Ιλιάδα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Ραψωδία ξ


Τὴν χλαλοὴν αὔτιασ’ εὐθύς, ἂν κι ἔπινεν, ὁ Νέστωρ,
κι εἶπε μὲ λόγια φτερωτὰ πρὸς τὸν Ἀσκληπιάδην:
«Θεῖε Μαχάον, νόησε ποὺ αὐτὰ θ’ ἀποτελέσουν·
τῶν ἀνδρειωμένων ἡ βοὴ πληθαίνει ἐκεῖ στὰ πλοῖα.
Ἀλλὰ σὺ μεῖνε, φλογερὸ κρασὶ κάθου καὶ πίνε,
ὡς νὰ θερμάννη τὰ λουτρὰ ἡ εὔμορφη ῾Εκαμήδη
ἀπ’ τὰ πηγμένα αἵματα νὰ λούση τὸ κορμί σου.
Κι ἐγὼ θὰ ἔβγω, ἀπὸ ψηλὰ νὰ μάθ’ ὅ,τι συμβαίνει».
Εἶπε καὶ τὴν περίλαμπρην ἐφόρεσεν ἀσπίδα,
ποὺ εἶχε ἀφήσει στὴν σκηνὴν ὁ ἀνδρεῖος Θρασυμήδης,    10
υἱός του, κι εἶχε πάρει αὐτὸς ἐκείνην τοῦ πατρός του·
πῆρε κοντάρι δυνατὸ μ’ ἀκονισμένην λόγχην,
κι ἔξωθ’ ἐστάθη τῆς σκηνῆς καὶ ἄχαρον εἶδεν ἔργον,
τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς ταραχον, τοὺς ἀποτόλμους Τρῶας
ὀπίσω νὰ τοὺς κυνηγοῦν, ρέπια τὸ τεῖχος ὅλο.
Καὶ ὅπως μεγάλο πέλαγος μακρολογᾶ μὲ κύμα
βουβὸ καὶ νιώθει τὴν ὁρμὴν ἐγγὺς σφοδρῶν ἀνέμων
καὶ μήτ’ ἐδῶ τὰ κύματα καὶ μήτ’ ἐκεῖ σαλεύει,
πρὶν ἄνεμος ξεχωριστὸς ὁρμήση ἀπὸ τὸν Δία·
ὅμοια τοῦ γέρου καὶ ἡ ψυχὴ χωρίζονταν εἰς δύο,    20
τῶν ἀνδρειωμένων Δαναῶν τὰ πλήθη ἂν θ’ ἀνταμώση,
ἢ τὸν ποιμένα τῶν λαῶν νὰ ἔβρη τὸν Ἀτρείδην;
Κι ἔκρινε συμφερώτερον νὰ ἔβρη τὸν Ἀτρείδην.
Κι ἐκεῖνοι ὡστόσο ἐμάχονταν κι ἐσφάζονταν μὲ λύσσαν,
κι ἐβρόντ’ ὁ ἀσύντριφτος χαλκὸς στὸ σῶμα τους ἐπάνω
καθὼς μὲ ξίφη καὶ μακριὰ κοντάρι’ ἀντικτυπιοῦνταν.
Καὶ ἀπάντησαν τὸν Νέστορα οἱ βασιλεῖς οἱ θεῖοι
ὁ Διομήδης, ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ μέγας Ἀγαμέμνων,
ὡς ἀπ’ τὰ πλοῖα ἀνέβαιναν, ὅσ’ ἦσαν πληγωμένοι.
Ὅτ’ ἦσαν τὰ καράβια τους, πολὺ μακρὰν τῆς μάχης,    30
στὸν ἄμμον, ὅτι στὴν στεριὰ κεῖνα ἐσυρθῆκαν πρῶτα,
καὶ πρὸς τὲς πρύμνες κολλητὰ εἶχε κτισθῆ τὸ τεῖχος.
Τὶ τ’ ἀκρογιάλι, ἂν καὶ πλατύ, δὲν ἔπαιρνε τὰ πλοῖα
καὶ νὰ μὴ στενοχωρηθοῦν τὰ πλήθη, τά ᾽χαν βάλει
σειρὲς σειρὲς κλιμακωτὰ καὶ τὸ παραθαλάσσιο
μεγάλο στόμα ἐγέμισεν ἀπὸ μιὰν ἄκρην σ’ ἄλλην.
Μαζὶ κατέβαιναν νὰ ἰδοῦν τὴν μάχην στηριγμένοι
ἐπάνω στὰ κοντάρια τους, κατάκαρδα θλιμμένοι,
ὅταν κεῖ τοὺς ἀπάντησεν ὁ γέρος ὁ Νηλείδης
κι ἔφερεν ἄλλην ταραχὴν στὰ βάθη τῆς ψυχῆς των.    40
Κι ἐκεῖνον ἐπροσφώνησεν ὁ βασιλεὺς Ἀτρείδης:
«Νηλείδη Νέστορ, καύχημα τῶν Ἀχαιῶν καὶ δόξα,
τί ἄφησες τὸν πόλεμον τὸν ἀνδροφόνον κι ἦλθες;
Ὁ Ἕκτωρ ὁ ἀκράτητος φοβοῦμαι μὴ τελειώση
κεῖνο ποὺ μᾶς φοβέρισε στὴν σύνοδον τῶν Τρώων,
πὼς ἀπὸ τὰ καράβια μας στὴν Ἴλιον δὲν θὰ γύρη,
πρὶν νὰ τὰ κάψη καὶ ὅλους μας αὐτοῦ νὰ σφάξη ἐπάνω.
Κεῖνος αὐτά ᾽λεγε καὶ ἰδοὺ τώρα τὰ βλέπουμ’ ὅλα.
Τὸ βλέπ’ ὀιμένα, καθαρά, χολὴν σ’ ἐμένα τρέφουν
μέσα τους ὅλ’ οἱ Ἀχαιοί, καὶ ὄχι ὁ Πηλείδης μόνος,    50
καὶ θέλουν καὶ δὲν μάχονται νὰ σώσουν τὰ καράβια».
Καὶ ὁ Νέστωρ τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ναί, τοῦτα ἐτελειωθῆκαν
τωόντι ἐμπρὸς στὰ μάτια μας, καὶ ὁ βροντοφόρος Δίας,
ὁ ἴδϊος μεταβολὴν δὲν δύναται νὰ φέρη
Ἤδη τὸ τεῖχος ἔπεσε, ποὺ ἀσύντριφτη νὰ εἶναι
προφυλακὴ θαρρούσαμε σ’ ἐμᾶς καὶ στὰ καράβια.
Καὶ ἄσπονδην μάχην ἄπαυτην ἔχουν αὐτοὶ στὰ πλοῖα,
ποὺ μάτι καὶ προσεχτικὸ δὲν ξεχωρίζει πλέον
ἀπὸ ποιὸ μέρος οἱ Ἀχαιοὶ στὸν τάραχον κλονοῦνται·
τόσο σμικρὰ φονεύονται καὶ ὁ πόλεμος βροντάει.    60
Ἀλλὰ τί πρέπει νὰ γινῆ τώρ’ ἂς σκεφθοῦμε, ἂν κάτι
θὰ πράξη ὁ νοῦς˙ ἀλλὰ καλὸ νὰ ἐμποῦμ’ ἐμεῖς στὴν μάχην
δὲν κρίνω, ὅτι γιὰ πόλεμον δὲν εἶναι ὁ λαβωμένος».
