Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Δ


Και στο χρυσόστρωτο οι θεοί τον πύργο με το Δία
κάθουνταν κι' είχανε βουλή, και τους κερνούσε γύρω
νεχτάρι η Ήβα· κι' οι θεοί με τα χρυσά ποτήρια
ένας τον άλλο φίλεβε, κατά την Τριά τηρώντας.
Άξαφνα ο Δίας βάλθηκε την Ήρα να κεντήσει    5
μ' ένα διό λόγια αγγιχτικά, κι' ορθά κοφτά μιλούσε
« Έχει προστάτρες διό θεές ο βασιλιάς Μενέλας,
» την Ήρα την Αργίτισσα, την Αθηνά τη Σώστρα.
» Μα αφτές μακριά του κάθουνται και μόνο κάνουν χάζι
» τον κάμπο, μα η ροδόγελη όμως θεά Αφροδίτη    10
» στον Πάρη πάντα 'ναι κοντά, τον βγάζει οχ τους κιντύνους,
» και τώρα μέσα απ' του φιδιού τον γλύτωσε το στόμα.
» Δεν έχει ωστόσο, νίκησε ο καστανός Μενέλας.
» Κι' εμείς ας δούμε αφτή η δουλιά πώς πρέπει να τελειώσει·
» θ' ανάψουμε άγριο πόλεμο και μάχες ξαναπίσω,    15
» για λέτε πια να βάλουμε αγάπη ανάμεσό τους ;
» Μα αν πάλι σας καλόρχεται και δε σας πολυνιάζει,
» ας μείνει η χώρα απείραγη του βασιλιά Πριάμου,
» και πίσω στ' Άργος η Λενιό ας πάει με το Μενέλα.»
Είπε, κι' αφτές κατσούφιασαν, η Αθηνά κι' η Ήρα.    20
Οι διό τους κάθουνταν, η μιά κοντά κοντά στην άλλη,
και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν.
Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μιά λέξη, μόν σωπούσε,
κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία·
μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει
» Τί είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου;    25
» Πώς θες τους κόπους άδικα στη μέση να μ' αφήκεις,
» όσο ίδρωσα ίδρο κι' έσπασα τα ζα στρατολογώντας,
» τι του Πριάμου είχα στο νου το σόι να ξεκληρίσω.
» Κάν' το ! όμως μερικοί θεοί, σ'το λέω, θα πικραθούμε. »
Τότες ο Δίας απαντάει βαριά αγαναχτισμένος    30
« Καλότυχη, μα τί λοιπόν ! τόσα κακά σου κάνουν
» ο Πρίαμος κι' όλοι του οι γιοί, που πολεμάς αιώνια
» να τους ρημάξεις σύριζα τη μυριοπλούσια χώρα;
» Ας δύνουσουν μονάχα εσύ να μπεις στο κάστρο μέσα
» κι' ωμό να φας τον Πρίαμο, να φας και τα παιδιά του    35
» μ' όλους τους Τρώες, τότες πια θα χόρταινε ο θυμός σου.
» Κάνε όπως θες! μα κοίταζε μη βγάλει αφτή η διχόνια
» ανάμεσό μας έπειτα καμιά μεγάλη αμάχη.
» Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι.
» Σαν κάνω απόφαση κι' εγώ και θέλω να ρημάξω    40
» κάστρο κανένα όπου ίσως ζουν αθρώποι αγαπητοί σου,
» να μη μου φέρνεις στο θυμό αμπόδια, μόν ν' αφήκεις.
» Σούδωκα θέλοντας κι' εγώ, και μ' άθελα όμως σπλάχνα.
» Γιατί όσες χώρες βρίσκουνται στον ήλιονε από κάτου
» και στον αστρόφωτο ουρανό θνητοκατοικημένες,    45
» απ' όλες πιο πολύτιμη αφτή είταν της καρδιάς μου,
» η Τρία η μεγάλη, ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του.
» Τι προσφορές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου,
» σταλιές και τσίκνα· αφτό κι' εμάς μας έλαχε πρεσβιό μας.»
Τότες τ' απάντησε η κυρά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα    50
« Τώρα τρεις χώρες έχω εγώ πολύ πιο λατρεμένες,
» τ' Άργος, και την πλατύδρομη Μυκήνα, και τη Σπάρτη,
» και ρήμαξε τες αν ποτές τις οχτρεφτεί η καρδιά σου·
» κι' αφτές δε σ' τις αρνιέμαι εγώ και δεν τις διαφεντέβω.
» Τι κι' αν αρνιέμαι κι' αν ζητώ αμπόδια να σου βάλω,    55
» τί κατορθώνω πούσαι εσύ πολύ πιο δυνατός μου ;
» Όμως δεν πρέπει να χαθεί μήτε ο δικός μου ο κόπος,
» τι είμαι θεά μαθές κι' εγώ, ίδια μαζί σου φύτρα,
» και πιο ολωνώνε σεβαστή γεννήθηκα απ' τον Κρόνο,
» κι' ως πρώτη γέννα κι' επειδής με λεν δικό σου τέρι,    60
» εσένα π' όλων των θεών είσαι οριστής κι' αφέντης.
