ Θέτις˙
σὲ θέλει ὁ Ζεὺς ποὺ ἀθάνατα βουλεύματα ἔχει ὁ νοῦς του».
Κι ἡ ἀργυρόποδη θεὰ τῆς εἶπε: «Τί μὲ θέλει
ὁ ὑπέρτατος αὐτὸς θεός; Περίλυπη ὅπως εἶμαι 90
δὲν μοῦ βαστᾶ νὰ φαίνωμαι ἐμπρὸς τῶν ἀθανάτων˙
ὅμως θὰ ὑπάγω, καὶ ὅ,τ’ εἰπῆ δὲν θὰ τὸ εἰπῆ χαμένα».
Εἶπε, κι ἡ ἀσύγκριτη θεὰ μὲ γιάδεμα ἐσκεπάσθη
ποὺ ἔνδυμα μαυρύτερο δὲν ἦταν ἀπὸ κεῖνο.
Κι ἡ Ἴρις ἡ ἀνεμόποδη ἐμπρὸς κι ἐκείνη ὀπίσω
κινῆσαν κι ἐχωρίζετο τὸ κύμα, ὡς ἀνεβαῖναν.
Ἀπ’ τ’ ἀκρογιάλι ἐπέταξαν στὸν οὐρανὸν κι ἐβρῆκαν
τὸν Βροντητὴν καὶ γύρω του οἱ ἀθάνατοι ἐκαθόνταν
ὅλ’ οἱ μακάριοι θεοί· καὶ ἀπ’ τοῦ Διὸς τὸ πλάγι
σηκώθη εὐθὺς ἡ Ἀθηνᾶ κι ἐκάθισεν ἡ Θέτις. 100
Κι ἡ Ἥρα γλυκομίλητη τῆς πρόσφερε ποτήρι
ὁλόχρυσο, καὶ ἅμ’ ἔπιεν τὸ ἀπίθωσεν ἡ Θέτις.
Ἄρχισε τότε τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ὁ πατέρας:
«Ἀνέβηκες στὸν Ὄλυμπον, ὦ Θέτις, ἂν καὶ λύπην
μεγάλην ἔχεις στὴν ψυχήν, καθὼς καλὰ γνωρίζω·
ἀλλ’ ὅμως πάλιν θὰ σοῦ εἰπῶ πρὸς τί σ’ ἔχω καλέσει.
Τώρα ἐννιὰ μέρες οἱ θεοὶ λογομαχοῦν κι αἰτίαν
ὁ Ἕκτωρ ἔδωκε ὁ νεκρὸς καὶ ὁ πορθητὴς Πηλείδης·
καὶ τὸν Ἑρμῆν παρακαλοῦν τὸ λείψανο νὰ κλέψη.
Ἀλλὰ τὴν δόξαν θέλω αὐτὴν νὰ δώσω τοῦ Ἀχιλλέως 110
τὸ σέβας του καὶ τὴν καλὴν καρδιά σου νὰ φυλάξω·
ἀλλ’ ἅμ’ εὐθὺς εἰς τὸν στρατὸν τοῦτο νὰ εἰπῆς τοῦ υἱοῦ σου·
ὅτ’ οἱ θεοὶ τοῦ ὀργίζονται, κι ἐξόχως ἡ ψυχή μου
σφόδρα μ’ αὐτὸν χολεύεται ποὺ ὡσὰν ξεφρενιασμένος
ἀλύτρωτον τὸν Ἕκτορα κρατεῖ στὰ κοῖλα πλοῖα·
ἵσως φοβούμενος ἐμὲ τὸν Ἕκτορ’ ἀπολύση.
Καὶ μὲ τὴν Ἴριν θέλω ἐγὼ μηνύσει τοῦ Πριάμου
νὰ κατεβῆ στὲς πρύμνες τους μὲ δῶρα στὸν Πηλείδην
νὰ τὸν πραΰνη, τὸ ἀκριβὸ παιδὶ νὰ τοῦ ἀπολύση».
Εἶπε καὶ πρόθυμα ἡ θεὰ τὸν ἄκουσεν ἡ Θέτις 120
καὶ ἀπὸ τοῦ Ὀλύμπου ἐχύθηκε τὲς κορυφὲς στὰ πλοῖα
καὶ τὸν υἱόν της εὕρηκε ποὺ μέσα εἰς τὴν σκηνήν του
ὀδύρετο στενάζοντας· καὶ οἱ σύντροφοι τριγύρω
κοπίαζαν σπουδακτικὰ τὸ γεῦμα νὰ ἑτοιμάσουν,
μ’ ἀρνὶ μεγάλο μαλλιαρὸ ποὺ εἶχαν σφάξει ἐκεῖνοι˙
στὸ πλάγι του ἐκάθισεν ἡ σεβαστὴ μητέρα
τὸν χάιδεψε καὶ τοῦ ’λεγεν: «Ἀγαπητό μου τέκνο,
ὡς πότε μὲς στὰ κλάυματα θὰ τρώγης τὴν καρδιά σου;
Καὶ τὸ φαγὶ λησμόνησες καὶ τὴν γλυκιά σου κλίνην,
ποὺ γυναικὸς ἀγκάλιασμα πολὺ τὸν ἄνδρα εὐφραίνει˙ 130
καλὰ τὸ ἠξεύρ’ ὅτι πολὺν καιρὸν δὲν θὰ μοῦ ζήσης,
κι εἶναι σιμά σου ὁ θάνατος καὶ ἡ δύναμις τῆς μοίρας.
Ἀλλ’ ἄκουσέ με· τοῦ Διὸς ἔρχομ’ ἐγὼ μηνύτρα·
ποὺ ὀργίζοντ’, εἶπεν, οἱ θεοί, κι ἐξόχως ἡ ψυχή του
σφόδρα μὲ σὲ χολεύεται νὰ βλέπη πὼς μανίζεις
καὶ ἀλύτρωτον τὸν Ἕκτορα κρατεῖς ἐδῶ στὲς πρύμνες˙
ἀλλὰ τὰ λύτρα νὰ δεχθῆς καὶ τὸν νεκρὸν νὰ λύσης».
Καὶ ὁ πτεροπόδης Ἀχιλλεὺς ἀπάντησέ της κι εἶπε:
«Ἂς γίνη, ἂς λάβη τὸν νεκρὸν ὅποιος τὰ λύτρα φέρη,
ἀφοῦ τοῦ Ὀλύμπου ὁ θεὸς τὸ θέλει, τὸ προστάζει». 140
Κι ἐνῶ στὲς πρύμνες μόνοι τους ὁ υἱὸς μὲ τὴν μητέρα
συνομιλοῦσαν πάμπολλα, στὴν Ἴλιον τὴν ἁγίαν
νὰ ξεκινήση ἐπρόσταζε τὴν Ἴριδα ὁ Κρονίδης:
«Πετάξου ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον, ὦ ἀνεμόποδ’ Ἴρις,
μέσα στὴν Ἴλιον νὰ εἰπῆς τοῦ σεβαστοῦ Πριάμου
νὰ κατεβῆ στὲς πρύμνες του μὲ δῶρα στὸν Πηλείδην,
νὰ τὸν πραΰνη, τ’ ἀκριβὸ παιδὶ νὰ τοῦ ἀπολύση·
ἂς πάη μόνος καὶ μ’ αὐτὸν ἄλλος κανεὶς τῶν Τρώων·
ἕναν ἂς ἔχη κήρυκα σιμά του γηραλέον,
νὰ κυβερνᾶ τ’ ἁμάξι του, ποὺ ἔπειτα εἰς τὴν πόλιν 150
θὰ φέρη αὐτὸν ποὺ τὴν ζωὴν τοῦ ἐπῆρεν ὁ Πηλείδης,
καὶ μὴ φοβῆται θάνατον ἢ ἄλλο τι νὰ πάθη·
σιμά του θά ’χη τὸν Ἑρμῆν ποὺ θὰ τὸν ποοβοδήση
ἕως νὰ τὸν φέρη ἔμπροσθεν τοῦ θείου Ἀχιλλέως.
Καὶ ἀφοῦ τὸν φέρη εἰς τὴν σκηνὴν δὲν θέλει τὸν φονεύσει
ἐκεῖνος ἀλλὰ μάλιστα θὰ τὸν φυλάξη ἀπ’ ἄλλους,
ὅτι μωρὸς ἢ ἀνόητος, ἢ ἀδικητὴς δὲν εἶναι
καὶ ὡς πρέπει θὰ ἐλεηθῆ τὸν ἄνδρα ποὺ προσπέφτει».
Εἶπε κι ἡ Ἴρις κίνησε τὸ μήνυμα νὰ φέρη
καὶ θρήνους ἦβρε καὶ ὀδυρμοὺς στὸ σπίτι τοῦ Πριάμου. 160
Στὴν αὐλὴν μέσα τὰ παιδιὰ στὸ πλάγι τοῦ πατρός τους
ἐκλαῖαν καὶ στὴν μέσην τους ὁ γέρος τυλιγμένος
μὲς στὴν χλαμύδα ἐντυπωτός˙ καὶ ἡ κεφαλή του ἡ θεία
ἀπὸ τὸ χῶμα ἐμαύριζε ποὺ ἐκεῖνος εἶχε βάλει
μὲ τὲς δυὸ φοῦκτες ἀπ’ τὴν γῆν ποὺ ὡς τότ’ ἐκυλιόνταν.
Καὶ οἱ θυγατέρες ἔκλαιαν στὸ σπίτι καὶ οἱ νυφάδες·
κι ἦταν γιὰ κείνους ὁ καημὸς ὁποὺ πολλοὶ καὶ ἀνδρεῖοι
ἐπέσαν ἀπ’ τῶν Δαναῶν τὰ χέρια σκοτωμένοι.
Κι ἡ Ἴρις χαμηλόφωνα, στὸ πλάγι τοῦ Πριάμου,
τοῦ εἶπε καὶ τοῦ ἔπιασε τὰ μέλη μέγας τρόμος. 170
«Ὦ Δαρδανίδη Πρίαμε, μὴ φοβηθῆς καὶ θάρρου·
ὅτι μὲ μήνυμα κακὸ δὲν ἦλθα ἐγὼ νὰ σ’ ἔβρω
ἀλλὰ μὲ γνώμην ἀγαθήν· κι ἐμ’ ἔστειλε ὁ Κρονίδης
ποὺ ἀπὸ μακρὰν σὲ συμπονεῖ πολὺ καὶ σὲ λυπεῖται.
