Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Ε


Πάλι καρδιά και δύναμη του φοβερού Διομήδη
τούδωκε η κόρη του Διός, για να φανεί μες σ' όλους
τους Αχαιούς κι' αθάνατο να κάνει τ' όνομά του.
Απ' την ασπίδα τούκαιγε κι' απ' το χαλκένιο κράνος
φωτιά άσβυστη, λες είτανε το θερινό τ' αστέρι,    5
π' απ' όλα αστράφτει πιο λαμπρό αφού λουστεί στο κύμα·
τέτια απ' τους ώμους τούκαιγε κι' απ' το κεφάλι φλόγα !
Και μες στη μέση, όθ' άπειροι χτυπιούνταν, τόνε στέλνει.
Ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας στην Τριά, ένας κάπιος Δάρης,
Ηφαιστολειτουργός, κι' αφτός είχε διό γιούς —Νιδιόνε    10
τους λέγαν και Φηγιά— καλούς σε πάσα μάχης είδος.
Βγήκανε τότε αφτοί μπροστά να χτυπηθούν μαζί του,
αφτοί οχ τ' αμάξι, και πεζός ξεκίνησε ο Διομήδης.
Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια,
τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι·    15
όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη
τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει.
Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι
τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μόν του χτυπάει τα στήθια
μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.
Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι,    20
μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει
του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε
το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει,
και τον γλυτώνει —απλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά του —
μήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μένει.    24
Κι' οι Τρώες όταν είδανε τους γιους του γερο-Δάρη    27
που ο ένας μόλις σώθηκε, τον άλλο πούπεσε όμως
δίπλα στ' αμάξι, απ' το κακό τους μάτωσε η καρδιά τους.
Ωστόσο η κόρη του Διός, η Αθηνά η Παλλάδα,
παίρνει απ' το χέρι και λαλεί του λυσσασμένου τ' Άρη    30
« Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη,
» δεν τους αφίνουμε τους διό να πολεμάνε τώρα,
» σ' όπιον του Κρόνου θέλει ο γιος τη νίκη να χαρίσει,
» κι' ας τραβηχτούμε πίσω εμείς, μη μας θυμώσει ο Δίας. »
Είπε, και βγάζει απ' τη σφαγή το γιγαντόκορμο Άρη.    35
Και κάθισε τον Άρη αφτή εκεί απάς στου Σκαμάντρου
τη χλοερή ακροποταμιά τη μιμιτσοστρωμένη·
κι' οι Δαναοί τσακίζουνε τους Τρώες, και σκοτώνει
πάσα αρχηγός κάπιον οχτρό. Κι' ο Αγαμέμνος πρώτος
όξω απ' τ' αμάξι γκρέμισε τον Όδη το μεγάλο,
των Αλιζώνων στρατηγό. Γιατί καθώς γυρνούσε    40
πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι,
των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια.
Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.
Κι' ο Δομενιάς ξεπάστρεψε το Φαίστο, γιο του Βώρου,
π' απ' τη λιγδεροχώραφη είταν φτασμένος Τάρνο·
αφτόν στον ώμο το δεξύ με το μακρύ του φράξο    45
τον βρήκε εκεί π' ανέβαινε στ' αμάξι του, και χάμου
έπεσε ο μάβρος, κι' άχαρο τον σκέπασε σκοτάδι.
Κι' όσο το Φαίστο οι Κρητικοί γυμνώνανε, ο Μενέλας
καρφώνει με το μυτερό κοντάρι το Σκαμάντρη,
του Στρόφη γιο, που γύριζε τα δάση για κυνήγι,    50
παράξο κυνηγό, επειδής η Άρτεμη έτσι ατή της
τον είχε μάθει να χτυπάει κάθε λογής αγρίμι
π' απάνου θρέφει στα βουνά ο δεντρωμένος λόγγος.
Μα τότες δεν τον βοήθησε η σαϊτέφτρα η κόρη
και τα σημάδια οπούτανε ως τότες προικισμένος,
πάρα ο πολεμοδόξαστος Μενέλας σαν τον είδε    55
κι' έφεβγε ομπρός του, τούστειλε στους ώμους το κοντάρι,
ίσα στη μέση, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως στα στήθια.
Κι' έπεσε μπρούμτα, κι' άχησε βαριά η αρματωσά του.
Του μαστρο-Κολλητή το γιο θανάτωσε ο Μηριόνης,
το Φέρεκλο, που κάτεχε να φτιάνει με τα χέρια    60
κάθε λογής ψιλοδουλιά, τί η Αθηνά σα μάννα
τον αγαπούσε. Αφτός τα διό μαστόρεψε καράβια
του Πάρη τα πρωτόκακα, που σ' όλους τους Δαρδάνους
και στο δικό του φέρανε κεφάλι τόσες πίκρες·
τι των θεώνε τα γραφτά δεν τάχε σκολιασμένα.
Τότε ο Μηριόνης τρέχοντας κατόπι τον προφταίνει,    65
και μιά του δίνει κονταριά δεξά στο κωλομέρι,
π' αντίκρυ ο στόκος πρόβαλε, στο κόκκαλα από κάτου,
κατά τη φούσκα. Κι' έπεσε στο γόνα ξεφωνώντας,
και χάρος κατασκότεινος του σφάλησε τα μάτια.
Τον Πήδιο ο Μέγης σκότωσε, γιο τ' Αντηνόρου νόθο,
νόθονε μα που η Θεανό τ' αντρός της για χατίρι,    70
μ' αγάπη τον μεγάλωσε, σαν ένα απ' τα παιδιά της·
αφτόν στη μάχη ο ξακουστός γιος τότες του Φυλέα
ζυγώνει και στου κεφαλιού κατά το σνίχι πίσω
τόνε χτυπάει, που θέρισε ίσα ως στα δόντια αντίκρυ
κάτου απ' τη γλώσσα του ο χαλκός. Και πέφτει μες στις σκόνες,
και σφίγγει με τα δόντια του το μέταλλο το κρύο.    75
Το θεϊκόνε Υψήνορα τότες ο γιος του Βαίμου,
γιο του γενναίου Δολοπιού, πούτανε του Σκαμάντρου
βαλμένος λειτουργός και λες θεό ο λαός τον είχε,
τότε ο λεβέντης Βρύπυλος τον πήρε κυνηγώντας,
κι' εκεί μπροστά του πούφεβγε, πηδάει και του καθίζει    80
στον ώμο μιά με το σπαθί κι' ως πέρα ξει το χέρι.
Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου,
κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα.
Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης·
μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιούς να πολεμούσε    85
δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.
Τι μες στον κάμπο χύνουνταν σα ρέμα φουσκωμένο,
που το χειμώνα αβάσταχτο σαρώνει κάθε αμπόδιο·
φράχτης πολύβλαστης φυτιάς το δρόμο δεν του κόβει    90
κι' ούτε γιοφύρια αρμαθιαστά, σαν ξαφνοκατεβάσει
τότες που πιάνει η πολυμπριά, κι' απ' το στηθάτο κύμα
πολλά χαλιούνται χτήματα καλά νυκοκυραίων·
έτσι ο Διομήδης σκόρπιζε τους πυκνωμένους λόχους,
μηδέ κανείς του αντίστεκε κιάς είταν τόσο πλήθος.
Μα σαν τον είδε ο ξακουστός γιος του Λυκά στον κάμπο    95
που σάρωνε έτσι ανέμποδος τα τάγματα μπροστά του,
τεντώνει απάνου του γοργά το γυριστό δοξάρι,
κι' εκεί στον ώμο το δεξύ, στου τσαπραζού τη χούφτα,
καθώς ορμούσε τον βαράει. Κι' η κοφτερή σαΐτα
μέσα πετάει κι' αντίπερα προβάλλει, και το αίμας    100
πασπάλιζε του τσαπραζού τη μεταλλένια χούφτα.
Έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μιά φωνή μεγάλη
« Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι, αλόγων 'μερωτάδες !
» Βρήκα τον πρώτο απ' τους οχτρούς! Πολύ δε θα βαστάξει
» θαρρώ στη γοργοσαϊτιά, αλήθια αν ο αφέντης
» του Δία ο γιος με σήκωσε, όταν ναρθώ κινούσα ! »    105
Έτσι είπε και παινέφτηκε. Μα το Διομήδη η άγρια
σαΐτα δεν τον δάμασε, μόν ως μπροστά στ' αμάξι
πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει
« Έλα, αδερφέ μου Στένελε, κατέβα οχ τ' αμάξι,
» για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα. »    110
Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πήδα οχ τ' αμάξι,
και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα
όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.
