Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Ι


Σαν έτσι οι Τρώες φύλαγαν· μα τους Αργίτες μάβρη
τρομάρα θέριζε, φυγής συντρόφισσα ατιμάστρας,
και πλήγωνε βαρύς καημός κάθε αρχηγού τα σπλάχνα.
Πώς ψαροθρόφα θάλασσα διο άνεμοι αντάμα δέρνουν,
ο ζέφυρος με το βοριά, άμα άξαφνα πλακώσουν    5
μέσα απ' τη Θράκη, και με μιάς το μελανό της κύμα
θεριέβει κι' όξω απ' το γιαλό πετάει σωρό τα φύκια·
να πώς παράδερνε η ψυχή στων Αχαιών τα στήθια.
Κι' ο γιος τ' Ατριά από τα δεινά κατάκαρδα θλιμένος
γύρναε παντού και πρόσταζε τους βροντολάλους κράχτες    10
χώρια έναν ένα σε βουλή τους στρατηγούς να κράξουν
δίχως φωνές· και δούλεβε κι' ατός του με τους πρώτους.
Κι' άκαρδοι παν και στη βουλή καθίζουν. Τότε εκείνος
σηκώθη δάκρυα χύνοντας, σα βρύση βουρκωμένη
που χύνει απ' αψηλό γκρεμό τα θολωπά νερά της·    15
έτσι δακριοστενάζοντας ναν τους μιλάει αρχίζει
« Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι,
» ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη,
» ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι,
» πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τρία θα την κουρσέψω,    20
» και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του,
» και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να φύγω ντροπιασμένος
» κιάς έχασα τόσο λαό... μα φαίνεται πως έτσι
» το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα
» πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει ,
» τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει.    25
» Μόν όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάζω·
» ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα,
» τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο. »
Έτσι είπε, κι' όλοι κόμπιασαν και σα βουβοί σωπούσαν.
Ώρα πολλή είταν ήσυχοι με σπλάχνα μαραμένα,    30
μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης
« Τ' Ατρέα γιε, παραλαλείς, και θ' αντικρούσω εσένα
» πρώτα —με λόγο, έτσι σωστά — κι' αφέντη, μη θυμώσεις.
» Το θάρρος πρώτα μούβρισες σ' όλους μπροστά, και μούπες
» είμαι κιοτής κι' απόλεμος· μα αν είμαι, εδώ οι Αργίτες    35
» το ξέρουν όλοι, γέροι νιοι. Όμως εσένα τόνα
» σου χάρισε μονάχα ο γιος του Κρόνου ο λοξογνώμας·
» σούδωκε αρχή και πιο πολύ απ' όλους μας ορίζεις,
» όμως αντριά δε σούδωκε πούχει την πρώτη αξία.
» Καλότυχε, τέτια που λες, λοιπόν θαρρείς αλήθια    40
» έτσι είναι τ' Άργους τα παιδιά απόλεμοι κιοτήδες;
» Μα εσένα αν σ' έπιασε όρεξη να σηκωθείς να φύγεις,
» σύρε! νά δρόμος ανοιχτός, νά πλοία στ' ακρογιάλι!    43
» Όμως οι άλλοι οι Δαναοί με τις θρεμένες χήτες    45
» θα μείνουν ως να πάρουμε το κάστρο. Ειδέ ας τραβάνε,
» κι' αφτοί κι' οι στόλοι τους μαζί, στην ποθητή πατρίδα·
» τι εμείς, εγώ κι' ο Στένελος, δεν πάβουμε ως να βρούμε
» άκρη της Τριάς· γιατί θεός μας έχει εδώ φερμένους. »
Είπε, και ζητωκραύγασαν με μιά φωνή οι Αργίτες,    50
τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη.
Τότες ο γερο-Νέστορας σηκώθηκε όρθιος κι' είπε
« Διομήδη, και στη μάχη εσύ και στη σφαγή πρωτέβεις,
» και στη βουλή όλους ξεπερνάς τους συνομήλικούς σου.