Σ’ αὐτὸν ὁ ἄρχος τῶν ἀνδρῶν ἀπάντησ’ ὁ Ἀτρείδης:
«Ὦ Νέστορ, ἀφοῦ πολεμοῦν ἐκεῖνοι πρὸς τὰ πλοῖα
καὶ ἀνώφελα τὸν χάντακα μὲ μόχθον καὶ τὸ τεῖχος
ἐσήκωσαν οἱ Δαναοί, κι ἐθάρρευαν νὰ τά ’χουν
προφυλακὴν ἀσύντριφτην γι’ αὐτοὺς καὶ γιὰ τὰ πλοῖα,
ἄρεσε τοῦτ᾽, ὡς φαίνεται, τοῦ φοβεροῦ Κρονίδη,
ὅλ’ οἱ Ἀχαιοὶ δῶ θὰ σβησθοῦν μακρὰν ἀπ’ τὴν πατρίδα.    70
Ἐγνώρισα, ὅταν ἴλεως τοὺς Δαναοὺς βοηθοῦσε,
τὸν βλέπω τώρα, ὡσὰν θεοὺς τοὺς Τρῶας νὰ λαμπρύνη·
καὶ νά ᾽χη ἐμᾶς τὰ χέρια καὶ τὴν ἀνδρειὰ δεμένα.
Κι ἐλᾶτε τώρα, ὅ,τι θὰ εἰπῶ νὰ τὸ δεχθοῦμεν ὅλοι.
Στὴν ἄμμον ὅσα εὑρίσκονται πρῶτα συρμένα πλοῖα,
εἰς τὴν ἁγίαν θάλασσαν νὰ τὰ κυλίσουμ’ ὅλα,
νὰ μείνουν μὲ τὲς ἄγκυρες ὡς νά ’λθ’ ἡ νύκτα ἡ θεία,
ἂν παύσουν ἀπ’ τὸν πόλεμον καὶ μὲς στὴν νύκτα οἱ Τρῶες.
Κατόπιν θὰ κυλίσουμε καὶ τ’ ἄλλα· ὅτι νὰ φύγης
καὶ νύκτ’ ἀπὸ τὸν κίνδυνον κατάκρισιν δὲν φέρει.    80
Φρόνιμος εἶναι ὅποιος μπορεῖ νὰ φύγη πρὶν τὸν πιάσουν».
Μ’ ἄγριο βλέμμα ὁ πολύβουλος τοῦ ἀπάντησε Ὀδυσσέας:
«Ἀτρείδη, ἀπὸ τὰ χείλη σου ποῖος ἐβγῆκε λόγος;
Ἀθλιε, σ’ ἄλλον ἄτιμον στρατὸν σοῦ ’πρεπε νά ’σαι
ὁ ἀρχηγός, ὄχι σ’ ἐμᾶς, ποὺ ὁ Ζεὺς ἀπὸ τὰ νιάτα
ὡς εἰς τὸ γῆρας ἔδωκε μ’ ἀνδρειὰ ν’ ἀγωνισθοῦμε
ὡς εἰς τὴν ὕστερην πνοὴν τρομακτικοὺς πολέμους.
Τὴν πόλιν τὴν πλατύδρομην τῶν Τρώων θὲ ν’ ἀφήσης,
ποὺ ἐξ ἀφορμῆς της φοβεροὺς ἐκάμαμεν ἀγῶνες;
Σίγα, μὴ καὶ ἄλλος Ἀχαιὸς ἀκούση αὐτὸν τὸν λόγον,    90
ποὺ ἄνθρωπος δὲ θά ᾽βγανε ποτέ του ἀπὸ τὰ χείλη,
ὁποὺ νὰ ἔχη νοῦν ὀρθὸν καὶ μέτρον σ’ ὅ,τι λέγει
καὶ σκηπτροφόρος μάλιστα, ποὺ νά ᾽χ’ ὑποταγμένους
τόσους λαούς, ὅσους καὶ σὺ δεσπόζεις τώρ’ Ἀργείους·
καὶ τώρ’ ἀπ’ ὅ,τι ἐπρόφερες τὸν νοῦν σοῦ κατακρίνω,
πού, ἐνῶ κρατεῖ ὁ πόλεμος, μᾶς λέγεις τὰ καράβια
στὴν θάλασσαν νὰ σύρουμε, γιὰ νά ᾽λθουν εἰς τοὺς Τρῶας,
τὰ πράγματα, ὡς τὰ εὔχονται, ἂν καὶ νικοῦν ἀράδα,
κι ἐμᾶς νὰ πάρη ἀφανισμός· ὅτ’ οἱ Ἀχαιοὶ τὴν μάχην
δὲν θὰ κρατήσουν, ἅμα ἰδοῦν νὰ σύρωνται τὰ πλοῖα,    100
ἀλλὰ τὰ μάτια γύρωθεν θὰ στρέφουν δειλιασμένοι·
καὶ ἰδοὺ πῶς βλάβην, ἀρχηγέ, θὰ φέρ’ ἡ συμβουλή σου».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων:
«Μὲ ὀνειδισμὸν μ’ ἐπλήγωσες πικρὸν εἰς τὴν ψυχήν μου,
Λαερτιάδη, ἀλλ῾ ἐγὼ δὲν εἶπ᾽, ἂν δὲν τὸ θέλουν,
οἱ Ἀχαιοί, στὴν θάλασσαν νὰ σύρουν τὰ καράβια.
Καὶ τώρ’ ἂς ἔβγη ἄλλος κανείς, ἢ γέροντας ἢ νέος,
γνώμην νὰ εἰπῆ καλύτερην καὶ θὰ μ’ εὐχαριστήση».
«Χωρὶς νὰ τὸν ζητῆτε ἀλλοῦ », τότε ὁ Τυδείδης εἶπε,
«κοντά σας εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν στέργετε τὴν γνώμην    110
ν’ ἀκούσετε καὶ ἂν δὲν γεννᾶ σ’ ἐσᾶς χολὴν καὶ πεῖσμα,
ποὺ ἀπ’ ὅλους σας νεώτατος στὴν ἡλικίαν εἶμαι.
Ἀλλ’ εἶχα ἔνδοξον κι ἐγὼ πατέρα, τὸν Τυδέα,
ποὺ τώρα χῶμα σηκωτὸ στὲς Θῆβες τὸν σκεπάζει.
Ὅτι ὁ Πορθεὺς ἀσύγκριτα γέννησε ἀγόρια τρία,
στὴν Καλυδώνα τὴν ψηλὴν καὶ στὴν Πλευρώνα ἐζοῦσαν,
Ἄγριος, Μέλας καὶ Οἰνεύς, πατέρας τοῦ πατρός μου,
ἱππόδαμος, ποὺ στὴν ἀνδρειὰ τοὺς ἀδελφοὺς περνοῦσε.
Καὶ τοῦτος ἔμεινεν αὐτοῦ, καὶ στ’ Ἄργος ὁ γονιός μου
ἐστάθη, ἀφοῦ παράδειρεν, ὡς ἤθελεν ὁ Δίας.    120
Τοῦ Ἀδράστου γαμβρὸς ἔγινε καὶ σπίτι ἐκατοικοῦσε
γεμάτο βιό, κι εἶχε πολλὰ χωράφια σιτοφόρα
μὲ πολλὰ δένδρα ὁλόγυρα, καὶ πρόβατα εἶχε πλῆθος
κι ἦταν ἀπὸ τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς τὸ κοντάρι ὁ πρῶτος.
Καὶ τοῦτ᾽, ἂν εἶναι ἀληθινὰ θενὰ τ’ ἀκούσετ’ ὅλοι.
Καὶ ἀφοῦ ἀχρεῖος καὶ ἄνανδρος δὲν εἶμαι γεννημένος,
δὲν πρέπει ν’ ἀψηφήσετε τὸν λόγον μου, ἂν ἀξίζη.