Και πήδαε μες απ' τα στριφτά το αίμας του τσαπράζα.
Τότε έκανε παράκληση ο δυνατός Διομήδης
« Άκου με, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα!    115
« Στην έρμα μάχη αν άλλοτες με την καλή σου γνώμη
» βοηθούσες τον πατέρα μου, δείξε μου τώρα, αφέντρα,
» κι' εμένα την αγάπη σου, και κάνε να τσακώσω
» αφτόν τον άντρα, κι' ας τον βρω στου κονταριού το δρόμο,
» που να μου ρήξει πρόκανε, και σκούζει με περφάνια
» πως πια δε θα πολυχαρώ τ' αγνό το φως του ήλιου. »    120
Είπε, και την παράκληση τού ξάκουσε η Παλλάδα.
Τα μέλη τούκανε αλαφριά, πόδια και χέρια απάνου,
και στέκοντας σιμά του λέει, δυό φτερωμένα λόγια
«Άφοβα τώρα τους οχτρούς πολέμα τους, Διομήδη.
Τι μες στα στήθια σούσταξα το πατρικό σου θάρρος,    125
» ατρόμητο, σαν πούκλεινε μες στην καρδιά ο Τυδέας,
» και σκόρπισα την καταχνιά πούχες πριχού στα μάτια
» και τώρα αλάθεφτα θεό θα ξεχωρίζεις κι' άντρα.
» Λοιπόν αν έρθει εδώ κανείς θεός να δοκιμάσει,
» μη θες εσύ με τους θεούς να πολεμάς τους άλλους    130
» έτσι ανοιχτά· μα αν του Διός η κόρη η Αφροδίτη
» έρθει στη μάχη, τρύπα την αφτή με το κοντάρι. »
Έτσι είπε, και τον άφισε η φοβερή Παλλάδα,
κι' εκείνος πάει στους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.
Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες,    135
μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι
που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μιά μάντρα
να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει
και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει·
το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι
παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε·    140
αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα,
και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο·
με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης.
Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο·
τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα    145
μιά του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο,
π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη.
Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο,
τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.
Τα ονείρατά τους ξέχασε ναν τους ξηγήσει ο γέρος    150
σαν ξεκινούσαν, κι' έπεσαν στα χέρια του Διομήδη.
Έπειτα χοίμηξε τους γιους του Φαίνοπα να πιάσει,
το Θόνα και τον Ξάνθονε, λέφτερα αγόρια ακόμα·
αφτόν τα έρμα γερατιά τότε έτρωγαν, και πια άλλον
ο δόλιος γιο δεν έκανε ν' αφήκει κληρονόμο.    155
Γιατί ο Διομήδης έκοψε και των διονών τα νιάτα,
κι' άφισε κλάψες και πικρά φαρμάκια του πατέρα,
τι δεν τους είδε ζωντανούς στο σπίτι να γυρίσουν
οχ τη σφαγή, μόν μοίρασαν το βιός του οι συμπεθέροι.
Έπειτα τσάκωσε δυό γιους του βασιλιά Πριάμου,
διό σ' ένα αμάξι, που Χρομιό τους λέγανε κι' Εχέμο.    160
Κι' όπως λιοντάρι χύνεται σε βόδια εκεί που βόσκουν,
και σπάει το σβέρκο μοσκαριού στο λόγγο και γελάδας,
έτσι σκιαγμένους γκρέμισε κι' εκιούς τους διό ο Διομήδης
μέσα απ' τ' αμάξι, κι' έπειτα και τ' άρματα τούς πήρε,
κι' έδωκε ναν του παν τα ζα οι φίλοι στα καράβια.    165
Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους,
και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους,
τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.
Και βρήκε του Λυκά το γιο, αρχοντονιό αντριωμένο,
και πάει μπροστά του στέκεται και του μιλεί διό λόγια    170
« Πάνταρε, πούναι η φήμη σου, πού οι φτερωτές σαΐτες
» και το δοξάρι, όπου κανείς εδώ άντρας δε σου βγαίνει
» μήτε παινιέται στη Λυκία πως σούναι ανότερός σου ;
» Μόνε στο Δία σήκωσε τα χέρια, κι' έλα τώρα
» τον άντρα αφτόν σαΐτεψ' τον που βλέπεις νά ! εκεί κάτου    175
» όλους νικάει, κι' αφάνισε σημαντικά τους Τρώες,
» γιατί πολλών παλικαριών τους έχει φάει το μάτι,
» εξόν αν είναι αφτός θεός, που τούλειψαν σφαχτά μας
» και θύμωσε έτσι. Των θεών βαριά η οργή πλακώνει.»
Τότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει
« Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων,    180
» σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα,
» απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος
» κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.
» Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι,
» με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος,    185
» μόν κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος    186
» με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα    188
» δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ·
» κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο    190
» δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.
» Έπειτα εδώ με πιά άλογα κι' αμάξι θες να σύρω ;
» Έ στου Λυκα τ' αρχοντικό ως έντεκά 'ναι αμάξα
» γερά καινούργια διαλεχτά, μ' ολόγυρα απλωμένα
» σεντόνια, και στου καθενός το πλάι από 'να στέκει    195
» ζεβγάρι, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι.
» Σαν ξεκινούσα νάρθω εδώ, πολλές φορές μου τόπε
» ο γερο-ακοντιστής Λυκάς μες στ' όμορφό μας σπίτι·
» μες στο ζεμένο μούλεγε αμάξι να καθήσω
» κι' έτσι στης μάχης την καρδιά να τρέχω με τους πρώτους.    200
» Μα εγώ δεν άκουγα, και νά! σα σκύλος μετανιώνω.
» Τα ζα λυπόμουν πούμαθαν να μου καλοχορταίνουν,
» μήπως τους λείψει εδώ ταγή μέσα σε τόσον κόσμο.
» Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι
» όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν.    205
» Σε διό απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη
» και το Μενέλα, και τους διό τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο
» τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.
» Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι
» τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος    210
» να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες.
» Μα να γυρίσω μιά φορά και να θωρήσω πάλι
» τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι,
» και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας,
» κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι,
» αν δεν το σπάσω εγώ σε διό και στη φωτιά αν δε ρήξω    215
» τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου !»
Τότε ο Αινείας απαντάει, ο στρατηγός των Τρώων
« Μην κλαίγεσαι έτσι!... Η ατυχιά δε θα γυρίσει ωστόσο
» πριν βγούμε εμείς μπροστά σ' αφτόν τον άντρα με τ' αμάξι
» κι' άφοβοι εδώ μετρήσουμε μαζί του τα κοντάρια.    220
» Μόν έλα ανέβα δίπλα μου, να μάθεις σαν τί ζώα
» είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο
» απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν,
» που και στο κάστρο θα μας παν γερούς, αν πάλι ο Δίας
» τη νίκη στο λεβέντη γιο χαρίσει του Τυδέα.    225
» Μόν έλα πάρ' το καμοτσί στα χέρια και τα γκέμια,
» κι' εγώ στ' αμάξι θ' ανεβώ και θα τον πολεμήσω·
» ή εσύ καρτέρα τον, κι' εγώ τα νιάζουμαι τα ζώα. »
Τότες πάλι είπε του Λυκά ο γιος ο παινεμένος
« Αινεία, ατός σου βάσταξτ' τα τα γκέμια κι' άλογά σου.    230
» Τι κάλια με τον αμαξά που ξέρουν θα τραβήξουν
» να ίσως πάλι φέβγουμε τον τολμηρό Διομήδη,
» μήπως σκιαχτούνε κι' έπειτα κολλήσουν, κι' απ' τη μάχη
» δε θέλουν να μας βγάλουνε, ποθώντας τη φωνή σου,
» και τότε εμάς του αντρόκαρδου Τυδέα ο γιος χοιμήξει    235
» και πάρει τα γοργά άλογα κι' εμάς μας πετσοκόψει.
» Μόν τράβα τα εσύ τα φαριά και τ' όμορφό σου αμάξι,
» κι' αφτόνε εγώ τον καρτεράω με τ' όπλο ... κι' ας ορίσει!»