» Μα παραχώρησες σ' αφτά θα κάνουμε κι' οι διό μας,
» εμένα εσύ και πάλι εγώ εσένα θα σου κάνω,
» κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί θα παν κατά πώς πάμε.
» Μόν τώρα πες της, μην αργείς, της Αθηνάς να τρέξει
» στους πολυτάραχους στρατούς των Αχαιών και Τρώων,    65
» κι' έτσι να κάνει π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες
» και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκη. »
Έτσι είπε, και την άκουσε ο κεραβνοτινάχτης,
και λέει εφτύς της Αθηνάς δυό φτερωμένα λόγια
« Πήγαινε κάτου στο στρατό δίχως στιγμή να χάσεις,    70
» κι' έτσι να κάνεις π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες
» και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκη. »
Έτσι είπε, και ξαπόστειλε την Αθηνά στα πλήθη,
όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε,
κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε, τα κορφοβούνια κάτου.
Πώς τ' άστρο φαίνεται που ο γιος του Κρόνου σφεντονίζει,    75
κι' είναι σημάδι ή σε λαό πολύστρατο ή σε νάφτες,
λαμπρό, και σπίθες άπειρες στο δρόμο του σκορπάνε·
σαν τέτιο αστέρι χύθηκε κι' αφτή ίσια προς τον κάμπο,
κι' έπεσε ανάμεσα στους διό. Και κοίταζαν με τρόμο
οι φτερουγόποδοι Αχαιοί κι' οι αλογάδες Τρώες.    80
Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας
« Για πάλι πόλεμος κακός θ' ανάψει κι' άγρια μάχη,
» για βάζει ανάμεσα στους διό αγάπη ο γιος του Κρόνου,
» πούναι στον κόσμο μοιραστής στημένος του πολέμου. »
Έτσι ο καθένας έλεγε των Αχαιών και Τρώων.    85
Κι' εκείνη μ' άντρα μιάζοντας, μ' ακοντιστή ψημένο,
το Λαοδόκο, χώθηκε μες στο σωρό των Τρώων,
παντού τον άξιο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.
Και βρήκε του Λυκά το γιο, λεβεντονιό πανώριο,
πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους    90
τριγύρω, π' απ' τα ρέματα τους έφερε του Ναίσπου.
Και πάει σιμά και του λαλεί διό φτερωμένα λόγια
« Τάχατες θες το λόγο μου, γιε του Λυκά, ν' ακούσεις :
» Γοργή σαΐτα σου βαστάει να ρήξεις του Μενέλα;
» Θα σ' τόχουν χάρη οι Τρώϊδες, θα σε παινέσουν όλοι,    95
» κι' απ' όλους χάρη πιο πολύ θα σ' το γνωρίζει ο Πάρης,
» και πρώτος μ' αξετίμωτα θα σε πλουτίσει δώρα
» αν δει τον πολεμόχαρο Μενέλα ξαπλωμένο
» πας στην πολύπικρη φωτιά, της σαϊτιάς σου θύμα.
» Μόν έλα, ομπρός ! σαΐτεψ' τον το βασιλιά Μενέλα,    100
» και κάνε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου,
» πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξεις στο βωμό του,
» πίσω σαν πας στον τόπο σου, τη βλογημένη Ζέλια.»
Μ' αφτά τα λόγια τ' άμιαλου του πείθει το μιαλό του.
Ίσα γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι,    105
τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες αφτός τον άγριο τράγο
κάτου απ' τα στήθια βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε
κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει·
κι' έπεσε χάμου ανάσκελα τ' αγρίμι εκεί στο βράχο.
Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες,
που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με τέχνη    110
τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι.
Έτοιμο αφτό σα βόλεψε σφιχτά τεντώνοντάς το,
μπηχτό στη γης το στύλωσε. Κι' ενώ μπροστά του ασπίδες
κρατούσανε οι συντρόφοι του, μήπως τυχόν πλακώσουν
πριν οι γενναίοι Δαναοί πριν δούνε χτυπημένο    115
τον ξακουστό τ' Ατρέα γιο, τον καστανό Μενέλα,
έβγαλε αφτός το σκέπασμα της θήκης, και σαΐτα
πήρε καινούργια φτερωτή, πηγή των μάβρων πόνων·
και τη σαΐτα απάνου εφτύς στερέωσε στην κόρδα,
κι' έκανε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου,
πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξει στο βωμό του,    120
πίσω σαν πάει στον τόπο του, στη βλογημένη Ζέλια.
Κι' έπιασε κόρδα και λαβές αντάμα και τραβούσε·
την κόρδα αγγίζει στο βυζί, τ' αγκύλι στο δοξάρι.
Και πια σαν πισωτέντωσε το λυγιστό δοξάρι,
σφύριξε τ' όπλο... η κόρδα αψά βογγάει... πηδά η σαΐτα...    125
γοργόσταλτη, μες στο σωρό να πέσει λαχταρώντας.
Όχι όμως δε σε ξέχασαν, Μενέλα, μήτε εσένα
οι τρισμακάριστοι θεοί, κι' η Αθηνά πιο πρώτη,
που μπήκε ομπρός και σούδιωξε την άχαρη σαΐτα.