Νὰ ξαγοράσης θέλει ὁ Ζεὺς τὸν Ἕκτορα τὸν θεῖον
καὶ δῶρα γιὰ νὰ ἡμερωθῆ νὰ φέρης τοῦ Ἀχιλλέως·
θὰ ὑπάγης μόνος καὶ μὲ σὲ ἄλλος κανεὶς τῶν Τρώων˙
ἕνα νὰ ἔχης κήρυκα σιμά σου γηραλέον
νὰ κυβερνᾶ τὴν ἅμαξαν, ποὺ ἔπειτα στὴν πόλιν
θὰ φέρη αὐτὸν ποὺ ἐφόνευσεν ἡ λόγχη τοῦ Πηλείδη. 180
Καὶ μὴ φοβῆσαι θάνατον ἢ ἄλλο τι νὰ πάθης,
σιμά σου θά ’χης τὸν Ἑρμῆν ποὺ θὰ σὲ προβοδήση
πάντοτε ὥσπου στὸ πρόσωπον νὰ ἰδῆς τὸν Ἀχιλλέα.
Καὶ ἀφοῦ σὺ ἀφήσης τὴν σκηνὴν δὲν θέλει σὲ φονεύσει
ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ μάλιστα θὰ σὲ φυλάξη ἀπ’ ὅλους,
μήτε τρελλός, μήτε μωρός, μήτε κακοῦργος εἶναι
καὶ ὡς πρέπει θὰ ἐλεηθῆ τὸν σεβαστὸν ἱκέτην».
Εἶπε κι ἐκεῖθ’ ἐπέταξεν ἡ ἀνεμόποδ’ Ἴρις
καὶ ὁ γέρος εἶπε τῶν παιδιῶν ἁμάξι νὰ ἑτοιμάσουν
μουλόσυρτο καὶ κάλαθον ἐπάνω του νὰ δέσουν. 190
Στὸν μυροβόλον θάλαμον ὡστόσο αὐτὸς κατέβη
κέδρινον, ὑψηλόσκευον πού ’χε κειμήλια πλῆθος,
καὶ μέσα ἐπροσκάλεσε τὴν σύντροφόν του Ἑκάβην:
«Ἄμοιρη, ὁ Ζεὺς μοῦ ἐμήνυσε νὰ κατεβῶ στὰ πλοῖα
τῶν Ἀχαιῶν, τὸ ἀγαπητὸ παιδί μας νὰ λυτρώσω·
καὶ δῶρα νὰ ἡμερωθῆ νὰ φέρω τοῦ Ἀχιλλέως.
Εἶπέ μου πῶς τὸ βλέπεις σύ· ὅτι καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ της
σφόδρα μ’ ἐβίαζε ἡ ψυχὴ νὰ κατεβῶ στὰ πλοῖα
τῶν Ἀχαιῶν διαβαίνοντας τὸ μέγα στράτευμά τους».
Καὶ τότε μὲ ξεφωνητὸ τοῦ ἀπάντησεν ἡ γραία: 200
«Ὀιμέ, ποῦ ἐπῆγε ἡ γνώση σου καὶ ἡ φρονιμάδα ἐκείνη
καὶ εἰς τοὺς ξένους ξακουστὴ καὶ σ’ ὅλον τὸν λαόν σου;
Πῶς θέλεις μόνος σὺ νὰ πᾶς στῶν Ἀχαιῶν τὲς πρύμνες
τόν ἄνδρα ποὺ σοῦ ἔσφαξε τέκνα πολλὰ καὶ ἀνδρεῖα
νὰ ἰδῆς στὰ μάτια; Σίδερο εἶναι ἡ καρδιά σου, ὦ γέρε.
Καὶ ὅταν στὰ χέρια του εὑρεθῆς, λύπην ἢ σέβας τάχα
ἐλπίζεις ἀπ’ τὸν ἄπιστον ἐκεῖνον καὶ ὠμοφάγον;
Ἀλλὰ στὸ σπίτι ἂς μείνωμε μακρόθεν νὰ τὸν κλαῖμε,
ὅτι ἅμα τὸν ἐγέννησα τοῦ ἔχει λινογνέσει
ἡ μοίρα ἡ παντοδύναμη τοὺς σκύλους νὰ χορτάση 210
ἀπ’ τοὺς γονεῖς του ἔρημος στὰ χέρι’ ἀνδρὸς ἀγρίου.
Ἄχ! καρφωμένη ἐπάνω του τὸ σκώτι πέρα πέρα
θὰ τοῦ ’τρωγα νὰ πλερωθοῦν τὰ πάθια τοῦ παιδιοῦ μου.
Ὅτι δὲν μοῦ τὸν φόνευσεν ὁποὺ ψυχομαχοῦσε,
ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ἀκλόνητος ἐμάχονταν νὰ σώση
τοὺς ἄνδρες καὶ τὲς σεβαστὲς μητέρες τῆς Τρωάδος».
Σ’ αὐτὴν ὁ θεῖος Πρίαμος ἀπάντησε καὶ εἶπε:
«Τὸ θέλω, μὴ ἀντιστέκεσαι· κι ἡ ἴδια σὺ στὸ σπίτι
κακὸ σημάδι μὴ γενῆς· ποτὲ δὲν θὰ μὲ πείσης·
ὅτι ἂν ἀπ’ ἄνθρωπον θνητὸν τὸ πρόσταγμα εἶχ’ ἀκούσει 220
εἴτ’ ἱερέας τύχαινεν εἴτε ἱερογνώστης,
πλάν’ ἠμποροῦσε νὰ φανῆ καὶ ἀποστροφὴν νὰ κάμη˙
ἀλλ’ ἀφοῦ τώρα τὴν θεὰν ἄκουσα ἐγὼ καὶ εἶδα,
θὰ πάω καὶ ὅ,τ’ εἶπα θὰ γενῆ· τὸ στέργω, ἡ μοίρ’ ἂν θέλη,
στῶν χαλκοφόρων Ἀχαιῶν τὲς πρύμνες ν’ ἀποθάνω·
νὰ σφίξω στὲς ἀγκάλες μου τὸ ἄμοιρο παιδί μου
νὰ ξεθυμάνω κλαίοντας καὶ ἂς μὲ φονεύση ἐκεῖνος».
Εἶπε καὶ ἀπὸ τ’ ἀρμάρια του ἐσήκωσε τὰ ὡραῖα
σκεπάσματα καὶ δώδεκα πέπλους λαμπροὺς ἐπῆρε.
Καὶ χλαῖνες δώδεκα μονές, καὶ τάπητες ὁμοίως 230
καὶ τόσα ἐπανωφόρια, τόσους κοντὰ χιτῶνες
καὶ δέκ’ ἀκόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες καὶ ὁμοῦ δυὸ τρίποδες ποὺ ἐλάμπαν
κι ἕνα ποτήρι ὑπέρλαμπρο, βαρύτιμο ποὺ οἱ Θράκες
τοῦ εἶχαν δωρήσει τὸν καιρὸν ποὺ ἐπῆγε ἀπεσταλμένος·
καὶ μηδ’ ἐκεῖνο ἐκράτησεν ὁ γέρος, τόσην εἶχε
λαχτάραν τὸ ἀγαπητὸ παιδὶ νὰ ξαγοράση.
Κι ἔδιωχνε ἀπὸ τὴν αἴθουσαν ὅλους ὁμοῦ τοὺς Τρῶας:
«Ὦ λῶβες, σύρετ’ ἀπὸ δῶ! Τὰ σπίτια σας δὲν ἔχουν
λύπην καὶ αὐτὰ καὶ ἤλθετε νὰ πλήξετε κι ἐμένα; 240
Μικρὴ σᾶς φαίνεται ἡ πληγή, ποὺ μοῦ ’δωκε ὁ Κρονίδης,
νὰ χάσω τὸ καλύτερον ἀπ’ ὅλα τὰ παιδιά μου;
Θὰ τὸ αἰσθανθῆτε γρήγορα καὶ σεῖς ποὺ αὐτὸς ἐχάθη
ὅταν σᾶς κόψουν εὔκολα τῶν Ἀχαιῶν οἱ λόγχες.
Ἄχ! νὰ κλεισθοῦν τὰ μάτια μου προτοῦ νὰ ἰδοῦν τὴν πόλιν
νὰ τὴν πατήσουν οἱ ἐχθροὶ καὶ νὰ τὴν ἐρημάζουν».
Εἶπε, καὶ μὲ τὸ σκῆπτρο του κτυπώντας τους ὁ γέρος
τοὺς ἔβγαλε κι ἐφώναξε στὰ τέκνα του ποὺ ἐμεῖναν˙
ἐννέα ἦσαν˙ Ἕλενος καὶ Πάρις καὶ Ἀγάθων
καὶ Πάμμων καὶ Ἀντίφονος, Πολίτης, ὁ γενναῖος 250
Δηίφοβος καὶ Ἱππόθοος καὶ ὁ δοξασμένος Δίος.
Σ’ ὅλους αὐτοὺς ἐφώναζε: «Τί δὲν μὲ βοηθεῖτε,
κακά μου τέκνα, ἐλεεινά˙ νά ’χετε ὅλοι ἀντάμα
ἀντὶ τοῦ Ἕκτορος χαθῆ στὲς. πρύμνες σκοτωμένοι·
ὀιμένα τὸν βαριόμοιρον, δὲν μόμεινε κανένα
ἀπ’ τὰ ἐξαίσια τέκνα μου ποὺ ἐδόξασαν τὴν Τροίαν˙
ποῦ εἶναι ὁ Μήστωρ ὁ λαμπρός, ὁ ἱππόμαχος Τρωίλος,
ὁ ῞Εκτωρ, ὁποὺ ἐθέιζε μὲς στῶν θνητῶν τὰ γένη,
πόμοιαζε γέννημα θεοῦ, καὶ ὄχι θνητοῦ στὸ θώρι,
καὶ ὅλους τοὺς ἀφάνισεν ὁ Ἄρης καὶ ἀπομεῖναν 260
οἱ ἀχρεῖοι, ψεῦτες, στὸ χορὸ λαμπρότατοι τεχνίτες
καὶ ἀρνιὰ κι ἐρίφια τοῦ κοινοῦ ν’ ἁρπάζουν μαθημένοι·
δὲν πᾶτε νὰ μοῦ ζέψετε τ’ ἁμάξι εὐθὺς καὶ τοῦτα
ἐπάνω του νὰ θέσετε, νὰ μὴ χρονοτριβήσω; »
Εἶπε, κι ἐκεῖνοι τὲς φωνὲς τρομάξαν τοῦ πατρός τους
κι ἐσήκωσαν καλότροχο φορτωτικὸν ἁμάξι
καινούριο καὶ τὸν κάλαθον ἐπάνω του προσδέσαν,
κατέβασαν καὶ τὸν ζυγὸν ἀπὸ τὰ ξυλοκάρφια·
πύξινος ἦτ’ ὀμφαλωτὸς κι ἐταίριαζε στοὺς κρίκους·
ἔφεραν κι ἐννεάπηχο μαζί του ζυγολούρι. 270
Καὶ τὸν ζυγὸν ἀπίθωσαν στὸ γυαλιστὸ τιμόνι
στὴν κορυφὴν κι ἐπέρασαν τὸν κρίκον στὸ παπούλι·
καὶ ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη τρεῖς φορὲς τὸ ζυγολούρι ἐδέσαν
στὸν ὀμφαλόν, κι ἐγύρισαν κατόπι τὸ γλωσσίδι
κι ἔφεραν ἀπ’ τὸν θάλαμον τὰ λύτρα τὰ ὡραῖα
τοῦ ῞Εκτορος καὶ τά ᾽βαλαν στὸ στιλβωτὸν ἁμάξι
κι ἔζεψαν τὰ σκληρόνυχα μουλάρι’ ἀνδρειωμένα,
ποὺ οἱ Μυσοί, δῶρον λαμπρὸν ἐδῶκαν τοῦ Πριάμου.
