Ιλιάδα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Ραψωδία α


Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
ποὺ ἀνδράγαθες ροβόλησε πολλὲς ψυχὲς στὸν Ἅδη
ἡρώων, κι ἔδωκεν αὐτοὺς ἁρπάγματα τῶν σκύλων
καὶ τῶν ὀρνέων - καὶ ἡ βουλὴ γενόνταν τοῦ Κρονίδη,
ἀπ’ ὅτ’ ἐφιλονίκησαν κι ἐχωρισθῆκαν πρῶτα
ὁ Ἀτρείδης, ἄρχος τῶν ἀνδρῶν, καὶ ὁ θεῖος Ἀχιλλέας.
Καὶ ἀπ’ τοὺς θεοὺς ποιός ἄναψε τὴν ἔχθραν μεταξύ τους
Ὁ Ἀπόλλων, ὅπου ὀργίσθηκε τοῦ Ἀτρείδη βασιλέως
κι ἔφερε λώβαν στὸν στρατὸν ποὺ ἐθέριζε τὰ πλήθη,    10
ὅτι τοῦ ἐκαταφρόνεσε τὸν Χρύσην ἱερέα.
Στῶν Ἀχαιῶν τὰ γρήγορα καράβια τοῦτος ἦλθε,
μὲ λύτρα πλουσιοπάροχα τὴν κόρη του νὰ λύση·
στὸ χρυσὸ σκῆπτρο τυλικτὸ τοῦ Φοίβου τὸ στεφάνι
ἐκράτει, καὶ τοὺς Ἀχαιοὺς παρακαλοῦσεν ὅλους:
«῏Ω γενναιόκαρδοι Ἀχαιοί, ὦ βασιλεῖς Ἀτρεῖδες,
τοῦ ᾽Ολύμπου ἄς κάμουν οἱ θεοί, τὴν πόλη τοῦ Πριάμου
ἀφοῦ πορθήσετ᾽, εὐτυχεῖς νὰ πᾶτε στὴν πατρίδα
ἀλλ’ ἀποδώσετε σ’ ἐμὲ τὴν ποθητήν μου κόρην,
δεχθῆτε αὐτὰ τὰ λύτρα της, ἂν τὸν υἱὸν τοῦ Δία    20
τὸν μακροβόλον τοξευτὴν ᾽Απόλλωνα εὐλαβῆσθε».
Ὅλοι ἀλαλάξαν οἱ ᾽Αχαιοί, κι εἷπαν τὸν ἱερέα
νὰ σεβασθοῦν καὶ τὰ λαμπρὰ λύτρα δεκτὰ νὰ γίνουν
μόνος ὁ Ἀγαμέμνονας δὲν τό ᾽στεργεν ὁ Ἀτρείδης,
ἀλλὰ κακὰ τὸν ἔδιωχνε καὶ βαρὺν λόγον εἶπε:
«Μὴ σ’ ἀπαντήσω, γέροντα, σιμὰ στὰ κοῖλα πλοῖα
ἤ τώρα ἐδῶ ν’ ἀργοπορῆς ἢ πάλιν νὰ γυρίσης
καὶ μὴ θαρρεύης στοῦ θεοῦ τὸ σκῆπτρο καὶ τὸ στέμμα.
Αὐτὴν δὲν θ’ ἀπολύσω ἐγώ· τὸ γῆρας θὰ τὴν ἔβρη
στὸ Ἄργος μὲς στὸ σπίτι μου μακρὰν ἀπ’ τὴν πατρίδα    30
νὰ ὑφαίνη αὐτοῦ καὶ σύντροφον τῆς κλίνης νὰ τὴν ἔχω,
Μὴ μ’ ἐρεθίζης, σύρ’ εὐθὺς ἂν θέλης νὰ μὴν πάθης.
Τὸν λόγον του ἐφοβήθηκε καὶ ὑπάκουσεν ὁ γέρος·
τὴν ἄκραν πῆρε σιωπηλὸς τῆς ἠχερῆς θαλάσσης
καὶ ὅταν εὑρέθη ἀνάμερα, τὸν γόνον τῆς ὡραίας
Λητοῦς μέγαν Ἀπόλλωνα, θερμὰ παρακαλοῦσε:
«Ἄκουσέ με, ἀργυρότοξε, τῆς Χρύσης καὶ τῆς θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στὴν Τένεδο, Σμινθέα,
ἐὰν σοῦ ἔκτισα ναὸν νὰ χαίρεται ἡ καρδιά σου,
ἐὰν ποτὲ σοῦ ἔκαψα μεριὰ καλοθρεμμένα    40
ταύρων κι ἐρίφων, τοῦτον μου τὸν πόθον τελείωσέ μου·
τὰ βέλη σου στοὺς Δαναοὺς τὰ δάκρυά μου ἂς πλερώσουν».
Εὐχήθη καὶ ὡς τὸν ἄκουσεν ὁ Φοῖβος ὁ Ἀπόλλων,
κατέβη ἀπὸ τὲς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου θυμωμένος,
μὲ τόξον καὶ μ’ ὁλόκλειστην φᾳρέτραν εἰς τοὺς ὤμους.
᾽Εβρόντησαν ἐπάνω του τὰ βέλη ὡς ἐκινήθη
ὁ χολωμένος καὶ ὥμοιαζε τὴν νύκτα, ὡς προχωροῦσε.
Τῶν πλοίων κάθισε ἄντικρυ καὶ ἀπόλυσε τὸ βέλος
καὶ ἀχὸς ἐβγῆκε τρομερὸς ἀπ’ τ’ ἀσημένιο τόξο·
καὶ ἀφοῦ τοὺς σκύλους ἔπληξε καὶ τὰ μουλάρια πρῶτα,    50
εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔριχνε τὰ πικροφόρ’ ἀκόντια
ἀδιάκοπα· καὶ τῶν νεκρῶν παντοῦ πυρὲς ἐκαῖαν.
Τὰ θεῖα βέλη στὸν στρατὸν πετοῦσαν ἐννιὰ μέρες,
καὶ τὴν δεκάτην τὸν λαὸν συγκάλεσε ὁ Πηλείδης,
ὡς ἡ θεὰ τὸν δίδαξεν ἡ Ἥρα ἡ λευκοχέρα,
ποὺ ἐθλίβονταν τοὺς Δαναοὺς νὰ βλέπη πὼς πεθαῖναν.
Καὶ ἀφοῦ συνάχθηκε ὁ λαὸς εἰς ἕνα μέρος ὅλος,
ὁ γοργοπόδης ᾽Αχιλλεὺς σηκώθη καὶ τοὺς εἶπε·
«Ἀτρείδη, νὰ γυρίσουμε, θαρρῶ, θ’ ἀναγκασθοῦμε
στὰ γονικά μας ἄπρακτοι, ἂν δὲν πεθάνουμ’ ὅλοι,    60
ἀφοῦ μᾶς φθέρνει λοιμικὴ καὶ πόλεμος ἀντάμα,
Λοιπὸν ἂς ἐρωτήσωμεν ἢ μάντιν ἢ ἱερέα
ἤ ὀνειροκρίτην - ἔρχεται καὶ τ’ ὄνειρο ἀπ’ τὸν Δία -
νὰ εἰπῆ γιατί ἐχόλωσε τόσο σ’ ἐμᾶς ὁ Φοῖβος·
μὴ κάποιο τάμα τοῦ ἔλειψε, μὴ τοῦ ᾽λειψ ἑκατόμβη
ἴσως, ἂν τοῦ καοῦν ἀρνιὰ καὶ ἐρίφια διαλεμένα,
θελήση τὸ θανατικὸ νὰ διώξη ἀπὸ κοντά μας».
Αὐτὰ εἶπε κι ἐκάθισε· καὶ τότε ὁ Θεστορίδης
ὁ Κάλχας ἐσηκώθηκεν, ὀρνεοσκόπος πρῶτος
ποὺ ἐγνώριζ’ ὅλα μέλλοντα, παρόντα, περασμένα    70
καὶ ὁδήγησε στὴν ῎Ιλιον τῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα
μ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα μαντικὸ ποὺ τοῦ ᾽χε δώσει ὁ Φοῖβος.
Σ’ αὐτοὺς καλοπροαίρετα τότε ὁμιλοῦσ’ ἐκεῖνος:
«Μὲ προσκαλεῖς, διίφιλε Πηλείδη, νὰ ἐξηγήσω,
πῶς ἐγεννήθηκε ὁ θυμὸς τοῦ μακροβόλου Φοίβου·
θέλει τὸ εἰπῶ· μόνον ἐσὺ στοχάσου καὶ ὄμοσέ μου
νὰ μὲ βοηθήσης πρόθυμα μὲ λόγον καὶ μὲ χέρι,
ὅτι θ’ ἀνάψω τὴν χολὴν ἀνδρὸς ποὺ τῶν Ἀργείων
δεσπόζει καὶ ὅλ’ οἱ Ἀχαιοὶ τοῦ εἶναι ὑποταγμένοι·
ὅταν θυμώση στὸν μικρόν, νικᾶ ὁ βασιλέας·    80
ὅτι ἂν χωνεύση τὴν χολὴν σ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ὄμως τὸ πάθος ἄσπονδο στὰ στήθη μέσα τρέφει
νὰ ξεθυμάνη στὸ ἑξῆς· καὶ σκέψου ἂν θὰ μὲ σώσης».