Απ' όλο τ' άλλο του κορμί την έδιωξε, σα μάννα    130
που διώχνει μυΐγα απ' το μωρό σαν της γλυκοκοιμάται·
μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα
εκεί που σμίγανε τα διό χρυσά θηλυκωτήρια
με πίσω διπλοτσάπραζο. Στο τεριαστό ζουνάρι
πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα,    135
και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα,
και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι
και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε
προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα.
Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας,
κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα.    140
Σαν όταν φίλντισι καμιά γυναικά αλικοβάφει,
Λακώνισσα καν Κάρισσα, ατιού μαγουλοφόρι,
και φυλαγμένο βρίσκεται μες στο κελάρι κάτου·
πολλοί στα ζά ναν τόχανε στολίδι λαχταρούνε,
μα αφτό προσμένει βασιλιά μιά μέρα να στολίσει,
να δίνει του φαριού ομορφιά, τιμή και του αλογάρη·    145
έτσι σου ματοβάφηκαν, Μενέλα, τα θρεμένα
μεριά, και κάτου τα κανιά κι' οι όμορφοι αστράγαλοι.
Τρόμαξε τότε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος,
αίμα σαν είδε μελανό οχ την πληγή να τρέχει·
τρόμαξε ακόμα κι' ο γερός παλικαράς Μενέλας.    150
Όμως σαν είδε τ' άντερο απ' όξω και τ' αγκίδια,
μέσα η καρδιά συνέφερε στα στήθια πίσω πάλι.
Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος,
ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι
τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι
« Άχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου    155
» που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις,
» και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.
» Μα άχρηστοι οι όρκοι έτσι δεν παν και των αρνιών το αίμα,
» κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος.
» Γιατί κι' αν δεν παιδέψει εφτύς ο Δίας, μα παιδέβει    160
» ύστερα αργά, και με βαριές ζημιές ξεπαγαδιάζουν,
» με τις δικές τους κεφαλές, τα γυναικόπαιδά τους.
» Τι μου το λέει αλάθεφτα εμένα αφτό η ψυχή μου·
» θα φέξει η μέρα μιά φορά που θα χαθεί κι' η Τροία
» κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος κι' ο ξακουστός λαός του,    165
» κι' αφτούς του Κρόνου ατός του ο γιος, θυμό γιομάτος μ' όλους,
» τη σκοτεινή απ' τα σύγνεφα θαν τους τραντάει φουρτούνα,
» αφτού του δόλου παιδεφτής. Ναί, αφτά θα βγουν αλήθια·
» μονάχα η λύπη σου, αδερφέ, τα σπλάχνα θα μου σφάζει
» αν πάς εσύ και της ζωής αν σου κοπεί το νήμα,    170
» τι ντροπιασμένος κι' άτιμος θα σύρω πίσω στ' Άργος,
» τι την πατρίδα οι Δαναοί θα θυμηθούν σε λίγο
» και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θενά αφίσουν
» και του Πριάμου παίνεμα. Κι' εσένα εδώ θαμένο
» με δίχως όφελος, η γης θα τρώει τα κόκκαλά σου.    175
» Κι' έτσι κανείς περήφανος οχτρός θα πει μιά μέρα,
» ποδοπατώντας του λαμπρού Μενέλα το μνημούρι
» 'Έτσι ναί! πάντα τους θυμούς ας βγάζει ο Αγαμέμνος,
» όπως και τώρα στράτεμα έφερε εδώ του κάκου,
» μα πίσω στ' Άργος γύρισε, στην ποθητή πατρίδα,    180
» μ' άδια καράβια, αφίνοντος τον ξακουστό Μενέλα. '
» Έτσι ίσως πει ... το χάσμα του τότε ας μ' ανοίξει ο Άδης!»
Μα τότες τούδωκε καρδιά ο καστανός Μενέλας
« Θάρρος ! και μη φοβίζεις πια τους Αχαιούς και τόσο.
» Δε μπήκε μες στο ψυχικό η κοφτερή σαΐτα·    185
» μ' έσωσε ομπρός το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου
» με γλύτωσε η ζωστή η φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδες.»
Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος
« Άμποτες νάναι αληθινό, Μενέλα αγαπημένε.
» Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια    190
» θα βάλει απάνου τούς πικρούς να σταματήσει πόνους.»
Έτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει
« Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις,
» τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου,
» για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα    195
» που κάπιος τον σαΐτεψε, του δοξαριού τεχνίτης,
» Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.».
Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο,
και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα
γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά. Και νά! τον είδε    200
πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους
τριγύρω, π' οχ τα Τρίκκαλα τους έφερε μαζί του.
Και πάει σιμά και του λαλεί διό φτερωμένα λόγια
« Μη στέκεις, θρέμμα τ' Ασκληπιού ! Σε κράζει ο Αγαμέμνος,
» για να κοιτάξεις την πληγή του βασιλιά Μενέλα    205
» που κάπιος τον σαΐτεψε, του δοξαριού τεχνίτης,
» Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.»
Έτσι είπε, και του τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια.
Κι' αμέσως κίνησαν οι διό να παν μέσα απ' το πλήθος,
του μάκρους τον απλόχωρο ακολουθώντας κάμπο.
Κι' εκεί σαν ήρθαν πούφαγε τη σαϊτιά ο Μενέλας,    210
κι' όλοι είτανε τριγύρω του οι πρώτοι μαζεμένοι,
τότε ο ισόθεος γιατρός προβάλλει ανάμεσό τους.