Ἔπειτα γιὰ τὸν Πρίαμον ἑτοίμασαν τοὺς ἵππους
ποὺ ἀνάθρεψεν ὁ ἴδιος στὸ στιλβωτὸ παχνί του. 280
Κι ἐνῶ στὰ ψηλὰ δώματα τὸ ζέψιμο ἐτηροῦσαν
ὁ Πρίαμος καὶ ὁ κήρυκας γνώμη καὶ νοῦν γεμάτοι,
ἡ ῾Εκάβη τοὺς ἐσίμωσεν, ἡ καταπικραμένη,
μ’ ἕνα ποτήρι ὁλόχρυσο γλυκὸ κρασὶ γεμάτο,
αὐτοῦ νὰ κάμουν τὲς σπονδὲς προτοῦ νὰ ξεκινήσουν.
᾽Εμπρὸς στοὺς ἵππους στάθηκε καὶ εἶπε: «Λάβε, ὦ γέρε,
σπόνδισε τοῦ πατρὸς Διός, καὶ νὰ γυρίσης εὔχου
ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ σὲ σπρώχνει
στὰ πλοῖα τους νὰ κατεβῆς κι ἐμένα δὲν ἀκούεις·
ἀλλ᾽ εὔχου κὰν στὸν βροντητὴν Κρονίδην τὸν ᾽Ιδαῖον, 290
ποὺ ἀπ’ ὅπου στέκεται ψηλὰ θωρεῖ τὴν Τροίαν ὅλην
καὶ νὰ σοῦ στείλη ζήτησε τὸ ἀγαπητὸ πουλί του
πού ᾽ναι γοργός του μηνυτὴς μὲ δύναμιν μεγάλην
στὰ δεξιά σου νὰ τὸ ἰδῆς ὁ ἴδιος καί, σ’ ἐκεῖνο
θαρρώντας, νὰ πορεύεσαι στῶν Δαναῶν τὰ πλοῖα.
Κι ἐὰν τὸν μηνυτήν του ὁ Ζεὺς σοῦ ἀρνηθῆ νὰ στείλη
ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα, μ’ ὅσον καὶ ἂν ἔχης ζῆλον,
νὰ μὴ κινήσης γιὰ νὰ πᾶς στὲς πρύμνες τῶν Ἀργείων».
Καὶ ἀπάντησεν ὁ Πρίαμος: «Προθύμως, ὦ γυναίκα,
θὰ κάμω αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς· καλό ᾽ναι πρὸς τὸν Δία 300
τὰ χέρια μας νὰ ὑψώσωμε γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήση».
Καὶ ὁ γέρος ἐπαράγγειλεν εὐθὺς τὴν οἰκονόμα
νερὸ νὰ φέρη ἀμίαντο στὰ χέρια του νὰ ρίξη·
καὶ μὲ λεκάνην ἦλθε αὐτὴ στὰ χέρια καὶ προχύτην˙
ἐνίφθη καὶ ἀπ’ τὴν σύντροφον ἐπῆρε τὸ ποτήρι
καὶ ὀρθὸς στὴν μέσην τῆς αὐλῆς ἐσπόνδιζε κι εὐχόνταν
τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ αὐτοὺς τοὺς λόγους εἶπε:
«Δία πατέρα, δοξαστέ, ποὺ ἀπὸ τὴν ῎Ιδην βλέπεις,
δῶσ’ μου νὰ μ’ ἔβρη ἐλεεινὸν ὁ ἄσπονδος Πηλείδης,
εὐδόκησε τὸ ἀγαπητὸ πουλί σου νὰ μοῦ στείλης, 310
ποὺ εἶναι γοργός σου μηνυτής, μὲ δύναμιν μεγάλην
στὰ δεξιά μου νὰ τὸ ἰδῶ ὁ ἴδιος καὶ σ’ ἐκεῖνο
θαρρώντας νὰ πορεύωμαι στῶν Δαναῶν τὰ πλοῖα».
Καὶ τὴν εὐχήν του ἄκουσεν ὁ πάνσοφος Κρονίδης
καὶ τοῦ ’στειλε τὸν ἀετόν, ἀλάθευτο σημάδι,
τὸν μαῦρον καὶ ἁρπακτικόν, ποὺ καὶ περκνὸν τὸν λέγουν.
Καὶ ὡσὰν θυρόφυλλο ὑψηλοῦ θαλάμου ἀνδρὸς πλουσίου
τρανὸ κατασκευάσθηκε μὲ κλεῖθρ’ ἀσφαλισμένο,
τόσο μεγάλη ἁπλώνονταν ἡ κάθε του φτερούγα·
καὶ δεξιά τους φάνηκεν ἐπάνω ἀπὸ τὴν πόλιν, 320
καὶ ἅμα τὸν εἶδαν χάρηκαν μὲ τὴν καρδιά τους ὅλοι.
Ἀνέβη ὁ γέρος σπουδακτὰ στὸ στιλβωτὸ θρονί του,
ἐκίνησε ἀπ’ τὸ πρόθυρο καὶ ἀπ’ τὴν αὐλὴν τοὺς ἵππους.
᾽Εμπρός του τὸ τετράκυκλον ἁμάξι τὰ μουλάρια
τραβοῦσαν καὶ ὁ συνετὸς τὸ κυβερνοῦσε Ἰδαῖος˙
ὀπίσ’ ὁ γέρος ράβδιζε διαβαίνοντας τὴν πόλιν
τοὺς ἵππους του μὲ ὁρμὴν πολλήν· καὶ ὅλ’ οἱ δικοί του ἐκλαῖαν
κατόπι του, ὡς νὰ πήγαινε ἐκεῖνος τοῦ θανάτου.
Καὶ ὄτε ἀπ’ τὴν πόλιν ἔφθασαν στὴν πεδιάδα κάτω,
στὴν Ἴλιον κεῖνοι ἐγύρισαν, τὰ τέκνα καὶ οἱ γαμπροί του. 330
Καὶ ἅμα τοὺς εἶδε νὰ φανοῦν ἐκεῖ στὴν πεδιάδα
ὁ μέγας Ζεὺς ἀπὸ ψηλὰ τὸν γέροντα ἐλυπήθη
κι εὐθὺς ἐστράφη στὸν ῾Ερμῆν, τὸ ἀγαπητὸ παιδί του:
«Ἐρμῆ, ποὺ τόσον ἀγαπᾶς τὴν συντροφιὰν τοῦ ἀνθρώπου
ὅσο κανεὶς ἄλλος θεός, καὶ ἀκούεις ὅποιον θέλεις,
κατέβα καὶ τὸν Πρίαμον στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα
ὁδήγα νὰ μὴν τὸν ἰδῆ κανεὶς ἢ τὸν νοήση
ἀπὸ τοὺς ἄλλους Δαναούς, πρὶν φθάση στὸν Πηλείδην».
Καὶ ἅμα τὸν λόγον ἄκουσεν ὁ μέγας Ἀργοφόνος,
τὰ σάνδαλα ἐποδέθηκε τὰ ὁλόχρυσα, τὰ ὡραῖα, 340
τ’ ἄφθαρτα ποὺ τὸν σήκωναν σὰν ἄνεμος ἐπάνω
στὴν γῆν ὅλην τὴν ἄπειρον καὶ στὰ θαλάσσια πλάτη,
τὸ ραβδὶ πῆρε ποὺ μ’ αὐτὸ τὰ βλέμματα κοιμίζει
ὅποιου θνητοῦ θελήση αὐτὸς καὶ ὅποιον κοιμᾶτ’ ἐγείρει.
Μ’ αὐτὸ στὰ χέρια πεταχτὰ στὴν ἄκρην τοῦ Ἑλλησπόντου,
στὴν Τροίαν ἔφθασ’ ὁ ῾Ερμῆς καὶ στὴν μορφὴν ὁμοιώθη
μὲ ἀγόρι γενεᾶς λαμπρῆς, πόχει τὸ πρῶτο χνούδι,
καιρὸς ποὺ ἡ νιότη φαίνεται μὲ ὅσην χάριν ἔχει.
Καὶ ἀφοῦ τὸ μνῆμα ἐπέρασαν τοῦ Ἴλου, ἐσταματῆσαν
εἰς τὸ ποτάμι, τ’ ἄλογα νὰ πιοῦν καὶ τὰ μουλάρια· 350
ποὺ ἤδη ἁπλώνονταν στὴν γῆν τῆς νύκτας τὸ σκοτάδι.
Καὶ τὸν ῾Ερμῆν ποὺ ἐσίμωνεν ἐννόησεν ὁ κήρυξ,
καὶ εἶπε πρὸς τὸν Πρίαμον: «῏Ω Δαρδανίδη, σκέψου·
σκέψις ἐδῶ χρειάζεται· βλέπ’ ἄνθρωπον κοντά μας,
θενὰ μᾶς σφάξη ἄσφαλτα· κι εὐθὺς ἂς ἀνεβοῦμε
στ’ ἁμάξι σου νὰ φύγωμεν· ἢ καὶ τὰ γόνατά του
πιάνοντας ἂς προσπέσωμεν ἴσως μᾶς ἐλεήση».