Είπαν αφτά κι' ανέβηκαν στο σκαλισμένο αμάξι,
κι' απάνου τράβηξαν, φωτιά γιομάτοι, στο Διομήδη·    240
μόν ο καμαρωμένος γιος του Καπανιά τους είδε
και του Διομήδη λέει εφτύς δυό φτερωμένα λόγια
« Διομήδη, του Τυδέα γιε, μυριάκριβό μου αδρέφι,
» άντρες διό βλέπω δυνατούς και τρέχουνε αφρισμένοι
» να σε βαρέσουν· σα βουνό έχουν αντριά κι' οι διό τους.    245
» Ο ένας τους, σαΐτεφτής παράξος, καμαρώνει
» που του Λυκά 'ναι τάχα γιος· κι' ο άλλος, ο Αινείας,
» παινιέται πως τον έσπειρε ο ξακουστός Αχίσας,
» κι' έχει και μάνα λέει θεά, τη χρυσωπή Αφροδίτη.
» Μόν έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις
» ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις. »    250
Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης
« Μην ξεστομίσεις καν φεβγιό, μόνο τα λόγια χάνεις !
» Δε βρήκα απ' τους γονιούς μου εγώ στον πόλεμο να τρέμω,
» ή να ξεκόφτω ... βρίσκεται καρδιά εδώ μέσα ακόμα !    254
» Μα αφτοί κι' οι διό απ' τα χέρια μας τα γλήγορα άλογά τους    257
» πίσω δε θαν τα παν, αν δα κι' ο ένας μας ξεφύγει.
» Τώρα άλλο λόγο θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις.
» Αν η πολύβουλη Αθηνά τους διό τους μ' αξιώσει    260
» να σφάξω, τότε εσύ εκειδά σταμάτα το δικό μας
» γοργό ζεβγάρι, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι,
» και στο δικό σου νιάσου εφτύς να πεταχτείς ζεβγάρι,
» και χτύπα το ως των Αχαιών απ' των οχτρών το μέρος.
» Γιατί απ' το σόϊ που χάρισε του Κρόνου ο γιος στον Τρώα    265
» για του παιδιού του πλερωμή, του Γανυμήδη, τι είταν
» τα πιο περίφημα άλογα σ' ανατολή και δύση,
» δεν έκλεψε απ' το σόϊ αφτό ο βασιλιάς Αχίσας,
» στ' άτια φοράδες βάζοντας κρυφά απ' το Λαομέδο.
» Έξη πουλάρια τούκαναν στους στάβλους του οι φοράδες·    270
» τέσσερα ο ίδιος στο παχνί κρατάει κι' ακριβοθρέφει,
» και τ' άλλα διό τα χάρισε του γιου του τ' αντριωμένου.
» Αφτά αν τα πάρουμε, λαμπρό θα γίνει τ' όνομά μας! »
Αφτά κουβέντιαζαν οι διό. Κι' οι άλλοι σε λιγάκι
κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους.    275
Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει
« Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα,
» λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα·
» μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα ! »
Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι    280
και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα
πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα.
Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μιά φωνή μεγάλη
« Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις
» λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα !»    285
Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης
« Δε βρήκες, πάρα αστόχησες. Μα εσείς θαρρώ ποτές σας
» δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου
» κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβρο.»
Είπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο    290
στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος
βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυό σβερκοποντίκια.
Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του,    294
πλούμια χαλκένια ολόλαμπρη, και φέβγουν δίπλα τ' άτια·    295
κι' άγλυκος χάρος την ψυχή τού πήρε και τη νιότη.
Τότ' ο Αινείας πήδησε με το κοντάρι χάμου
και την ασπίδα (το νεκρό σκιάχτηκε μην του πάρουν
οι Δαναοί) και στήθηκε σιμά του σα λιοντάρι
θάρρος γιομάτος, και μπροστά τη στρογγυλή του ασπίδα
και το κοντάρι πρόβαλε — μ' απόφαση να σφάξει    300
όπιον κι' ενάντια αν τούβγαινε — τρομαχτικά αλυχτώντας.
Κι' αφτός, κοτρώνα του Τυδιά αρπάζει ο γιος στα χέρια,
μεγάλο βάρος, π' άντρες διό σαν τους θνητούς τούς τώρα
δε θαν τη σήκωναν — μα αφτός την αλαφροπετούσε
και μόνος — και του σφίγγει μιά στο γοφό, εκεί που μέσα    305
γυρνάει στο γόφο το μερί και που το λένε γούβα·
307 308 κι' η πέτρα τούσπασε η τραχιά τη γούβα, και στο γόνα
πέφτει, και μένει ακουμπιστός με τ' αντριωμένο χέρι
στη γης, και νύχτα σκοτεινή του χύνεται στα μάτια.    310
Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας,
μόν νά! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη,
που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίσα,
και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα,
κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μιά δίπλα φόρεμά της    315
ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός προκάνει
και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι.
Αφτή μακριά απ' τις κονταριές το γιο της κουβαλούσε,
και τις ορμήνιες δεν ξεχνάει ο γιος του Καπανέα,
αφτές που του παράγγειλε ο φοβερός Διομήδης,    320
μόν τα μονόνυχά του ζα τα σταματάει αλάργα,
όξω απ' τη μάχη, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι,
κι' ορμάει και το καλότριχο ζεβγάρι του Αινεία
πέρα τραβάει απ' των οχτρών στων Αχαιών το μέρος.
Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη —    325
π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους,
κι' είχαν μιά γνώμη πάντα οι διό— στα πλοία ναν τ' αφήκει·
κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει
τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει.
Κι' αφτός στην Κύπρη χοίμηξε με τ' άσπλαχνο κοντάρι,    330
γιατί την ήξερε άτολμη κι' όχι θεά από κείνες
που στρατηγέβουν στων αντρών τους φονικούς πολέμους,
μήτε ρημάχτρα Σκοτωσού μήτε Αθηνά μ' ασπίδα.
Και μέσα σαν την έφτασε στο πλήθος κυνηγώντας,
τότες τη σημαδέβει ο γιος του ξακουστού Τυδέα,    335
κι' ορμάει και ξέσκουρα χτυπά με το χαλκό το χέρι
τ' αφράτο· κι' έφκολα ο χαλκός τής τρύπησε το δέρμα —
περνώντας το θεοτικό σκουτί π' αφτές οι Χάρες
τής τόφτιασαν—στη ρίζα εκεί πιο απάνου από τη χούφτα.
Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας,
τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους,    340
γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι,
κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε.
Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.
Αφτόν εκεί τον γλύτωσε στην αγκαλιά του ο Φοίβος
μες σ' ένα μάβρο σύγνεφο, μην τύχει οχτρός προκάνει    345
και τον σκοτώσει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι·
και της θεάς βροντόφωνα της έκραξε ο Διομήδης
« Παραίτα, κόρη του Διός, τις μάχες και τους φόνους·
» τάχα δε σώνει που δειλές γυναίκες ξελογιάζεις;
» Μα αν θες πολέμους και καλά, θαρρώ μα την αλήθια    350
» θα τρέμεις έτσι κι' αν αλλού πώς πολεμάνε ακούσεις. »
Είπε, και σα λωλή η θεά τραβήχτη, τι πονούσε.
Κι' η ανεμόποδη Ίριδα την πιάνει, κι' απ' το πλήθος
τη βγάζει, ψυχολίγωτη με τους πολλούς τους πόνους·
κι' έβλεπες το ροδόθωρο κορμί να μελανιάζει.
Κατόπι βρήκε στα ζερβά της μάχης καθισμένο    355
τον Άρη, μ' άρματα και ζα σε σύγνεφο κρυμένα·
και πέφτοντας γονατιστή, πολλά με περικάλια
τα χρυσοστέφανα άλογα ζητούσε τ' αδερφού της
«Άχ αδερφέ μου, νιάσου με, και δώσ' μου τ' άλογά σου
» για ν' ανεβώ στον Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια.    360
» Πολύ με τυραγνά η πληγή που μούδωκε ο Διομήδης,
» θνητός που και το Δία πια θα πολεμούσε τώρα.»
Είπε, κι' ο Άρης τ' όμορφο της έδωκε ζεβγάρι.
Έτσι στ' αμάξι ανέβηκε με την καρδιά κλαμένη,
και δίπλα η ανεμόποδη θεά τα πλούσια γκέμια    365
παίρνει στα χέρια, και χτυπάει τα δυό φαριά να τρέξουν.
Κι' αφτά πετούσαν πρόθυμα. Έτσι σε λίγο φτάνουν
στο χιονοσκέπαστο Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια.
Εκεί η θεά τα σταματάει, τα λει και τα ξεζέβει,
και την αθάνατη ταγή τους έβαλε να φάνε.
Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη,    370
στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη,
την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε
« Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους,
» αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο ; »
Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη    375
« Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα,
» γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία,
» την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο.
» Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων,
« μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται.»    380
Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διό λόγια
« Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη.
» Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους,
» τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας.
«Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος    385
» κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα,
» κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο.
» Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης,
» μόν στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια,
» η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα    390
» σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του.
» Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της
» ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα
» την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος.
» Έπαθε ο Άδης ο βαθύς μιά σαϊτιά κι' εκείνος,    395
» όταν στη μέση των νεκρών, στην Πύλο, ο ίδιος πάλι
» του Δία ο γιος τον πλήγωσε κι' αφάνισε στους πόνους.
» Ο Άδης τότε ανέβηκε στα θεϊκά λημέρια
» και στον απέραντο Έλυμπο με την καρδιά θλιμένη,
» πονώντας σ' όλο το κορμί· και τ' όπλο καρφωμένο
» στην πλάτη τη βασταγερή τον κατατυραννούσε.    400
» Μα βάζοντας ο Γιρτρεφτής μαλαχτικά βοτάνια
» τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος.
» Τώρα η κουκουβαγιόματη θεά Αθηνά κι' εσένα
» σούστειλε αφτόν ... Θεότρελος! που δε λογιάζει ο νους του,
» σαν πολεμάς με τους θεούς πως δεν πολυχρονίζεις,
» ούτε απ' τον πόλεμο γυρνάς κι' απ' τη σφαγή ν' ακούσεις
» στα γόνατά σου τα γλυκά λογάκια των παιδιών σου.
» Έτσι ας προσέξει, όσο πολύ κι' αν είναι παλικάρι,
» μήπως στη μάχη άλλος κανείς του βγει πιο δυνατός του,
» κι' η Γιάλα η αρχοντόθρεφτη καμιά νυχτιά απ' τον ύπνο
» σηκώσει με τα κλάματα το σπιτικό της όλο,
» το τέρι της γυρέβοντας, τον πρώτο απ' τους Αργίτες,
» η γνωστικιά του φοβερού Διομήδη γυναικούλα. »
Ετσι είπε, και της σφούγγιζε το θεϊκό νιχώρα
με τα διό χέρια· κι' έγιανε το χέρι, κι' οι βαριοί της
πόνοι μαλάκωσαν. Κι' αφτές, η Αθηνά κι' η Ήρα,
θωρούσαν, κι' έτσι αγγιχτικά πειράζανε το Δία.
Και πρώτη πήρε του Διός ναν του μιλήσει η κόρη
« Πατέρα Δία, κάτι τι θα πω, και μη θυμώσεις.
» Σαν κάπια η Κύπρη Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει
» με κάναν Τρώα —γιατί αφτοί την έχουν μαγεμένα–
» κάπια από 'φτές χαϊδέβοντας τις όμορφες νυφούλες
» τ' αφράτο χέρι στη χρυσή θα μάτωσε καρφίτσα.»
Γέλασε τότες των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας,
και τη ροδόσταχτη θεά φωνάζει και της κάνει
« Δεν είναι, κόρη μου, οι δουλιές για σένα του πολέμου.
» Εσύ τις γλυκοπόθητες κοίτα δουλιές του γάμου,
» κι' άφισ' τα αφτά στης Αθηνάς τα χέρια και στον Άρη.»    430
Τέτια μιλούσανε οι θεοί ανάμεσό τους λόγια.
Και στον Αινεία χοίμηξε ο φοβερός Διομήδης,
ξέροντας πως τον φύλαγε όχι άλλος, μόνε ο Φοίβος
με το δεξύ του· μα κι' αφτόν τον αψηφούσε, κι' έτσι
θεό μεγάλο, κι' έβλεπε πώς πάντα τον Αινεία
να σφάξει, και την ξακουστή να πάρει αρμάτωσα του.
Τρεις έτσι χύθηκε φορές ζητώντας να τον σφάξει,
και τρεις ο Φοίβος τούσπρωξε την λαμπρισμένη ασπίδα·
μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σα δαίμονας μονάχος,
μπήγει ο Απόλλος μιά φωνή μεγάλη και του κράζει
« Για στάσου, λιοντόκαρδε Διομήδη και στοχάσου,    440
» και μη ζητάς με τους θεούς να γίνεσαι ίσα κι' ίσα !
» Όμια η γενιά δεν πλάστηκε μαθές των αθανάτων
» θεώνε και των κατά γης σερνόμενων αθρώπων.»
Είπε, και του Τυδέα ο γιος πισώκανε μιά στάλα
για να γλυτώσει απ' το θυμό του προφυλάχτη Απόλλου.
Κι' αφτός αλάργα απ' τη σφαγή αφίνει τον Αινεία    445
μέσα στην άγια Πέργαμο, οπούχανε χτισμένα
την εκκλησιά του. Εκεί η Λητό κι' η Άρτεμη στο μέσα
πλατύ ιερό τον φρόντιζαν και τον γιατρολογούσαν.
Κι' ο Φοίβος ένα φάντασμα σοφίστηκε, όμιο σ' όλα
με τον Αινεία, και μ' αφτόν και στ' άρματα το ίδιο,    450
κι' ολόγυρα στο φάντασμα οι Δαναοί κι’ οι Τρώες
τρυπούσαν τις βοϊδόπετσες στρογγυλωτές ασπίδες,
και τις φτερόλαφρες προβιές στα στήθια ο ένας τ' άλλου.
Τότες πια ο Φοίβος φώναξε του λυσσασμένου τ' Άρη
« Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη,    455
» έλα απ' τον πόλεμο λοιπόν τον άντρα αφτόν να βγάλεις,
» πούναι άξιος και τον Δία πια να πολεμήσει τώρα.
» Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι,
» έπειτα ακόμα σαν στειχειό μου ρίχτηκε κι' εμένα.»
Έτσι είπε αφτός και κάθησε στης Πέργαμος την άκρη.    460
Μα ο Άρης πήγε το στρατό και γκάρδιωνε των Τρώων
όμιος σα νάταν των Θρακών ο στρατηγός Ακάμας,
και στους θεοσπαρμένους γιους φωνάζει του Πριάμου
« Γιοί του Πριάμου, των θεών βλαστάρια, ως πότε ακόμα
» θ' αφίνετε έτσι απ' τους οχτρούς να σφάζεται ο λαός σας ;    465
» Για λέτε ως να ζυγώσουν πια στις στεριωμένες πόρτες ;
» Χάσαμε ένα άντρα ισότιμο του Έχτορα εδωπέρα,
» το γιο του μεγαλόψυχου Αχίσα, τον Αινεία.
» Ομπρός ! τον άξιο σύντροφο να σώσουμε απ' τους χτύπους !»
Μ' αφτά τα λόγια προθυμιά τους έβαλε και θάρρος.    470
Τότε άσκημα κι' ο Σαρπηδός τον Έχτορα μαλώνει
« Έχτορα, πού 'ναι —δε μου λες ;— η τόλμη πούχες πρώτα ;
» Λες ίσως πως χωρίς βοηθούς και φίλους θα βαστάξεις
» το κάστρο, με τ' αδέρφια σου και τους γαμπρούς μονάχα.
» Μα τώρα εγώ κανένα τους δε βλέπω να προβάλλει,    475
» μόνε ζαρώνουν σα σκυλιά τριγύρω σε λιοντάρι,
» κι' εδώ όλοι εμείς, όσοι είμαστε βοηθοί σας, πολεμάμε.
» Τι είμαι κι' εγώ βοηθός εδώ κι' από πολύ ήρθα αλάργα.
» Τι αλάργα βρίσκεται η Λυκιά πας στο χοχλάτο Ξάνθο,
» κι' εκεί 'να γόρι ανήλικο και νιά αφήκα γυναίκα,    480
» και βιός μεγάλο π' ο καθείς το λαχταρά αν δεν τόχει.
» Μα κι' έτσι τους συντρόφους μου τους στέλνω ομπρός, κι' ατός μου
» τρέχω μ' οχτρούς να χτυπηθώ· ωστόσο εγώ δεν έχω
» δικό μου εδώ ν' αρπάξουν βιός, γυναίκες να σκλαβώσουν.
» Κι' εσύ μου στέκεις, μήτε καν στα παλικάρια κράζεις    485
» να μείνουν και τα τέρια τους απ' τη σκλαβιά να σώσουν.
» Τήρα μην πέστε στων οχτρών τα χέρια, σαν πιασμένοι
» σε λινοβρόχι αδιάβατο, και στο σακκί σας βάλουν·
» γλήγορα τότε η πλούσια σας θα σβύσει πολιτεία.