Καὶ ὁ γοργοπόδης πρὸς αὐτὸν Πηλείδης ἀποκρίθη:
«Ἄφοβα λέγε τὸν χρησμὸν ὅποιον ἠξεύρει ὁ νοῦς σου·
ὅτι, μὰ τὸν ᾽Απόλλωνα, ποὺ τὲς εὐχὲς ἀκούει,
Κάλχα, καὶ σὺ τῶν Δαναῶν προσφέρεις τοὺς χρησμούς του,
ὅσο ἐγὼ ζῶ κι ἐδῶ στὴν γῆν βλέπω τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
βαρὺ κανεὶς ἐπάνω σου τὸ χέρι δὲν θὰ βάλη
τῶν Δαναῶν ὅλων κανείς, καὶ μήτε ὁ ᾽Αγαμέμνων    90
ποὺ σήμερα τῶν ᾽Αχαιῶν καυχᾶται ὅτ’ εἶναι ὁ πρῶτος».
Καὶ ὁ μάντις ὁ ἀκατάκριτος ἐπῆρε θάρρος κι εἶπε:
«Τάμα ποσῶς δὲν τοῦ ᾽λειψε, μήτ’ ἑκατόμβη, ἀλλ’ εἶναι
ὁ ἱερέας ἀφορμή, ποὺ ἀψήφησ’ ὁ ᾽Ατρείδης·
τὴν κόρη δὲν ἀπόλυσε, τὰ λύτρα δὲν ἐδέχθη,
ἰδοὺ γιατὶ μᾶς ἔθλιψε καὶ θὰ μᾶς θλίψη ὁ Φοῖβος.
Οὐδ’ ἀπ’ τοὺς Δαναοὺς ποτὲ τὴν λοιμικὴ θὰ διώξη
πρὶν δοθῆ ὀπίσω τοῦ πατρὸς ἡ λαμπρομάτα κόρη
ἄλυτρη, ἀνεξαγόραστη καὶ ἁγίαν ἑκατόμβην
στὴν Χρύσην ἀποστείλωμεν· τότ’ ἴσως ἵλεως γίνη».    100
Αὐτὰ εἶπε κι ἐκάθισε· σηκώθη εὐθὺς ὁ ἥρως
πολλῶν κυρίαρχος λαῶν, ὁ Ἀτρείδης Ἀγαμέμνων
φαρμακωμένος· καὶ ἡ χολὴ τὰ μαῦρα σωθικά του
πλημμύριζ’ ὅλα, καὶ ἄστραφταν τὰ μάτια του ὡσὰν φλόγες.
Μὲ βλέμμα κακοσήμαντο στὸν Κάλχαντα εἷπε πρῶτα:
«Μάντι κακῶν, ὅχι, ποτὲ πρόσχαρό τι δὲν μοῦ ᾽πες,
καὶ ὁ νοῦς σου πάντοτε ἀγαπᾶ κακὰ νὰ προμαντεύη·
λόγον δὲν εἷπες σὺ ποτὲ καλὸν οὔτ’ ἔχεις πράξει.
Καὶ τώρα ἐδῶ στοὺς Δαναοὺς χρησμολογεῖς καὶ λέγεις,.
ὁπὼς γιὰ τοῦτο συμφορὲς τοὺς δίδει ὁ μακροβόλος,    110
ὅτι τὴν πλούσια ξαγορὰ τῆς θυγατρὸς τοῦ Χρύση
δὲν δέχθηκα· ναί, θέλω ἐγὼ καλύτερα τὴν κόρη
σπίτι μου, ἀφοῦ τὴν προτιμῶ τῆς νυμφευτῆς μου ἀκόμα
τῆς Κλυταιμνήστρας καὶ ποσῶς κατώτερη δὲν εἷναι
στὴν κλάση, στὸ ἀνάστημα, στὴ γνώμη καὶ στὰ ἔργα.
Καὶ ὅμως ἂν συμφέρη αὐτό, θὲ νὰ τὴν ἀποδώσω·
τὸ καλὸ θέλω τοῦ λαοῦ, ποτὲ τὸν ὅλεθρό του·
ἀλλὰ δῶρο ἑτοιμάσετε σ’ ἐμένα᾽εὐθὺς, τί μόνος
Ἐγὼ δὲν πρέπει ἀδώρητος νὰ μείνω τῶν Ἀργείων
καὶ ὅλοι τὸ βλέπετε ὅτι ἀλλοῦ τὸ δῶρο μου πηγαίνει».    120
Τοῦ ἀντεῖπεν ὁ φτερόποδος ἰσόθεος Πηλείδης:
«῎Ενδοξε Ἀτρείδη, περισσὰ φιλόπλουτε, τί λέγεις;
Οἱ μεγαλόψυχοι Ἀχαιοὶ πῶς θὰ σοῦ δώσουν δῶρον;
Μὴ κάπου λάφυρα κοινὰ γνωρίζομε ἀφημένα;
῞Οσ’ ἀπ’ τὲς χῶρες πήραμε ἐμοιρασθῆκαν ὅλα
καὶ νὰ τὰ ξανακάμωμε σωρὸ δὲν εἷναι πρέπον·
ἀλλὰ σὺ τώρα στὸν θεὸν ἀπόλυσε τὴν κόρη,
καὶ τετραπλὰ θ’ ἀνταμειφθῆς, ἂν ποτἐ δώση ὁ Δίας
οἱ ᾽Αχαιοὶ νὰ πάρωμε τὴν πυργωμένην Τροίαν».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων:    130
«Ἄν καὶ γενναῖος, μὴ ζητῆς μὲ ἀπάτην νὰ μὲ πάρης,
θεῖε Πηλείδη, κι εὔκολα δὲν θὰ μὲ καταπείσης,
νὰ ἔχης σὺ τὸ δῶρο σου καὶ ἐγὼ νὰ τὸ στεροῦμαι
θέλεις καὶ μὲ παρακινεῖς τὴν κόρη ν’ ἀποδώσω·
ἀλλ’ ἂν δῶρον ἰσότιμο τῆς ἀρεσιᾶς μου λάβω
ἀπ’ τοὺς γενναίους Ἀχαιούς, ἀρκεῖ, καὶ ἄν δὲν μοῦ δώσουν,
θὰ ἔλθω μὲ τὸ χέρι μου νὰ πάρω ἢ τὸ δικό σου
τὸ δῶρον ἢ τοῦ Αἴαντος ἤ κεῖνο τοῦ Ὀδυσσέως·
κι εἰς ὅποιον ἔλθω, τὴν χολήν, θαρρῶ, θὰ τοῦ κινήσω
ἀλλ’ ὅλ’ αὐτὰ μετέπειτα μαζὶ θὰ τὰ σκεφθοῦμε.    140
Τώρα στὴν θείαν θάλασσαν μαῦρο ἄς συρθῆ καράβι
μὲ κουπηλάτες διαλεκτούς, καὶ ἄς θέσωμ’ ἑκατόμβην
μέσα καὶ ἂς ἀνεβάσωμε τὴν κόρην Χρυσηίδα,
καὶ ἀρχηγός του νὰ εἶν’ ἐκεῖ τῶν βουληφόρων ἕνας
ὁ Αἴας, ὁ ᾽Ιδομενεὺς ἤ ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας,
ἢ σὺ Πηλείδη, τῶν ἀνδρῶν ὦ τρομερὲ καὶ μόνε,
μὲ τὲς εὐχές σου τὸν θεὸν νὰ μᾶς ἐξιλεώσης».