Καὶ ὡς τ’ ἄκουσεν ὁ γέροντας ζαλίσθη ἀπὸ τὸν τρόμον
καὶ ὀρθὲς σ’ ὅλα τὰ μέλη του οἱ τρίχες σηκωθῆκαν
κι ἔμεινε ἀκίνητος βουβός· ἦλθε ὁ θεὸς σιμά του 360
καὶ ἀπὸ τὸ χέρι ἔπιασε τὸν γέροντα καὶ τοῦ ’πε:
«Γιὰ ποῦ, πατέρα, τὸ κινᾶς μὲ ἵππους καὶ μουλάρια
τὴν θείαν νύκτα, ὁποὺ οἱ θεοὶ γλυκοκοιμοῦνται ὅλοι;
Καὶ τοὺς ἀνδρείους Ἀχαιοὺς ποσῶς δὲν ἐφοβήθης,
ποὺ ἐχθροί σου εἶναι θανάσιμοι καὶ ὁποὺ σιμὰ τοὺς ἔχεις;
Καὶ ἂν ἀπ’ αὐτοὺς κανεὶς σὲ ἰδῆ μέσα στὴν μαύρην νύκτα,
τόσους νὰ φέρης θησαυρούς, τί θὰ αἰσθανθῆς φαντάσου·
νέος δὲν εἶσαι, γέροντας κι αὐτὸς ὁ σύνοδός σου,
καὶ ἂν πέση ἐπάνω σας κανείς, πῶς θὰ τοῦ ἀντισταθῆτε;
Ἀλλ’ ἀπὸ ἐμὲ μὴ φοβηθῆς καὶ μάλιστα σιμά σου 370
θὰ σὲ φυλάξω, ἂν χρειασθῆ, τί ὁμοιάζεις τοῦ πατρός μου».
Καὶ τότε ὁ θεῖος Πρίαμος τοῦ ἀπάντησεν ὁ γέρος:
«Αὐτὰ τωόντι στέκονται, παιδί μου, ὅπως τὰ λέγεις,
ἀλλὰ γιὰ μὲ κάποιος θεὸς τὸ χέρι του ἔχει ὑψώσει,
ποὺ καλοσυναπάντητον μοῦ ἔστειλε ὁδοιπόρον,
ὁποῖος εἶσαι, θαυμαστὸς στὴν ὄψη καὶ στὸ σῶμα
καὶ συνετὸς ἀπὸ γονεῖς, ποὺ τοὺς καλοτυχίζω».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ μηνυτὴς ἀπάντησε Ἀργοφόνος:
«Εἶναι καλὰ καὶ φρόνιμα, ὦ γέρε, αὐτὰ ποὺ εἶπες·
ἀλλ’ αὐτὸ θέλω νὰ μοῦ εἰπῆς καλὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσης, 380
βγάζεις αὐτοὺς τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ τὴν πόλιν ἔξω
εἰς τόπον ξένον νὰ σταλοῦν, νὰ εἶναι ἀσφαλισμένοι,
ἢ δειλιασμένοι ἀφήνετε τὴν Ἴλιον τὴν ἁγίαν
ὅλοι, ἀφοῦ ὁ πρῶτος σας ἐχάθη πολεμάρχος
ὁ υἱός σου, ποὺ τοὺς Ἀχαιοὺς στὴν μάχην δὲν φοβόνταν; »
Καὶ ὁ γέρος τοῦ ἀποκρίθηκεν: «Ὦ θαυμαστέ, ποιός εἶσαι,
ποῖοι θνητοὶ σ’ ἐγέννησαν, ἐσὺ ποὺ τόσ’ ὡραῖα
μοῦ εἶπες γιὰ τὸν θάνατον τοῦ ἄμοιρου παιδιοῦ μου; »
Σ’ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ θεός: «Μὲ δοκιμάζεις, γέρε,
καὶ γιὰ τὸν θεῖον ῞Εκτορα ποὺ μ’ ἐρωτᾶς, λογιάζω· 390
πολλὲς φορὲς στὸν πόλεμον, ὅπου δοξάζοντ’ ἄνδρες
τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, καὶ ὁπόταν πρὸς τὰ πλοῖα
ἐκυνηγοῦσε κι ἔσφαζε τὰ πλήθη τῶν Ἀργείων.
Μακρόθεν τὸν θαυμάζαμεν ἡμεῖς ὅτι ὁ Πηλείδης
μᾶς ἐκρατοῦσε ἀπ’ τὸν καιρὸν ποὺ ἐθύμωσε τοῦ Ἀτρείδη·
ὅτ’ εἶμαι ἐκείνου ἀκόλουθος φερμένος σ’ ἔνα πλοῖον·
τὸ γένος εἶμαι Μυρμιδών, μ’ ἐγέννησε ὁ Πολύκτωρ,
ἄνθρωπος εἶναι πάμπλουτος καὶ αὐτός, ὡς εἶσαι, γέρος·
κι ἐγὼ εἶμαι ὁ νεώτερος ἀπὸ τὰ ἑφτὰ παιδιά του.
Καὶ νά ᾽λθω ἐδῶ στὸν πόλεμον μοῦ ἔλαχεν ὁ κλῆρος· 400
στὴν πεδιάδα ἐκίνησα προτώρ’ ἀπὸ τὲς πρύμνες
ὅτ’ οἱ Ἀχαιοὶ τὸ χάραμα τὴν πόλιν θὰ κτυπήσουν.
Ἀγανακτοῦν ποὺ κάθονται καὶ λαχταροῦν τὴν μάχην
καὶ οἱ βασιλεῖς δὲν δύνανται νὰ τοὺς κρατήσουν πλέον».
Σ’αὐτὸν ὁ γέρος Πρίαμος ἀπάντησεν ὁ θεῖος:
«Κι ἐὰν ἐσὺ ἀκόλουθος τοῦ Ἀχιλλέως εἶσαι,
εἰπέ μου τώρα καθαρὰ νὰ μάθω ἂν εἰς τὲς πρύμνες
ὁ υἱός μου ἀκόμα σώζεται, ἢ ἂν κομματιασμένον
εἰς τὰ σκυλιά του σπάραγμα τὸν ἔριξε ὁ Πηλείδης; »
Καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ μηνυτὴς ἀπάντησε Ἀργοφόνος: 410
«Ὦ γέρε, μήτε ὄρνεα τὸν φάγαν μήτε σκύλοι,
ἀκόμη κείτεται σιμὰ στὴν πρύμνην τοῦ Ἀχιλλέως˙
κι ἔφεξ’ ἡ δωδεκάτη αὐγὴ στὸ λείψανό του ἐπάνω
καὶ ὅμως αὐτὸ δὲν σέπεται, σκουλήκια δὲν τὸν τρώγουν
ποὺ δαπανοῦν τὰ σώματα ποὺ ἔκαψεν ὁ Ἄρης.
Τὸν σέρνει, ἀλήθεια, ὁλόγυρα στοῦ φίλου του τὸν τάφον
τὴν κάθε αὐγὴν ἀπόνετα καὶ δὲν τὸν ἀσχημίζει·
ὁ ἴδιος ἂν τὸν ἔβλεπες, θὰ ἐθαύμαζες πῶς εἶναι
δροσερὸς ὅλος καθαρὸς ἀπὸ τὸ μαῦρον αἷμα·
παντοῦ καλός, καὶ θά ᾽βλεπες κλεισμένες τὲς πληγές του, 420
ποὺ ἦσαν πολλὲς ὅτι πολλοὶ τοῦ ἐκέντησαν τὸ σῶμα·
τόσο πονοῦν οἱ μάκαρες θεοὶ γιὰ τὸν υἱόν σου,
νεκρὸν ἀκόμη, ὅτι πολὺ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι».
Στὰ λόγια τοῦτα ἐχάρηκεν ὁ γέρος καὶ ἀποκρίθη:
«Παιδί μου, ἰδοὺ πὼς ὠφελεῖ τὰ δῶρα ὁποὺ τοὺς πρέπουν
εἰς τοὺς θεοὺς νὰ δίδωμεν, ὡς ἔκανεν ὁ υἱός μου,
ποὺ στὴν ἑστίαν του ποτὲ δὲν τοὺς ἐλησμονοῦσε
καὶ ἰδοὺ τὸν ἐθυμήθηκαν αὐτοὶ καὶ πεθαμένον
καὶ τώρα δέξου, ἂν μ’ ἀγαπᾶς τ’ ὄμορφο αὐτὸ ποτήρι·
σῶσε με, καὶ μὲ τῶν θεῶν τὸ χέρι ὁδήγησέ με 430
ἀπείρακτος εἰς τὴν σκηνὴν νὰ φθάσω τοῦ Ἀχιλλέως».
Σ’ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ θεός: «῏Ω γέρε, ἐμὲ τὸν νέον
νὰ ξελογιάσης προσπαθεῖς· ἀλλὰ δὲν θὰ μὲ πείσης
δῶρ’ ἀπὸ σένα νὰ δεχθῶ κρυφὰ ᾽πὸ τὸν Πηλείδην.
Φόβον τοῦ ἔχει τρομερὸν καὶ σέβας ἡ καρδιά μου
καὶ ἂν λάβω δῶρ’ ἀπόκρυφα φοβοῦμαι μήπως πάθω.
Ἀλλὰ πιστός σου ὁδηγὸς στερεᾶς ἢ καὶ θαλάσσης
καὶ ὡς τ’ Ἀργος τὸ ἐξακουστὸ θὰ γίνω ἂν εἶναι χρεία·
καὶ ἂν μ’ ἔχης εἰς τὸ πλάγι σου μὴ φοβηθῆς κανέναν».
Εἶπε καὶ ἀνέβηκε ὁ θεὸς στ’ ἁμάξι τοῦ Πριάμου 440
στὰ χέρια του καὶ μάστιγα καὶ χαλινοὺς ἐπῆρε,
καὶ εἰς τοὺς ἵππους ἔβαλεν ἀνδρειὰ καὶ στὰ μουλάρια.
Καὶ ὁπόταν εἰς τὸν χάντακα ἐφθάσαν καὶ στοὺς πύργους,
ἦβραν τοὺς νυκτοφύλακας, ποὺ ἑτοίμαζαν τὸν δεῖπνον
καὶ ὅλους τοὺς ἐβύθισεν στὸν ὕπνον ὁ Ἀργοφόνος,
τοὺς σύρτες ἔσπρωξ’ ἄνοιξε τὲς πύλες καὶ τ’ ἁμάξι
ἔμπασε μὲ τὸν Πρίαμον καὶ τὰ λαμπρά του δῶρα.