Ἄς πᾶμ’ ἐμεῖς στὸν πόλεμον μὲ ὅλες τὲς πληγές μας·
τὸ θέλ’ ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ μακρὰν θὰ μένωμ’ ἀπ’ τὰ βέλη
μὴ πάρη κάποιος ἀπὸ μᾶς πληγὴν εἰς τὴν πληγήν του.    130
Τοὺς ἄλλους θὰ κινήσουμεν ἐμεῖς αὐτοὺς ποὺ ὡς τώρα
στέκονται νὰ ξαραθυμοῦν μακρὰν ἀπὸ τὴν μάχην».
Σ’ ὅλους ὁ λόγος ἄρεσε κι εὐθὺς ἐξεκινῆσαν
κι ἐκείνων προπορεύονταν ὁ βασιλεὺς Ἀτρείδης.
Ἀπὸ μακρὰν τοὺς νόησεν ὁ μέγας κοσμοσείστης·
κατόπι ἐπῆγε μὲ μορφὴν ἀνθρώπου γηραλέου,
τὸ δεξὶ χέρι ἔπιασε τοῦ Ἀτρείδη βασιλέως
κι ἐκεῖνον ἐπροσφώνησεν: «Ἀτρείδη, ἀλήθεια τώρα
στὴν διεστραμμένην του ψυχὴν εὐφραίνεται ὁ Πηλείδης
τῶν Ἀχαιῶν τὸ σφάξιμο καὶ τὴν φυγὴν νὰ βλέπη,    140
ὅτι δὲν ἔχει νοῦν ποσῶς,’ ἀλλ’ ὅπως εἶναι ἂς πέση
στὸν ὄλεθρον κι ἕνας θεὸς νὰ τὸν ἐξουθενώση˙
καὶ σένα οἱ μάκαρες θεοὶ δὲν σὲ μισοῦν καὶ τόσο,
καὶ γρήγορα, θαρρῶ, θὰ ἰδῆς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Τρώων
σκόνην πολλὴν εἰς τὴν πλατιὰ πεδιάδα νὰ σηκώνουν
ἀπ’ τὰ καράβια φεύγοντας στὴν πόλιν νὰ προφθάσουν».
Εἶπε κι ἐκραύγασε σφοδρῶς κι ἐχύθη στὴν πεδιάδα.
Καὶ ὅσην ὁμοῦ σέρνουν βοὴν δέκα χιλιάδες ἄνδρες
ὁπόταν πέφτουν μανικὰ στὴν ἔριδα τοῦ Ἄρη,
τόσην ἀπὸ τὰ στήθη του φωνὴν ὁ κοσμοσείστης    150
ἔσυρε καὶ στοὺς Ἀχαιοὺς πολλὴν ἀνάφτει ἀνδρείαν
νὰ πολεμοῦν, νὰ μάχωνται καὶ παῦσιν νὰ μὴ θέλουν.
Καὶ ἀπὸ τοῦ ᾽Ολύμπου κορυφὴν τότε ἡ χρυσόθρον’ Ἥρα
ὡς ἔστεκε κι ἐκοίταζε, καὶ τὸν αὐτάδελφόν της
εἶδεν ὁμοῦ καὶ ἀνδράδελφον, μὲ ἀγώνα νὰ κινῆται
στὸν πόλεμον ἐχάρηκε· κι ἐξάνοιξε τὸν Δία
στὴν ῎Ιδην τὴν πολύβρυσην, στὴν ἄκρην κορυφήν της,
καθήμενον καὶ μισητὸς ἐγίνη στὴν ψυχήν της.
Κι ἐσκέφθη ἡ μεγαλόφθαλμη θεὰ πῶς θὰ ἠμποροῦσε
νὰ ξεπλανέψη αὐτὴ τὸν νοῦν τοῦ αἰγιδοφόρου Δία.    160
Καὶ τοῦτο συμφερώτερον ἐφάνη στὴν ψυχήν της,
ἀφοῦ ὡραῖα στολισθῆ νὰ κατεβῆ στὴν ῎Ιδην
ἴσως αὐτὸς στὸ πλάγι της νὰ πέση ἐπιθυμήση,
κι ὕπνον κατόπιν ἄβλαβον καὶ μαλακὸν ν’ ἁπλώση,
σ’ ἐκείνου τὰ ματόφυλλα καὶ στῆς καρδιᾶς τὰ βάθη·
κι ἐπῆγεν εἰς τὸν θάλαμον ποὺ ὁ ποθητὸς υἱός της
τεχνούργησεν ὁ ῞Ηφαιστος μὲ τὰ θυρόφυλλά του
λαμπρὰ καὶ κλείδ’ ἀγνώριστη σ’ ἄλλον θεὸν τοῦ Ὀλύμπου·
καὶ μέσα ἐμπῆκε κι ἔκλεισε τὴν στιλβωμένην θύραν
καὶ πρῶτα ὅλο τὸ σῶμα της τὸ χαριτοπλασμένο    170
μὲ ἀμβροσίαν εὔμορφα καθάρισε καὶ ἀλείφθη
λάδι ἄφθαρτο γλυκότατο μὲ μύρα εὐωδιασμένο·
μόλις ἐκεῖνο ἀναδευθῆ στὰ δώματα τοῦ ᾽Ολύμπου
γῆ καὶ οὐρανὸς μοσχοβολοῦν ἀπ’ τὴν γλυκιὰ πνοή του˙
τ’ ὡραῖο σῶμα ὡς ἄλειψε κι ἐκτένισε τὴν κόμην
ἔπλεξε μὲ τὰ χέρια της τὲς ἄφθαρτες πλεξίδες,
ποὺ ἀπὸ τὴν θείαν κεφαλὴν λαμπρὲς ἐκυματίζαν.
Κι ἐνδύθη ἀμβρόσιο φόρεμα, ὁποὺ τῆς εἶχε κάμει
ἡ Ἀθηνᾶ μὲ πάμπολλες εἰκόνες πλουμισμένο˙
καὶ τό ᾽χε κλείσει μὲ χρυσὲς περόνες πρὸς τὸ στῆθος.    180
Κι ἐζώσθη ζώνην ποὺ ἑκατὸν εἶχε τριγύρω κρόσσες
καὶ σκουλαρίκια πέρασε στὲς τρύπες τῶν αὐτιῶν της
τριόφθαλμα, πολύτεχνα, ποὺ ἀστράφταν ὅλα χάρη.
Κι ἐφόρεσε ἡ σεπτὴ θεὰ τῆς κεφαλῆς μαντίλα,
ὡραίαν, ὁλοκαίνουργην, πού ᾽χε τοῦ ἡλιοῦ τὴν λάμψιν,
καὶ σάνδαλα προσέδεσε στὰ πόδια της ὡραῖα,
Καὶ ἀφοῦ ὅλη ἐστολίσθηκεν, ἀπὸ τὸν θάλαμόν της
ἐβγῆκ’ εὐθὺς κι ἐκάλεσε σιμὰ τὴν Ἀφροδίτην
ἀνάμερ’ ἀπὸ τοὺς θεοὺς τοὺς ἄλλους καὶ τῆς εἶπε:
«Θὰ στέρξης ἄρα ὅ,τι θὰ εἰπῶ, παιδί μου, νὰ μοῦ κάμης;    190
῍Η τάχα θὰ μοῦ τ’ ἀρνηθῆς καθὼς χολὴν μοῦ τρέφεις
ἐπειδὴ ἐγὼ τοὺς Δαναοὺς βοηθῶ καὶ σὺ τοὺς Τρῶας».
Σ’ αὐτὴν ἡ κόρη τοῦ Διὸς ἀπάντησε Ἀφροδίτη:
«῏Ω Ἥρα, σεβαστὴ θεά, τοῦ ὑψίστου Κρόνου κόρη·
ὅ,τι ποθεῖς λέγε μου εὐθὺς καὶ νὰ τὸ κάμω θέλω
ἂν πράγμα εἶναι νὰ γίνεται καὶ νὰ ἠμπορῶ νὰ πράξω».