Ἄγρια τὸν ἐκοίταξε καὶ ἀπάντησε ὁ Πηλείδης:
«᾽Ωιμένα πανουργότατε, μ’ ἀναίδειαν ἐνδυμένε,
καὶ ποιός ἀπὸ τοὺς Ἀχαιοὺς θὰ δράμη, ἂν τὸν ζητήσης,    150
εἴτε εἰς ταξίδι πρόθυμος, εἴτε εἰς πολέμου ἀγώνα;
᾽Εγὼ δὲν ἦλθα ἐξ ἀφορμῆς τῶν λογχοφόρων Τρώων
νὰ πολεμήσ᾽, ὅτι ποσῶς ἐκεῖνοι δὲν μοῦ πταίουν·
τὰ βόδια μήτε τ’ ἄλογα δὲν βγῆκαν νὰ μοῦ πάρουν
μήτε στὴν μεγαλόσβολην, τὴν ἀνδροθρἐπτραν Φθίαν
ποτὲ μοῦ ἐβλάψαν τοὺς καρπούς, ὅτ’ εἶναι ἀνάμεσόν μας
ὅρη κατάσκια πολλὰ καὶ πέλαγ’ ἀγριωμένα·
ἀλλὰ γιὰ τὸν Μενέλαο καί, ἀναίσχυντε, γιὰ σένα
ἡλθομεν ὅλοι ἐκδίκησιν νὰ πάρωμε τῶν Τρώων,
καὶ σύ, ὦ σκυλοπρόσωπε, λησμονημένα τά ᾽χεις.    160
Καὶ τώρ’ αὐτὸ τὸ δῶρο μου νὰ πάρης φοβερίζεις
πού ᾽ναι ἀμοιβὴ τῶν κόπων μου κι οἱ Ἀχαιοὶ μοῦ ἐδῶσαν·
κι ἴσια μὲ σὲ δὲν ἔχω ἐγὼ δῶρο καλὸ ποτέ μου,
ὅταν καλὰ τειχόκαστρα πατοῦμε τῆς Τρωάδος
ἀλλὰ τὸ βάρος τοῦ σφοδροῦ πολέμου πρῶτος ἔχω
ἐγὼ καὶ ἂν τύχη μοιρασμός, τρανὸ σὺ παίρνεις δῶρο,
κι ἐγὼ μὲ δῶρο μικροστὸ καὶ ἀγαπητὸ γυρίζω
στἐς πρύμνες ἀπὸ τὸν σκληρὸν ἀγώνα τοῦ πολέμου·
στὴν Φθίαν τώρ’ ἀναχωρῶ· καλύτερα νὰ γύρω
στὸν τόπον μου μὲ τὰ κυρτὰ καράβια, καὶ δὲν θέλω    170
ἐδῶ νὰ μείνω ἀτίμητος τὰ πλούτη,νὰ σοῦ αὐξήσω».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ μέγας ᾽Αγαμέμνων:
«Φύγε, ἂν τὸ θέλης, φύγ’ εὐθύς· καὶ χάριν μου νὰ μένης,
ἐγὼ δὲν σὲ παρακαλῶ˙ κοντά μου ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι
νὰ μὲ δοξάσουν, κι ἔξοχα ὁ πάνσοφος Κρονίδης·
καὶ ἀπ’ τοὺς διοθρέπτους βασιλεῖς σὺ εἶσαι ὁ μισητός μου·
ὅτι τὴν ἔριδα διψᾶς, τὲς μάχες, τοὺς πολέμους·
καὶ ἂν εἶσαι τόσο δυνατός, εἶναι θεοῦ τὸ δῶρον·
σπίτι σου μὲ τὰ πλοῖα σου καὶ τοὺς συντρόφους σου ἄμε,
τῶν Μυρμιδόνων δέσποζε· κι ἐγὼ δὲ σὲ λογιάζω    180
καὶ στὴν χολήν σου ἀδιαφορῶ· κι ἰδοὺ τί σοῦ κηρύττω:
Καθὼς ἐμένα μοῦ ἀφαιρεῖ τὴν Χρυσηίδα ὁ Φοῖβος—
κι ἐκείνην με συντρόφους μου καὶ μὲ δικά μου πλοῖα
θὰ στείλω — καὶ τὸ δῶρον σου τὴν κόρην τοῦ Βρισέως,
εἰς τὴν σκηνήν σου θά ᾽λθω, ἐγὼ νὰ πάρω, γιὰ νὰ μάθης,
πόσο σοῦ εἶμαι ἀνώτερος ἐγὼ καὶ νὰ τρομάζη
καὶ ἄλλος μ’ ἐμὲ νὰ συγκριθῆ καὶ ὅμοιος, νὰ γίνη ἐμπρός μου».
Τὰ λόγια τοῦτα ἐπλήγωσαν τὰ σπλάχνα τοῦ ᾽Αχιλλέως
κι ἔστρεψε δύο στοχασμοὺς μὲς στὰ δασιά του στήθη·
ἢ θὲ νὰ σύρη ἀπ’ τὸ πλευρὸ τὸ ὰκονισμένο ξίφος    190
καὶ ἀφοῦ σκορπίση ὅλους ἐκεῖ, νὰ σφάξη τὸν ᾽Ατρείδην,
ἢ νὰ σιγάση τὴν ὀργὴν κρατώντας τὴν ψυχήν του·
κι αὐτὰ ὡς διαλογίζονταν στὸν νοῦν καὶ ἀπὸ τὴν θήκην
τὸ μέγα ξίφος ἔσερνε, κατέβηκε οὐρανόθεν
ἡ Ἀθηνᾶ, τὴν ἔστελνεν ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα,
ὁποὺ ἀγαποῦσε ὁλόψυχα παρόμοια καὶ τοὺς δύο·
τοῦ ἐστήθη ὀπίσω κι ἔπιασε τὰ ὁλόξανθα μαλλιά του,
σ’ ἐκεῖνον μόνον φανερὴ καὶ ἀθώρητη στοὺς ἄλλους.
Ξιπάσθη αὐτός, ἐστράφηκε κι ἐγνώρισεν ἀμέσως
τὴν ᾽Αθηνᾶ ποὺ φοβερὴν στὰ μάτια λάμψιν εἶχε·    200
καὶ ὁμίλησε πρὸς τὴν θεὰν μὲ λόγια φτερωμένα:
«Τ’ ἦλθες καὶ σύ, ὦ τοῦ Διὸς τοῦ αἰγιδοφόρου κόρη;
Τοῦ Ἀτρείδη Ἀγαμέμνονος νὰ ἰδῆς τὴν ἀδικίαν;
Ἀλλὰ σοῦ λέγω καθαρὰ καὶ πίστευσε· μὲ τοῦτες
τὲς ἔπαρσές του γρήγορα θὰ χάση τὴν ζωήν του».
Καὶ ἡ γλαυκόφθαλμη θεὰ σ’ ἐκεῖνον ἀπεκρίθη:
«Κατέβηκ’ ἀπ’ τὸν οὐρανὸν νὰ παύσω τὴν ὀργήν σου,
ἐὰν μ’ ἀκούσης· μ’ ἔστειλεν ἡ Ἥρα ἡ λευκοχέρα,
ποὺ ὁλόψυχα σᾶς ἀγαπᾶ παρόμοια καὶ τοὺς δύο·
ἔλα τὴν μάχην ἄφησε, τὸ ξίφος σου μὴ σύρης,    210
μόνον μὲ λόγια τ’ ὄνειδος ποὺ αὐτὸς θὰ πάθη εἰπέ του.
Ὅτι νὰ γίνη θέλ’ ἰδῆς αὐτὸ ποὺ σοῦ προλέγω·
τρίδιπλα δῶρ’ ἀτίμητα θὰ λάβης μιὰν ἡμέρα
γι’ αὐτὴν τὴν ὕβριν· τώρα σὺ κρατήσου καὶ ἄκουσέ μας».
Καὶ ὁ φτεροπόδης πρὸς αὐτὴν Πηλείδης ἀποκρίθη:
«Πρέπει, ὦ θεά, τῶν δύο σας νὰ σεβασθῶ τὸ λόγον,
ἂν κι εἶν’ ἡ ὀργή μου φοβερή· καὶ ὅμως αὐτὸ συμφέρει,
ὅπου ὑπακούει στοὺς θεοὺς κι αὐτοὶ τὸν εἰσακούουν».
Εἶπε καὶ ἀπὸ τὴν ἀργυρὴν λαβὴν μὲ τὸ βαρύ του
χέρι στὴν θήκην ἄμπωσε πάλι τὸ μέγα ξίφος    220
πειθόμενος στὴν ᾽Αθηνᾶ· κι ἐκείνη πάλι ἀνέβη
στὸν ῎Ολυμπον μὲς στοὺς θεούς, στὰ δώματα τοῦ Δία.
Μὲ βαρεῖς λόγους ἔπειτα καὶ πάλιν ὁ Πηλείδης
πρὸς τὸν ῎Ατρείδη ἐστράφηκεν, οὐδ’ ἔπαυε ἡ χολή του:
«῏Ω μέθυσε, σκυλόματε, καὶ μὲ καρδιὰν ἐλάφου!
μήτε ποτὲ μὲ τὸν λαὸν ν’ ἀρματωθῆς γιὰ μάχην,
μήτε εἰς καρτέρι νὰ ὁδηγῆς τοὺς πρώτους πολεμάρχους
ἐτόλμησες· σοῦ φαίνονται τρόμος θανάτου ἐκεῖνα·
καλύτερα στὸ στράτευμα τῶν ᾽Αχαιῶν σ’ ἀρέσει
ὅποιος σ’ ἐσένα ἀντιλογᾶ, νὰ τοῦ ἀφαιρῆς τὰ δῶρα·    230
τωόντι ἀχρείους κυβερνᾶς, λαοφάγε βασιλέα!