Κι' εφτύς τραβούσε απ' το λαμπρό ζουνάρι τη σαΐτα·
και τράβα τράβα πίσω, σπάν τα κοφτερά τ' αγκίδια.
Και τούλυσε το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου    215
λει τη ζωσμένη του φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδες.
Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα,
ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια
της βάζει απάνου πούξερε, και μιά φορά που τάχε
από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του.
Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν,    220
να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων·
κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι.
Τότες δεν είδες να δειλιά το βασιλιά Αγαμέμνο,
μήτε να χάσκει δένοντας τα χέρια, μόν να τρέχει
στον πόλεμο που τα καλά δοξάζει παλικάρια.    225
Τ' αμάξι το χαλκόλαμπρο με τα φαριά του αφίνει·
λαχανιασμένα ο παραγιός πίσω βαστούσε τ' άτια,
του Φτόλεμου ο πιδέξος γιος, ο δυνατός Βρυμέδος,
που σαν τον καλορμήνεψε κοντά ναν του τα φέρει
άμα αποστάσει βγάζοντας τόσο λαό στη μάχη,    230
πήγε πεζός και διάβαινε των Αχαιών τους λόχους.
Όσους Αργίτες πρόθυμα να ροβολάν θωρούσε,
ναν τους παινέσει στέκουνταν και ναν τους δώσει θάρρος
« Θάρρος, παιδιά, κι' απόφαση ! και μη σας πιάνει δείλια !
» Δε θα μας δώσει ψέφτικη βοήθεια ο γιος του Κρόνου,    235
» τι αφτοί που πρώτοι βλάψανε, τους όρκους αθετώντας,
» αφτών τα τροφαντά κορμιά οι σκύλοι θα χορτάσουν,
» και στ' Άργος με τα πλοία εμείς τα γυναικόπαιδά τους
» θα πάμε, σαν τους πάρουμε τη μυριοπλούσια χώρα. »
Όσους πάλε έβλεπε χωρίς ψυχή ν' αναμελάνε,    240
αφτούς τους έβριζε άσκημα με θυμωμένα λόγια
« Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, δοξάρια που σας πρέπουν !
» Πού βόσκετε έτσι με το νου χαμένο, σα ζαρκάδια
» που σα διαβούν πηλαλητά μεγάλο κάμπο, στέκουν
» αποσταμένα, κι' η καρδιά τους παραλεί στα στήθια ;    245
» Έτσι κι' εσείς νεκρώσατε και χέρι δεν κουνάτε !
» Για καρτερείτε τους οχτρούς εδώ κοντά ως να φτάσουν
» που τα γοργά μας έχουμε καράβια τραβηγμένα,
» στης αφρισμένης θάλασσας την άκρη, για να δείτε
» τάχα θ' απλώσει απάνου σας ο Δίας το δεξύ του ; »
Έτσι προστάζοντας παντού τα τάγματα περνούσε,    250
κι' έφτασε ομπρός στους Κρητικούς σα διάβαινε το πλήθος.
Αφτοί φορούσαν τ' άρματα στου Δομενιά τριγύρω·
αφτός σαν άγριο ατρόμητος καπρί μ' ομπρός τους πρώτους,
πίσω ο Μηριόνης τους στερνούς τού γκάρδιωνε ανομάτους.
Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους,    255
και στάθηκε είπε φιλικά του Δομενιά δυό λόγια
« Εσένα απ' όλους, Δομενιά, τους Αχαιούς πιο πρώτα
» στον πόλεμο εγώ σε τιμώ και στις δουλιές τις άλλες,
» και στο τραπέζι όταν κρασί αρχοντικό φλογάτο
» οι προεστοί νερώνουμε μες στο βαθύ κροντήρι.    260
» Ναι μεν, κι' οι άλλοι πρόκριτοι θα πιουν το ταχτικό τους,
» μα εσένα πάντα ξέχειλο σου στέκει το ποτήρι,
» σαν το δικό μου, για να πιεις άμα ορεχτεί η καρδιά σου.
» Μα ομπρός ! ροβόλα ατρόμητος, σαν που παινιέσαι ως τώρα!»
Τότες του λέει κι' ο Δομενιάς, των Κρητικώνε ο πρώτος    265
« Πιστό, αρχηγέ μου, σύντροφο, θα μέ βρεις πάντα εμένα
» κατά πώς σ' τόταξα αρχικώς και σούδωκα το χέρι.
» Τους άλλους πήγαινε άκουρους Αργίτες να σηκώσεις,
» κι' ας μπούμε εφτύς στον πόλεμο, τι πάτησαν τους όρκους
» οι Τρώες... όμως θάνατος τους καρτεράει και κλάψες,    270
» που πρώτοι αφτοί μας βλάψανε, τους όρκους αθετώντας. »
Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια.
Και προχωρώντας φτάνει ομπρός στους Αίϊδες, κι' εκείνοι
οπλίζουνταν, και σύγνεφο πεζών τους ακλουθούσε.
Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη    275
π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει,
και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα
καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο,
κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει·
έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι    280
κινούσαν με τους Αίϊδες στον πόλεμο να πάνε,
θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.
Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους,
και στέκεται και τους λαλεί δυό φτερωμένα λόγια
« Αίϊδες των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε,    235
» σ' εσάς τους διό προστάγματα δεν παν, και μήτε λέξη
» δε θα σας πω· τι μόνοι σας με προθυμιά, το ξέρω,
» στήθος με στήθος το λαό να πολεμάει κεντάτε.
» Έτσι κι' ας είταν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο,
» σαν τη δική τους την καρδιά μες σ' ολωνών τα στήθια !
» Γλήγορα τότες θάβλεπαν να γονατίσει η Τροία    290
» και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μας. »
Είπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους.
Αφτού το Νέστορα απαντάει, το ρήτορα της Πύλος
με τη γλυκόφωνη λαλιά, την ώρα που τους λόχους
έσαζε, και να πολεμάν τους έλεγε σαν άντρες,
με λοχαγούς τον Αίμονα, το Βίαντα, το Χρόμη,    295
τον αντριωμένο Ελάτορα, τον αψηλό Πέλαγο.
Τους αλογάδες είχε ομπρός με τ' άλογα κι' αμάξα,
και να φυλάν πισώστησε πολλή και διαλεγμένη
πεζούρα, και τους αχαμνούς τους έρηξε στη μέση,
που θεν δε θένε στανικώς να πολεμάν κι' εκείνοι.    300
Των αλογάδων στην αρχή τους ξήγαε να κρατάνε
τ' άλογα, μες στην ταραχή μην τύχει και τους φύγουν.
« Κι' ας μη ζητάει κανένας σας, απ' αξιοσύνη τάχα
» κι' αντριά, να πολεμάει μπροστά μονάχος απ' τους άλλους,
» μήτε ας κωλώνει· δύναμη θα χάνετε μονάχα.    305
» Κι' όπιος μακριά απ' τ' αμάξι του κάνα άλλο αμάξι σμίξει,
» αφτός ας ρήχνει, τι πολύ καλύτερα συφέρνει.
» Κούρσεβαν έτσι κι' οι παλιοί τα κάστρα και τις χώρες,
» τέτια έχοντας απόφαση στα στήθια, τέτια γνώμη.»
Έτσι στον πόλεμο έβγαζε τα παλικάρια ο γέρος,    110
τι κάτεχε πως πολεμάν απ' τα παλιά τα χρόνια.
Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους,
και κράζοντάς τον του λαλεί διό φτερωμένα λόγια
« Άχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια.
» έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν!
» Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που νά θε πιάσουν    315
» κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα ! »
Τότες του λέει κι' ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλος
« Τ' Ατρέα γιε, έτσι νάμουνα θάν τόθελα κι' ατός μου
» σα στον καιρό όταν σκότωσα το θεϊκό Ρεφτάλη.
» Μα έλα που πάντα νά ! οι θεοί δε μας τα δίνουν όλα·    320
» νιός τότε αν είμουν, σεβασμό κερδίζω τώρα ως γέρος.
» Μα κι' έτσι εγώ με τα φαριά θα πάω, και θα βοηθήσω
» μ' αρμήνιες, όπως τόχουμε δικαίωμα οι γερόντοι.
» Ειδέ κοντάρια οι νιότεροι θα παίξουν, που δεν έχουν
» τα χρόνια μου και που γερά νογάν τα κόκκαλά τους.»    325
Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια,
κι' ήβρε το γιο του Πετεού, που στέκουνταν με γύρω
λόχους των Αθηνιών πυκνούς, τεχνίτες του πολέμου.
Σιμά του εκεί ο πολύξερος Δυσσέας καρτερούσε,
και δίπλα των Κεφαλληνιών το δυνατό φουσάτο.    330
Όχι πως δίσταζαν να μπουν στο μακελιό της μάχης,
πάρα οι ατρόμητοι οι στρατοί των Αχαιών και Τρώων
ότι άρχιζαν να ξεκινούν, κι' εκείνοι καρτερούσαν
κάνα άλλο τάγμα Αχαιϊκό να δουν να προχωρήσει,
να δώσει τράκο των οχτρών κι' ο πόλεμος ν' ανάψει.    335
Κι' άμα τους είδε ο βασιλιάς, ναν τους μαλώνει αρχίζει,
και κράζοντος τους τούς λαλεί διό φτερωμένα λόγια
« Ώ θεοπαίδι Μενεστιά, του Πετεού βλαστάρι,
» κι' εσύ ώ απάτης μάστορη, παμπόνηρο κεφάλι,
» τί κρύβεστε κι' από μακριά τους άλλους καρτεράτε ;    340
» Έπρεπε εσείς να στέκεστε μες στη σειρά των πρώτων
» και με τους πρώτους τη φωτιά της μάχης ν' αντικρύστε.
» Γιατί και πρώτοι τρέχετε στο μήνημά μου πάντα
» σαν τόχει και τοιμάζουμε των προεστών τραπέζι,
» όπου να τρώτε βρίσκετε σφαχτά καλοψημένα,    345
» και πλόσκες ξέχειλες κρασί να πίνετε όταν θέτε.