Με δόλον τῆς ἀπάντησεν ἡ Ἥρα ἡ σεβασμία:
«Τὴν χάριν καὶ τὸν ἔρωτα σ’ ἐμὲ ζητῶ νὰ δώσης,
ὁποὺ ἀθανάτους καὶ θνητοὺς μ’ αὐτὰ δαμάζεις ὅλους.
Θὰ πάω στὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ ἐβρῶ τῶν θεῶν ὅλων    200
τὸν γεννητὴν ᾽Ωκεανὸν καὶ τὴν Τηθὺν μητέρα,
ὁποὺ μὲ γλυκανάστησαν στὰ σπίτια τους, ποὺ ἡ Ρέα
στὴν ἀγκαλιά τους μ’ ἔβαλεν, ὅταν ὁ Ζεὺς τὸν Κρόνον
κάτω ἀπ’ τὴν γῆν ἐβύθισε καὶ κάτω ἀπ’ τὰ πελάγη.
Πηγαίνω ἐκεῖ τὲς ἄλυτες νὰ λύσω διαφορές τους·
ὅτι πολὺν τώρα καιρόν, ὡς εἶναι χολωμένοι,
δὲν θέλουν νὰ συγκοιμηθοῦν στὴν νυμφικήν τους κλίνην·
κι ἐὰν μὲ λόγια μαλακὰ μαλάξουν τὴν καρδιά τους
ν’ ἀνταμωθοῦν ἐρωτικὰ στὴν κλίνην ὁποὺ ἀφῆκαν,
ἀγαπητὴν καὶ σεβαστὴν θὰ μ’ ἔχουν στὸν αἰώνα».    210
Ἐκείνης ἡ φιλόγελη ἀπάντησε Ἀφροδίτη:
«Ὅ,τι ζητεῖς νὰ σοῦ ἀρνηθῶ, δὲν γίνεται, δὲν πρέπει,
ἀφοῦ τοῦ ὑψίστου τῶν θεῶν κοιμᾶσαι στὲς ἀγκάλες».
Εἶπε, ἀπ’ τὰ στήθη ἔλυσε τὴν κεντημένην ζώνην,
τὴν θαυμαστήν, ποὺ ὅλες ἐκεῖ τὲς πλάνες εἶχε κλείσει·
χάρις καὶ πόθος εἶν’ αὐτοῦ, γλυκόλογα εἶναι μέσα,
συνομιλιά, καλὴ τὸν νοῦν νὰ κλέψη καὶ φρονίμων,
ἐκείνην τῆς παράδωκε στὰ χέρια καὶ τῆς εἶπε:
«᾽Ιδού, βάλε στὸν κόλπον σου τὴν θαυμαστήν μου ζώνην
τούτην, ὅπ’ ἔχει μέσα της ὅ,τι ἂν εἰπῆς, κι ἐλπίζω    220
πὼς ὄσα τώρα ἐπιθυμεῖς θὰ κατορθώσης ὅλα».
Εἶπε καὶ μὲ χαμόγελο τὴν ἄκουσεν ἡ Ἥρα
κι ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον της τὸ θαυμαστὸ ζωνάρι.
Στὸ δῶμα ἐσύρθη τοῦ Διὸς ἡ κόρ’ ἡ Ἀφροδίτη,
κι ἡ Ἥρ’ ἀπὸ τὸν ῎Ολυμπον ἐχύθη τῆς Πιερίας
ἄνωθεν καὶ ἄνω τῶν τερπνῶν ἀγρῶν τῆς ᾽Ημαθίας
καὶ ἄνω τῶν χιονιστῶν βουνῶν τῆς ἱππομάχου Θράκης,
οὐδ’ ἔγγιζαν οἱ φτέρνες της τὲς ἄκρες κορυφές των·
εἰς τὴν ἀφρώδη θάλασσαν κατέβη ἀπὸ τὸν Ἄθω,
ὥσπου στὴν Λῆμνον ἔφθασε τοῦ Θόαντος τὴν πόλιν·    230
αὐτοῦ τὸν Ὕπνον ἔσμιξεν, ἀδέρφι τοῦ Θανάτου,
στὸ χέρι του τὸ χέρι της ἔβαλε αὐτὴ καὶ τοῦ ᾽πε:
«῟Ω ῞Υπνε, κύριε τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ὅλων,
ὡς καὶ ἄλλη μ’ ἄκουσες φορὰ καὶ τώρα εἰσάκουσέ με·
καὶ στὸν αἰών’ ἀμέτρητην θὰ σοῦ γνωρίζω χάριν.
Τὰ λαμπρὰ μάτια τοῦ Διός, ὦ ῟Υπνε, κοίμησέ μου,
ἀφοῦ ἐγὼ πρῶτα ἐρωτικὰ πλαγιάσω στὸ πλευρό του.
Ἄφθαρτον, εὔμορφο θρονὶ χρυσὸ θὰ λάβης δῶρο,
ποὺ ὁ ῞Ηφαιστος ὁ δυνατὸς υἱός μου θὰ ποιήση,
μὲ κάτω τὸ ὑποπόδι του, νὰ τό ᾽χης νὰ στηρίξης    240
σ’ αὐτὸ τὰ λαμπρὰ πόδια σου, σὰν εἶσαι εἰς τὸ τραπέζι».
Καὶ πρὸς αὐτὴν ἀπάντησεν εὐθὺς ὁ γλυκὺς ῞Υπνος:
«῏Ω ῞Ηρα, σεβαστὴ θεά, τοῦ ὑψίστου Κρόνου κόρη,
εὐκόλως ἄλλον τῶν θεῶν, ἀφθάρτων αἰωνίων
ν’ ἀποκοιμήσω δύναμαι, τὰ ρεύματα καὶ ἂν θέλης
τοῦ ποταμοῦ Ὠκεανοῦ, ποὺ ἐγίνη ἀρχὴ τῶν ὅλων.
Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐπλησίαζα πρὸς τὸν Κρονίδην Δία,
οὐδὲ θὰ τὸν ἐκοίμιζα χωρὶς τὴν προσταγήν του.
Ἄλλος μ’ ἐδίδαξε ὁρισμὸς δικός σου τὴν ἡμέραν
ποὺ ἀρμένιζε ἀπ’ τὴν ῎Ιλιον, ἀφοῦ τὴν εἶχεν ὅλην    250
ἐξολοθρεύσει ὁ ψυχερὸς κεῖνος υἱὸς τοῦ Δία·
ἔκλεισα τότ’ ἐγὼ τὸν νοῦν τοῦ αἰγιδοφόρου Δία,
γλυκὰ περιχυνόμενος, καὶ σὺ κακὸ τοῦ ἐσκέφθης
καὶ ἀνέμων σφοδρῶν σήκωσες ὁρμὴν εἰς τὰ πελάγη,
καὶ τὸν ἐπέταξες στὴν Κῶ, μακρὰν τῶν ποθητῶν του·
κι ἐκεῖνος ἅμα ἐξύπνησεν, ἀγρίεψε καὶ σ’ ὅλο
τὸ δῶμα ἐκούντα τοὺς θεούς, κι ἔξοχα ἐμἐ ζητοῦσε·
καὶ ἀπ’ τὸν αἰθέρα μ’ ἔριχνε στὴν θάλασσαν χαμένον,
ἂν πρόσφυγα δὲν μ’ ἔσωζε στὸν κόλπον της ἡ Νύκτα,
θνητῶν δαμάστρια καὶ θεῶν· καὶ μ’ ὅλην τὴν ψυχήν του    260
ἔπαυσε αὐτός, φοβούμενος τὴν Νύκτα νὰ λυπήση.