ἀλλιῶς αὐτὸ τὸ ἀδίκημα θὰ ἦταν τὸ ὕστερό σου·
ἀλλ’ ἕναν λόγον θὰ σοῦ εἰπῶ, καὶ ὀμόνω μέγαν ὅρκον·
ναί, μὰ τὸ σκῆπτρο τοῦτ’ ὁποὺ κλαδὶ δὲν βγάζ’ ἢ φύλλα,
καθὼς ἀφῆκε τὸν κορμὸν στὰ ὄρη ἐκεῖ ποὺ ἐκόπη,
καὶ δὲν θ’ ἀναχλωράνη, ἀφοῦ τὰ φύλλα καὶ τὸ φλούδι
γύρω του ἐλέπισε ὁ χαλκός, καὶ τὸ φοροῦν στὸ χέρι
οἱ δικαιοκρίτες ᾽Αχαιοὶ τοὺς νόμους νὰ φυλάγουν,
ὅπως τοὺς ἔδωκεν ὁ Ζεύς, καὶ θά ᾽ναι μέγας ὅρκος·
θ’ ἀποζητήσουν οἱ ᾽Αχαιοὶ μιὰ μέρα τὸν Πηλείδη    240
ὅλοι καὶ σὺ περίλυπος τὴν δύναμιν δὲν θά ᾽χης
νὰ τοὺς βοηθῆς, ὅταν πολλοὺς θὰ στρώση χάμω ἡ λόγχη
τοῦ ἀνθρωποφόνου ῞Εκτορος καὶ σὲ θὰ τρώγη ὁ πόνος.,
ποὺ ἀψήφησες τῶν ᾽Αχαιῶν τὸν πρῶτον πολεμάρχον».
Εἶπε καὶ χάμω ἐπέταξε τὸ χρυσοκαρφωμένο
σκῆπτρο καὶ πάλι ἐκάθισε˙ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος
τοῦ Ατρείδη ἔβραζε ἡ χολή· τότ’ ἐσηκώθη ὁ Νέστωρ,
ὁ γλυκολόγος, λιγυρὸς ὁμιλητὴς τῆς Πύλου
ποὺ ὡσὰν τὸ μέλι ἡ λαλιὰ τοῦ ἐκύλ’ ἀπὸ τὰ χείλη·
δυὸ γενεὲς εἶχαν σβησθῆ τῶν πρόσκαιρων άνθρώπων,    250
στὴν Πύλον, συνομήλικοι καὶ συνανάστροφοί του,
τώρα εἰς τὴν τρίτην γενεὰν βασίλευεν ὁ γέρος῾
αὐτὸς τότε καλόγνωμα σ’ ἐκείνους ὁμιλοῦσε:
«᾽Ωιμέ! στὴν γῆν τῶν Ἀχαιῶν μεγάλη θλίψις ἦλθε
πόσην θὰ εἷχε ὁ Πρίαμος χαρὰ καὶ τὰ παιδιά του
καὶ πόσον ὅλος ὁ λαὸς θὰ εὐφραίνονταν τῆς Τροίας,
ποὺ μάχεσθε ἂν ἐμάθαιναν οἱ δύο σεῖς ποὺ εἶσθε
οἱ κορυφὲς τῶν Δαναῶν στὴν γνώση καὶ στὰ ὅπλα.
Καὶ ἀκούσετέ με, ὅτ’ εἷσθε σεῖς κι οἱ δυὸ νεώτεροί μου,
ὅτι μὲ ἄνδρες ἔσμιξα πολὺ καλύτερούς σας,    260
σ’ ἄλλους καιροὺς καὶ αὐτοὶ ποσῶς δὲν μ’ ἐκαταφρονοῦσαν.
῎Ανδρες δὲν εἶδα ἢ θὰ ἰδῶ ποτέ μου ὡσὰν ἐκείνους,
Πειρίθοον καὶ Δρύαντα, καλὸν λαῶν ποιμένα,
Καινέα καὶ ᾽Εξάδιον, Πολύφημον τὸν θεῖον
καὶ ἀκόμα τὸν ἰσόθεον Θησέα τὸν Αἰγείδην,
ὡσὰν αὐτοὺς ἀνίκητοι θνητοὶ δὲν γεννηθῆκαν,
σφόδρ’ ἀνδρειωμένοι ἐμάχονταν μὲ σφόδρ’ ἀνδρειωμένους,
μ’ ἄγρια θεριὰ βουνίσια, καί, ὤ θαῦμα, τ’ ἀφανίσαν·
καὶ ἐγὼ μὲ κείνους ἔσμιγα φερμένος ἀπ’ τὴν Πύλον
μέσ’ ἀπὸ μέρη μακρινά, καὶ αὐτοὶ μὲ προσκαλέσαν    270
κι ἔκαμνα ἐγὼ τὸ μέρος μου στὲς μάχες, πλὴν κανένας
ἀπ’ ὅσους τώρα τρέφ’ ἡ γῆ μ’ αὐτοὺς δὲν θὰ μετριῶνταν·
καὶ ὅμως ἐκεῖνοι πρόθυμοι στὲς συμβουλές μου ἐκλίναν·
ἀλλὰ καὶ σεῖς ἀκοῦτε με γιὰ τὸ καλύτερό σας·
μήτε σύ, μεγαλόψυχε, τὴν κόρην τοῦ ἀφαιρέσης
ποὺ τοῦ ἐδωρῆσαν οἱ ᾽Αχαιοί, καὶ μήτε σύ, Πηλείδη,
θελήσης ν’ ἀντιμάχεσαι στὸν μέγαν βασιλέα,
διότι κάτι ἀνώτερα τιμᾶται ὁ σκηπτροφόρος
ἐκεῖνος ὁποὺ εὐδόκησε νὰ τὸν δοξάση ὁ Δίας·
δυνατὸς εἶσαι καὶ θεὰ σ’ ἐγέννησε μητέρα,    280
ἀλλ’ εἶναι αὐτὸς ἀνώτερος γιὰ τοὺ; πολλοὺς ποὺ ὁρίζει·
καὶ σὺ νὰ σβήσης τὸν θυμόν, ᾽Ατρείδη, σ’ ἐξορκίζω·
μὴ τοῦ Πηλείδη ὀργίζεσαι, ποὺ ἀσάλευτ’ εἶναι σ’ ὅλους
τοὺς ᾽Αχαιοὺς προφυλακὴ τοῦ φθαρτικοῦ πολέμου».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ μέγας ᾽Αγαμέμνων:
«Ὅλα τὰ εἶπες, γέροντα, καλὰ καὶ μετρημένα·
ἀλλ’ αὐτὸς θέλει ἀνώτερος νὰ εἷναι καὶ ὅλων πρῶτος
νά ᾽χη ὅλους ἀποκάτω του, νὰ βασιλεύη σ’ ὅλους,
ὅλους νὰ ὁρίζη αὐτὸ κανεὶς δὲν θὰ δεχθῆ, πιστεύω·
κι ἐὰν οἱ ἀθάνατοι θεοὶ πολεμιστὴν τὸν κάμαν    290
μὲ τοῦτο καὶ τὸν ἔβαλαν ὀνειδισμοὺς νὰ λέγη;
᾽Εκεῖ τὸν λόγον τοῦ ᾽κοψεν ὁ ἰσόθεος Πηλείδης:
«Ἀληθινὰ δειλόψυχον θὰ μ’ ἔλεγαν καὶ ἀχρεῖον,
ἂν σ’ ὅ,τ’ εἰπῆς θὰ ἔστεργα τὴν κεφαλὴν νὰ κλίνω·
αὐτὰ στοὺς ἄλλους πρόσταζε, καὶ διαταγὲς ἐμένα
μὴ δίδης, ὅτι στὸ ἑξῆς ποτὲ δὲν θὰ σ’ ἀκούσω·
κι ἕν’ ἄλλο ἀκόμα θὰ σοῦ εἰπῶ, κᾳὶ ἂς τὸ φυλάξη ὁ νοῦς σου
μὲ σὲ ἢ μ’ ἄλλους πόλεμον νὰ στήσω γιὰ τὴν κόρην
δὲν θέλω, σεῖς τὴν δώσατε, σεῖς μοῦ τὴν ἀφαιρεῖτε˙
ἀλλ῍ἀπὸ τ’ ἄλλα ὅσα ᾽χω ἐγὼ σιμὰ στὸ μαῦρο πλοῖον    300
τίποτε δὲν θὰ δυνηθῆς νὰ πάρης ἄβουλά μου
Καὶ ἂν ἀγαπᾶς, δοκίμασε, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ τοῦτοι·
εὐθὺς τὸ μαῦρο αἷμα σου στὴν λόγχην μου θὰ τρέξη».
Καὶ ἀφοῦ ἐλογομάχησαν, ἐκεῖνοι ἐσηκωθῆκαν
καὶ διάλυσαν τὴν σύνοδον στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα.
