Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Κ


Κι' οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι
από βαθύ ύπνο μαλακό, ολονυχτύς κοιμούνταν·
μα πού τ' Ατρέα ο άξιος γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους,
να κλείσει μάτι που πολλές τον μαρτυρέβανε έγνιες !
Πώς ρήχνει αστραπομπούμπουνα ο βροντολάλος άντρας    5
της Ήρας, φτιάνοντας βροχή και δυνατό χαλάζι,
ή χιόνι όταν οι εξοχές τριγύρω ασπρολογάνε,
ή κάπου στόμα αρπαχτικό φαρμακερού πολέμου·
Ετσι πυκνά του στέναζαν τα στήθια απ' της καρδιάς του
το βάθος, και τα σπλάχνα εντός τού θέριζε η τρομάρα.    10
Το μάτι εκεί σαν έρηχνε στους Τρωικούς τους κάμπους,
σάστιζε πόσες έκαιγαν φωτιές ομπρός στο κάστρο,
τί αβλοί π' αχούσαν κι' όργανα, τί λαλητός αθρώπων·
μα πάλε όταν τα πλοία του και το στρατό θωρούσε,
15· τρίχες και τρίχες σύριζα τραβούσε οχ το κεφάλι
προς τα ουράνια κι' έκλαιγε βαριά η πικρή ψυχή του.
Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του·
πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους,
μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του
π' ολόκληρο απ' τη συφορά το στράτεμα να σώσει.    20
Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει μεσόρουχο στα στήθια
κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια,
έπειτα βάζει παρδαλή προβιά — μακριά ως στα πόδια —
ξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι.
Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιο — γιατί ο ύπνος    25
και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζε — μην πάθουν
οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας
ήρθαν στην Τρία, ολοπρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν.
Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες
ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο    30
γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι
στη σταλωμένη χέρα του. Κι' έτσι ήβγε να ξυπνήσει
τον αδερφό του, π' όλους τους στην εξουσία περνούσε
τους Αχαιούς, και σα θεό τον λάτρεβε το πλήθος.
Κι' εκεί τον βρήκε, στ' ακρινό καράβι του από δίπλα,    35
πούβαζε τ' άρματα· κι' αφτός χαρούμενος τον είδε.
Κι' έπιασε πρώτα ο θαρρετός Μενέλας να μιλήσει
« Τί έτσι αρματώνεσαι, αδερφέ ; ή κάπιο μας να στείλεις
» των Τρώων θες κατάσκοπο ; Όμως πολύ φοβούμαι,
» δε θ' αναλάβει σου κανείς τέτια δουλιά, να σύρει
» μονάχος πέρα ως στους οχτρούς και να κατασκοπέψει    40
» μες στο σκοτάδι. Σαν πολύ θάχει καρδιά αντριωμένη.»
Τότες τού κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος
« Ανάγκη εγώ κι' εσύ, αδερφέ, καμιά βουλή να βρούμε
» βαθύγνωμη, π' απ' τα δεινά να βγάλει και να σώσει
» στρατό και πλοία, τι άλλαξε ο γιος του Κρόνου γνώμη.    45
» Του Έχτορα ίσως πιο πολύ λογιάζει τα σφαχτάρια.
» Δεν είδα εγώ, δεν άκουσα να πουν πως ένας άντρας
» σκέφτηκε ως τώρα συφορές μες σε μιά μέρα τόσες,
» όσα μας έκανε δεινά ο Έχτορας, που ωστόσο
» θεού να πεις ή θέϊσσας δεν είναι ακριβοπαίδι.    50
» Τόση είναι η βλάβη, που θαρρώ καιρό ο στρατός και χρόνια
» θάν τη θυμάται· έτσι βαριά μάς έχει αφανισμένους.
» Μόν έλα τρέχα γλήγορα και φώναξε τον Αία,
» κράξε το Δομενιά, κι' εγώ στου Νέστορα θα τρέξω
» και θάν του πω να σηκωθεί, μήπως να σύρει θέλει    55
» όξω ως στο τάγμα των φρουρών και διαταγές να δώκει.
» Τί αφτόν θ' ακούσουν πιο καλά· τι ο γιος του των φρουρώνε
» είναι αρχηγός κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης·
» τι αφτούς πιο πρώτα τάξαμε στις πόρτες να φυλάξουν.»
Τότες του λέει ο άφοβος πολεμιστής Μενέλας    60
« Και πιά 'ναι, ξήγα μου, έπειτα η προσταγή σου ; Θέλεις
» να μείνω εκεί προσμένοντας μαζί τους ως να φτάσεις,
» για θες να τρέξω πίσω εδώ σαν τους τα πω τα πάντα ; »
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους
« Εκεί καρτέρα, μην τυχόν στο δρόμο ενώ γυρνούμε    65
» δε σμίξουμε, τι είναι πολλές μέσα απ' τον κάμπο οι στράτες.