» Μα πρέπει μέρα νύχτα αφτά στο νου σου εσύ ναν τάχεις,    490
» και να θερμοπερικαλείς τους πρώτους των βοηθώνε
» πιστοί να μείνουν, τη βαριά φοβέρα παραιτώντας. »
Είπε, κι' ο λόγος δάγκασε τον Έχτορα στα σπλάχνα,
και πήδηξε οχ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου,
και σιώντας τα διό στομωτά κοντάρια, ολούθε τρέχει    495
δίνοντας θάρρος, κι' άναψε πεισματωμένη μάχη.
Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν,
μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε.
Κι' όπως λιχμίζουν χωρικοί, και τ' άχερο στ' αλώνια
παίρνει ο αγέρας, σα φυσούν άνεμοι κι' η ξανθούλα    500
θεά χωρίζει Δήμητρα απ' τ' άχερο το στάρι,
κι' ασπρολογάνε οι θημωνιές· όμια άσπρισε τους άντρες
απ' άκρη ως άκρη ο κουρνιαχτός, που σύγνεφα λες τότες
ως στον πολύχαλκο ουρανό τον τίναζαν τα πόδια
των ζώνε, σα ματάσμιγαν — τι πίσω τα γυρνούσε    5
κάθε αμαξάς — κι' οι δυό στρατοί ξανά στη μάχη ορμούσαν.
Κι' ο Άρης νύχτα ξάπλωσε στον πόλεμο τριγύρω,
κι' έτρεχε ακούραστος παντού βοηθώντας τους Δαρδάνους,
και τις αρμήνιες τέλιωνε του χρυσοσπάθη Απόλλου,
που τούχε πει και σύστησε ν' αναστυλώσει πάλι
των Τρώων την παλικαριά, σαν είδε την Παλλάδα    51
φεβγάτη· γιατί αφτή είτανε των Αχαιών προστάτρα.
Κι' απ' το βαθύπλουτο ιερό κι' ο Φοίβος τον Αινεία
τους στέλνει, κι' έβαλε ζωή μες στ' αρχηγού τα στήθια.
Κι' αφτός στους φίλους πάγαινε, και χάρηκαν οι φίλοι
άμα τον είδαν ζωντανός που ζύγωνε κι' ακέριος,    51
θάρρος γιομάτος, μα χωρίς και ναν του πουν δυό λόγια·
τι η άλλη αμπόδιζε δουλιά που ο άγριος σήκωσε Άρης,
κι' η Έριδα η αχόρταγη κι' ο Αργυροδοξάρης.
Τους άλλους του Λαέρτη ο γιος κι' ο θαρρετός Διομήδης
κι' οι δυό γκαρδιώνανε Αίϊδες, τους Αχαιούς, στη μάχη·    520
όμως κι' οι ίδιοι οι Δαναοί μήτ' από τις φοβέρες
των Τρώων κρυφοδείλιαζαν και μήτε απ' τα γιρούσα,
μόν στέκανε απαράλλαχτοι σα σύγνεφα που σταίνει
ο Δίας σε βιδιάς καιρό στα κορφοβούνια απάνου,
ασάλεφτα, όταν του βοριά η λύσσα και πάσα άλλου
κοιμάται ανέμου ζωηρού, που με βουή μεγάλη    525
φυσούν και κάθε σύγνεφο μαβρόχρωμο σκορπίζουν·
έτσι οι Αργίτες σταθεροί τους Τρώες καρτερούσαν
δίχως να φέβγουν. Και παντού ο πρωταφέντης τ' Άργους
γυρνούσε μέσα στο σωρό και φώναζε ολοένα
« Άλα! παιδιά, και βάρτε τους ! Μ' ατρόμητα τα στήθια
» φιλοτιμάστε τους οχτρούς πιός πρώτος να σκορπήσει.    530
» Όπου ντροπής, και πιότεροι γλυτώνουν παρά πέφτουν·
» φέβγεις, και ξεπετά η τιμή με δίχως να γλυτώσεις. »
Είπε κι' αμέσως τίναξε μιά κονταριά πιδέξια,
και βάρεσε έναν αρχηγό και του Αινεία βλάμη,
το γιο του Πέργασου Δηκό, που τον τιμούσαν ίσα    535
οι Τρώες σαν του βασιλιά τους γιους, γιατί παράξος
είταν στων πρώτων τη σειρά να πολεμάει και σφάζει
κατάσπιδα τον βάρεσε, κι' ανόφελη η ασπίδα
φάνηκε τότες, τι ο χαλκός τη διαπερνάει και μπαίνει
στα κάτου μέρη της κοιλιάς τρυπώντας το ζουνάρι.
Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.    540
Τότε ο Αινείας σκότωσε κι' αφτός διό παλικάρια
των Αχαιώνε, του Διοκλή τους γιους· τον ένα Κρήθο
τον λέγανε κι' Ορσίλοχο τον άλλονε. Ο γονιός τους
κάθουνταν στην καλόχτιστη Φηρή, σε βιός βαρβάτος,
κι' απ' το Ρουφιά κατάγουνταν, απ' το φαρδύ ποτάμι,
που κατεβαίνει διάμεσα της γης των Πυλιωτώνε,    545
και τον Ορσίλοχο έσπειρε, πολλών αφέντη ανθρώπων,
γονιό τ' ατρόμητου Διοκλή· κι' αφτός παιδιά του πάλι
έκανε εκείνους δίδυμα, σε κάθε πόλεμο άξιους.
Και σαν αντρώθηκαν οι διό, στη μυριοπλούσια Τροία    550
πήγανε με των Αχαιών τα μελανά καράβια,
βοηθώντας τ' Ατρεόπουλα να γδικιωθούν τους Τρώες·
όμως αφτού τους σκέπασε του χάρου το σκοτάδι.
Πώς μεγαλώνει η μάννα τους πας σε βουνού κορφάδες
λιοντάρια διό μες στην καρδιά δεντροπνιγμένου λόγγου,    555
κι' αρνιά και βόδια πρόσπαχα αρπάζουν, και τις στάνες
ρημάζουνε των χωριανών ώστε κι' αφτά να πέσουν
απ' τα μυτεροτρόχιστα των χωριανών κοντάρια·
έτσι απ' τα χέρια σφάχτηκαν κι' εκείνοι του Αινεία,
κι' έπεσαν όπως έλατα μεγάλα γέρνουν χάμου.    560
Μα τους λυπήθηκε ο γερός Μενέλας σαν τους είδε
πεσμένους, κι' όξω ρήχτηκε απ' τη γραμμή των πρώτων,
αστράφτοντας μες στο χαλκό και παίζοντας το φράξο·
κι' ο Άρης με τη γνώμη αυτή του πλήθαινε την τόλμη,
για ναν τον σφάξει τ' άσπλαχνο κοντάρι του Αινεία.
Όμως τον είδε ο γλήγορος Αντίλοχος, και βγήκε    565
όξω απ' τους πρώτους, τρέμοντας μην τίποτα τους πάθει
ο βασιλιάς και χάσουνε του κάκου τόσους κόπους.
Οι διό τους τότες στέκουνταν αντικρυστοί, με χέρια
και μ' άρματα τους έτοιμα, να χτυπηθούν διψώντας,
κι' έτρεξε αφτός σιμά σιμά, του βασιλιά από δίπλα.    570
Τότε ο Αινείας πόδισε κι ας είταν παλικάρι,
άντρες σαν είδε αντίκρυ διό να στέκουν δίπλα δίπλα·
κι' αφτοί τραβάνε τους νεκρούς στων Αχαιών το μέρος,
κι' όταν τους μάβρους στων δικών τους έβαλαν τα χέρια,
γύρισαν πάλι και μπροστά στη μάχη πολεμούσαν.    575
Τον Πυλομένη τότε οι διό, άντρα άξιο σαν τον Άρη
και πρώτο των λιοντόκαρδων σκοτώνουν Παφλαγόνων.
Αφτόν εκεί που στέκουνταν, του ρήχνει το κοντάρι
ο ξακουσμένος σκοπεφτής Μενέλας, και τον βρίσκει
απάς στην κλείδωση. Κι' ο γιος κατόπι του Νεστόρου    580
τον αμαξά του Μύδονα χτυπάει, τον αντριωμένο
τ' Ατύμνη γιο —τ' αλόγατα γυρνούσε αφτός να φύγει—
μεσάγκωνα βαρώντας τον με μιά χοντρή κοτρώνα·
κι' εκείνος, χάμου τούπεσαν στις σκόνες οχ τα χέρια
τα γκέμια π' απ' του φιλντισιού τη χάρη ασπροβολούσαν.
Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μιά στην κεφαλή του
σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι    585
με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους,
φυσώντας, μες στα χώματα. Καιρό στεκότανε όρθιος—
γιατί άμμο βρήκε εκεί βαθύ— ως που τ' αλόγατά του
τον κλώτσησαν και χάμου εκεί τον ξάπλωσαν στο χώμα,
καθώς ο γιος του Νέστορα τα βάρεσε να τρέξουν,
κι' έτσι τα πήγε ως στα γοργά των Αχαιών καράβια.
Τότες τους ειδέ ο Έχτορας στων στρατιωτών τη μέση    590
κι' όρμησε απάνου σκούζοντας, και πίσω του ακλουθούσαν
των Τρώων τ' άγρια τάγματα, κι' έτρεχε ομπρός ο Άρης
με την αφέντρα Σκοτωσού, που της Σφαγής κρατούσε
την άκαρδη Αναστάτωση, κι' ο λυσσασμένος Άρης
ανέμισε αθεόρατο στις χούφτες του κοντάρι,
και μιά μπροστά απ' τον Έχτορα μιά γύριζε από πίσω.    595
Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης.
Πώς άντρας μαλακόψυχος περνάει μεγάλο κάμπο
και στέκει ομπρός σε ποταμού την άκρη φουσκωμένου
που τρέχει κατά το γιαλό, καθώς τον δει με κρότους
π' αφρολογάει, και βιαστικός τραβιέται πίσω πάλι·
τότε έτσι κώλωσε κι' αφτός και μίλησε στους άντρες    600
« Βρε τί σαστίζουμε, παιδιά, τον Έχτορα σα δούμε
» κι' είναι άφοβος πολεμιστής και στο κοντάρι πρώτος ;
» Μα κείνος ένα απ' τους θεούς έχει κοντά του πάντα
» που τον γλυτώνει από σφαγή, σαν που και τώρα ο Άρης,
» τηράτε ! μ' άντρα μιάζοντας θνητό μαζί του τρέχει.
» Μόν με τα μάτια στους οχτρούς απάνου, πίσω πάντα    605
» τραβιέστε, και με τους θεούς πολέμους μη ζητάτε.»
Είπε, κι' εφτύς πολύ κοντά τούς ζύγωσαν οι Τρώες.
Έσφαξε τότε ο Έχτορας καλούς διό ακοντιστάδες,
διό σ' ένα αμάξι· Αχίγιαλο τους λέγαν και Μενέστη.
Κι' ο Αίας τους σπλαχνίστηκε, πεσμένους σαν τους είδε,    610
και τρέχει αμέσως στέκεται σιμά σιμά στους διό τους
και ρήχνει το σπιθόβολο κοντάρι, και τον Άρη
σκοτώνει, του Σελάγου γιο, που στην Παισό 'χε πύργο
κι' είχε σπαρτά και βιός πολύ, μα να στην Τροία η μοίρα
τον έστειλε του βασιλιά βοηθό και των παιδιών του.
Αφτόνε ο Αίας σούγλισε στου ζουναριού τα μέρη·    615
και κάτου κάτου στην κοιλιά του μπήκε το κοντάρι,
και χάμου βρόντησε. Έτρεξε ο ξακουστός τότε Αίας
ν' αρπάξει την αρματωσά, μα τούρηξαν οι Τρώες
τα μακροδρόμα ολόλαμπρα κοντάρια· κι' η ασπίδα
άρπαξε απάνου της πολλά· κι' εκείνος στο κουφάρι
το πόδι απάνου βάζοντας, το χαλκωμένο φράξο    620
το τίναξε όξω απ' το κορμί. Όμως και τ' άλλα ακόμα
να βγάλει πλουμιστά άρματα δε μπόρεσε απ' τους ώμους,
τι οι χτυπησές τον στένεβαν. Και σκιάχτηκε των Τρώων
το δυνατό διαφέντεμα, που τόσοι εκεί, ένας κι' ένας,
στάθηκαν στο νεκρό σιμά βαστώντας τα κοντάρια,
κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος,    625
πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει.
Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στην καρδιά της μάχης.
Παρέκει τον Τληπόλεμο, άντρα τρανό λεβέντη,
και γιο του Ηρακλή, η σκληρή τον στέλνει μοίρα απάνου
στο Σαρπηδό που με θεούς να μετρηθεί μπορούσε.
Αφτοί σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια,    630
οι διό τους αγγονός και γιος του Συγνεφοσυνάχτη,
πρώτα άνοιξε ο Τληπόλεμος το στόμα να μιλήσει
« Πια ανάγκη, αφέντη Σαρπηδό, σε βιάζει εδώ να μένεις
» και να ζαρώνεις, που σπαθί σαν τί είναι εσύ δεν ξέρεις ;
» Ψέματα λεν πως είσαι εσύ τάχα παιδί του Δία·    635
» τι είσαι πολύ χειρότερος, όχι ίσος με τους άντρες
» που γέννησε του Κρόνου ο γιος στα περασμένα χρόνια.
» Άλλος λεν άντρας είτανε ο ξακουστός γονιός μου,
» ο Ηρακλής, πούχε άτρομη καρδιά σαν το λιοντάρι,
» πούρθε για τ' άτια μιά φορά εδώ του Λαομέδου    640
» μ' έξη καράβια μοναχά και μετρητούς νομάτους,
» κι' όμως το κάστρο κούρσεψε κι' ερήμωσε τις στράτες.
» Μα εσύ, κι' εσύ είσαι ανάψυχος, ανάξιος κι' ο στρατός σου.
» Μήτε θαρρώ πως έφτασες απ' τη Λυκία εδώ τώρα
» κι' οι Τρώες τάχα αλάφρωση θα δουν καμιά απ' τα σένα
» όσο κι' αν είσαι δυνατός, παρά απ' τ' άρματά μου    645
» ξεκοιλιασμένος τη μπασιά θενά περάσεις τ' Άδη.»
Τότε απαντάει κι' ο Σαρπηδός, των Λυκιωτώνε ο πρώτος
«Τληπόλεμε, ναι χάλασε της Τριάς εκιός το κάστρο
» απ' τις ζαβάδες του λαμπρού αφέντη Λαομέδου,
» που κείνος όσο τούκανε καλό, τόσο με λόγια    650
» αφτός τον πλέρωσε αχαμνά, και τ' άτια ναν του δώκει
» δε θέλησε, κι ας ήρθε εδώ για αφτά από τόσο αλάργα.
» Μα τώρα στάσου εσύ να δεις, τι θα σ' το πιώ το αίμας
» εδώ θαρρώ, κι' απ' τ' άρματα σφαγμένος τα δικά μου,
» δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον Άδη θα χαρίσεις.»
Είπε, κι' εκείνος σήκωσε τα φράξο ναν του ρήξει,    655
και τα κοντάρια πήδηξαν μαζί κι' απ' τα διό χέρια.
Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα,
και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα,
και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια.
Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη    660
ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε·
μα ακόμα τώρα ο σπάρτης του τον γλύτωσε από χάρο.
Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι
τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή. Και το μακρύ κοντάρι
σερνόμενο τον βάραινε· μα απ' την πολλή τους βιάση    665
κανείς δε συλλογίστηκε, δεν είπε το κοντάρι
να βγάλει του όξω απ' το μερί και να σταθεί στα πόδια·
τόσο τους έσφιγγε ο οχτρός καθώς τον κουβαλούσαν.
Και τον Τληιτόλεμο αντικρύ οι γκαρδιακοί συντρόφοι
τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή. Κι' ο θεϊκός Δυσσέας
τον είδε κι' η καρτερικιά πικράθηκε ψυχή του.    670
Και τότες του διπλόφερε μέσα η καρδιά στα στήθια
ή καταπόδι του Διός το γιο να κυνηγήσει
ή να λιανίσει αλύπητα των Λυκιωτών το πλήθος.
Όμως δεν τούτανε γραφτό με το μακρύ κοντάρι
αφτός τον αντριωμένο γιο του Δία να σκοτώσει·    675
έτσι τη γνώμη η Αθήνα του γύρισε στο πλήθος.
Τότες με τ' όπλο το Χρομιό σκοτώνει και τον Άλη,
τον Κοίρανο, τον Άλκαντρο, τον Πρύτανη, κι' ακόμα
τον παινεμένο Αλάστορα, το γνωστικό Νοήμο.