Στὲς πρύμνες του καὶ στὲς σκηνὲς ἐγύρισ’ ὁ Πηλείδης
καὶ οἱ σύντροφοί του ὀπίσω του μὲ τὸν Μενοιτιάδη
κι ἔριξ’ ὁ ᾽Ατρείδης γρήγορο στὴν θάλασσαν καράβι
μὲ κουπηλάτες εἴκοσι κι ἐπάνω ἑκατόμβην
πρὸς τὸν θεὸν καὶ ἀνέβασε τὴν κόρην Χρυσηίδα·    310
καὶ ἀρχηγὸς ὁ συνετὸς ἀνέβηκε ᾽Οδυσσέας.
Κι ἐνῶ στὰ πλάτη ἀρμένιζαν ἐκεῖνοι τῆς θαλάσσης,
ὁ ᾽Ατρείδης νὰ καθαρισθοῦν παράγγειλε τὰ πλήθη·
κ ἐκεῖνοι ἐκαθαρίζονταν καὶ τ’ ἀποπλύματ’ ὅλα
ἔριχναν μὲς στὴν θάλασσαν, καὶ τέλειες ἑκατόμβες
ταύρων κι ἐρίφων ἔκαιαν ἀκρόγιαλα τοῦ Φοίβου
καὶ ἀνέβαιν’ ὡς τὸν οὐρανὸν καπνὸς εὐωδιασμένος.
Τοῦτα ἐνεργοῦσαν στὸν στρατόν, καὶ ἀσάλευτος ὁ ᾽Ατρείδης
σ’ ὅ,τι ἐφοβέρισε ἀπ’ ἀρχῆς νὰ κάμη τοῦ ᾽Αχιλλέως
εἶπε πρὸς τὸν Ταλθύβιον καὶ πρὸς τὸν Εὐρυβάτην,    320
ποὺ ἦσαν αὐτοὶ κήρυκες καὶ ἀκόλουθοι δικοί του:
«Εἰς τοῦ Πηλείδη τὴν σκηνὴν ἀμέτε, τοῦ ᾽Αχιλλέως,
καὶ ἀπὸ τὸ χέρι πάρετε τὴν κόρην Βρισηίδα,
καὶ ἂν δὲν τὴν δώση, μὲ πολλοὺς θὰ ἔλθω νὰ τὴν πάρω
ἐγώ· μ’ αὐτὸ χειρότερα θὰ ταραχθῆ ἡ ψυχή του».
Εἶπε καὶ τοὺς ξαπόστειλε μὲ δυνατὲς φοβέρες·
ἄθελα ἐκεῖνοι παίρνοντας τὴν ἄκραν τῆς θαλάσσης
στῶν Μυρμιδόνων τὲς σκηνὲς καὶ τὰ καράβια φθάσαν.
Καθήμενον εἰς τὴν σκηνὴν σιμὰ καὶ στὸ καράβι
τὸν ἦβραν καὶ νὰ τοὺς ἰδῆ δὲν χάρηκε ὁ Πηλείδης.    330
Τότε ἀπὸ φόβον κι ἐντροπὴν ἐμπρὸς στὸν βασιλέα
ἐκεῖνοι ἐμέναν ἄφωνοι καὶ δὲν τὸν ἐρωτοῦσαν·
τοὺς νόησε καὶ «χαίρετε, ὦ κήρυκες», τοὺς εἶπε,
«ἀγγελιοφόροι τοῦ Διὸς καὶ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων·
ἐλᾶτ’ ἐμπρός, δὲν φταῖτε σεῖς, ὁ ᾽Αγαμέμνων φταίει
πόστειλε σᾶς νὰ πάρετε τὴν κόρην τοῦ Βρισέως.
Πάτροκλε διογέννητε, τὴν κόρην ἔξω βγάλε
καὶ νὰ τὴν πάρουν δῶσε την· καὶ ἂς εἶναι αὐτοὶ μαρτύροι
πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τοὺς θνητοὺς καὶ πρὸς τὸν βασιλέα
ἐκεῖνον τὸν σκληρόψυχον, ἂν ποτὲ φθάση ἀνάγκη    340
ἀπὸ ἀχρεῖον ὄλεθρον νὰ σώσω ἐγὼ τοὺς ἄλλους·
τωόντι αὐτὸς λυσσομανεῖ μὲ λογικὰ χαμένα
καὶ δὲν γνωρίζει τὰ ἐμπρὸς νὰ ἰδῆ καὶ τὰ κατόπι,
πῶς νὰ τοῦ μάχωντ’ οἱ ᾽Αχαιοὶ γεροὶ σιμὰ στὰ πλοῖα».
Καὶ ἀπ’ τὴν σκηνὴν ὁ Πάτροκλος τὴν κόρην Βρισηίδα
ἔβγαλε καὶ τὴν ἔδωκε στὰ χέρια τῶν κηρύκων,
κι εὐθὺς ἐκεῖνοι γύρισαν στῶν ᾽Αχαιῶν τὰ πλοῖα,
κι ἡ ὡραία κόρη ἐβάδιζε κατόπι λυπημένη·
τότε ὁ Πηλείδης ἔκλαιγε καὶ στ’ ἀκρογιάλι μόνος
καθήμενος ἐκοίταζε τ’ ἀπέραντα πελάγη    350
καὶ θερμοευχήθη τῆς μητρὸς ἁπλώνοντας τὰ χέρια:
«Μητέρ᾽, ἀφοῦ κοντόχρονον μὲ ἔχεις γεννημένον,
ἔπρεπε κὰν ὁ βροντητὴς νὰ μοῦ χαρίση ὁ Δίας
τιμὴν καὶ ἀντὶς ὁλότελα δὲν μ’ ἔχει αὐτὸς τιμήσει·
ἰὅοὺ τώρα μὲ ἀτίμασεν ὁ μέγας ᾽Αγαμέμνων,
ὄτι μοῦ ἅρπαξεν αὐτὸς τὸ δῶρο μου καὶ τό ᾽χει».
Εἶπε μὲ δάκρυα καὶ ἡ σεπτὴ τὸν ἄκουσε μητέρα
στὰ βάθη ὅπ’ ἔμενε σιμὰ στὸν γέροντα γονέα
καὶ σὰν ὁμίχλη ἀνέβηκε μέσ’ ἀπὸ τ’ ἄσπρο κύμα.
Στὸ πλάγι αὐτοῦ ποὺ ἔκλαιεν ἐκάθισεν ἡ θεία,    360
τὸν χάιδεψε, κατ’ ὄνομα τὸν ἔκραξε καὶ τοῦ ᾽πε:
«Τί κλαῖς, παιδί μου, στὴν καοδιὰ ποιά λύπη σ’ ἦβρε; Εἰπέ μου
εὐθὺς, μὴ τό ᾽χης μυστικό, κι ἐγὼ νὰ τὸ γνωρίσω».
Κι’ ὁ Ἀχιλλεὺς στενάζοντας τῆς εἶπε: «Τὰ γνωρίζεις,
τί ἀπ’ ἀρχῆς νὰ σοῦ τὰ εἰπῶ; Τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν
τὴν Θήβην, ποὺ ἐβασίλευσεν ὁ μέγας ᾽Ηετίων,
πατήσαμε κι ἐφέραμεν ἐδῶ τὰ λάφυρά της·
κι ὡς ἔπρεπεν οἱ ᾽Αχαιοὶ τὰ μοιρασθῆκαν ὅλα
καὶ τοῦ ᾽Ατρείδη ἐδιάλεξαν τὴν κόρην Χρυσηίδα·
ὁ ἱερέας ἔπειτα τοῦ μακροβόλου Φοίβου    370
ὁ Χρύσης ἦλθε στὰ γοργὰ τῶν ᾽Αχαιῶν καράβια
μὲ λύτρα πλουσιοπάροχα τὴν κόρην του νὰ λύση,
καὶ τοῦ θεοῦ στὸ χέρι του τὰ στέφανα κρατώντας
στὸ σκῆπτρο ἐπάνω τὸ χρυσὸ ἐπρόσπεσεν εἰς ὅλους
τοὺς ᾽Αχαιούς, ἀλλ’ ἔξοχα στοὺς βασιλεῖς ᾽Ατρεῖδες·
τότ’ εἶπαν ὅλοι οἱ ᾽Αχαιοὶ τὸν γέροντ’ ἱερέα
νὰ σεβασθοῦν καὶ τὰ λαμπρὰ λύτρα δεκτὰ νὰ γίνουν·
ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἔστερξεν ὁ ᾽Ατρείδης ᾽Αγαμέμνων,
καὶ τὸν ἀπόδιωξε κακὰ μὲ δυνατὲς φοβέρες˙
ἔφυγε ὁ γέρος μὲ χολὴν καὶ τὲς εὐχές του ὁ Φοῖβος,    380
ἄκουσ’ εὐθύς, ὄτι ὁ θεὸς πολὺ τὸν ἀγαποῦσε˙
καὶ στοὺς ᾽Αργείους ἔριξε βέλος κακό, κι ἐπέφταν
σωρὸς τὰ πλήθη, ὡς τοῦ θεοῦ τὰ βέλη ὁλοῦ πετοῦσαν
στὸ ἀπέραντο στρατόπεδο τῶν ᾽Αχαιῶν, καὶ ὁ μάντις
ὁ γνώστης μᾶς φανέρωσεν ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Φοῖβος·
τότε ὁ θεὸς νὰ ἱλεωθῆ συμβούλευσα ἐγὼ πρῶτος·
μὲ τοῦτο σφόδρα ἐθύμωσεν ὁ ᾽Ατρείδης κ’ ἐσηκώθη
καὶ λόγον εἶπε φοβερόν, ποὺ εἶναι τελειωμένος.