Κι εὐθὺς κατόπιν στὴν σκηνὴν ἐφθάσαν τοῦ Ἀχιλλέως
τὴν ὑψηλὴν ποὺ μ’ ἔλατα σχισμένα οἱ Μυρμιδόνες
ἔφτιασαν τοῦ κυρίου των, κι ἐπάνω τὴν σκεπάσαν 450
μὲ χνουδωτὰ καλάμια κομμέν’ ἀπὸ λιβάδι˙
αὐλὴν τριγύρω ἁπλόχωρην μὲ πάλους περιφράξαν
κι ἕνας λοστὸς ἐλάτινος ἀσφάλιζε τὴν θύραν,
καὶ τρεῖς χρειάζοντο Ἀχαιοὶ νὰ βάλουν εἰς τὴν θύραν
τὸ μέγα ἐκεῖνο μάνταλο καὶ τρεῖς νὰ τὸ σηκώσουν
καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς ἐδύνονταν νὰ τὸ σηκώση μόνος.
Καὶ τότε τ’ ἄνοιξε ὁ θεὸς τοὺ γέρου νὰ περάση
μὲ τὰ λαμπρὰ ποὺ ἔφερνε τοῦ Ἀχιλλέως δῶρα.
Κι ἔπειτα χάμου ἐπήδησεν ἀπὸ τ’ ἁμάξι κι εἶπε:
«Ἄφθαρτος ἦλθα ἐγὼ θεός, ὦ γέρε, στὸ πλευρό σου, 460
ὁ ῾Ερμῆς, τί μ’ ἔστειλε ὁδηγὸν νὰ μ’ ἔχης ὁ πατέρας.
Ἀλλ’ ἐγὼ τώρ’ ἀναχωρῶ, κι ἐμπρὸς στὸν Ἀχιλλέα
νὰ μὲ ἰδῆ δὲν ἔρχομαι, καὶ ἄπρεπο θὰ ἦταν
τόσον ἀντίκρυ ἀθάνατοι νὰ σμίγουν τοὺς ἀνθρώπους˙
ἀλλ’ ἔμπα σὺ καὶ πρόσπεσε νὰ τὸν καθικετεύσης
στὸν γέροντα πατέρα του, εἰς τὴν θεὰν μητέρα
καὶ στὸ παιδί του, τὴν καρδιὰ στὰ βάθη νὰ τοῦ ἐγγίξης».
Εἶπεν ὁ Ἑρμῆς κι ἐπέταξε στὲς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου·
καὶ ξεπεζεύει ὁ Πρίαμος καὶ ἀφήνει τὸν Ἰδαῖον
αὐτοῦ στὸν τόπον νὰ φυλᾶ τὰ δυὸ ζεμέν’ ἁμάξια. 470
Καὶ ἴσια ἐπῆγε στὴν σκηνὴν ποὺ ἔμενε ὁ Πηλείδης·
τὸν ἦβρε αὐτοῦ καὶ ἀνάμερα οἱ σύντροφοι ἐκαθίζαν·
μόνοι νὰ τὸν ὑπηρετοῦν στεκόνταν ὁ Αὐτομέδων
μὲ τὸν γενναῖον Ἄλκιμον, ὅτ’ εἶχε ἀποδειπνήσει
κι ἦταν ἀκόμη ἀσήκωτον ἐμπρός του τὸ τραπέζι.
Ἐμπῆκε ὁ μέγας Πρίαμος χωρὶς νὰ τὸν νοήση
αὐτοῦ κανείς, καὶ ἄμ’ ἔφθασε σιμὰ στὸν Ἀχιλλέα,
τὰ γόνατα τοῦ ἀγκάλιασε καὶ τ’ ἀνδροφόνα χέρια
ἐφίλησε,ποὺ τοῦ ᾽σφαξαν τόσα λαμπρὰ παιδιά του.
Καὶ ὡς ὅταν ἕνας πάνερμος, ποὺ φόνον ἔχει κάμει 480
εἰς ξένον τόπον ἔρχεται, στὸ σπίτι ἀνδρὸς πλουσίου
θαυμάζουν ὅσοι τὸν ἰδοῦν, ὁμοίως ὅταν εἶδε
ἐκεῖ τὸν θεῖον Πρίαμον ἐθαύμαζε ὁ Πηλείδης,
θαύμαζαν καὶ ἐκοιτάζονταν κι οἱ ἄλλοι ὁλόγυρά του.
Ἄρχισε τότε ὁ Πρίαμος νὰ τὸν παρακαλέση:
«Θυμήσου τὸν πατέρα σου, ἰσόθεε Πηλείδη,
ὁποὺ καὶ αὐτόν, ὡσὰν ἐμὲ τὸ ἔρμο γῆρας ἦβρε.
Ἴσως καὶ τὸν στενοχωροῦν οἱ γείτονες τριγύρω
καὶ ἀπὸ τὸν ὄλεθρον κανεὶς δὲν εἶναι νὰ τὸν σώση.
Ἀλλὰ ἐκεῖνος χαίρεται καὶ ἀπὸ μακριὰ ν’ ἀκούη 490
ὁποὺ τοῦ ζῆς καὶ ὁλοκαιρὶς ἐλπίζει νά ᾽λθ’ ἡ μέρα
νὰ ἰδῆ τὸν ποθητόν του υἱὸν νὰ φθάση ἀπὸ τὰ ξένα·
ἀλλ’ ὁ βαριόμοιρος ἐγώ, δὲν μόμεινε κανένα
ἀπ’ ὅσα τέκνα ἐγέννησα κι ἐδόξαζαν τὴν Τροίαν.
Εἶχα πενήντα ὅτ’ ἔφθασαν τῶν Ἀχαιῶν τὰ πλήθη.
Τὰ δεκαννιὰ γεννήθηκαν ὅλ’ ἀπὸ μιὰ γαστέρα
τὰ ἐπίλοιπ’ ἀπὸ σπιτικὲς γυναῖκες, καὶ ἀπὸ τόσα
μόσφαξ’ ὁ Ἄρης πάμπολλα καὶ αὐτὸς ποὺ ἀκόμα μόνος
τὴν πόλιν φύλαγε κι ἐμᾶς, τὸν φόνευσες προτώρα,
τὸν Ἕκτορα, μαχόμενον νὰ σώση τὴν πατρίδα. 500
Γι’ αὐτὸν τώρα κατέβηκα στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα
μὲ πλήθια λύτρα πόφερα γιὰ νὰ τὸν ἀποδώσης.
Σέβου, ὦ γενναῖε, τοὺς θεούς, λυπήσου με, θυμήσου
τὸν γέροντά σου· κι εἶμ’ ἐγὼ ἐλεεινότερός του,
πόπαθ’ αὐτὸ ποὺ ἄλλος θνητὸς δὲν ἔχει πάθει ἀκόμη,
τοῦ ἀνδρὸς ὁποὺ μ’ ὀρφάνεψε τὸ χέρι νὰ φιλήσω».
Τὰ λόγια τοῦτα ὡς ἄκουσε, λαχτάρισε ὁ Ἀχιλλέας
νὰ κλάψη τὸν πατέρα του καὶ πιάνοντας τὸ χέρι
τοῦ γέροντος, τὸν ἄμπωσεν ἀγάλι ἀπὸ σιμά του.
Καὶ οἱ δύο, μὲ τὸν πόνον του καθένας τους, ἐκλαῖαν. 510
Ἐκεῖνος γιὰ τὸν Ἕκτορα στὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως,
τοῦτος γιὰ τὸν πατέρα του καὶ ἀκόμη γιὰ τὸν φίλον
Πάτροκλον, καὶ ἀπ’ τὰ κλάυματα τὰ δώματ’ ἀντηχοῦσαν.
Καὶ ἀφοῦ στὸ κλάμα εὐφράνθηκεν ὁ ἰσόθεος Πηλείδης,
ὀρθώθη ἀπ’ ὅπου ἐκάθονταν καὶ σήκωσε ἀπ’ τὸ χέρι
τὸν γέροντα λυπούμενος τὴν ἄσπρην κεφαλήν του,
καὶ πρὸς αὐτὸν ὁμίλησε: «῏Ω δύστυχε, τωόντι
πίκρες πολλὲς καὶ βάσανα ὑπέφερε ἡ καρδιά σου.
Πῶς μπόρεσες στῶν Ἀχαιῶν τὲς πρύμνες νά ᾽λθης μόνος
τὸν ἄνδρα ὁποὺ σοῦ ἐφόνευσε τόσα παιδιὰ γενναῖα 520
νὰ ἰδῆς στὰ μάτια; Σίδερον ἔχ’ ἡ καρδιά σου ὦ γέρε.
Ἀλλ’ ἔλα τώρα κάθισε, καί, ἂν καὶ λυπημένοι,
τοὺς πόνους τώρ’ ἂς κλείσωμεν στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας·
καὶ τίποτε δὲν ὠφελοῦν τὰ μαῦρα κλάυματά μας˙
ὅτι στοὺς ἄμοιρους θνητοὺς οἱ ἀθάνατοι δωρῆσαν
νὰ ζοῦν στὸν πόνον καὶ ἄλυποι μόνον ἐκεῖνοι μένουν.
῞Οτι ἀπ’ ὅσα δίδει ὁ Ζεὺς πιθάρια δυὸ σιμά του
ἔχει, τὸ ἕνα τῶν κακῶν, τῶν ἀγαθῶν τὸ ἄλλο.
Καὶ σ’ ὅποιον δώσει ἀνάμικτα ὁ βροντητὴς Κρονίδης,
ἐκεῖνος πότ’ ἔχει κακές, πότε ἀγαθὲς ἡμέρες, 530
καὶ σ’ ὅποιον μόνον τὰ πικρά, τὸν κάμνει μαῦρον κι ἔρμον
καὶ στ’ ἅγιο πρόσωπο τῆς γῆς φρικτὴ τὸν σέρνει ἀνάγκη
καὶ ἀτίμητος ἀπὸ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους παραδέρνει.
Καὶ τοῦ Πηλέως οἱ θεοὶ λαμπρὰ χαρίσαν δῶρα,
πανευτυχὴς καὶ ὑπέρπλουτος νὰ γίνη στοὺς ἀνθρώπους,
τῶν Μυρμιδόνων βασιλιὰς καὶ τὸν καταξιῶσαν
θεὰν νὰ λάβη ὁμόκλινην ἂν καὶ θνητὸς ἐκεῖνος.