Ακόμα κι' άλλους πιο πολλούς θα σκότωνε Λυκιώτες,
μόνε τον είδε μιά στιγμή ο φουντοπλουμισμένος    680
μεγάλος Έχτορας, κι' ορμάει όξω απ' τους μπροστομάχους
χαλκόπλιστος αστραφτερός και χύνοντας τον τρόμο
μες στους Αργίτες. Χάρηκε του Δία ο γιος μιά στάλα
άμα τον είδε κι' έρχουνταν, και τούπε με τα δάκρια
« Βοήθια, του Πριάμου γιε, βοήθια ! Μη μ' αφήκεις
» να πέσω, κι' αρπαχτάρι εδώ να γίνω των οχτρώνε.    685
» Κατόπι μες στη χώρα σας ας κλείσω και τα μάτια,
» μιάς και δε μούτανε γραφτό πίσω κι' εγώ να σύρω.
» στο σπίτι στην πατρίδα μου, και να καλοκαρδίσω
» το τέρι μου το λατρεφτό, τ' ανήλικο παιδί μου. »
Είπε, μα δεν απάντησε ο Έχτορας μιά λέξη,
μόν πέρασε σαν αστραπή, ζητώντας να χτυπήσει    690
γλήγορα πίσω τους οχτρούς και ναν τους δεκατίσει.
Έτσι οι συντρόφοι κάθισαν το Σαρπηδό από κάτου
απ' τη χαριτωμένη οξά του βροντορήχτη Δία·
κι' ένας του βλάμης γκαρδιακός, ο δυνατός Πελάγος,
του τράβηξε όξω απ' το μερί το φράξινο κοντάρι.    695
Κι' ο δύστυχος λιγοθυμάει, και γύρω μιά μαβρίλα
στα μάτια του ξαπλώνεται. Μα πάλι ψυχοπιάνει,
και του βοριά το δρόσισμα, π' ολόγυρα φυσούσε,
τα στήθια του ζωντάνεβε τα βαριολιγωμένα.
Κι' οι Δαναοί στον Έχτορα μπροστά και στο Σκοτώστη
μήτε τις πλάτες γύριζαν κατά τα μάβρα πλοία    700
μήτε αντιπολεμούσανε ποτές, μόν πάντα πίσω
κώλωναν μόλις ένιωσαν τον Άρη με τους Τρώες.
Τότες πιον πρώτο, πιον στερνό ο χαλκοφορεμένος
Άρης ξαρμάτωσε κι' ο γιος του βασιλιά Πριάμου;
Τον Τέφτρα τον ισόθεο, τον αλογάρη Ορέστη,    705
τον Τρήχο τον κονταριστή, της Αιτωλιάς το θρέμμα,
τον Έλενο, του Βοίνοπα βλαστάρι, το Βοινόμα,
και τον Ορέσβη, που φασκιά φορούσε πλουμισμένη
κι' είχε στην Ύλη πύργο, εκεί στους όχτους της Τοπάλιας,
δοσμένος στο θησάβρισμα, και δίπλα τα χωριά τους
είχαν κι' οι άλλοι Βοιωτοί, στο πλούτος βουτημένα.    710
Μα σαν τους ένιωσε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα,
που λιάνιζαν τους Αχαιούς μες στη σκληρή τη μάχη,
γυρνάει και λέει της Αθηνάς διό φτερωμένα λόγια
«Ώχου μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα,
» τάμα λέω τάξαμε άδικο του βασιλιά Μενέλα,    715
» πως πριν μισέψει, πρώτα εδώ το κάστρο θα κουρσέψει,
» έτσι αν τον Άρη αφήκουμε τον έρμο να λυσσάζει.
» Μόν έλα ! ας μπούμε πια κι' εμείς στη ζάλη του πολέμου.»
Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, η σεβαστή Παλλάδα.
Κι' εκείνη πάει και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια,    720
η Ήρα η αρχιθέϊσσα, του Κρόνου η θυγατέρα.
Κι' η Ήβα πέρασε γοργά στο σιδερένιο αξόνι,
απ' τ' αμαξού τις δυό μεριές, τους στρογγυλούς χαλκένιους,
τους οχτοδράχτινους τροχούς. Μαλαματένιο γύρο
έχουν αφτοί, πάντα άλιωτο, και χάλκινα από πάνου
στεφάνια, θάμα μοναχό, με τέχνη τεριασμένα·    725
κι' είναι απ' ασήμι και τα διό τριγύρω κεφαλάρια.
Και το κουτί είναι με χρυσά λουριά και μ' ασημένια
δεμένο, και τριγυριστό από διπλά στεφάνια.
Και τ' ασημένιο τούβαλε τιμόνι, και στην άκρη
του δένει απάνου το ζυγό, λαμπρό μαλαματένιο,    730
και τα κατάχρυσα περνάει πανώρια ζυγολούρια.
Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της,
για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα.
Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι
χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμα της,
ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη,    735
και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη,
φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα,
φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος,
και μέσα η τόλμη, η Όχτρητα, και τ' άχαρο Κυνήγι,    740
μέσα κι' η κάρα του φριχτού τεράτου, της Γοργόνας,
άγριο κεφάλι σκιαχτερό και του Διός σημάδι.
Και στο κεφάλι φόρεσε το χρυσαφένιο κράνος,
πούχει σκαρί διπλόλαμο τετραστεφανωμένο
[ και μέσα ως εκατό χωράει πολιτειών πεζούρα].
Κι' ανέβηκε στο φλογωτό τ' αμάξι, και στα χέρια    745
άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι,
που σείνει το και παραλεί των μαχητών τους λόχους,
όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα.
Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.
Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πύλη,
που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα    750
του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν
το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω·
μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους.
Και βρίσκουν χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου
πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο.
Εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα,    755
κι' έτσι αρωτάει τον πάμπρωτο θεό και συντυχαίνει
« Δία πατέρα, πώς λοιπόν! αφτές δε σε πειράζουν
» τ' Άρη οι ασήκωτες δουλιές; Δες τί λογής Αργίτες
» και πόσους μου θανάτωσε, τρελά με δίχως τάξη.
» Στενάζω εγώ, μα ξέγνιαστη το διασκεδάζει η Κύπρη    760
» κι' ο χρυσοδόξαρός σου ο γιος, π' αμόλησαν αφτόνε,
» ένα άμιαλο που δεν ψηφάει την τάξη και το δίκιο.
» Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου,
» τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχη; »
Τότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε
« Ομπρός λοιπόν ! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη,    765
» π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβει. »
Είπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα,
και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν
τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα.
Κι' όσο σκοπός, που κάθεται σε ξέφαντο και βλέπει    770
προς το κρασύ το πέλαγο, σκοτεινοξεχωρίζει,
τόσο πηδάνε των θεών τ' αψηλοπίλαλα άτια.
Κι' όταν στης Τριάς ζυγώσανε τ' αστέρεφτα ποτάμια,
όπου το ρέμα ο Σκάμαντρος με του Σιμόη σμίγει,
εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόλαιμη Ήρα,    775
ξεζέβει τ' άτια, και πυκνή τους χύνει γύρω ομίχλη.
Και χόρτο αμάραντο να φαν τους φύτρωσε ο Σιμόης.
Έπειτα οι διό τους, πεταχτές σαν του δρυμού τρυγόνες,
πηγαίνανε, ανυπόμονες τους Αχαιούς να σώσουν.
Μα τέλος πια σαν έφτασαν εκεί που καρτερούσαν    780
οι πιο πολλοί και δυνατοί, τριγύρο πυκνωμένοι
στον άξιο του Τυδέα γιο, παρόμιοι σα λιοντάρια,
ή σαν κάπρια άγρια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμη τους,
στάθηκε εκεί και χούγιαξε η κρουσταλλόκορφη Ήρα,
μιασμένη σαν το Στέντορα πούχε φωνή χαλκένια    785
και τόσο μόνος φώναζε σαν άλλους ως πενήντα
« Ντροπής, Αργίτες! Άνατροι, φανταχτεροί στα κάλλη !
» Τότες, σαν έβγαινε ο γοργός στον πόλεμο Αχιλέας,
» ποτές τους δεν ξεμύτιζαν όξω απ' το κάστρο οι Τρώες,
» τί τ' Αχιλέα τότρεμαν τ' αβάσταχτο κοντάρι·    790
» τώρα απ' τη χώρα πολεμάν αλάργα, εδώ στα πλοία !»
Έτσι είπε, και τους άναψε τη λύσσα και το πάθος.
Τότε ίσα τρέχει η Αθηνά στο βασιλιά Διομήδη,
και τόνε βρίσκει την πληγή, που του Παντάρου τ' όπλο
τούχε ανοιγμένα, στ' αμαξού το πλάϊ ναν τη δροσίζει·    795
τι κάτου απ' το πλατύ λουρί της κουφωτής ασπίδας
τη σάρκα ο ίδρος τούτσουζε —εκεί τόνε πονούσε,
κι' είταν το χέρι του βαρύ— κι' απάνου σηκωμένο
κρατούσε τ' ασπιδόλουρο και σφούγγιζε το αίμας.