» Κι' όθες διαβαίνεις, φώναζε περκάλα ν' αγρυπνάνε,
» και κάθε αντρός νομάτιζε τη φύτρα τον πατέρα,
» τιμώντας όλους. Ξέχανε πια τώρα τις περφάνιες,
» κι' έλα ας δουλέβουμε κι' εμείς, τι εμάς θαρρώ έτσι ο Δίας    70
» πίκρες μας έγραψε βαριές σα μας γεννούσε η μάννα. »
Έτσι είπε, και τον έστειλε καλοξηγώντας τα όλα·
απέ κινάει το Νέστορα να βρει, το γέρο αφέντη.
Και στην καλύβα του κοντά τον ήβρε και στο πλοίο
σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου    75
η πλουμιστή του αρματωσά — ασπίδα, διο κοντάρια,
περκεφαλαία αστραφτερή — σιμά 'τανε κι' η ζώνη,
όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε
τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας
τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του.
Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα    80
ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε
« Πιός είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος
» μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται ;
» Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι;
» Μίλα — άφωνος μην προχωράς — και πες μου, τί γυρέβεις; »    85
Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους
« Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι,
» τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα
» πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα,
» όσο μου μένει ανασασμός και στέκω ορθός στα πόδια.    90
» Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος,
» που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια.
» Το τί θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω,
» λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια
» πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν.    95
» Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο,
» έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε
» μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι
» ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν·
» τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει,    100
» και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι. »
Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
» μη δα θαρρείς του Έχτορα ο βαθυγνώστης Δίας
» θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα,    105
» μόν φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει
» απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας.
» Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω·
» μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη
» με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη.    110
» Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα,
» τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα·
» τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία.
» Μα το Μενέλα, όσο αρχηγός κι' αν μούνε κι' όσο βλάμης,
» συμπάθα με, όμως ξάστερα θάν τον μαλώσω, που έτσι    115
» κοιμάται αφτός κι' αδιαφορεί εσύ αν δουλέβεις μόνος.
» Σ' όλους τώρα 'ταν χρέος του τους αρχηγούς να τρέχει
» ξορκίζοντάς τους· τι πολύ βαριά μας ζώνει ανάγκη. »
Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος
« Πάππου, και χάρη άλλη φορά θα σ' τόχω αν του τα ψέλνεις,    120
» τι αναμελάει πολλές φορές και προθυμιά δε δείχνει,
» όχι από νου ασυλλογισά η βαρεμό, μόν βλέπει
» τι εγώ θα πω κι' ακαρτερεί το σύνθημα να δώκω.
» Μα τώρα πριν σηκώθηκε και να με βρει ήρθε πρώτος,
» κι' εγώ ίσα ίσα αφτούς που λες τον έστειλα να κράξει.    125
» Μόν πάμε, κι' όλους στα πορτιά θα σμίξουμε τους άλλους
» με τους φρουρούς μαζί, τι εκεί να συναχτούν τους είπα. »
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης
« Έτσι δε θα στραβοθωράει μες στο στρατό κανείς μας,
» όχι δε θάν του λέει κανείς σα βγαίνει και προστάζει. »    130
Είπε, και φόρεσε γοργά στα στήθια το σκουτί του,
κι' ώρια σαντάλια αμπόδεσε στα παχουλά του πόδια,
και τη φλοκάτα στο κορμί θηλύκωσε, ποδήσα
διπλή άλικη, και κατσαρά μαλλιά 'ταν φορτωμένη.
Και πήρε το πολεμικό κοντάρι, μυτωμένο    135
με κοφτερό χαλκό, κι' εφτύς κινάει ομπρός στα πλοία.
Πρώτονε πήγε ο γέροντας και σήκωσε απ' τον ύπνο
τον άξιο του Λαέρτη γιο, το θεϊκό Δυσσέα,
με μιά φωνή. Τότ' άξαφνα πήγε στ' αφτιά του ο ήχος,
κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια    140
« Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία,
» με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο; »
Τότες του κραίνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
» συμπάθα, τι όλους μας βαρύ κακό μας συνεπήρε.    145
» Μα έλα μαζί να κράξουμε και τους λοιπούς πρωτάρχους. »
Είπε, κι' εκείνος τρέχοντας μες στην καλύβα, ρήχνει    148
στην πλάτη ασπίδα πλουμιστή και πάει τους ξανασμίγει.
Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα    150
όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι
γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια.
Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες,
αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία.
Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο    155
δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι.
Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας
με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε
« Ξύπνα! τί οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα;
» Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία,    160
» μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου; »
Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο,
και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια
« Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις.
» Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου    165
» παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα
» τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις. »
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης
« Παιδί μου, ναι όλα αφτά σωστά τα μίλησες και δίκια.
» Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούς —εγώ 'χω ναι και γιους μου    170
» παράξιους — που μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν.
» Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα,
» τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα,
» τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει.
» Μόν άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία    175
» σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιός μου. »
Είπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιά — μακριά ως στα πόδια —
ξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι.
Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους.
Τότες σαν πήγαν των φρουρών και σμίξανε τους λόχους,    180
δε βρήκαν — όχι — σ' ύπνο εκεί τους αρχηγούς πεσμένους,
μόν ξάγρυπνοι όλοι κάθουνταν φορώντας τ' άρματά τους.
Πώς σκύλοι ομπρός στα πρόβατα κακονυχτάν σε στρούγγα,
αν νιώσουν αιματόχαρο θεριό που το λαγκάδι
περνάει στα όρη, και πολύς από βοσκούς και σκύλους    185
κρότος κι' αχός, και δε σφαλνούν το μάτι μιά στιγμούλα·
έτσι κι' αφτών στα βλέφαρα δεν τους κατέβαινε ύπνος
π' όλη τη νύχτα φύλαγαν, τι είχαν το νου τους πάντα
κατά τον κάμπο άμα άκουγαν ροβολητό των Τρώων.
Κι' άμα τους είδε, χάρηκε με την καρδιά του ο γέρος,
και πήγε και τους θάρρυνε μ' έναν καλό του λόγο    190
« Έτσι φυλάτε, ορές παιδιά, και μη σας πιάνει η νύστα    192
» τα μάτια εδώ, μην πέσουμε στα νύχια των οχτρώνε. »
Είπε, και το χαντάκι εφτύς περνάει, και παν μαζί του
κι' οι καπετάνιοι, όσοι είτανε στη συντυχιά κραγμένοι.    195
Πήγε ο Μηριόνης, πήγε ο γιος του Νέστορα ο λεβέντης,
τι τους προσκάλεσαν να παν μαζί ναν τα μιλήσουν.
Και το σκαφτό σα διάβηκαν χαντάκι, παν καθίζουν
σε λόφο, εκεί που φαίνουνταν στη μέση μια άδια θέση
δίχως κουφάρια κατά γης, όθενες, πίσω πάλι    200
είχε γυρίσει ο Έχτορας, σα βάραε τους Αργίτες
κι' έφτασε η νύχτα κι' έκρυψε όλα τα πάντα γύρω.
Εκεί έκατσαν κι' αρχίνησαν να λεν το τί θα κάνουν.
Και πρώτα ο γερο-Νέστορας πιάνει να πει διο λόγια
« Πιανού το λέει, ορέ, η καρδιά, και στο σκοτάδι μέσα
» κοτάει ως στους λιοντόψυχους Δαρδάνους να ζυγώσει,
» μήπως στις άκρες κάνα οχτρό συλλάβει, ή κι' ίσως πάρει
» τίποτα λόγο τους, σαν τί στο νου τους μελετάνε,
» ναν τόχουν τάχα απόφαση αφτού να καρτερέψουν
» κοντά στα πλοία, απ' το καστρί αλάργα, ή θα γυρίσουν
» στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη.    2
» Ίσως τ' αφιγκραστεί όλα αφτά, κι' αν μας γυρίσει πίσω
» γερός, θενάναι η φήμη του όθες διαβεί μεγάλη,
» σε δύση και σ' ανατολή. Και ζηλεφτά θα λάβει
» κανίσκια· τι όσοι ορίζουνε αρχόντοι στα καράβια,
» όλοι από προβατίνα μιά με τ' άσπρο της μαννάρι    215
» θάν του χαρίσουν — σαν κι' αφτή δε βρίσκεται άλλο χτήμα —
» και πάντα, όπου ξεφάντωμα κι' όπου τραπέζι, θάναι.»
Έτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν χωρίς να βγάλουν λέξη.
Μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης
« Γέρο, η περήφανη καρδιά μες στ' άφοβα μου στήθια    220
» μου λέει, εγώ ως μες στων οχτρών τους λόχους να ζυγώσω
» Μα αν γίνεται κι' άλλος κανείς ναρθεί μαζί να πάμε·
» πιο συντροφιά, και πιότερο για τη δουλιά το θάρρος.
» Διό παν μαζί, και πριν αφτός πριν πότε νιώθει ο άλλος
» το τί συφέρνει· μα αν τυχόν και μόνος όντας νιώσεις,    225
» όμως πιο οκνός σου πάντα ο νους, δε σούχει η γνώμη βάθος.»
Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη,
θέλανε οι Αίϊδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη,
τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης,
τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας,    230
τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες
να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του.
Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος
« Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι
» σύντροφο αν θέλεις, διάλεξε —πάρε όπιον θες ατός σου—    235
» τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους.
» Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις
» ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα
» φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος. »
Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε.    240
Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης
« Αν ορισμός σας σύντροφο εγώ 'ναι να διαλέξω,
» πώς τότες να ξεχάσω εγώ το θεϊκό Δυσσέα,
» π' ότι κι' αν πιάσει, η τολμηρή καρδιά του δε γνωρίζει
» τί είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει σα μάννα ;    245
» Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας
» πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του.»
Τότες του κάνει ο θεϊκός πολύγνωρος Δυσσέας
« Γιε του Τυδιά, ασ' τις παίνιες σου και κατηγόριες τώρα·
» τι αφτά που λες, τα ξέρουνε εδώ οι Αργίτες όλοι.    250
» Μόν πάμε! η ώρα πέρασε, η χαραβγή σιμώνει,
» έγυρε η πούλια, βρίσκεται στο τέλος τώρα η νύχτα.»
Έτσι είπαν, και τα φοβερά φορέσανε άρματά τους.    254
Κι' έδωκε στου Τυδιά το γιο ο άξιος Θρασυμήδης    255
δίστομο λάζο — τι άφισε στα πλοία το δικό του —
κι' ασπίδα, και του φόρεσε έναν ταβρήσο σκούφο
με δίχως φούντα ή χάλκινα στεφάνια, π' απλοσκούφι
τον λεν και των παλικαριών γλυτώνει τα κεφάλια.
Και του Δυσσέα τούδωκε ο ξακουστός Μηριόνης,    260
των Κρητικώνε ο στρατηγός, δοξάρι με σαΐτες
και σπάθα· και του φόρεσε βοϊδοπετσένιο κράνος
στην κεφαλή, που μέσαθες γερά 'τανε ραμένο
μ' ένα σωρό λουριά, κι' εχτός γύρω σειρά 'χε δόντια
ασπρόδοντου αγριογουρουνιού, κοντά κοντά με τέχνη
δεμένα· κι' είταν βολικά στη μέση φελπωμένο.    265
Απ' τον Ελιό ο Αφτόλυκος σε περασμένα χρόνια
το πήρε — όταν διαγούμισε τον πύργο τ' Αμυντόρου —
και τ' Αφιδάμα τόδωκε του Κυθηριώτη, κάτου
στη Σκάντια. Αφτός το χάρισε του Μόλου θυμητάρι,
και πάλε αφτός ναν το φοράει το χάρισε του γιου του.    270
Τότε ο Δυσσιάς το φόρεσε και τούρθε στο κεφάλι.
Έτσι λοιπόν σαν έβαλαν τα φοβερά άρματά τους,
κινούνε, κι' άφηκαν εκεί των προεστών το πλήθος.
Κι' απάς στο δρόμο η Αθηνά τους έστειλε μιά λάκρα
δεξά· μα το καλό πουλί μες στο βαθύ σκοτάδι    275
δεν τόδαν, μόνε λάλησε κι' ακούστηκε η φωνή του.
Χάρηκε του Λαέρτη ο γιος με το καλό σημάδι
που φάνηκε, και στη θεά δεήθηκε έτσι κι' είπε
« Άκου με, κόρη αμάλαγη του Δία, εσύ που πάντα
» μου παραστέκεις στα δεινά, και σαν κινώ η ματιά σου    280
» με βλέπει, ώ πλήθια αγάπα με, καλή θεά, και τώρα,
» και κάνε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι,
» μεγάλα κατορθώνοντας που ο οχτρός ναν τα θυμάται.»
Κατόπι προσεφκήθηκε κι' ο μαχητής Διομήδης
« Άκου με τώρα, δέσποινα διόσπαρτη, κι' εμένα.
» Έλα μαζί μου, θέαινα, σαν που στη Θήβα πήγες    285
» με τον πατέρα μου άλλοτες, το θεϊκό Τυδέα,
» σαν έσυρε των Αχαιών στη Θήβα αποσταλμένος.
» Εκείνους δίπλα στ' Ασωπού τους άφισε το ρέμα,
» και πήγε αφτός ειρηνικά μαντάτα στους Θηβαίους·
» όμως γυρνώντας, συφορές τους σκάρωσε και πίκρες
» μαζί σου, τι δε σάλεβες, θεά μου, απ' το πλεβρό του.    290
» Τώρα έτσι βόηθα πρόθυμα, θεά, και φύλαγέ με,
» κι' εγώ σου σφάζω ενός χρόνου δαμάλι κουτελάτο,
» αμέρωτο που σε ζυγό δεν τόβαλαν ακόμα·
» σ' το σφάζω αφτό χρυσώνοντας τα κέρατά του γύρω.»