Κι οἱ ᾽Αχαιοὶ προβόδησαν μὲ γρήγορο καράβι
καὶ προσφορὲς γιὰ τὸν θεὸν τὴν κόρην εἰς τὴν Χρύσην,    390
ἀλλ’ ἀπὸ τώρ’ ἀπ’ τὴν σκηνὴν τὴν κόρην τοῦ Βρισέως,
ὅῶρο σ’ ἐμὲ τῶν ᾽Αχαιῶν, οἱ κήρυκες μοῦ ἐπῆραν·
καί, ἂν δύνασαι, προστάτευσε σὺ τὸ καλὸ παιδί σου῾
ἀνέβα εὐθὺς στὸν ῎Ολυμπον καὶ πρόσπεσε στὸν Δία,
ἂν χάριν τοῦ ᾽καμες ποτὲ μὲ λόγον ἢ μὲ ἔργον·
συχνὰ στὸ σπίτι τοῦ πατρὸς σ’ ἄκουσα νὰ καυχᾶσαι
ὅτι τὸν μαυροσύννεφον Κρονίδην ἐσὺ μόνη
τῶν ἀθανάτων ἔσωσες ἀπ’ ὄλεθρον ἀχρεῖον,
ὅταν οἱ ἄλλοι ᾽Ολύμπιοι ἐπῆγαν νὰ τὸν δέσουν,
ἡ ῞Ηρα μὲ τὴν ᾽Αθηνᾶν καὶ ὁ Ποσειδῶν ἀκόμη,    400
καὶ σύ, θεά, τὸν λύτρωσες ποὺ φώναξες ἀμέσως
τὸν μέγαν ἑκατόγχειρον στὲς κορυφὲς τοῦ ᾽Ολύμπου·
ἀπ’ τοὺς θεοὺς Βριάρεως, καὶ ἀπ’ τοὺς θνητοὺς Αἰγαίων
λέγεται καὶ στὴν δύναμιν περνᾶ καὶ τὸν πατέρα·
μ’ ἔπαρσιν κάθισεν αὐτὸς στὸ πλάγι τοῦ Κρονίδη,
καὶ ἀπὸ τὸν φόβον του οἱ θεοὶ δἐν ἔδεσαν τὸν Δία.
Τὰ γόνατά του ἀγκάλιασε καὶ τοῦτα ἐνθύμισέ του,
στοὺς Τρῶας ἴσως βοηθὸς θελήση αὐτὸς νὰ γίνη,
καὶ ἀκρόγιαλα τοὺς ᾽Αχαιοὺς νὰ κλείση πρὸς τὲς πρύμνες
νὰ σφάζωνται γιὰ νὰ χαροῦν τὸν βασιλιά τους ὅλοι.    410
Νὰ μάθη καὶ ὁ κραταιὸς ᾽Ατρείδης ᾽Αγαμέμνων
πόσο ἐτυφλώθη ν’ ἀψηφᾶ τῶν ᾽Αχαιῶν τὸν πρῶτον».
Καὶ δάκρυα χύνοντας πολλὰ τοῦ ἀπάντησεν ἡ Θέτις:
«Υἱέ μου, τί σ’ ἀνάσταινα τὸν πικρογεννημένον;
῎Αλυπος κὰν καὶ ἀδάκρυτος νὰ κάθοσουν στὲς πρύμνες,
ἀφοῦ δὲν θέλ’ ἡ μοίρα σου πολὺν καιρὸν νὰ ζήσης·
ἀλλ’ εἶσαι καὶ ὀλιγόζωος καὶ πίκρες ποτισμένος
σὰν κανεὶς ἄλλος· ἄμοιρα στὸ σπίτι σ’ ἐγεννοῦσα·
κι ἐγὼ τὸν λόγον σου νὰ εἰπῶ τοῦ βροντοφόρου Δία,
στὸν χιονισμένον ῎Ολυμπον θὰ ὑπάγω, ἄν θὰ μ’ ἀκούση·    420
σὺ ὡστόσο ἀπὸ τὸν πόλεμον τραβήξου καὶ στὲς πρύμνες
ἡσύχαζε, τῶν ᾽Αχαιῶν νὰ δείξης τὸν θυμόν σου·
καὶ ὁ Δίας στὸν ᾽Ωκεανὸν, ποὺ τὸν καλοῦν οἱ θεῖοι
Αἰθίοπες κατέβη χθὲς καὶ ὅλ’ οἱ θεοὶ μαζί του
καὶ μετὰ ἡμέρες δώδεκα στὸν ῎Ολυμπον θὰ γύρη,
καὶ τότε στὰ χαλκόστρωτα θ’ ἀνέβω δώματά του,
νὰ τοῦ προσπέσω ταπεινὰ κι ἐλπίζω νὰ μ’ ἀκούση».
Εἶπε κι ἐκεῖ, τὸν ἄφησε περίσσια χολωμένον,
ὁποὺ τὴν ὀμορφόζωνην τοῦ ἐπῆραν κορασίδα
δυναστικῶς. ᾽Αλλ’ ἔφθανεν ὁ ἰσόθεος ᾽Οδυσσέας    430
στὴν Χρύσην ὅπου ἔφερνε τὴν θείαν ἑκατόμβην·
κι ὅταν ἐμπῆκε στὸ βαθὺ λιμάνι τὸ καράβι,
μάζωξαν ὅλα τὰ πανιὰ καὶ τ’ ἀποθέσαν κάτω,
τὰ ξάρτια λύσαν κι ἔβαλαν στὴν θήκην τὸ κατάρτι,
ἔφεραν μέσα στ’ ἄρασμα μὲ τὰ κουπιὰ τὸ πλοῖον,
καὶ τὰ πρυμνόσχοιν’ ἔδεσαν κι ἐρίξαν τὲς ἀγκύρες,
καὶ ἐβγῆκαν ἔξω στὴν στεριὰ καὶ μέσ’ ἀπ’ τὸ καράβι,
τὴν ἑκατόμβην ἔβγαλαν τοῦ μακροβόλου Φοίβου,
καὶ ἀπ’ ὅλους βγῆκεν ὕστερη τοῦ Χρύση ἡ θυγατέρα.
Τὴν κόρην ὁ πολύγνωμος ὁδήγησε Οδυσσέας    440
εἰς τὸν βωμὸν καὶ τοῦ πατρὸς τὴν ἔδωσε καὶ τοῦ ᾽πε: -
«῏Ω Χρύση, ὁ μέγας μ, ἔστειλεν Ἀτρείδης Ἀγαμέμνων
τὴν κόρην νὰ σοῦ φέρω ἐδῶ καὶ θείαν ἑκατόμβην,
νὰ τὸν ἐξιλεώσωμε, τοῦ Φοίβου νὰ προσφέρω,
πόβαλε εἰς πολυστένακτες ὀδύνες τοὺς Ἀργείους».
Εἶπε καὶ τοῦ τὴν ἔδωσε τὴν ἀκριβή του κόρην·
ἐδέχθη αὐτὸς καὶ χάρηκε· κι εὐθὺς τὴν ἑκατόμβην
εἰς τὸν καλόκτιστον βωμὸν ὁλόγυρ’ ἀραδιάσαν
καὶ ἀφοῦ ἐχερονίφθηκαν κι ἐπῆραν τὸ κριθάρι,
ψηλὰ τὰ χέρια σήκωσεν ὁ Χρύσης κι ἐδεήθη:    450
«῎Ακουσέ με ἀργυρότοξε, τῆς Χρύσης καὶ τῆς θείας
Κίλλας ὑπέρμαχε θεέ, ὦ κύριε τῆς Τενέδου,
ὡς ἔδωκες ἀκρόασιν εἰς τὲς εὐχές μου πρῶτα,
κι ἐπλήγωσες τοὺς ᾽Αχαιοὺς κι ἐτίμησες ἐμένα,
αὐτή μου πάλι εὐδόκησε νὰ γίν’ ἡ ἐπιθυμία,
ἀπ’ τὸ κακὸ θανατικὸ τοὺς Δαναοὺς ὤ σῶσε!»
Εἶπε, καὶ ὁ Φοῖβος ἄκουσε, κι ἐδέχθη τὴν εὐχή του.