Κι' έπιασε εκείνη το ζυγό των διό του αλόγων κι' είπε
« Ά λίγο ο γιος του τούμιασε που γέννησε ο Τυδέας!    800
» Ναί, εκείνος είταν μιά μπουκιά κορμί, μα παλικάρι.
» Κι' ακόμα σα δεν άφινα εγώ να πολεμήσει
» και να σφαντάξει, τον καιρό που πήγε με μαντάτα
» στη Θήβα, έτσι ασυντρόφιαστος μες σε πολλούς Θηβαίους,
» παρά στον πύργο φρόνιμα να ξεφαντώνει τούπα,    805
» αφτός με την ατρόμητη καρδιά του, σαν και πρώτα,
» ν' αντροκαλέσει τόλμησε τους πρώτους των Θηβαίων
» να βγουν στα χέρια, κι' όλους τους τους νίκησε, έναν ένα.    807
» Μα εσένα εγώ σου στέκουμαι σιμά και σε προσέχω,    809
» και πρόθυμα να πολεμάς τους Τρώες σε γκαρδιώνω.    810
» Μα αν ίσως φόβος άκαρδος σ' έχει παγώσει εσένα
» ή κόπος πολυσάλεφτος στα ήπατα σού μπήκε,
» τότες δεν είσαι θρέμμα εσύ του τολμηρού Τυδέα.»
Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης
« Σ' ένιωσα, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα,    815
» και λέφτερα θενά σ' το πω, το λόγο δε θα κρύψω.
» Εμένα φόβος άκαρδος δε μ' έπιασε και δείλια,
» παρά δικές σου συμβουλές έχω στο νου μου ακόμα.
» Δε μούπες να μην πολεμάω με τους θεούς τους άλλους
» έτσι ανοιχτά, μόν του Διός η κόρη, Αφροδίτη,    820
» αν έρθει, να τρυπήσω αφτή με το βαρύ κοντάρι ;
» Για αφτό ποδίζω τώρα εγώ, και τους λοιπούς Αργίτες
» τους πρόσταξα όλοι τους εδώ να μαζωχτούν σιμά μου,
» τι ξάνοιξα μες στους οχτρούς τον Άρη π' αρχηγέβει.»
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα    825
« Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο,
» έννια σου αφτό ! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι
» θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα !
» Μόν έλα τρέχα τ' άλογα ίσα στον Άρη πρώτο,
» και ζύγωσε και κάρφωσ' τον, σέβας αφτός δε θέλει,    830
» τέτιος φριχτός διπρόσωπος τέτιος λυσσιάρης σκύλος,
» που πριν μας τόταξε ρητά, κι' εμένα και της Ήρας
» νάναι βοηθός των Αχαιών, να πολεμάει τους Τρώες,
» και τώρα εκείνα τα ξεχνάει και τρέχει με τους Τρώες.»
Έτσι είπε, και το Στένελο τον πιάνει από το χέρι    835
και χάμου τον τραβάει· κι' αφτός πηδάει αμέσως κάτου.
Κι' αφτή στ' αμάξι ανέβηκε του βασιλιά από δίπλα,
η θέϊσσα ανυπόμονη· κι' ακούς βαριά να τρίξει
τ' αξόνι της βελανιδιάς απ' το μεγάλο βάρος,
τι σήκωσε δεινή θεά, παλικαρήσο κι' άντρα.
Τότε η θεά το καμοτσί αρπάζει και τα γκέμια,    840
κι' αμέσως χτύπησε τα ζα ίσα στον Άρη πρώτο.
Αφτός εκεί ξαρμάτωνε το γίγα τον Περίφα,
του Οχήσου γιο κι' ολόπρωτο των Αιτωλών κοντάρι·
αφτόνε ο Άρης ξέγδυνε, και την περκεφαλαία
τ' Άδη φοράει η θέϊσσα μην τύχει και τη νιώσει.    845
Μα το Διομήδη βλέποντας ο θνητοφάγος Άρης,
αφίνει εκεί κοιτάμενο το γίγαντα Περίφα
όπου τον πρωτοσκότωσε και τη ζωή τού πήρε,
κι' έτρεξε εφτύς ολόϊσα στο θαρρετό Διομήδη.
Κι' οι διό σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια,    850
πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι
ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των ψαριών τα γκέμια,
τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη
το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου
απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.
Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι,    855
κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη
οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει
και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί τού σακατέβει,
κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι.
Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα,    860
που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται.
Τρεμούλα πήρε και τα διό στρατέματα απ' το φόβο·
τόσο ξεφώνισε ο θεός που φόνους δε χορταίνει.
Πώς σκοτεινή στα σύγνεφα σηκώνεται μαβρίλα
σαν πιάνει κακοφύσητος αγέρας με την κάψα,    865
τέτιος κοντά στα σύγνεφα κι' ο Άρης στο Διομήδη
φαινότανε όταν στα φαρδιά πετούσε απάνου ουράνια.
Κι' ήρθε σε λίγο στων θεών τον τόπο, στου Ελύμπου
τα κορφοβούνια, κι' έκατσε με την καρδιά θλιμένη
σιμά στο Δία, κι' έδειχνε π' απ' την πληγή του μέσα    870
ανάβρυζε αίμα αθάνατο, κι' έτσι είπε με τα δάκρια
« Δία πατέρα, τα φριχτά καμώματα που βλέπεις,    872
» αφτά δε σε πειράζουνε ; Μ' εσένα τάχουμε όλοι,    875
» τι πήγες τη σκαρτάδα αφτή και γέννησες στον κόσμο,
» ανάθεμά την! που κακό πάντα ζητάει να κάνει.
» Όλοι οι θεοί που βρίσκουνται στον ουρανό σ' ακούνε,
» κι' όλοι είμαστε αποταχτικοί· μονάχα αφτή δε θέλεις
» να περιορίσεις μιά σταλιά, μόν έτσι την αφίνεις,    880
» τι είναι δικό σου γέννημα το διαστρεμένο πλάσμα !
» Να τώρα του Τυδιά το γιο, τον άπιαστο Διομήδη,
» τον έχει χέρι σε θεούς βαλμένα να σηκώνει.
» Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι,
» όμως κατόπι σα στειχιό μου ρήχτηκε κι' εμένα.
» Μόν τα γοργά με γλύτωσαν ποδάρια· αλλιώς, πιός ξέρει    885
» σαν πόσα χρόνια στων νεκρών τον τόπο θα βογκούσα,
» ή ζωντανός θ' απόμενα χαλκοσακατεμένος.»
Τότες,τόν στραβοκοίταξε του Κρόνου ο γιος και τούπε
« Μην ήρθες, άστατο κορμί, κοντά μου και γκρινιάζεις !
» Άλλο θεό δε μάχουμαι εγώ καθώς εσένα,    890
» τι πάντα θες λογοκοπές, θες φόνους, θες πολέμους.
» Της μάννας σου, πούναι άπιαστη, πούναι στουρνάρι η γνώμη,
» της Ήρας, που κι' ο λόγος μου με κόπο τη δαμάζει,
» απ' τις ορμήνιες της θαρρώ αφτά πως τα παθαίνεις.
» Μα ας είναι τώρα, πιο πολύ να μου πονάς δε θέλω·    895
» παιδί μου σ' έχω, η μάννα σου σε γέννησε μαζί μου.
» Μα αν είσουν άλλου γιος θεού σαν πούσαι διαστρεμένος,
» θάσουν καιρό στα τάρταρα πιο κάτου απ' τους Τιτάνους.»
Έτσι είπε, και το Γιατρεφτή φωνάζει ναν τον γιάνει.
Και βάζοντας του ο Γιατρεφτής μαλαχτικά βοτάνια,    900
τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος.
Πώς τ' άσπρο γάλα κι' άπηχτο γοργή η πυτιά το πήζει
και γύρω με το χτύπημα μαζέβει χέρι χέρι,
γλήγορα τόσο γιάτρεψαν τα θεϊκά βοτάνια.
Κι' η Ήβα νιόπλυτα σκουτιά τον λούζει και του βάνει·    905
κι' έτσι στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος.
Εκείνες πάλε οι διό γυρνούν στα θεϊκά λημέρια,
η σώστρα η κόρη του Διός κι' η κρουσταλλόκορφη Ήρα,
μιάς κι' ο αχόρταγος θεός παράτησε τους φόνους.