Καὶ τώρα πάλι ἀβόλετον ἔργον νὰ κάμω θέλεις».
«Ὕπνε », τοῦ ἀπάντησε ἡ θεά, «τί ἀνησυχεῖς μὲ τοῦτα;
Θαρρεῖς πὼς τόσο πρόθυμος ὁ βροντοφόρος Δίας
τῶν Τρώων θά ᾽ν’ ἐκδικητής, μ’ ὅσην χολὴν ἐπῆρε
διὰ τὸν ἀγαπημένον του υἱὸν τὸν Ἡρακλέα;
Ἀλλ’ ἄκουσε, τῶν λυγερῶν Χαρίτων θὰ σοῦ δώσω
μίαν ἐγὼ νὰ νυμφευθῆς, δικήν σου θὰ τὴν ἔχης.
Τὴν Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα τῆς ψυχῆς σου».
Καὶ ὁ Ὕπνος εἰς τὸν λόγον της ἐχάρη καὶ τῆς εἶπε:    270
«Ὅμωσε τώρα τῆς Στυγὸς τὸ φοβερὸ ποτάμι,
τὸ ἕνα βάλε χέρι σου στὴν γῆν τὴν πολυθρέπτραν
τ’ ἄλλο στὴν ἄσπρην θάλασσαν, νὰ μαρτυρήσουν ὅλοι,
ὅσοι θεοὶ κάτω ἀπ’ τὴν γῆν στὸ πλάγ’ εἶναι τοῦ Κρόνου,
ποὺ μίαν σὺ μοῦ ὑπόσχεσαι τῶν λυγερῶν Χαρίτων,
τὴν Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου».
Εἶπε καὶ πρόθυμα ἡ θεά, ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα,
ὁρκίσθηκε καὶ ὀνόμασε τοὺς ὑποταρταρίους,
ἕναν πρὸς ἕναν τοὺς θεούς, ποὺ λέγονται Τιτάνες.
Καὶ ἀφοῦ τὸν ὅρκον ἔκαμε, ξεκίνησαν καὶ ὀπίσω    280
ὁμοῦ τὴν χώραν ἄφηκαν τῆς Λήμνου καὶ τῆς ῎Ιμβρου,
μὲ γοργὸ βῆμα καὶ πυκνὸς τοὺς τύλιγεν ἀέρας.
Στὴν ῎Ιδῃν τὴν πολύβρυσην, μάνα θεριῶν, ἐφθάσαν
καὶ στὸ Λεκτὸ τὴν θάλασσαν διὰ τὴν στεριὰν ἀφῆκαν,
καὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους οἱ λόγγοι σειοῦν τὲς ἄκρες.
Ὁ Ὕπνος στάθηκεν αὐτοῦ, μὴ τὸν ξανοίξη ὁ Δίας·
καὶ ἀνέβ’ εἰς ἔλατο τρανὸ ποὺ εἶχε βγῆ στὴν ῎Ιδην
καὶ ὡς τὸν αἰθέρ’ ἁπλώνονταν τὰ ἀπέραντα κλαδιά του.
Αὐτοῦ, στοῦ ἐλάτου τὰ δασιὰ κλωνάρια κουρνιασμένος,
πρὸς τ’ ὀρεινό, καλόφωνο πουλὶ προσομοιάσθη,    290
τὸ λέγουν κύμινδη οἱ θνητοί, κι οἱ ἀθάνατοι Χαλκίδα.
Κι ἡ ῞Ηρα ἐπάτησε γοργὰ μίαν κορφὴν τῆς ῎Ιδης
τὸν Γάργαρον, κι εὐθὺς ὁ Ζεὺς τὴν εἶδ’ ὁ βροντοφόρος.
Τὴν εἶδε καὶ ὅλην τὴν ψυχὴν τοῦ συνεπῆρε ὁ πόθος,
ὡσὰν ἐκεῖνο τὸν καιρὸν ποὺ ἐχάρηκαν στὴν κλίνην
τὸ πρῶτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ’ ἀπὸ τοὺς γονεῖς των.
Ἀντίκρυ της ἐστάθηκεν ἐκεῖνος καὶ τῆς εἶπε:
«Τί βιαστικὰ τὸν Ὄλυμπον γιὰ δῶ κατέβης, Ἥρα;
Καὶ ἁμάξι, ἂν θέλης ν’ ἀνεβῆς, καὶ ἄλογα ἐδῶ δὲν ἔχεις».
Τοῦ ἀντεῖπε ἡ σεβαστὴ θεὰ μὲ δόλον εἰς τὸν νοῦν της.    300
«Στῆς θρέπτρας γῆς τὰ πέρατα θὰ πάω νὰ ἰδῶ τὴν μάνα
Τηθύν, καὶ τὸν ᾽Ωκεανόν, ἀρχὴν τῶν θεῶν ὅλων,
ὁποὺ μὲ γλυκοανάστησαν στὰ σπίτια τους ἐκεῖνοι.
Πηγαίνω αὐτοῦ τὲς ἄλυτες νὰ λύσω διαφορές τους·
ὅτι πολὺν τώρα καιρόν, ὡς εἶναι χολωμένοι
δὲν θέλουν νὰ συγκοιμηθοῦν στὴν νυμφικήν τους κλίνην.
Κι εἶναι ζεμένα τ’ ἄλογα τῆς ῎Ιδης εἰς τὴν ρίζαν,
ποὺ θὰ μὲ φέρουν πετακτὰ τῆς γῆς καὶ τοῦ πελάγου.
Καὶ χάριν σου ἀπ’ τὸν ῎Ολυμπον καθὼς μὲ βλέπεις, ἦλθα,
μὴν ἔπειτα μοῦ χολωθῆς, ἂν μυστικὰ στὸ δῶμα    310
θὰ πήγαινα τοῦ ᾽Ωκεανοῦ ποὺ τρίσβαθος κυλάει».
Καὶ ὁ Δίας τῆς ἀπάντησεν ὁ νεφελοσυνάκτης:
«Ἐκεῖ νὰ πᾶς ἔχεις καιρόν, ὦ ῞Ηρα, καὶ κατόπιν˙
τώρ’ ἂς πλαγιάσωμεν ἐμεῖς τὸν πόθον νὰ χαροῦμε.
Ὅτι θεᾶς μήτε θνητῆς ποτὲ παρόμοιος ἔρως
στὰ στήθη δὲν μοῦ ὑπόταξε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου,
οὐδ’ ὅταν τοῦ ᾽Ιξίονος μοῦ ἄρεσε ἡ γυναίκα,
ποὺ τὸν Πειρίθοον γέννηστν ἰσόθεον στὴν γνῶσιν·
οὐδ’ ὅταν ἡ καλόφτερνη τοῦ Ἀκρισίου κόρη
Δανάη, ποὺ τὸν δοξαστὸν ἐγέννησε Περσέα,    320
οὐδὲ τοῦ ἐνδόξου Φοίνικος ἡ κόρη, ποὺ τὸν Μίνω
καὶ τὸν θεϊκὸν Ραδάμανθυν ἐγέννησε ἀπὸ ἐμένα,
οὐδ’ ἡ Σεμέλη ἢ στῶν Θηβῶν τὴν πόλιν ἡ Ἀλκμήνη,
ὁποὺ τὸν λεοντόκαρδον ἐγέννησε Ἡρακλέα
κι ἡ ἄλλη τὸν Διόνυσον, χαρὰν εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
ἢ τῆς ὡραίας Δήμητρος μοῦ ἄρεσαν τὰ κάλλη
ἢ τῆς περίλαμπρης Λητοῦς, ἢ πρῶτα τὰ δικά σου,
καθὼς γιὰ σὲ πόθος γλυκὸς μὲ συνεπαίρνει τώρα».