» Τώρα θα βλέπατε ήσυχοι κι' αν τάγματά μας δέκα
» πριν από σας με τα βαριά κοντάρια αν πολεμούσαν. »
Τότες τον αγριοκοίταξε κι' απάντησε ο Δυσσέας
« Τί λόγο σού ξεστόμισαν, τ' Ατρέα γιε, τα χείλια ;    350
» Πώς τάχα λες αναμελάω τη μάχη ; Σα μετρούνε
» τις σπάθες τους οι Δαναοί με των οχτρών τις σπάθες,
» θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, τον ξακουστό Δυσσέα
» τους πρώτους να καταπιαστεί των αλογάδων Τρώων
» στήθος με στήθος... Μόν εσύ πετάς χαμένα λόγια!»    355
Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος
σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
» μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω.
» Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη,    360
» γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μόν πήγαινε ! Ειδέ ετούτα,
» κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι,
» κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει. »
Είπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους.
Εκεί ήβρε το λιοντόψυχο Διομήδη, του Τυδέα    365
τον άξιο γιο, που στέκουνταν μες στο ζεμένο αμάξι,
κι' είχε κοντά το Στένελο, το γιο του Καπανέα.
Κι' άμα τον είδε ο βασιλιάς, ναν τον μαλώνει αρχίζει,
και κράζοντάς τον του μιλεί δυό φτερωμένα λόγια
« Ώ κρίμας, γιε του ξακουστού παλικαρά Τυδέα!    370
» Τί τρέμεις κι' αχαμνοτηράς τα διάβατα της μάχης;
» Έτσι ο Τυδέας σύστημα δεν τόχε να ζαρώνει,
» μόν πρόθυμα να πολεμάει για τους δικούς του πάντα,
» καθώς το λέγανε όλοι τους που στη δουλιά τον είδαν.
» Τι δεν τον είδα εγώ ποτές, μήτε έσμιξα μαζί του,
» μα λεν πως στην παλικαριά θνητός δεν τούβγαινε άλλος.    375
» Τί δίχως ήρθε πόλεμο, σα φίλος, στη Μυκήνα
» στρατολογώντας μιά φορά, αφτός κι' ο Πολυνείκης,
» που τότες βγήκαν το καστρί της Θήβας τα πατήσουν.
» Απ' τους δικούς μας ήρθανε βοήθια να γυρέψουν,
» κι' αφτοί να δώσουν ήθελαν και τάζουν τη βοήθια,    380
» μα ο γιος του Κρόνου μ' αχαμνά τους άλλαξε σημάδια.
» Έτσι το δρόμο πήρανε και φέβγουν· και γυρνώντας
» στον αψηλόβουρλο Ασωπό με τα παχιά λιβάδια,
» πάλι ο στρατός τον έστειλε στη Θήβα τον Τυδέα.
» Κι' αφτός παγαίνει, και πολλούς Θηβαίους πετυχαίνει    385
» πούτρωγαν μες στου βασιλιά Ετεοκλή τον πύργο.
» Κι' εκεί είταν ξένος ο γοργός Τυδέας, κι' οι Θηβαίοι
» πολλοί κι' αφτός μονάχος του, μα πάλι δε φοβούνταν,
» παρά τους αντροκάλεσε στα χέρια, κι' έναν ένα
» όλους τους νίκησε έφκολα, τι τόσο τον βοηθούσε    350
» του Δία η κόρη, η Αθηνά. Κι' εκείνοι απ' το κακό τους
» παν και του σταίνουν δυνατή στο δρόμο του μπροσκάδα,
» σα γύριζε, πενήντα νιους με δυό αρχηγούς μαζί τους,
» το Μαίο, το γιο του Αίμονα, πούταν θεός μονάχος,
» τον Πολυφόντη δέφτερο, βλαστάρι τ' Αφτοφόνου.    395
» Όμως το λάκκο κι' αφτωνών τους έσκαψε ο Τυδέας·
» τους σκότωσε όλους, μα ένα τους αφήκε να γυρίσει,
» το Μαίο μονάχα, στρέγοντας σε θεϊκά σημάδια.
» Νά σου ο Τυδιάς το τί είτανε; μα γέννησε το γιο του
» χειρότερό του στο σπαθί, καλύτερο στους λόγους! »    400
Είπε, μα λέξη ο δυνατός δεν έβγαλε Διομήδης,
τι σα στρατιώτης τ' αρχηγού σεβάστηκε το λόγο.
Όμως του Καπανέα ο γιος γυρίζει και του κάνει
« Ψεφτιές μη λες, τ' Ατρέα γιε, και ξέρεις την αλήθια.
» Ναί, εμείς απ' τους πατέρες μας πολύ πιο παλικάρια    405
» λέμε πως είμαστε. Τι εμείς ακόμα και της Θήβας
» την πολιτεία πήραμε την εφταπορτωμένη,
» με πιο λιγότερο στρατό πιο στεριωμένο κάστρο,    407
» μα άσκημα εκείνοι τέλιωσαν με τις πολλές περφάνιες.    409
» Έτσι ίσους μας μην τάχα θες να βγάλεις τους γονιούς μας »    410
Τότες με μιά λοξή ματιά του λάλησε ο Διομήδης
«Αδρέφι, κλείσ' το στόμα σου, τ' ακούς ; Τον Αγαμέμνο
» εγώ δεν τον κατηγοράω, πούναι αρχηγός μας όλων,
» αν τους γενναίους Αχαιούς να πολεμάν προστάζει.