Ἀλλὰ τοῦ ἐδῶσαν καὶ κακόν, στὸ σπίτι του δὲν ἔχει
παιδιὰ νὰ γίνουν βασιλεῖς, παρ’ ἕν’ ἀγόρι μόνον
ὀλιγοήμερον, κι ἐγὼ νὰ τὸν γηροκομήσω 540
δὲν δύναμ’ ἐπειδὴ μακρὰν ἀπ’ τὴν γλυκιὰν πατρίδα
μένω στὴν Τροίαν, συμφορὰ σ’ ἐσὲ καὶ στὰ παιδιά σου.
Καὶ σύ, ὦ γέρε, ἀκούομεν πανευτυχὴς πὼς ἤσουν·
λέγουν ποὺ ἀπ’ ὅσους κατοικοῦν στοῦ Μάκαρος τὴν χώραν
στὴν Λέσβον, στὸν ῾Ελλήσποντον κι ἐπάνω στὴν Φρυγίαν
γιὰ πλούτη καὶ λαμπρὰ παιδιὰ σὺ εἶχες τὰ πρωτεῖα.
Ἀλλ’ ἀφοῦ τοῦτο τὸ κακὸν οἱ ἀθάνατοι σοῦ ἐφέραν,
ὁλόγυρα στὴν πόλιν σου μάχες καὶ φόνους ἔχεις.
῾Υπόφερε, ἄς μὴ τήκεται στὴν λύπην ἡ καρδιά σου·
τὸ πεθαμένο σου παιδὶ μὲ δάκρυα ν’ ἀναστήσης 550
δὲν ἠμπορεῖς, καὶ ἀπ’ τὸν καημὸν καὶ ἄλλο κακὸ μὴν πάθης».
Καὶ τότε ὁ θεῖος Πρίαμος ἀπάντησέ του κι εἶπε:
«Πῶς νὰ καθίσω διόθρεπτε, ἐνόσω εἰς τὲς σκηνές σου
ὁ ῞Εκτωρ κείτεται ἄταφος· ἄ! τώρα λύσε μού τον
νὰ τὸν ἰδοῦν τὰ μάτια μου καὶ σὺ τὰ λύτρα λάβε
ὁποὺ σοῦ ἐφέραμε πολλά· νὰ τὰ χαρῆς νὰ φθάσης
εἰς τὴν πατρίδα σου, ὦ καλέ, ποὺ τόσο μ’ ἐλυπήθης
καὶ τὴν ζωὴν μοῦ ἐχάρισες, τοῦ ἡλιοῦ τὸ φῶς νὰ βλέπω».
Μὲ ἄγριο βλέμμ’ ἀπάντησε σ’ ἐκεῖνον ὁ Πηλείδης:
«Μὴ μ’ ἐρεθίζης γέροντα, καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ μου θέλω 560
νὰ λύσω ἐγὼ τὸν ῞Εκτορα· μοῦ ἐμήνυσε καὶ ὁ Δίας
μὲ τὴν θεὰν μητέρα μου, τὴν κόρην τοῦ Νηρέως.
Καὶ ἀκόμη σέ, ὦ Πρίαμε, τὸ ἐνόησα, τὸ εἶδα,
κάποιος θεὸς σὲ ὁδήγησε στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα.
Πῶς θὰ ἐρχόνταν στὸν στρατὸν θνητός, κι ἂν νέος ἦταν,
ἀπὸ τοὺς φύλακες κρυφά, πῶς θὰ ἠμποροῦσε μόνος
τῆς θύρας μου τὸ μάνταλο τὸ μέγα νὰ σηκώση;
Μή, ὦ γέρε, τὴν κατάπικρην ψυχὴν μοῦ ἐξαγριώνης
μήπως καὶ σένα, ἱκέτης μου, ὡς εἶσαι στὴν σκηνήν μου,
δὲν λυπηθῶ καὶ παραβῶ τὴν προσταγὴν τοῦ Δία». 570
Εἶπε, φοβήθη ὁ γέροντας καὶ ὑπάκουσε τὸν λόγον
καὶ ὡσὰν λεοντάρι ἀπ’ τὴν σκηνὴν πετάχθηκε ὁ Πηλείδης,
ὁ Ἄλκιμος κατόπιν του καὶ ὁ ἥρως Αὐτομέδων
ἀκολουθοῦσαν, σύντροφοι ποὺ ἐπροτιμοῦσε ἀπ’ ὅλους
ὕστερ’ ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ ποθητοῦ Πατρόκλου.
Καὶ τὰ μουλάρια ξέζεψαν ἐκεῖνοι καὶ τοὺς ἵππους
κι ἔμπασαν μέσα στὴν σκηνὴν τὸν κήρυκα τοῦ γέρου
καὶ τὸν ἐκάθισαν ἐκεῖ· καὶ ἀπ’ τὸ λαμπρὸν ἁμάξι
τ’ ἄπειρα λύτρα ἐσήκωσαν τοῦ ῞Εκτορος καὶ δύο
χλαμύδες ἄφησαν ἐκεῖ κι ἕναν καλὸν χιτώνα 580
νὰ πάρη σπίτι τὸν νεκρὸν μ’ ἐκεῖνα σκεπασμένον.
Κι εἶπε στὲς δοῦλες τὸν νεκρὸν νὰ λούσουν καὶ νὰ χρίσουν
ἀνάμερα, μὴ ὁ Πρίαμος θωρώντας τὸ παιδί του
μὲς στὴν καρδιά του τὴν ὀργὴν τοῦ πόνου δὲν κρατήση
καὶ τοῦ Ἁχιλλέως ἡ ψυχὴ ξαγριωθῆ καὶ ἀμέσως
τὸν σφάξη παραβαίνοντας τὴν προσταγὴν τοῦ Δία.
Καὶ ἀφοῦ τὸν λοῦσαν κι ἔχρισαν οἱ δοῦλες μὲ τὰ μύρα
καὶ τὸν ἐνεκροστόλισαν, τὸν σήκωσε ὁ Πηλείδης
ὁ ἴδιος καὶ τὸν ἅπλωσε στὸ νεκρικὸ κρεβάτι
καὶ οἱ σύντροφοι τὸν ἔβαλαν εἰς τὸ λαμπρὸν ἁμάξι. 590
Τότ’ εἶπε ἀναστενάζοντας: «Ἄκου, γλυκέ μου φίλε,
μή, Πάτροκλε, μοῦ χολωθῆς, αὐτοῦ στὸν Ἅδη ἂν μάθης
ποὺ ἔλυσα τὸν Ἕκτορα τοῦ γέροντος πατρός του,
ἐπειδὴ λύτρα ὄχι κακὰ μοῦ ἔδωσε καὶ ἀπ’ ὅλα
ὅ,τι σοῦ πρέπει ἀγαπητέ, θὰ σοῦ χαρίσω μέρος».
Καὶ στὴν σκηνὴν ἐγύρισε ὁ ἰσόθεος Πηλείδης
καὶ στὸ θρονί του ἐκάθισε πρὸς τὸν ἀντίκρυ τοῖχον
κι ἔλεγε πρὸς τὸν Πρίαμον: «Ὦ γέρε, ὡς ἐποθοῦσες
ὁ υἱός σου τώρα ἐλύθηκε καὶ κείτεται στὴν κλίνην˙
καὶ τὸ πρωὶ θὰ τὸν ἰδῆς, μαζί σου νὰ τὸν πάρης. 600
Καὶ τώρα νὰ δειπνήσωμεν, ὦ γέρε, ἂς στοχασθοῦμε·
ὅτι δὲν ἐλησμόνησε μήτε ἡ λαμπρὴ Νιόβη
τροφὴν νὰ πάρ’ ἡ δύστυχη σ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν
ποὺ εἶδε δώδεκα παιδιὰ στὸ σπίτι πεθαμένα
ἕξι ἀνδρειωμέν’ ἀγόρια της καὶ ἕξι θυγατέρες˙
τ’ ἀγόρια ὁ Φοῖβος φόνευσε μὲ τ’ ἀργυρό του τόξο,
τὲς κόρες πάλ’ ἡ Ἄρτεμις ἀπὸ χολὴν ποὺ ἐπῆραν,
ὅτι μὲ τὴν καλὴν Λητὼ ἰσώνετο ἡ Νιόβη,
πὼς αὐτὴ γέννησε πολλὰ κι ἐκείνη δύο μόνον.
Καὶ ὅμως οἱ δύο τοὺς πολλοὺς ἀφάνισαν, κι ἐννέα 610
στὸ αἷμα ἡμέρες ἔμειναν, καὶ ἄνθρωπος νὰ τοὺς θάψη
δὲν ἦταν, ὅτι τοὺς λαοὺς ἐλίθωσεν ὁ Δίας.
Κι οἱ ἐπουράνιοι θεοὶ τοὺς δέκα τοὺς ἐθάψαν
ἀλλὰ στὰ δάκρυ’ ἀπόκαμε κι ἐκείνη κι ἐνθυμήθη
τροφὴν νὰ πάρ’ ἡ δύστυχη· καὶ τώρα στοῦ Σιπύλου
τὰ ἔρμα ὄρη τ’ ἄγρια κεῖ ποὺ ἡσυχάζουν νύμφες
ἀπὸ χοροὺς ποὺ ἔστησαν στὲς ἄκρες τοῦ Ἀχελώου,
τὸν πόνον πόχει ἀπ’ τοὺς θεοὺς καὶ πέτρα ὡς εἶναι τρέφει.
Καί, ὦ θεῖε γέρε, τὴν τροφὴν κι ἐμεῖς ἂς θυμηθοῦμε.
Θὰ κλαίγης εἰς τὴν Ἴλιον τὸ ἀγαπητὸ παιδί σου 620
κατόπιν· ὅτι δάκρυα πολλὰ θὰ σοῦ γεννήση».
Εἶπε, σηκώθη κι ἔσφαξεν ἀρνὶ λευκὸ σὰν χιόνι,
τὸ γδάραν τὸ συγύρισαν οἱ σύντροφοί του ὡς πρέπει,
μὲ τέχνην τὸ ἐλιάνισαν, τὸ πέρασαν στὲς σοῦβλες
καὶ ὄμορφα ἀφοῦ τό ’ψησαν ἀπ’ τὴν φωτιὰ τὸ σύραν˙
καὶ στὸ τραπέζι ἐμέραζε τὸν ἄρτον ὁ Αὐτομέδων,
μέσα στὰ ὡραῖα κάνιστρα, τὰ κρέατα ὁ Πηλείδης·
καὶ ἅπλωσαν ὅλοι στὰ καλὰ φαγιὰ ποὺ ἐμπρός τους εἶχαν.