Κι ἡ δέσποιν’ Ἥρ’ ἀπάντησε μὲ δόλον εἰς τὸν νοῦν της:
«Κρονίδη τρομερώτατε, ὁποῖον λόγον εἶπες!    330
Ἂν θέλης τώρα ἐρωτικὰ μαζὶ νὰ κοιμηθοῦμε
τῆς ῎Ιδης εἰς τὲς κορυφές, σκέψου ὅτι φαίνοντ’ ὅλα.
Καὶ τί νὰ γίνη ἂν μᾶς ἰδῆ κανεὶς τῶν ἀθανάτων
στὸν ὕπνον μας καὶ τρέξη εὐθὺς καὶ τὸ γνωρίσουν ὅλοι;
Ἀπὸ παρόμοιο πλάγιασμα στὸ δῶμα σου νὰ γύρω
δὲν θὰ ἠμποροῦσα ἐγὼ ποτέ, θὰ ἦταν ἐντροπή μου,
ἀλλ’ ἂν σοῦ τὸ ζητῆ ἡ καρδιά, τὸν θάλαμόν σου ἔχεις
ποὺ σοῦ ᾽καμεν ὁ ῞Ηφαιστος ὁ ποθητὸς υἱός σου
μὲ στερεὰ θυρόφυλλα καὶ μὲ τοὺς παραστάτες·
κεῖ πᾶμε νὰ πλαγιάσωμεν, ἀφοῦ σοῦ ἀρέσ’ ἡ κλίνη».    340
Καὶ ὁ Δίας τῆς ἀπάντησεν ὁ νεφελοσυνάκτης:
«῞Ηρα, ποσῶς μὴ φοβηθῆς μὴ τῶν θεῶν κανένας
ἢ τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἰδῆ· γύρω θ’ ἁπλώσω νέφος
χρυσὸ ποὺ μήδ’ ὁ ῞Ηλιος ἀνάμεσα θὰ βλέπη,
περαστικὸν ἂν ἔχη φῶς, τὰ πάντα νὰ ξανοίγη».
Εἶπε καὶ τὴν ὁμόκλινην ἀγκάλιασε ὁ Κρονίδης.
Καὶ ἡ θεία γῆ τοὺς ἔβγαλε χλωρὸ χορτάρι νέο,
κρόκον, τριφύλλι τρυφερὸ καὶ φουντωμένα κρίνα,
ποὺ τοὺς βαστοῦσαν μαλακὰ τὴν γῆν νὰ μὴν ἐγγίζουν.
Σ’ αὐτὰ πλαγιάσαν μὲ χρυσὴν νεφέλην τυλιγμένοι    350
ὡραίαν, ὁποὺ λαμπερὲς τοὺς ἔραινε σταλοῦλες.
῎Ετσι στὸ Γάργαρον ψηλά, καθὼς τὸν συνεπῆραν
ὕπνος καὶ πόθος ἥσυχα κοιμόνταν ὁ πατέρας
στὸ πλάγι τῆς συντρόφου του· καὶ ὁ Ὕπνος πρὸς τὰ πλοῖα
τῶν Ἀχαιῶν ἐχύθη εὐθὺς τὴν εἴδησιν νὰ φέρη
τοῦ γεωφόρου, κι ἔφθασε καὶ τοῦ ᾽πε: «῏Ω Κοσμοσείστη,
μ’ ὅλην σου τώρα τὴν καρδιὰ βοήθα τοὺς Ἀργείους
προσώρας κὰν νὰ δοξασθοῦν, ὅσο κοιμᾶται ἀκόμη
ὁ Ζεύς, ποὺ ἐγὼ μὲ κάρωμα γλυκὸ ζωσμένον ἔχω,
κι ἡ ῞Ηρα τὸν ξεγέλασε μαζί της νὰ πλαγιάση».    360
Κι ἔγυρ’ ὁ ὕπνος στῶν θνητῶν τὰ δοξασμένα γένη,
καὶ νὰ βοηθῆ τοὺς Δαναοὺς σφοδρότερ’ ἀναμμένος
ὁ Ποσειδῶν καὶ μὲ κραυγὴν ἐχύθη στοὺς προμάχους:
«῏Ω Δαναοί, τοῦ ῞Εκτορος θ’ ἀφήσουμε καὶ πάλιν
τὴν νίκην, ὅπως δοξασθῆ καὶ κάψη τὰ καράβια;
Καὶ τὸ καυχᾶται τώρ’ αὐτός, ἐξ ἀφορμῆς ποὺ μένει
ὁ Ἀχιλλεὺς ἀνάμερα τῆς μάχης χολωμένος˙
ἀλλὰ δὲν βλάπτει ἂν λείπη αὐτός, ἐὰν ἐμεῖς οἱ ἄλλοι
ἀντιπαρακινούμενοι βοηθηθοῦμεν ὅλοι.
Κι ἐλᾶτε τώρα, ὅ,τι θὰ εἰπῶ, νὰ τὸ δεχθοῦμεν ὅλοι.    370
Ζωσθῆτε τὲς τρανότερες πόχει ὁ στρατὸς ἀσπίδες,
τὲς κεφαλὲς σκεπάσετε μὲ σπιθοβόλα κράνη,
πάρετε καὶ φουκτώσετε τ’ ἀπέραντα κοντάρια,
καὶ ἂς πᾶμε, ἐγὼ θά ᾽μαι ἀρχηγός, καὶ ὁ Πριαμίδης Ἕκτωρ
ὅσην καὶ ἂν ἔχη ὁρμήν, θαρρῶ δὲν θὰ κρατήση ἐμπρός μας.
Κι ἐὰν ἀσπίδα ἔχη μικρὴν ὁ ἀνδρεῖος ἂς τὴν δώση
τοῦ ἀνάνδρου, καὶ τρανὴν αὐτὸς ἀσπίδ’ ἂς ζώση ἄλλην».
Τὸν λόγον του ὅλοι ὑπάκουσαν, καὶ αὐτοὺς τακτοποιοῦσαν
καὶ λαβωμέν’ οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀτρείδης Ἀγαμέμνων,
μὲ τὸν Τυδείδην ὁ ᾽Οδυσσεὺς καὶ ὁλόγυρα ἐπηγαῖναν˙    380
κι ἔβαζαν ὅλους τ’ ἄρματα ν’ ἀλλάξουν καὶ οἱ γενναῖοι
τὰ καλὰ παῖρναν κι ἔδιναν τῶν ἀγενῶν τ’ ἀχρεῖα.
Καὶ τ’ ἄρματ’ ἅμα ἐφόρεσαν τὰ ὁλόλαμπρα ἐκινῆσαν·
ἐβάδιζ᾽ ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Ποσειδῶν μὲ ξίφος
τρομακτικό, μακρύτατο στὴν δυνατὴν παλάμην,
ὡς ἀστραπήν, ὁποὺ μ’ αὐτὸ νὰ σμίξη στὸν ἀγώνα
δὲν συγχωρεῖται ἀλλὰ κρατεῖ τοὺς ἄνδρες μόν’ ὁ τρόμος˙
καὶ ὁ μέγας ῞Εκτωρ ἀντικρὺς ἐσύνταζε τοὺς Τρῶας.
Κι ἔριδα τότε φοβερὴν ἐτέντωσαν πολέμου
ὁ μακροχαίτης Ποσειδῶν καὶ ὁ λαμπρισμένος Ἕκτωρ,    390
τῶν Τρώων τοῦτος πρόμαχος, τῶν Δαναῶν ἐκεῖνος.