» Τι πρώτα αφτός θα δοξαστεί αν νικηθούνε οι Τρώες    415
» κι' οι Δαναοί αν σκλαβώσουνε τη βλογημένη Τροία,
» για αφτόν και θάναι η συφορά μεγάλη αν νικηθούμε.
» Μόν έλα τώρα ας πιάσουμε κι' εμείς την άγρια μάχη !»
Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι,
και βρόντησε ο χαλκός φριχτά στ' αρματωμένα στήθια    420
καθώς κινούσε· θάπιανε κι' ένα άφοβο τρομάρα !
Κι' όπως στην πολυτάραχη ακρογιαλιά το κύμα
δίχως πλακώνει ανακοπή, βοριάς σαν το ξυπνήσει,
και πρωταρχύς στο πέλαγο φουσκώνει, μα κατόπι
σπάει στην ξηρά μουγκρίζοντας, κι' ολύγυρα στους κάβους    425
θεριέβει καθώς έρχεται κορφοστρογγυλωμένο,
κι' όξω απ' τα σπλάχνα του ξερνάει της θάλασσας την άχνη·
έτσι και τότε απανωτοί των Αχαιών οι λόχοι
μ' απόφαση να παν ομπρός στον πόλεμο κινούσαν.
Και πρόσταζαν οι στρατηγοί, καθένας τους δικούς του,
κι' άφωνοι οι άλλοι βάδιζαν —δε θάλεγες πως τόσος    430
λαός ροβόλαε έχοντας και μιά φωνή στα στήθια—
με πειθαρχία κι' ήσυχα. Κι' απ' τα κορμιά ολωνώνε
αστράφτανε οι αρματωσές που πάγαιναν φορώντας.
Κι' οι Τρώες, όπως στέκουνται σε νοικοκύρη μάντρα,
για ν' αρμεχτούν το γάλα τους, χιλιάδες προβατίνες,
π' ακούν το κλάμα των αρνιών κι' ατέλιωτα βελάζουν,    435
τέτιος στον κάμπο ακούγουνταν κι' ο λαλητός των Τρώων.
Τι ίδια δεν είχαν τη λαλιά, μήτ' όλοι μιά τη γλώσσα,
μόν πλήθος γλώσσες σα στρατός από πολλές πατρίδες.
Κι' ο Άρης οδηγούσε αφτούς, η Αθηνά τους άλλους,
κι' ο Φόβος και το Σκιάξιμο κι' η λυσσασμένη Αμάχη,    440
η αδερφή και βλάμισσα του θνητοσφάχτη τ' Άρη,
που πρώτα μικροσταίνεται, μα σε κομάτι αγγίζει
τον ουρανό με την κορφή, τη γης με τα ποδάρια,
πούρηξε μίσος άσβυστο και τότε ανάμεσό τους
και τρέχοντας μες στο στρατό τους πλήθαινε τα πάθια.    445
Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια,
κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια
χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες
είτανε ασπίδες, κι' άναψε μιά ταραχή μεγάλη.
Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν    450
και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμα κολυμπούσε.
Πώς διό ποτάμια, οχ τα βουνά που κατεβούν χειμώνα,
ρήχνουν μαζί στη διχαλιά τα βρόχινα νερά τους,
από πλατιά διό στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα,
κι' ακούει αλάργα ο πιστικός τον κρότο απάς στις ράχες·    455
έτσι κι' αφτοί, σαν έσμιγαν, φωνάζανε χτυπιούνταν.
Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει,
το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια·
αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους
τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο,    460
κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας,
και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου
γκρεμίστη ο νιός μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.
Και τότε ο Ελεφήνορας τον έπιασε απ' τα πόδια,
και τον τραβούσε —ο αρχηγός των άφοβων Αβάντων—    465
όξω απ' τους χτύπους, τι ήθελε, δίχως καιρό να χάσει,
ναν τον γυμνώσει· μα πολύ δε βάσταξε ο σκοπός του . . .
Τι το νεκρό ο Αντήνορας τον είδε που τραβούσε,
και στα πλεβρά —που φάνηκαν, σαν έσκυψε, από δίπλα
απ' την ασπίδα — τον βαρεί με το μακρύ κοντάρι,
και τόνε στρώνει κατά γης. Τότε έτσι αφτός πεθαίνει.    470
Μα άρχισε απάνου του σφαγή σκυλήσα πεισματάρα
των Τρώων και των Αχαιών, και χοίμιξαν σα λύκοι
ένας να φάει τον άλλονε, κι' άντρας κοπάνιζε άντρα.
Τότες καρφώνει τ' Αθεμιού το γιο ο μεγάλος Αίας,
το Σιμοήσο, λέφτερο χαριτωμένο αγόρι,
που η μάννα του τον γέννησε στην άκρη του Σιμόη,
καθώς την Ίδα μιά φορά κατέβαινε, όπου πήγε    475
με τους γονιούς της να νιαστεί τα γιδοπρόβατά της
—για τούτο κι' είχε τ' όνομα—, μα να γεροκομήσει
τη μάννα δεν τ' αξιώθηκε, μόν τούκοψε τη νιότη
με το κοντάρι τ' άσπλαχνο ο γιος του Τελαμώνα.