Καὶ ἀφοῦ ἐφάγαν κι ἔπιαν ὅσο ἤθελε ἡ ψυχή τους,
ὁ Πρίαμος ἐθαύμαζεν ἐκεῖ τοῦ Ἀχιλλέα 630
τὴν πλάση καὶ τ’ ἀνάστημα ποὺ ὡσὰν θεοῦ φαντάζαν.
Καὶ τοῦ Πριάμου τὴν εἰδὴ τὴν ἀγαθὴν κοιτώντας
καὶ τὴν λαλιά του ἀκούοντας ἐθαύμαζε ὁ Πηλείδης.
Καὶ ἀφοῦ ν’ ἀντικοιτάζωνται εὐφράνθησαν καὶ οἱ δύο
πρῶτος ὁ θεῖος Πρίαμος πρὸς τὸν Πηλείδην εἶπε:
«Βάλε με, ὦ θρέμμα τοῦ Διός, ἀμέσως νὰ πλαγιάσω
καὶ τὴν γλυκιὰν ἀνάπαυσιν εἶν’ ὥρα νὰ χαροῦμε·
καὶ μάτι ἐγὼ δὲν ἔκλεισα, Πηλείδη, ἀπὸ τὴν ὥρα
ποὺ ἀπέθανε ἀπ’ τὰ χέρια σου τὸ ἀγαπητὸ παιδί μου,
ἀλλὰ στενάζω πάντοτε, τὴν λύπην δὲν χορταίνω 640
ἡμέρα νύκτα στῆς αὐλῆς τὴν λάσπην κυλισμένος·
χαψιὰ ψωμί, ρουφιὰ κρασὶ δὲν εἶχα βάλ’ εἰς τοῦτο
τὸ στόμα, ὥσπου μ’ ἔκαμες μαζί σου νὰ δειπνήσω».
Καὶ στοὺς συντρόφους ὁ Ἀχιλλεὺς τότ’ εἶπε καὶ στοὺς δούλους
κάτωθε ἀπὸ τὴν αἴθουσαν κρεβάτια νὰ τοὺς στρώσουν
μὲ πορφυρὰ παπλώματα καὶ τάπητες ἐπάνω,
καὶ μὲ χλαμύδες χνουδωτὲς νὰ σκεπασθοῦν μ’ ἐκεῖνες.
Καὶ οἱ δοῦλες ἀπ’ τὸ μέγαρον ἐβγῆκαν μὲ λαμπάδες
καὶ γρήγορα καὶ ὄμορφα τοὺς ἔστρωναν δυὸ κλίνες˙
καὶ ἀκρογελώντας ὁ Ἀχιλλεὺς τότ’ εἶπε τοῦ Πριάμου: 650
«Ἔξω θὰ πᾶς νὰ κοιμηθῆς, ἀγαπητέ μου γέρε,
τῶν βουληφόρων Ἀχαιῶν μή κάποιος ξάφνου φθάση
ὡς συνηθοῦν νὰ ἔρχωνται γιὰ νὰ συμβουλευθοῦμε˙
καὶ ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς σὲ ἰδῆ, μέσα στὴν μαύρην νύκτα
μὴ δώση εὐθὺς τὴν εἴδησιν στὸν ἀρχηγὸν Ἀτρείδην
καὶ τοῦ νεκροῦ τὴν λύτρωσιν μὴ τύχη ν’ ἀντισκόψη·
εἰπέ μου τώρα φανερά, πόσες ἡμέρες θέλεις
νὰ θάψης τὸν λαμπρόν σου υἱόν, καὶ τόσες θὰ ἡσυχάζω
ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐγὼ καὶ θὰ κρατῶ τὰ πλήθη».
Καὶ ἀπάντησεν ὁ Πρίαμος: «Πηλείδη, ἀφοῦ τὸ στέργεις 660
νὰ κάμ’ ὡς πρέπει τὴν ταφὴν εἰς τὸν λαμπρὸν υἱόν μου,
αὐτὴν τὴν χάριν κάμε μου· γνωρίζεις ὁποὺ οἱ Τρῶες
κλειστοί ’ναι καὶ περίφοβοι στὴν πόλιν, καὶ θὰ φέρνουν
πέρ’ ἀπὸ δάσος μακρινὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τὰ ξύλα·
ἐννέα ἡμέρες θέλομε στὸ σπίτι νὰ τὸν κλαῖμε
στὲς δέκα θὰ γινῆ ἡ ταφὴ καὶ νεκρικὸ τραπέζι˙
στὲς ἕνδεκα θὰ ὑψώσωμεν ἐπάνω του τὸν τάφον,
στὲς δώδεκα ὁ πόλεμος θ’ ἀρχίση ἂν εἶναι ἀνάγκη».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀχιλλεὺς ἀντεῖπε ὁ φτεροπόδης:
«Θὰ γίνουν, γέρε Πρίαμε, καὶ τοῦτα ὅπως τὰ λέγεις· 670
τὸν πόλεμον, ὅσον καιρὸν ἠθέλησες θὰ παύσω».
Αὐτά ’πε καὶ τοῦ ἔπιασε τὴν δεξιὰν παλάμην
ἀπ’ τὸν ἁρμόν, ὅτ’ ἤθελε νὰ μὴ φοβῆται ὁ γέρος.
Καὶ ἔξω αὐτοῦ στὸν πρόδρομον ἐπλάγιασαν ἐκεῖνοι
ὁ κήρυξ καὶ ὁ Πρίαμος, ἄνδρες κι οἱ δυὸ μὲ γνώση.
Καὶ μὲς στὰ βάθη τῆς σκηνῆς κοιμήθηκε ὁ Πηλείδης
κι εἶχε καλήν του ὁμόκλινην τὴν κόρην τοῦ Βρισέως.
Θεοὶ καὶ ἄνθρωποι γλυκὰ στὸν ὕπνον βυθισμένοι
ὁλονυκτὶς ἡσύχαζαν˙ ὁ ἀγαθοδότης μόνον
Ἑρμῆς μάτι δὲν ἔκλειε, στὸν νοῦν του μεριμνώντας 680
δρόμον ν’ ἀνοίξη ἀκίνδυνον τοὺ γέροντος Πριάμου,
χωρὶς νὰ ἰδοῦν οἱ θυρωροί, νὰ φύγη ἀπὸ τὲς πρύμνες˙
στὴν κεφαλήν του ἐστήθηκεν ἐπάνω καὶ τοῦ εἶπε:
«Ὦ γέρε, πόσο ἀμέριμνα στὴν μέση τῶν ἐχθρῶν σου
κοιμᾶσαι ἀφοῦ σ’ ἐθάρρεψε τὸ ἔλεος τοῦ Ἀχιλλέως.
Μ’ ἄπειρα λύτρα ἐλύτρωσες τὸ ποθητὸ παιδί σου˙
ἀλλὰ γιὰ σένα ζωντανὸν καὶ τρίδιπλα θὰ δίδαν
τὰ τέκνα ὁποὺ σοῦ ἔμειναν, ἐὰν ὁ Ἀγαμέμνων
καὶ ὅλ’ οἱ ἄλλοι Ἀχαιοὶ πὼς εἶσ’ ἐδῶ γνωρίσουν».
Φοβήθηκε κι ἐσήκωσεν ὁ γέρος τὸν Ἰδαῖον. 690
Κι ἔζεψ’ ὁ Ἑρμῆς τὲς ἅμαξες κι ἐκεῖνος ὁδηγοῦσε
εἰς τὸν στρατὸν ἀνάμεσα, χωρὶς νὰ ἰδῆ κανένας.
Καὶ ὅταν στὸν Ξάνθον ἔφθασαν, διογέννητο ποτάμι,
ὁ Ἑρμῆς ὀπίσω ἐγύρισε στὲς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου,
καὶ ἡ χρυσόπεπλη Ἠὼς τὴν γῆν ἐφώτιζ’ ὅλην,
κι ἐκεῖνοι μὲ τὸ λείψανο ποὺ ἐφέρναν τὰ μουλάρια
μὲ δάκρυα, μὲ ξεφωνητὰ τραβοῦσαν πρὸς τὴν πόλιν
καὶ δὲν τοὺς νόησε κανεὶς παρὰ ἡ Κασσάνδρα μόνη,
ἡ κόρη ὁποὺ τῆς χρυσῆς ὁμοίαζε Ἀφροδίτης.
Εἶχε ἀνεβῆ στὴν Πέργαμον κι ἐκεῖθ’ εἶδε στ’ ἁμάξι 700
τὸν ποθητὸν πατέρα της μαζὶ μὲ τὸν Ἰδαῖον,
καὶ ὡς εἶδε τὸν κειτάμενον στὸ νεκρικό του στρῶμα
μὲς στ’ ἄλλο ἁμάξι, ἔσκουζεν ἡ κόρη καὶ στὴν πόλιν
ἔβαλε τὸ ξεφωνητό: «Ὦ Τρώισσες, ὦ Τρῶες,
κοιτᾶτ’ ἐκεῖ τὸν Ἕκτορα ποὺ ἄλλοτε ἀπ’ τὴν μάχην
νὰ σᾶς γυρίζη ζωντανὸς εὐφραίνετο ἡ καρδιά σας
ὁποὺ τὸν εἶχεν ὁ λαὸς χαρὰ κι ἐλπίδα μόνην».
Τότε ψυχὴ δὲν ἔμεινε στὴν πόλιν, μήτε ἄνδρας,
μήτε γυναίκα ὅτι σφοδρὸς τοὺς συνεπῆρε ὁ πόνος·
καὶ τὸν νεκρὸν προϋπάντησαν ἐκεῖ σιμὰ στὴν πόλιν· 710
πρώτη ἡ γυνή του ἐχύθηκε στ’ ἁμάξι καὶ ἡ μητέρα
τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀγκάλιαζαν, ἐκλαῖαν, ἐμαδιόνταν,
καὶ ὁ λαὸς ἀκίνητος ὁλόγυρα ἐθρηνοῦσε.
Καὶ ὁ ἥλιος θὰ ἐβασίλευε καὶ ἀκόμη αὐτὸν θὰ κλαῖαν
τὸν πεθαμένον Ἕκτορα ἐκεῖ ἐμπρὸς στὲς πύλες,
ἂν ἀπ’ τ’ ἁμάξι ὁ γέροντας δὲν ἔλεγε στὰ πλήθη:
«Τόπον στὲς μοῦλες κάμετε· κατόπι ἀφοῦ στὸ σπίτι
τὸν φέρω, ξεθυμαίνετε τὸν πόνον τῆς ψυχῆς σας».