Έτσι είπαν, και τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα.    295
Λοιπόν αφού δεήθηκαν στην κόρη του μεγάλου
Διός, μέσα στα σκοτεινά κινούν σαν διο λιοντάρια,
περνώντας αίματα, άρματα, λαβωματιές, κουφάρια.
Μήτ' αντικρύ τον άφοβο ο Έχτορας στρατό του
δεν άφισε να κοιμηθεί, μόν σε βουλή τους πρώτους    300
φωνάζει, όσοι είταν πρόκριτοι και στρατηγοί των Τρώων.
Τους έκραξε και το βαθύ κατάστρωσε σκοπό του
« Πιός να κερδίσει ορέγεται και τη δουλιά που θέλω
» μου τάζει; Ας πει, και πλερωμή τον καρτεράει π' αξίζει.
» Άμαξα εγώ και διο άλογα μ' ακούραστα τα σνίχια,    305
» τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία,
» θα δώσω σ' όπιον του βαστάει με δόξα του μεγάλη
» να πάει κοντά στων Αχαιών τα πλοία, και να μάθει
» αν πάντα τα γοργότρεχα φυλάγουνται καράβια,
» για τώρα που τα στέρια μας τους ρήμαξαν κοντάρια    310
» έβαλαν πια φεβγιό στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους
» σπασμένοι, δεν τους πάει η καρδιά τη νύχτα να φυλάξουν.»
Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη.
Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη,
του Καλόγνωμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος·    315
ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια,
και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε.
Αφτός λοιπόν του Έχτορα του λέει μπροστά στους Τρώες
« Έχτορα, ναι ! η ατρόμητη μου λέει καρδιά μου εμένα
» πέρα να πάω ατά μελανά καράβια και να μάθω.    320
» Μόν σήκωσε έλα το ραβδί, κι' ορκίσου μου στο Δία
» πως χαλκοπλούμιστη άμαξα θα μου χαρίσεις κι' άτια,
» αφτά που παν στον πόλεμο τον ξακουστό Αχιλέα,
» κι' εγώ άκαρπος κατάσκοπος δε θα φανώ σου ή ψέφτης·
» γιατί ίσα τόσο ως το στρατό θα σύρω, όσο να φτάσω    325
» το πλοίο το βασιλικό, που εκεί οι αρχόντοι τώρα
» θάχουν βουλή αν θα μείνουνε ή κάλια να μισέψουν.»
Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου,
πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο
« Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει,
» κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω,    330
» μόν πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάρι.»
Έτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα.
Εφτύς στους ώμους κρέμασε το γυριστό δοξάρι,
κι' έβαλε στο κορμί προβιά ψαροτριχάτου λύκου,
και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε    335
το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο
κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει
και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω.
Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων,
παίρνει τη στράτα πρόθυμος. Μα ο θεϊκός Δοσσέας
τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη    340
« Κάπιος, Διομήδη, ροβολάει — τήρα — μακριά απ' τους Τρώες,
» δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει
» καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια.
» Μόν άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο
» όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως    345
» τον πιάνουμε. Μα αν τρέχοντας τυχόν μας προσπεράσει,
» με τ' όπλο εσύ από τους οχτρούς προς τα καράβια πάντα
» περιόριζέ τον, μην τυχόν στο κάστρο μας ξεφύγει.»
Είπαν, και παραμέρισαν όξω απ' το δρόμο, δίπλα
μες στους νεκρούς· κι' αθώα αφτός τους πέρασε τρεχάτος.    350
Μα τόσο σαν αλάργεψε όσο μουλάρια οργώνουν
μες σε μιας μέρας κάματο, τι αφτά νικούν τα βόδια
μες στο βαθύ κατεβατό όταν τραβούν τ' αλέτρι,
τότες χοιμάνε απάνου του· κι' εκείνος μες στη στράτα
στάθηκε αφτού σαν άκουσε των ποδαριών το χτύπο,
τι του κρυφόλπιζε η καρδιά πως τον ζητούσαν φίλοι    355
με προσταγή του Έχτορα ναν τον γυρίσουν πίσω.
Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μιά κονταριά ή πιο λίγο,
νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια,
και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι.
Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα    360
σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα
μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει·
έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα
απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα.
Μα τη στιγμή που κόντεβε μες στους φρουρούς να πέσει,    365
προς τα καράβια φέβγοντας, πια τότες το Διομήδη
τον δυναμώνει η Αθηνά, μην τον προλάβουν άλλοι
και πουν π' αφτοί τον σκότωσαν, κι' έρθει κατόπι εκείνος.