Τι πρώτος καθώς έρχουνταν, τα στήθια στο δεξύ του    480
κοντά βυζί, του τρύπησε, κι' αντίκρυ το κοντάρι
βγήκε ως στον ώμο, κι' έπεσε στη γης ο νιός, σα λέφκα
που σε πλατύ είναι και χλωρό λιβάδι φυτρωμένη,
γλιστρή, με κλώνους στην κορφή ψηλά ψηλά απλωμένους,
κι' αμαξοφτιάστης σύριζα με το μπαλτά την κόφτει,    485
τι θέλει σ' όμορφου αμαξιού κουτί να βάλει γύρο,
κι' αφτή στην ακρορεματιά ξεραίνεται στρωμένη·
όμιο με λέφκα ξάπλωσε το Σημοήσο ο Αίας,
θρέμμα του Δία. Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου,
ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι,    490
μα δεν τον βρήκε, μόν βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα
ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες
του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι
έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.
Τότε ο Δυσσέας, βλέποντας το φίλο σκοτωμένο,
ανάφτει, και τους μπροστινούς λαμπρά χαλκοπλισμένος    495
περνάει, και τρέχει στέκεται σιμά σιμά, και ρήχνει
τηρώντας γύρω. Κώλωσαν οι Τρώες μόλις είδαν
κάπιον που ρήχνει. Μα άδικα δεν πήγε το κοντάρι,
παρά χτυπάει το Δημοκό, γιο του Πριάμου νόθο,
που τούχε έρθει οχ την Άβυδο, πέρα οχ τ' αλογοθρόφι.    500
Αφτόν εκεί στο μάγουλο ακόντισε ο Δυσσέας,
που για το φίλο του άναψε· κι' ως στα μηλίγγι τ' άλλο
βγήκε ο χαλκός, και χύθηκε στα διό του μάτια η νύχτα.
Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.
Πόδισε τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων,    505
κι' οι Δαναοί ζητωκραβγούν και τους νεκρούς τραβάνε,
και πάνε ακόμα πιο μπροστά. Μα σαν τους είδε ο Φοίβος
από ψηλά οχ την Πέργαμο, χολόσκασε και σκούζει
« Τρώες, ομπρός ! Μη δείχνετε στους Αχαιούς τις πλάτες !
» Δεν έχουν σίδερο κορμιά, δεν τάχουνε από πέτρα,    510
» που να βαστάνε όταν χαλκό τους ρήχνουν σαρκοσφάχτη.
» Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος της χρυσομάλλως Θέτης
» και τον πνιγόκαρδο θυμό χορταίνει στα καράβια. »
Έτσι ο πολύσκιαχτος θεός τους φώναξε απ' το κάστρο.
Και γκάρδιωνε τους Αχαιούς η Τριτογεννημένη,    515
η μυριοδόξαστη θεά, του Δία η θυγατέρα,
κι' είταν στη μέση όθε έβλεπε οκνά και πολεμούσαν.
Τότες το Διώρη μάτιασε το μάβρο ριζικό του.
Τι μιά κοτρώνα μυτερή τον πήρε στο δεξύ του
αστράγαλο, απ' τον αρχηγό ρηγμένη των Θρακώνε,
τον Πείρο, πούρθε οχ την Αινό, βλαστάρι του Νιμπράσου.    520
Ως πέρα πέρα τ' άπονο λιθάρι τα διό νέβρα
τούσπασε και τα κόκκαλα, κι' ανάσκελα στο χώμα
έπεσε απλώνοντας τα διό τα χέρια στους συντρόφους,
κι' αγκομαχούσε. Ορμάει ξανά ο Πείρος και του δίνει
μιά κονταριά στον αφαλό σιμά, που τ' άντερά του    525
χύθηκαν όλα κατά γης και σβύστηκε το φως του.
Μα και τον Πείρο ακόντισε ο Αιτωλός ο Θόας
στα στήθια εκεί απάς στα βυζί, και το χαλκό του μπήγει
μες στα πλεμόνια, κι' έπειτα ζυγώνει κι' οχ τα στήθια
όξω τινάζει τ' όπλο εφτύς· και το σπαθί τραβώντας    530
του μπήγει μιά μες στην κοιλιά και τόνε ξεμπερδέβει.
Δεν τούβγαλε όμως τ' άρματα· τί τρέξανε τριγύρω
οι Θράκες, σιώντας τα μακριά στα χέρια τους κοντάρια,
κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος,
πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει.    535
Έτσι έμειναν κοντά κοντά οι διό τους ξαπλωμένοι
στις σκόνες μέσα, των Θρακών ο ένας καπετάνιος,
ο άλλος των χαλκόπλιστων πρωτάρχος Επειγώνε·
μα κι' άλλα πέφτανε πολλά τριγύρω παλικάρια.
Που νάταν τότε εκεί κανείς να δει και να σαστίσει,
κάπιος π' ακόμα αλάβωτος από σπαθί ή κοντάρι    540
να γύριζε καταμεσύς, κι' η Αθηνά απ' το χέρι
κρατώντας τον, τις κονταριές μακριά του να σκουντούσε·
τι Τρώων κι' Αχαιών πολλά κορμιά τη μέρα κείνη
χάμου στα βούρκα θάβλεπε στρωμένα δίπλα δίπλα.