Τότε ἀφοῦ κάμαν τὲς εὐχὲς κι ἐρίξαν τὸ κριθάρι,
τῶν σφακτῶν στρέψαν τοὺς λαιμούς, τὰ ἔσφαξαν, τὰ γδάραν,
τὰ μεριὰ κόψαν, μὲ διπλὸ κνισάρι τὰ σκεπάσαν    460
κι ἐπάνω τους ὠμά ᾽βαλαν κομ!ιάτια καὶ στὲς σχίζες
λαμπρὸ κρασὶ τὰ ἐράντιζε καὶ τά ᾽καιεν ὁ γέρος
καὶ τὰ πεντόσουβλα σιμὰ τ’ ἀγόρια τοῦ κρατοῦσαν·
καὶ ἀφοῦ καῆκαν τὰ μεριὰ κι ἐγεύθηκαν τὰ σπλάχνα,
ἐλιάνισαν τὰ ἐπίλοιπα τὰ πέρασαν στὲς σοῦβλες,
καὶ ἀφοῦ μὲ τέχνην τά ᾽ψησαν, ἀπ’ τὴν φωτιὰ τὰ ἐπῆραν
καὶ ἅμ’ ἀπ’ τὸν κόπον ἔπαυσαν κι ἑτοίμασαν τὸ γεῦμα,
ἐτρῶγαν κι ὅλ’ ἱσόμοιρα χαρῆκαν τὸ τραπέζι·
καὶ ἅμα ἐφάγαν κι ἔπϊαν ὅσ’ ἤθελε ἡ ψυχή τους,
ξέχειλο ἐβάλαν τὸ κρασὶ τ’ ἀγόρια στοὺς κρατῆρες    470
κι ἔδωκαν σ’ ὅλους ἀπαρχὲς στὰ ὁλόγεμα ποτήρια,
κι ἐξιλεώναν τοὺς θεοὺς μὲ ἄσματα ὁλημέρα
καλὸν παιάνα ψάλλοντας τῶν Ἀχαιῶν τ’ ἀγόρια
καὶ ὁ μακροβόλος ἄκουε κι εὐφραίνετο ἡ ψυχή του·
καὶ ὁ ἥλιος ἅμα ἐβύθισε καὶ ἦλθε τὸ σκοτάδι,
στοῦ πλοίου τὰ πρυμνόσχοινα κοιμήθηκαν πλησίον·
καὶ ἅμα ἐρόδιζ’ ἡ αὐγή, ἀφῆκαν τὸ λιμάνι
στῶν Ἀχαιῶν τὸ ἀπέραντο στρατόπεδο νὰ γύρουν˙
καὶ πρίμον τοὺς ἀπόστειλε ὁ μακροβὂλος Φοῖβος·
τότ’ ἅπλωσαν τὰ κάτασπρα πανιά τους στὸ κατάρτι,    480
κι ὁ ἄνεμος τὰ φούσκωνε, κι ὡς πήγαινε τὸ πλοῖον,
εἰς τὴν καρίνα ὁλόγυρα τὸ μαῦρο κύμα ἠχοῦσε
κι ἔκοβε δρόμον γρήγορο στὸ κύμα τὸ καράβι·
στῶν ᾽Αχαιῶν τὸ ἀπέραντο στρατόπεδο ἅμα ἐφθάσαν
ἐτράβηξαν εἰς τὴν στεριὰ τ’ ὁλόμαυρο καράβι
ψηλὰ στὴν ἄμμον κι ἔβαλαν στυλώματα ἀποκάτω
καὶ στὲς σκηνὲς ἐσκόρπισαν ἐκεῖθε καὶ στὲς πρύμνες.
῾Ωστόσο ἐκεῖνος θύμωνε σιμὰ στὰ γοργὰ πλοῖα
ὁ φτεροπόδης διογενὴς Πηλείδης Ἀχιλλέας
δὲν πήγαινε στὴν σύνοδον, ὅπου δοξάζοντ’ ἄνδρες,    490
οὔτε στὸν πόλεμον, καὶ αὐτοῦ βαρύλυπ’ ἡ καρδιά του
ἐλαχταροῦσε τὴν βοήν, τὴν φλόγα τοῦ πολέμου.
῎Εφεξε ἡ δωδεκάτη αὐγή, καὶ οἱ θεοὶ γυρίζουν
στὸν ῎Ολυμπον κι ἐβάδιζεν ἐμπρός τους ὁ Κρονίδης
καὶ ἡ Θέτις τὸ παράγγελμα δὲν ξέχανε τοῦ υἱοῦ της
καὶ τῆς θαλάσσης ἔσχισε τὰ κύματα κι ἐβγῆκε
καὶ ἀνέβη τὰ χαράματα στ’ ᾽Ολύμπου τὸν αἰθέρα.
Εὕρηκε τὸν βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον
μόνον στὴν ἄκραν κορυφὴν τοῦ πολυλόφου ᾽Ολύμπου,
ἐμπρός του ἐκάθισε ἡ θεὰ καὶ μὲ τ’ ἀριστερό της    500
τοῦ ἔπιασε τὰ γόνατα, μὲ τ’ ἄλλο τὸ πηγούνι,
κι ἔλεγεν ἱκετεύοντας στὸν ὕψιστον Κρονίδην:
«Δία πατέρ᾽, ἂν κάποτε μὲ λόγον ἢ μὲ ἔργον
σ’ ἔχω ὠφελήσει, εὐδόκησε σ’ αὐτὸ νὰ μὲ εἰσακούσης·
τὸν ὀλιγοημερώτατον υἱόν, ἄχ! τίμησέ μου
ἰδὲ πῶς τὸν ἀτίμασεν ὁ μέγας ᾽Αγαμέμνων,
ὁποὺ τοῦ ἅρπαξεν αὐτὸς τὸ δῶρο του καὶ τό ᾽χει
Δικαίωσέ τον κὰν ἐσύ, πάνσοφε ᾽Ολύμπιε Δία,
στοὺς Τρῶας νίκες δώρησε ὡσότου τὸ παιδί μου
νὰ δικαιώσουν οἱ ᾽Αχαιοί, νὰ τὸν ὑπερδοξάσουν».    510
Καὶ ἀπάντησιν δὲν ἔδωκεν ὁ νεφελοσυνάκτης
κι ὥραν πολλὴν ἐσώπαινε· καὶ ἡ Θέτις τοῦ κρατοῦσε
ὡς ἀπ’ ἀρχῆς τὰ γόνατα καὶ πάλιν τὸν ἐρώτα:
«῎Ασφαλτην δός μου ὑπόσχεσιν μ’ ἐκεῖνο σου τὸ νεῦμα
ἢ ἀρνήσου˙ τί θὰ φοβηθῆς; Θέλω νὰ μάθω μόνον,
ἂν εἶμαι τὸ ἐξουθένωμα τῶν ἀθανάτων ὅλων».
Μὲ βάρος τῆς ἀπάντησεν ὁ νεφελοσυνάκτης:
«῎Ω! τί κακό! νὰ ὀργισθῶ τῆς ῞Ηρας θὰ μὲ βάλης,
ὅταν μὲ λόγια ὑβριστικὰ πικρὰ θὰ μὲ κεντήση·
καὶ χωρὶς λόγον πάντοτε μοῦ κλαίεται καὶ λέγει    520
ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς θεοὺς πὼς βοηθῶ τοὺς Τρῶας,
ἀλλὰ σὺ φύγε τώρα εὐθὺς μὴ σὲ νοήσ’ ἡ ῞Ηρα
καὶ ἄφες σ’ ἐμὲ τὴν μέριμναν σ’ αὐτὸ νὰ δώσω τέλος·
καὶ ἰδοὺ γιὰ νὰ βεβαιωθῆς τὴν κεφαλὴν θὰ σκύψω·
σημάδι τοῦτο ἀλάθευτο στοὺς ἀθανάτους ἔχω·
τί ὅ,τι μὲ τῆς κεφαλῆς τὸ σκύψιμο κηρύξω
δὲν ἀπατᾶ, δὲν παίρνεται ὀπίσω καὶ θὰ γίνη».