Καὶ ἡ θάλασσα πρὸς τὲς σκηνὲς ἀνέβη καὶ τὰ πλοῖα
κι ἐκεῖνοι μὲ σφοδρὴν κραυγὴν ν’ ἀνταμωθοῦν ὁρμοῦσαν.
Τόσο στοὺς βράχους δὲν βοᾶ τὸ κύμα τῆς θαλάσσης
ποὺ ἀπὸ τὸ πέλαγ’ ὁ Βοριὰς φυσομανώντας σπρώχνει˙
τόσος δὲν εἶναι τῆς φωτιᾶς ὁ κρότος εἰς τὸ δάσος
τοῦ ὄρους ὅταν ἄρχισε καὶ ὅλα τὰ δένδρα καίει˙
οὐδὲ στὰ φουντωτὰ δρυὰ τόσος ὁ βρόντος εἶναι
τοῦ ἀνέμου ποὺ βοᾶ πολύ· χειρότερ’ ἀπὸ ἐκεῖνα,
ὅση ἐσηκώθηκε βοὴ τῶν Ἀχαιῶν καὶ Τρώων    400
τὴν ὥραν ποὺ ἀλαλάζοντας νὰ συγκρουσθοῦν ὁρμῆσαν.
Ὁ ῞Εκτωρ πρῶτος ἔριξε στὸν Αἴαντα τὸ δόρυ,
καθὼς τὸν εἶχε ἴσι’ ἀντικρύ, κι ἐκτύπησε τὸ μέρος
ποὺ ἦσαν στὸ στῆθος διπλωτὰ δυὸ κρεμαστάρια, τό ᾽να
εἰς τ’ ἀσημόκουμπο σπαθὶ καὶ στὴν ἀσπίδα τ’ ἄλλο.
Ἐκεῖνα τοῦ ἐπροφύλαξαν τὸ τρυφερό του σῶμα.
Καὶ ὅτι χαμέν’ ἀκόντισεν ὁ ῞Εκτωρ ἐχολώθη,
καὶ στοὺς συντρόφους σύρθηκε τὸν θάνατον νὰ φύγη.
Καὶ στὴν φυγὴν τὸν κτύπησεν ὁ Τελαμώνιος Αἴας·
πέτραν σηκώνει ἀπ’ τὲς πολλές, ποὺ ἐκ’ ἦσαν κυλημένες    410
στὰ πόδια τῶν πολεμιστῶν, σκαριὰ γιὰ τὰ καράβια,
καὶ τὸν βαρεῖ πρὸς τὸν λαιμόν, ἐπάνω ἀπ’ τὴν ἀσπίδα·
σὰν σβοῦρον τὸν ἐτράνταξε, κι ἔφερ’ ἐκεῖνος γύρες·
καθὼς στὸν κτύπον τοῦ πατρὸς Διὸς σύρριζο πέφτει
δέντρο καὶ ὀσμὴ βαρύτατη θειάφης ἐκεῖθε βγαίνει·
καὶ ἄνθρωπος ποὺ ἐγγὺς τὸ ἰδῆ ζαλίζεται ἀπὸ φόβον,
ὅτ’ εἶναι ἀκαταμάχητος ὁ κεραυνὸς τοῦ Δία˙
ἔτσι στὸ χῶμα ἐβρόντησεν ὁ ῞Εκτωρ καὶ ἀπολνάει
τὸ δόρυ, πέφτ’ ἡ ἀσπίδα του, τὸ κράνος πέφτει, καὶ ὅλα
τὸ χαλκοκόλλητ’ ἄρματα στὸ σῶμα του αντηχοῦσαν.    420
Κι οἱ Ἀχαιοι μὲ ἀλαλαγμὸν τοῦ ἐχύθηκαν θαρρώντας
πὼς θὰ τὸν σύρουν, καὶ πυκνὰ τοῦ ἀκόντιζαν τὰ βέλη.
Ἀλλὰ δὲν μπόρεσε κανεὶς οὐδὲ ν’ ἀκρολαβώση
τὸν μέγαν ῞Εκτορα, ὅτι εὐθὺς οἱ πρῶτοι πολεμάρχοι
ὁλόγυρά του ἐστήθηκαν, Αἰνείας, Πολυδάμας,
Ἀγήνωρ, Γλαῦκος, Σαρπηδών, στρατάρχης τῶν Λυκίων,
οὐδ’ ἔμενεν ἀπόνετος γι’ αὐτὸν κανεὶς τῶν ἄλλων,
ἀλλ’ ὅλοι ἐμπρός του πρόβαλαν τὲς κυκλωτὲς ἀσπίδες.
Καὶ ἀπ’ τὸν ἀγώνα οἱ σύντροφοι στὰ χέρια τους τὸν πῆραν
στοὺς γοργοὺς ἵππους πόστεκαν μακρὰν ἀπὸ τὴν μάχην    430
εἰς τὴν ὡραίαν ἅμαξαν σιμὰ στὸν κυβερνήτην˙
αὐτοὶ στὴν πόλιν ἔφερναν τὸν ἥρωα ποὺ ἐβογγοῦσε.
Καὶ ὅτ’ ἔφθασαν στὸ πέραμα τοῦ βαθυρρόου Ξάνθου,
τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἐγέννησεν ὁ ἀθάνατος Κρονίδης,
τὸν πέζευσαν καὶ μὲ νερὸ τὸν ἐδροσολογῆσαν·
κι ἐκεῖνος πῆρε ἀναπνοήν, κι ἐσήκωσε τὰ μάτια,
ἐκάθισε γονατιστὰ κι ἔφτυσε μαῦρον αἷμα·
ἔπεσε πάλι κι ἔκλεισε τὰ μάτια του σκοτάδι
καὶ ἀκόμη ἀπ’ τὴν πετροβολιὰ δαμάζετο ἡ καρδιά του.
Καὶ καθὼς εἶδαν οἱ Ἀχαιοὶ νὰ φύγη ὁ μέγας ῞Εκτωρ    440
μὲ δίψαν μάχης ὅρμησαν σφοδρότερην στοὺς Τρῶας.
Ὁ Ὀϊλείδης Αἴας ὁ γοργός, μ’ ἀκονητὸ κοντάρι,
πρῶτος ὁρμώντας κτύπησε τὸν Σάτνιον ποὺ ἐγεννήθη
ἀπ’ τὸν βουκόλον ῎Ηνοπα καὶ ἀπὸ Ναϊάδα ὡραίαν
νύμφην, στὴν ἀκροποταμιάν, ποὺ βρέχει ὁ Σατνιόεις.
Ἀπὸ σιμὰ τὸν πλήγωσεν ὁ ᾽Οϊλείδης στὴν λαπάραν˙
ὁ νέος ἔπεσε νεκρὸς τ’ ἀνάσκελα καὶ μάχην
ἐπάνω του ἔσμιξαν κακὴν οἱ Δαναοὶ καὶ οἱ Τρῶες.
Ἦλθεν ἐκείνου ἐκδικητὴς ὁ ἀνδρεῖος Πολυδάμας
κι ἐκεῖ τὸν Προθοήνορα τοῦ Ἀρηιλύκου ἀγόρι    450
στὸν δεξιὸν ὦμον κτύπησε· τὸ δυνατὸ κοντάρι
τὸν πέρασε, κι ἔπεσε αὐτὸς κι ἐφούκτωσε τὸ χῶμα.
Καὶ μὲ τρομακτικὴν φωνὴν καυχήθη ὁ Πολυδάμας:
«Τώρα θαρρῶ ποὺ ἀνώφελα δὲν ἔριξα τ’ ἀκόντι
τοῦ Πανθοΐδου ἡ δυνατὴ παλάμη τοῦ γενναίου,
ἀλλ’ ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀχαιοὺς τὸ ἐπῆρε εἰς τὸ κορμί του,
θὰ τό ᾽χη στήριγμα, θαρρῶ, νὰ κατεβῆ στὸν Ἅδη».