Καὶ ὡς εἶπ’ ἐκεῖνοι ἐχώρισαν τ’ ἁμάξι νὰ περάση·
καὶ ἀφοῦ στὰ ὡραῖα δώματα τὸ λείψανο ἀνεβάσαν 720
στὴν κλίνην τὸν ἀπόθεσαν, κι ἐκάθισαν στὸ πλάγι
τοὺς θρηνωδούς, τὸ θλιβερὸ τραγούδι ν’ ἀρχινήσουν.
Καὶ ἀντιφωνοῦσαν κλαίοντας στὸν θρῆνον οἱ γυναῖκες.
Καὶ ἡ λευκοχέρ’ ἀρχίνησε τὸν θρῆνον Ἀνδρομάχη
στὴν κεφαλὴν τοῦ Ἕκτορος, ἁπλώνοντας τὰ χέρια:
«Ἄνδρα μου, νέος πέθανες, κι ἐμέν’ ἀφήνεις χήραν
στὸ σπίτι μὲ τὸ τρυφερὸ παιδὶ ποὺ ἐμεῖς οἱ δύο
οἱ ἄμοιροι ἐγεννήσαμεν· καὶ δὲν θὰ μεγαλώση
ὀιμένα, ὅτι γρήγορα τούτη θὰ πέσ’ ἡ πόλις
τώρα ποὺ ἐσὺ ἐχάθηκες, ὁ στύλος της, ἡ ἀσπίδα, 730
ποὺ τὰ παιδιά της ἔσωζες καὶ τὲς σεμνὲς μητέρες,
ποὺ γρήγορα στὰ πλοῖα τους θενὰ μᾶς ρίξουν ὅλες
καὶ σὺ μαζί μου, τέκνον μου, θὰ εἶσαι νὰ δουλεύης
μὲ κόπον σ’ ἔργα οὐτιδανὰ καταδυναστεμένος
κάτω ἀπὸ κύριον σκληρόν, ἂν πρῶτα δὲν σὲ ρίξη
ἀπὸ τοῦ πύργου τὴν κορφὴν νὰ κακοθανατίσης
κανεὶς ὁποὺ τοῦ φόνευσεν ὁ Ἕκτωρ τὸν πατέρα,
τὸν ἀδελφὸν ἢ τὸ παιδί, διότι ἀπὸ τὸ χέρι
ἐκείνου πλῆθος Ἀχαιῶν ἐδάγκασαν τὸ χῶμα.
Ὅτι ὁ πατέρας σου ἁπαλὸς στὸν πόλεμον δὲν ἦταν· 740
γιὰ τοῦτο σήμερα ὁ λαὸς ὁλόκληρος τὸν κλαίει,
καὶ λύπη θά ’σαι ἀμίλητη, ὦ Ἕκτορ, στοὺς γονεῖς σου,
μόν’ ἄλλος εἶναι ὁ πόνος μου˙ στὴν κλίνην σου, ὦ γλυκέ μου,
δὲν πέθανες, τὸ χέρι σου στὸ χέρι μου ν’ ἁπλώσης,
καὶ κάποιον λόγον φρόνιμον νὰ βάλης στὴν καρδιά μου
ἡμέρα νύκτα μὲς στὸν νοῦ νὰ τό ’χω καὶ νὰ κλαίω».
Καὶ μὲ τὸν θρῆνον πόκαμνε στενάζαν οἱ γυναῖκες
καὶ ἀνάμεσόν τους ἄρχισε κι ἡ Ἑκάβη νὰ θρηνήση:
«Ἕκτορ, ὦ τὸ ἀκριβότερο ἀπ’ ὅλα τὰ παιδιά μου,
καὶ ὅταν μοῦ ἐζοῦσες, οἱ θεοί, γλυκέ μου, σ’ ἀγαποῦσαν 750
καὶ τώρα μὲς στὸν θάνατον ἀκόμη σὲ λυποῦνται.
Τ’ ἄλλα παιδιά μου, ὅσά ’πιανεν ὁ γρήγορος Πηλείδης
ἀπόπερ’ ἀπ’ τὴν θάλασσαν στὰ ξένα τὰ ἐπουλοῦσε
στὴν Λῆμνον τὴν σκοταδερή, στὴν Σάμον καὶ στὴν Ἴμβρον·
καὶ σὺ ἀφοῦ σ’ ἐνέκρωσεν ἡ λόγχη του καὶ γύρω
τοῦ φίλου ὁποὺ τοῦ ἐφόνευσες τὸν τάφον σ’ ἔχει σύρει,
καὶ ὅμως μὲ αὐτὸ δὲν ἔκαμε τὸν φίλον ν’ ἀναζήση,
ἐμπρός μου τώρα δροσερὸς καὶ ἀνέγγιχτος στὸ σπίτι
κείτεσαι, ὡσὰν τὸν ἄνθρωπον ποὺ τὴν ψυχὴν τοῦ ἐπῆρε
ὁ Φοῖβος ὁ ἀργυρότοξος μὲ τ’ ἄλυπά του βέλη». 760
Καὶ ἡ κλάψα της ἐσήκωσε γύρω ὀδυρμὸν καὶ θρήνους.
Καὶ τρίτ’ ἡ Ἑλένη ἄρχισε τὸν θρῆνον της κι ἐκείνη:
«Ὦ Ἕκτορ μου, ὁ ἀκριβότερος τῶν ἀδελφῶν τοῦ ἀνδρός μου,
κι εἶν’ ἄνδρας μου ὁ θεόμορφος Ἀλέξανδρος ποὺ ἐμένα
ἐδῶ στὴν Τροίαν ἔφερε˙ νά’χα πεθάνει πρῶτα.
Χρόνοι ἐπεράσαν εἴκοσιν ἀφ’ ὅτου ἐκεῖθεν ἦλθα
καὶ ἄφησα τὴν πατρίδα μου· καὶ ἀπ’ τὰ δικά σου χείλη
λόγον ποτὲ δὲν ἄκουσα κακὸν νὰ μὲ πικράνη.
Καὶ ἂν κάποιος ἀπ’ τοὺς ἀδελφοὺς ἢ ἀπὸ τὲς ἀδελφές σου
ἢ ἀπὸ τὲς συννυφάδες μου μὲ ἀπόπαιρνεν ἢ ἀκόμη 770
ἡ πεθερά μου - ὁ πενθερὸς μὲ ἀγάπα ὡσὰν πατέρας -
σὺ μόνος τὸν ἡμέρωνες μὲ λόγια μελωμένα
μὲ τὴν ἀγαθοσύνην σου· γιὰ τοῦτο σένα κλαίω
καὶ ἀντάμα ἐμὲ τὴν ἄμοιρην καὶ σχίζεται ἡ καρδιά μου.
Ὅτι κανεὶς δὲν μόμεινεν εἰς ὅλην τὴν Τρωάδα
νὰ εἶναι φίλος τῆς καρδιᾶς καὶ μ’ ἀποστρέφοντ’ ὅλοι».
Καὶ ὡς ἔκλαιε τριγύρω της ἐστέναζαν τὰ πλήθη.
Καὶ τότε ὁ γέρος Πρίαμος ἐπρόσταξε στὰ πλήθη:
«Στὴν πόλιν, Τρῶες, φέρετε τὰ ξύλα, μὴ φοβεῖσθε
καρτέρι ἀπὸ τοὺς Ἀχαιούς· μοῦ ἔταξε ὁ Πηλείδης 780
ὅταν ἀπὸ τὲς πρύμνες του αὐτὸς μ’ ἐπροβοδοῦσε,
πρὶν φέξ’ ἡ δωδεκάτη αὐγὴ νὰ μὴ μᾶς πολεμήση».
Καὶ αὐτοὶ τὲς μοῦλες ἔζεψαν στ’ ἁμάξια καὶ τοὺς ταύρους
καὶ μὲ σπουδὴν συνάχθηκαν ἐμπρὸς στὴν πόλιν ὅλοι
κι ἐννιὰ ἡμέρες ἔφερναν ἀπὸ τὸ δάσος ξύλα·
καὶ ἅμα ἡ δεκάτη ἐφάνη αὐγὴ τὸν κόσμον νὰ φωτίση
τότ’ ἔβγαλαν τὸν Ἕκτορα καὶ κλαίοντας τὸν θέσαν
εἰς τῆς πυρᾶς τὴν κορυφήν, κατόπι τὴν ἀνάψαν.
Καὶ ἅμα ἡ ροδοδάκτυλη Ἠὼς στὸν κόσμο ἐφάνη,
εἰς τὴν πυρὰν ὁλόγυρα τοῦ Ἕκτορος τοῦ ἀνδρείου 790
ὅλος συνάχθηκε ὁ λαὸς κι ἄφθονο πρῶτα ἐχύσαν
κρασὶ μὲς στὴν πυρκαϊὰ καὶ τὴν ἐσβῆσαν ὅλην
ὡς κεῖ ποὺ ἐβόσκησε ἡ φωτιά, κι οἱ αὐτάδελφοι καὶ οἱ φίλοι
κατόπιν ὅλα ἐσύναξαν τὰ ἄσπρα κόκαλά του,
κι ἔτρεχαν δάκρυα θερμὰ ἀπὸ τὰ μάγουλά τους.
Καὶ μέσα εἰς χρυσὴν λάρνακα τὰ ἔθεσαν κατόπι
μὲ πορφυρὰ καὶ μαλακὰ σεντόνια τυλιγμένα·
κατόπι τὰ ἐκατέβασαν μὲς στὸ βαθὺ κιβούρι
κι ἐπάνω ἐστοίβασαν πυκνὰ λιθάρια καὶ μεγάλα
καὶ ἀφοῦ τάφον ἐσήκωσαν μὲ χώματα ἐκαθόνταν 800
φύλακες ἀπ’ τοὺς Ἀχαιοὺς τὸ μνῆμα νὰ φρουρήσουν.
Καὶ ἀφοῦ τὸ μνῆμα ἑτοίμασαν, συναθροισθῆκαν ὅλοι
μὲ τάξιν καὶ ἐκάθησαν στὸ θαυμαστὸ τραπέζι
μέσα στὰ ὑψηλὰ δώματα τοῦ σεβαστοῦ Πριάμου.
Αὐτὸς τοῦ ἀνδρείου Ἕκτορος ὁ ἐνταφιασμὸς ἐγίνη.