Εἶπε, τὰ μαῦρα φρύδια του χαμήλωσε ὁ Κρονίδης,
ἔκλινε ἀπὸ τ’ ἀθάνατο κεφάλι τοῦ κυρίου
ἡ θεία κόμη καὶ ὁ τρανὸς ὁ ῎Ολυμπος ἐσείσθη.    530
Αὐτά ᾽παν κι ἐχωρίσθηκαν· ἀπ’ τὸν ἀκτινοβόλον
῎Ολυμπον κείνη ἐπήδησε στῆς θάλασσας τὰ βάθη,
καὶ ὁ Δίας πρὸς τὸ δῶμα του· κι ἐμπρὸς εἰς τὸν πατέρα
ὅλ’ οἱ θεοὶ σηκώθηκαν· οὐδὲ νὰ προχωρήση
κανεὶς ἐπρόσμενε ἀλλ’ ὀρθοὶ τὸν προυπαντῆσαν ὅλοι·
κι ἐκάθισε στὸν θρόνον του˙ καὶ ὅτι πρῶτα ἡ Θέτις
ἡ κόρ’ ἡ ἀργυρόποδη τοῦ γέρου τῆς θαλάσσης,
εἶχε μ’ αὐτὸν συνακουσθῆ, δὲν ξέφυγε τῆς ῞Ηρας,
καὶ ἄρχισε πειραχτικὰ νὰ λέγη πρὸς, τὸν Δία:
«Ποιά θεὰ πάλι, ὦ δολερέ, μὲ σένα ἐσυνακούσθη;    540
Σ’ ἀρέσει πάντοτε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ νὰ κρίνης,
ν’ ἀποφασίζης μυστικά· δὲν σοῦ ᾽δωσε ἡ καρδιά σου
τίποτε ἀπ’ ὅσα σκέπτεσαι σ’ ἐμὲ νὰ φανερώσης».
Σ’ αὐτὴν ἀντεῖπε τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ὁ πατέρας:
«῞Ηρα, μὴ ἐλπίσης ὅλους μου τοὺς στοχασμοὺς νὰ μάθης,
δὲν θὰ τοὺς ἔβρης εὔκολα, καὶ ἂς εἷσαι ὁμόκλινή μου,
ἀλλ’ ὅ,τι ἁρμόζει ν’ ἀκουσθῆ κανεὶς δὲν θὰ γνωρίση
ἢ τῶν θεῶν ἤ τῶν θνητῶν, πρὶν σὺ τὸ μάθης πρῶτα·
ἀλλ’ ὅ,τι ἐγὼ ἀνάμερα τῶν ἀθανάτων θέλω
νὰ στοχασθῶ, μὴ τὸ ἐρωτᾶς, μὴ θέλεις νὰ ἐξετάζης».    550
Καὶ ἡ μεγαλόφθαλμη θεὰ τοῦ ἀπάντησεν, ἡ ῞Ηρα:
«῾Οποῖον λόγον, πρόφερες, σκληρότατε Κρονίδη;
῎Εχω καιρὸν π’ οὔτε ρωτῶ, οὔτ’ ἐξετάζω πλέον,
ἀλλ’ ὅσα θέλεις, ἥσυχος ὁ νοῦς σου κρίνει μόνος·
ἀλλὰ φοβοῦμαι τώρα μὴ τοῦ γέρου τῆς θαλάσσης
ἡ κόρη σὲ ξεπλάνεσε, ὅτι πρωὶ τὴν εἷδα
σιμά σου ἐκεῖ τὰ γόνατα κλιτὴ νὰ σοῦ ἀγκαλιάζη,
καὶ θὰ τῆς, ἔστερξες τιμὴν νὰ δώσης τοῦ Ἀχιλλέως
καὶ ν’ ἀφανίσης Ἀχαιοὺς πολλοὺς ἐκεῖ στὰ πλοῖα».
Καὶ ὁ Δίας τῆς ἀπάντησεν ὁ νεφελοσυνάκτης:    560
«Στιγμὴ δὲν παύεις, ὦ κακή, νὰ μὲ παραμονεύης·
ἀλλὰ δὲν βγάζεις τίποτε καἰ πλέον μισητή μου
θὰ γίνης καὶ θὰ λυπηθῆς χειρότερα· κι ἂν εἶναι
τὸ πράγμα ὡς ἔλεγες, θὰ πῆ, ποὺ αὐτὸ σ’ ἐμένα ἀρέσει.
᾽Αλλὰ κάθου καὶ σώπαινε, στὸν λόγον μου ὑποτάξου,
δὲν θὰ σὲ σώσουν, πίστευσε, ὅλ’ οἱ θεοὶ τοῦ ᾽Ολύμπου,
ἂν τοῦτ’ ἁπλώσω ἐγὼ σ’ ἐσὲ τ’ ἀνίκητά μου χέρια».
Εἶπε καὶ ἡ μεγαλόφθαλμη φοβήθηκεν ἡ ῞Ηρα
καὶ τὴν καρδιά της σφίγγοντας καθήμενη ἐβουβάθη·
κι ὅλ’ οἱ θεοὶ λυπήθηκαν στὸ δῶμα τοῦ Κρονίδη˙    570
τότε βοηθὸς εἰς τὴν γλυκιὰ μητέρα του τὴν ῞Ηραν
ὁ ῞Ηφαιστος, ὁ ἔνδοξος τεχνίτης, σ’ ὅλους εἶπε:
«Κακὸ θὰ εἷναι ἀβάστακτο τωόντι σεῖς οἱ δύο
νὰ ἐρίζετε γιὰ τοὺς θνητοὺς καὶ μὲς στοὺς ἀθανάτους
νὰ ὀχλοβοῆτε φοβερά· καὶ τῆς καλῆς τραπέζης
ὅλ’ ἡ εὐφροσύνη ἐχάθηκεν, ἀφοῦ νικᾶν τ’ ἀχρεῖα,
καὶ τῆς μητρός μου θά ᾽λεγα, ποὺ τὸ ἐννοεῖ καὶ μόνη,
εἰς τὸν γλυκὸν πατέρα μου νὰ εἶναι καλή, μὴ πάλιν
θυμώση καὶ τὴν τράπεζαν μᾶς βάλη ἐπάνω-κάτω˙
νὰ θέλη μᾶς κατρακυλᾶ ἀπ’ τὸ θρονί μας ὅλους    580
ὁ Βροντητής, στὴν δύναμιν περίσσι’ ἀνώτερός μας,
Ἀλλὰ μὲ λόγια μαλακὰ νὰ τὸν καταπραΰνης
κι ὁ Βροντοφόρος ΐλεως, θαρρῶ, σ’ ἐμᾶς θὰ γίνη».
Εἶπ᾽, ἐπετάχθη κι ἔβαλε τὸ δίκουπο ποτήρι
στὸ χέρι τῆς ἀγαπητῆς μητρός του καὶ τῆς εἶπε:
«῾Υπόμεινε, μητέρα μου, καὶ βάστα ἂν καὶ θλιμμένη,
μήπως ἐμπρὸς στὰ μάτια μου δαρθῆς, γλυκιὰ μητέρα·
καὶ τότε δὲν θὰ δυνηθῶ ποσῶς νὰ σὲ βοηθήσω
ὁ θλιβερός· ἀντίσταση δὲν ἔχει ὁ Βροντοφόρος˙
ἄλλη φορὰ τὸ ἐτόλμησα, καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν πόδα    590
μ’ ἔπιασε καὶ μ’ ἀπόλυσε τοῦ ᾽Ολύμπου ἀπ’ τὸ κατώφλι.
῾Ολημερὶς ἐγύριζα, καὶ ὁ ἥλιος εἶχε δύσει
ὅταν στὴν Λῆμνον ἔπεσα κοντὰ νὰ βγῆ ἡ ψυχή μου·
καὶ ἄνθρωποι Σίντιες ἐκεῖ μὲ περιποιηθῆκαν».
Καὶ χαμογέλασε ἡ θεά, ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα
καὶ ἀπ’ τὸ παιδί της ἔλαβε γελώντας τὸ ποτήρι
καὶ γλυκὸ νέκταρ παίρνοντας ἀπ’ τὸν κρατήρα ἐκεῖνος
δεξιὰ κερνοῦσε ὁλόγυρα τοὺς ἄλλους ἀθανάτους·
τότε οἱ μακάριοι θεοὶ τὰ γέλια δὲν κρατοῦσαν
νὰ βλέπουν κεῖ τὸν ῞Ηφαιστον νὰ ὑπηρετῆ στὸ δῶμα·    600
αὐτοῦ ἐτρῶγαν κι ἔπιναν ὁλήμερα ὡς τὸ δείλι,
κι ὅλες χαρῆκαν οἱ καρδιὲς τὸ ἰσόμοιρο τραπέζι,
τοῦ Φοίβου ἀκόμη τὴν λαμπρὰν κιθάραν καὶ τὲς Μοῦσες
ὡς ἔψαλναν καλόφωνα μὲ τὴν σειράν τους ὅλες·
κι ἅμα τοῦ ἥλιου βύθισε τὸ φῶς καθεὶς ἐπῆγε
νὰ κοιμηθῆ στὸ δῶμα του, ποὺ ὁ ξακουστὸς τεχνίτης
τοῦ ἐποίησεν ὁ ῞Ηφαιστος μὲ τὴν σοφήν του γνώση.
᾽Εκίνησε καὶ ὁ βροντητὴς ᾽Ολύμπιος κι ἀνέβη
στὴν κλίνην ποὺ ἀναπαύονταν ὅσες φορὲς ὁ ὕπνος
τὸν ἐκυρίευε ὁ γλυκός· αὐτοῦ κοιμήθη ὁ Δίας    610
καὶ ἡ χρυσόθρονη θεά, ἡ ῞Ηρα στὸ πλευρό του.