Κι' έκραξε του Τυδέα ο γυιός, με το κοντάρι ορμώντας
« Στάσου, μωρέ, και σ' έφαγα ! Ή στάσου ή θα σ' το μπήξω    370
» όπου κι' αν είναι — κι' άκου με —στη ράχη το κοντάρι.»
Είπε και ρήχνει, μα χωρίς σκοπό ναν τον βαρέσει.
Και τ' όπλου η μύτη πέρασε δεξά απ' τον ώμο απάνου,
και μέσα μπήχτηκε στη γης· κι' εκείνος ξαφνιασμένος
στέκει, του φόβου πράσινος, παντού ριγοκοπώντας,
και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που κρπτούσαν.    375
Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν, και τα χέρια
του πιάνουν. Κι' είπε ο Δόλονας με κλάματα στα μάτια
« Πάρτε με τώρα ζωντανό, και ξαγορά κατόπι
» σας δίνω να λεφτερωθώ· μας έχει εμάς το σπίτι
» χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο.
» Για ξαγορά μου ο γέρος μου πολλά θα σας μετρήσει,    380
» αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια.»
Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε
« Θάρρος, δεν έχει θάνατο να συλλογιέται ο νους σου.
» Μόν έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια.
» Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία    385
» μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται;
» Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια,
» ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις
» εδώ στα πλοία ; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη ; »
Τότες του λέει ο Δόλονας, και τούτρεμαν τα σκέλια    390
« Με τις ψευτιές του ο Έχτορας μού πλάνεψε το νου μου,
» που τ' άλογα τα ξακουστά του θεϊκού Αχιλέα
» πως θα μου δώκει μούταξε με το χαλκώριο αμάξι·
» και μ' έκανε μες στη γοργή να ξεθαρρέψω νύχτα
» και να ζυγώσω ως στων οχτρών τους λόχους, για να μάθω    395
» αν πάντα τα φτερότρεχα φυλάγουνε καράβια,
» ή τώρα που σας ρήμαξαν τα στέρια μας κοντάρια
» βάλατε πια φεβγιά στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους
» σπασμένοι, πια δε θέλετε τη νύχτα να φυλάξτε. »
Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας    400
« Βρε δώρα αλήθια μιά φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου !
» τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει
» άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει,
» εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα.
» Μόν έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια.    405
» Όταν για δω ξεκίνησες, τον Έχτορα, για πες μου,
» τώρα σαν πού τον άφισες, τον αρχηγό των Τρώων ;
» πούχει βαλμένα τ' άρματα, πού στέκουν τ' άλογά του ;
» σαν πώς φρουρούνε οι άλλοι οχτροί και πούναι πλαγιασμένοι ;
» Και πες σαν τί να μελετάν ; μη θέν αφτού να μείνουν    410
» κοντά στα πλοία, ξέμακρα του κάστρου, ή θα γυρίσουν
» στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη ; »
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη
« Μετά χαράς σου, θα σ' την πω εγώ όλη την αλήθια.
» Κοντά στον τάφο ο Εχτορας του θεογέννητου Ίλου
» χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους    415
» μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη,
» καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τους άντρες.
» Όσά 'ναι τζάκια Τρώωνε, σαν πούναι στανεμένοι,
» αφτοί αγρυπνούν, και να φυλάν παρακινούνε ο ένας
» τον άλλονε· όμως οι βοηθοί π' από παντού μας ήρθαν    420
» κοιμάνται και το φύλαγμα τ' αφίνουν για τους Τρώες,
» τι αφτών γυναίκες και παιδιά δεν έχει εδώ να πάθουν. »
Τότες απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε
» Πώς τάχα, πες, ανάκατοι μες στους σωρούς των Τρώων
» κοιμάνται τώρα ή χωριστά ; Πες μου καλά, να νιώσω. »    429
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη
« Μετά χαράς σου εγώ κι' αφτά θενά σ' τα πω όπως είναι.
» Γιαλού μεριά 'ναι οι Παίονες με τα γυρτά δοξάρια,
» οι Λέλεγες κι' οι Κάφκονες, οι Πελασγοί κι' οι Κάρες.
» Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες,    430
» στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες.
» Μα τί τα θέτε τώρα αφτά ; Του κάκου τα ρωτάτε.
» Τι αν να χωθείτε ορέγεστε ως στο στρατό των Τρώων,
» νά! οι Θράκες νιοφερμένοι εκεί —στην άκρη, χώρια απ' όλους—
» κι' ο Ρήσος, γιος του Ηονιά, στη μέση, ο βασιλιάς τους.    435
» Σαν τ' άλογα του εγώ όμορφα δεν είδα ή πιο μεγάλα·
» χιόνι δεν είναι ασπρύτερο, άνεμοι πιο δεν τρέχουν.