Τὸ καύχημά του ἐπλήγωσε τὰ στήθη τῶν Ἀργείων
καὶ μάλιστα τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνιάδη
ποὺ ἐγγὺς τοῦ ἔπεσε ὁ νεκρός˙ κι εὐθὺς τὴν λόγχην ρίχνει    460
τοῦ Πολυδάμαντος ἐκεῖ ποὺ ἔφευγε, κι ἐκεῖνος
δίπλα πηδώντας ξέφυγε τὸν θάνατον καὶ ἡ λόγχη
ἐπῆρε τὸν Ἀρχέλοχον, τοῦ Ἀντήνορος ἀγόρι,
ὅτ’ οἱ θεοὶ τὸν ὄλεθρον ἐκείνου ἀποφασίσαν.
Τὸν κτύπησ’ ὅπου δένεται μὲ τὸ κεφάλι ὁ σβέρκος
μὲς στὸ σφονδύλι κι ἔκοψε καὶ τὰ δυὸ νεῦρα ἡ λόγχη
καὶ ὡς ἔπεσ’ εὕρηκαν τὴν γῆν καύκαλο, μύτη, στόμα,
πρῶτα πολὺ πρὶν σωριαστοῦν τὰ γόνατα καὶ οἱ κνῆμες.
Καὶ ὁ Αἴας τότ’ ἐφώναξε: «Μέτρα το, Πολυδάμα,
καὶ τὴν ἀλήθειαν λέγε μου˙ ἄνδρας δὲν ἦταν τοῦτος    470
ἄξιος τοῦ Προθοήνορος ἀντίτιμος νὰ πέση;
Ἀχρεῖος δὲν μοῦ φαίνεται μήτε ἀπὸ ἀχρεῖον γένος˙
θὰ εἶν’ ἀγόρ’ ἢ ἀδελφὸς τοῦ Ἀντήνορος τοῦ ἀνδρείου.
Ὅτι πολὺ τὴν γενεὰν ἐκείνου προσομοιάζει».
Καὶ ὅ,τ’ εἶπ’ ἐγνώριζε καλά, κι ἐπλήγωσε τοὺς Τρῶας˙
κεῖ τὸν Βοιώτιον πρόμαχον ἐλόγχισ’ ὁ Ἀκάμας
προστάτης τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ ποὺ ἐκεῖνος ποδοσέρνει.
Κι ἔσυρ’ ὁ Ἀκάμας κραυγητό, μεγάλως ἐκαυχήθη:
«Στὰ βέλη Ἀργεῖοι δοξαστοί, γενναῖοι στὲς φοβέρες,
στὸ ἑξῆς δὲν θά ᾽χουμεν ἐμεῖς τὸν μόχθον καὶ τὸν θρῆνον    480
μόνοι, ἀλλ’ ὡς ἔπεσεν αὐτός, θά ᾽βρη καὶ σᾶς ὁ φόνος.
Σᾶς ἔστρωσα τὸν Πρόμαχον στὸν ὕπνον τοῦ θανάτου,
ὀγρήγορα νὰ ἐκδικηθῶ τὸν φόνον τοῦ ἀδελφοῦ μου.
Γιὰ τοῦτο καθεὶς εὔχεται, κάποιος ν’ ἀπομείνη
αὐτάδελφος, ἐκδικητής, ἂν συμφορὰ τὸν ἔβρη».
Τὸ καύχημά του ἐπλήγωσε στὰ σπλάχνα τοὺς Ἀργείους,
μάλιστα τὸν Πηνέλαον· πετάχθη ὁ πολεμάρχος
εἰς τὸν Ἀκάμαντα, καὶ ἀφοῦ δὲν δέχθη τὴν ὁρμήν του,
τὸν Ἰλιονέα κτύπησεν, ἀγόρι ἀγαπημένο
τοῦ πολυάρνου Φόρβαντος, ποὺ ἀπὸ τοὺς Τρῶας ὅλους    490
ὑπεραγάπησ’ ὁ Ἑρμῆς, καὶ ἐπλούτισε περίσσα.
Τὸν Ἰλιονέα μόνο υἱὸν τοῦ γέννησε ἡ μητέρα·
κεῖνον κτυπᾶ μὲς στοῦ ὀφθαλμοῦ τὲς ρίζες καὶ τὸ δόρυ
τὴν κόρην βγάζει, τοῦ τρυπᾶ τὸν ὀφθαλμὸν καὶ φθάνει
στὸ ζνίχι· κι ἔπεσεν αὐτὸς μὲ πετακτὲς ἀγκάλες.
Κι εὐθὺς σύρει ὁ Πηνέλαος τὸ ἀκονισμένον ξίφος·
στὴν μέσην κόφτει τὸν λαιμὸν καὶ χάμω μὲ τὸ κράνος
κατρακυλᾶ τὴν κεφαλήν· κι ἦταν στὸ μάτι ἀκόμα
ἡ λόγχη˙ καὶ τὸ καύκαλο σηκώνει, ὡς παπαρούνα,
ψηλὰ τῶν Τρώων δείχνει το καὶ ὑπερηφάνως εἶπε:    500
«Νὰ εἰπῆτε, ὦ Τρῶες, χάριν μου, τῶν ποθητῶν γονέων
τοῦ Ἰλιονέως τοῦ λαμπροῦ στὸ σπίτι νὰ τὸν κλάψουν˙
καὶ τοῦ Προμάχου ὡς καὶ ἡ γυνὴ τοῦ Ἀλεγηνορίδου
δὲν θὰ δεχθῆ περίχαρη τὸν ποθητόν της ἄνδρα,
ὅταν θὰ κάμουμε πανιὰ νὰ φύγουμε ἀπ’ τὴν Τροίαν».
Εἶπε, καὶ ὅλων ἔπιασε τὰ γόνατα τρομάρα,
καὶ ἀπὸ τὸν ὄλεθρον καθεὶς πῶς νὰ ξεφύγη ἐκοίτα.
Μοῦσες, τοῦ Ὀλύμπου κάτοικες, διδάξετέ με τώρα,
ποιὸς πρῶτος ἀπ’ τοὺς Ἀχαιοὺς μὲ λάφυρα ἐδοξάσθη
ἀφοῦ τὴν μάχην ἔκλινεν σ’ αὐτοὺς ὁ κοσμοσείστης.    510
Πρῶτος τὸν Ὕρτιον κτύπησεν ὁ Τελαμώνιος Αἴας,
τὸν Γυρτιάδην τῶν Μυσῶν τῶν ἀνδρειωμένων ἄρχον˙
τὸν Μέρμερον ὁ Ἀντίλοχος φονεύει καὶ τὸν Φάλκην·
τὸν Μόρυν καὶ Ἱπποτίωνα βροντᾶ ὁ Μηριόνης
καὶ ὁ Τεῦκρος τὸν Προθόωνα καὶ ὁμοῦ τὸν Περιφήτην,
Τὸν ἄρχον Ὑπερήνορα ἐκτύπησεν ὁ Ἀτρείδης
εἰς τὴν λαπάραν κι ἔφαγε τὰ σπλάχνα μέσα ἡ λόγχη·
καὶ ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴν πληγὴν ἐπέταξε ἡ ψυχή του
μὲ ὁρμὴν πολλήν, κι ἐσκέπασε τοὺς ὀφθαλμούς του σκότος·
πολλοὺς ἀκόμη ἔστρωσεν ὁ γρήγορος Ὀϊλείδης,    520
ὁ μόνος μὲ τὰ πόδια του καλὸς νὰ καταφθάση
τοὺς ἄνδρες, ὅταν στὴν ψυχὴν τρόμον τοὺς βάλη ὁ Δίας.