» Τ' αμάξι του είναι τεχνικά μ' ασήμια δουλεμένο
» και με χρουσάφια. Αρματωσά χρυσή ήρθε αρματωμένος,
» θεόρατη αριστούργημα· τέτια άρματα δεν πρέπει    440
» άντρες ναν τα φορούν θνητοί, μόνε οι θεοί οι αιώνιοι.
» Μα τώρα εμένα σύρτε με στα γοργοδρόμα πλοία,
» ή με τριχιά εδώ δέστε με κι' αφίστε με δεμένο,
» ως που να πάτε ως στο στρατό και να με δοκιμάστε,
» σας τάπα εγώ απαράλλαχτα τα πάντα ή δε σας τάπα. »    445
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης
« Λαμπρά, βρε Δόλονα, κι' ορθά μας τάπες, μα φεβγάλα
» μην καρτεράς, αφούπεσες στα χέρια τα δικά μας.
» Τι τώρα αν σ' αμολήσουμε και πούμε ας πας καλιά σου,
» ξέρεις εσύ των καραβιών να ξαναβρείς το δρόμο,    450
» να κάνεις ή κατασκοπιές ή να μας πολεμήσεις·
» μα αν σε χαλάσει ο λάζος μου και κατεβείς στον Άδη,
» δεν έχει πια των Αχαιών παιγνίδια ναν τους παίξεις. »
Είπε, κι' εκείνος ήθελε, πηγουνοπιάνοντάς τον
με το παχύ το χέρι του, σπλαχνιά ναν του ζητήσει,    455
μόν ο Διομήδης χοίμηξε και τούχωσε το λάζο
μεσόσβερκά του, κι' έκοψε τα δυό ποντίκια αντάμα,
κι' έφαγε χώμα η κεφαλή ενώ λαλούσε ακόμα.
Και τότες τον ξεσκούφωσαν, του πήραν και τ' ολόϊσο
κοντάρι, τη λυκοπροβιά, το λυγιστό δοξάρι·
αφτά τα σήκωσε αψηλά ο θεϊκός Δυσσέας    460
προς τη λαφύρισσα Αθηνά κι' έτσι είπε με καμάρι
« Πάρ' τα με γιά σου αφτά, θεά· τι εσύ πιο πρώτα απ' όλους
» τους Ελυμπήσους δώρα μας θα λάβεις. Μα και πάλι
» οδήγα μας, θεά, ως εκεί που πέζεψαν οι Θράκες.»
Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει    465
πας σε μυρχιά, κι' αλάθεφτο τους έβαλε σημάδι,
σμίγοντας τα μυρχόκλαδα με σύχλωρα καλάμια,
μήπως γυρνώντας δεν τα δουν μες στο βαθύ σκοτάδι.
Έπειτα μέσα απ' το πηχτό το αίμας ροβολώντας
και τα κουφάρια, παν γοργά ως στων Θρακών τους λόχους.    470
Αφτοί απ' τον κόπο αχόρταγα κοιμόντουσαν μ' ομπρός τους
όλα γυρμένα κατά γης τα χάλκινα άρματά τους,
σωστά, με τάξη, τρεις σειρές· κι' είχε ο καθένας δίπλα
τα γλήγορά του τ' άλογα· κι' ο Ρήσος μες στη μέση
κοιμούνταν, κι' είχε πρόχειρο τ' άσπρο εκειπά ζεβγάρι,
δεμένο πίσω με λουριά απ' τ' αμαξιού το γύρο.    475
Και πρώτος του Λαέρτη ο γιος τον είδε και τον δείχνει
« Νά σ' τον, Διομήδη, ο βασιλιάς, και νά σου το ζεβγάρι
» που μας μολόγαε ο Δόλονας πριν το λαιμό τού κόψεις.
» Μόν έλα σφίξ' τα δόντια σου κι' ομπρός ! Ντροπής να στέκεις
» με τ' άρματα έτσι ανόφελα, μόν λύνε το ζεβγάρι·    480
» ή εσύ μαχαίρωνε, κι' εγώ βάζω στο χέρι τ' άτια.»
Είπε, κι' η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη
καρδιά, και κάθιζε λαζιές δεξά ζερβά, κι' οι Θράκες
ρήξανε απελπισιάς στριγγιές καθώς με το μαχαίρι
τους σκότωνε, και κάτου η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.
Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια,    485
πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση,
έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες
ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας,
όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης,
πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω    490
τόνε τραβούσε, τί ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα
με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας
να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.
Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης,
στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο    495
ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο
απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης.
Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος,
κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα,
βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι    500
να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.
Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του.
Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα
να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι
μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει —
ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους—    505
για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους.
Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, νά! κοντά του
προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει
« Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις
» κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας,    510
» αν άλλος — που μπορεί — θεός σηκώσει και τους Τρώες.»
Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε,
και χέρι χέρι ανέβηκε στ' αμάξι· κι' ο Δυσσέας
με το δοξάρι βάρεσε τα ζώα, που πιλάλα
μέσα απ' τον κάμπο τρέχανε να πάνε στα καράβια.
Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι' ο Αργυροδοξάρης    515
σαν είδε τη θεά Αθηνά που βόηθαε το Διομήδη,
μόν σκυλιασμένος έτρεξε μες στους σωρούς των Τρώων
και σήκωσε τον Ιπποκό, πρωτάτο των Θρακώνε,
γερό του Ρήσου ξάδερφο. Κι' αφτός πηδά απ' τον ύπνο
κι' άδιο το μέρος βλέποντας πούστεκαν πριν τα ζώα,    520
και τα παιδιά που σπάραζαν λαβωματιές γιομάτοι,
ώχου, είπε, τού τον έσφαξαν τον γκαρδιακό του βλάμη.
Και βούηξε απ' την ταραχή κι' απ' τις φωνές ο κάμπος
πούτρεχε ο κόσμος· κι' έβλεπαν δουλιές φαρμακωμένες
που οχτροί ήρθαν νύχτα κι' έκαναν και τόστριψαν κατόπι.    525
Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει
το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης
χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα
τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει
και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμία πετούσαν.    530
Εκεί το χτύπο ο Νέστορας πρωταγρικάει και κράζει    532
« Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι,
» ψέφτης θα βγω ή θα βγω σωστός; Μα θαν το πω κιάς σφάλλω.
» Αλόγων ποδοβολητό σα ν' άκουσαν τ' αφτιά μου.    535
» Αχ και ν' αρπάξανε άλογο οι διο μας αντριωμένοι
» έτσι απ' τους Τρώες άξαφνα και να γυρίζουν πίσω !
» Μα τρέμει μέσα μου η καρδιά, μου τρέμει, μήπως πάθουν
» οι πιο πολύτιμοι αρχηγοί απ' των οχτρών γιουρούσι.»
Τόχε δεν τόχε ακόμα πει, κι' οι διο τους νά! προβάλλουν.    540
Κι' άμα ξεπέζεψαν, εφτύς τα χέρια οι βασιλιάδες
τους έσφιξαν χαρούμενοι με γιές με καλώς ήρθαν.
Και πρώτα ο γέρος έπιασε να πει και να ρωτήσει
« Μίλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιών καμάρι,
» πες, τ' άτια πώς τα πήρατε ; τί, μπήκατε ως στων Τρώων    545
» μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο;
» Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες;
» Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω
» θαρρώ να μένω πίσω αργός κιάς είμαι τόσο γέρος·
» μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα.    550
» Θεού θενάναι δώρα αφτά στη στράτα που σας βρήκε,
» τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος
» του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα.»
Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε
« Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα,    555
» θεός αν θέλει, ναι έφκολα και πιο όμορφα από δάφτα
» χαρίζει αλόγατα, επειδής πολύ είναι ανότεροί μας.
» Μα τ' άτια, γέρο, που ρωτάς, αφτά 'ναι νιοφερμένα
» πέρα οχ τη Θράκη· κι' έσφαξε ο θαρρετός Διομήδης
» το νοικοκύρη μ' άλλους του ως δώδεκα συντρόφους,    560
» που δίπλα εκεί κοιμόντουσαν, καπεταναίους όλους.
» Εδώ σιμά μάς έπεσε στα χέρια κι' ένας άλλος
» οχτρός, που μας τον έστελναν κατάσκοπο απ' τους Τρώες.»
Είπε, και μ' όψη ολόγελη διαβαίνει το χαντάκι
με τα φαριά· κι' οι άλλοι τους χαρούμενοι ακλουθούσαν    565
Και στου Διομήδη φτάνοντας τη στερεή καλύβα,
δένουν τα ζώα στο παχνί με τα καλοκομένα
λουριά, στ' αχούρι οπούστεκαν και τάλλα του Διομήδη
γοργόποδα άτια κι' έτρωγαν καρδόγλυκο κριθάρι.
Και τ' άρματα του Δόλονα τ' απίθωσε ο Δυσσέας    570
μες στο καράβι, ως να ψηθεί της Αθηνάς σφαχτάρι.
Κατόπι μπαίνουν στο γιαλό κι' απ' τα κορμιά ξεπλαίνουν
τον ίδρο, από τα διο μεριά τα σκέλια το κεφάλι.
Κι' αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου
τη λέρα και τον ίδρο τους κι' ανάσανε η καρδιά τους,    575
μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν' απολουστούνε.
Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι
καθήσανε ψωμί να φαν, και της θεάς μοσκάτο
στάζουν κρασί που κένωσαν γιομάτη από κροντήρα.