» Όσοι Αχαιοί, το λόγο σου κανείς δε θ' αψηφήσει,    55
» δε θ' αντιπεί· μα στης δουλιας δεν πήγες κι' ως στο βάθος.
» Είσαι μαθές και νιός — και γιο θα σ' είχα εγώ στα χρόνια,
» τον πιο μικρό — μα γνωστικά τα κουβεντιάζεις όμως.    58
» Μόν έλα εγώ, πούμαι θαρρώ πια γέρος, όλα ως πέρα    60
» ας τα ξηγήσω κι' ας τα πω· κι' ας μην καταφρονέσει
κανείς το λόγο μου, ουδ' αφτός ο βασιλιά Αγαμέμνος.
» Αγριάθρωπος — δίχως πατριά και κοινωνιά — 'ναι εκείνος
» που αίμας γυρέβει αδερφικό, κατάρατες διχόνιες.
» Όχι! διχόνιες η θολή δε θέλει τώρα νύχτα,    65
» θέλει φρουρά. Και λέω ας παν κι' όξω απ' το κάστρο βάρδιες
» κοντά ας πλαγιάσουν στο σκαφτό εδώ κι' εκεί χαντάκι.
» Στους νιους να τί είχα ναν τους πω. Κατόπι εσύ, Αγαμέμνο,
» άρχισε, πούσαι κεφαλή των βασιλιάδων όλων,
» και στρώσε τους των προεστών τραπέζι. Σου τεριάζει,    70
» δε σούναι ατέριαστο· κρασί γιομάτες σου οι καλύβες,
» που πάσα μέρα οι Δαναοί σού κουβαλούν με πλοία
» απάνου στον πλατύ γιαλό απ' αντικρύ οχ τη Θράκη.
» Έχεις του κόσμου τ' αγαθά, τι τόσο ορίζεις πλήθος.
» Κι' όταν συντύχουν όλοι εκεί, ακούς αφτόν που γνώμη
» προβάλει πιο καλύτερη, και χρειαζόμαστε όλοι    75
» μιά άξια πολύ και φρόνιμη, τι καιν κοντά στα πλοία
» άπειρες οι οχτροί φωτιές... που πιον δε σφάζει η πίκρα ;
» Ναι, το στρατό ή θα φάει αφτή η νύχτα ή θαν τον σώσει.»
Είπε, κι' εκείνοι πείστηκαν κι' όχι κανείς δεν είπε.
Και να φυλάξουν βγήκανε νομάτοι αρματωμένοι    80
με λοχαγούς του Νέστορα το γιο το Θρασυμήδη,
τους αδελφούς Ασκάλαφο και Γιάλμενο, γιους τ' Άρη,
το Δήπυρο, τον Αφαριά, τον άφοβο Μηριόνη,
και με το Λυκομήδη, γιο του Κρέοντα αντριωμένο.
Εφτά 'χαν οι φρουροί αρχηγούς, και νιοί εκατό ακλουθούσαν    85
κάθε αρχηγό, έχοντας μακριά στα χέρια τους κοντάρια.
Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου·
εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε.
Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα
τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι.    90
Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.
Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
άρχισε ο γερο - Νέστορας να γνωμοπλέχνει πρώτος,
π' απ' όλους πιο σοφή και πριν τούβγαινε πάντα η σκέψη.
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε    95
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
» τέλος κι' αρχή από σένα εγώ θα κάνω, γιατί ορίζεις
» κόσμο πολύ, και σούβαλε του Κρόνου ο γιος στο χέρι
» ραβδί εξουσίας για να τηράς πώς νάναι εφτυχισμένοι.
» Πλείσα για αφτό εσύ πάει να δεις και κάθε χριά να κάνεις,    100
» μα κι' άλλου γνώμη να δεχτείς που πιάσει να μιλήσει
» επί καλού· τι κέρδος σου, σα βγει καλό στη μέση.
» Μα εγώ ας σας πω τι πιο σωστό μου φαίνεται πως είναι.
» Άλλο κανείς καλύτερο δε θα σκεφτεί απ' τη σκέψη
» αφτή που εγώ στοχάζουμαι κι' από καιρό και τώρα,    105
» ακόμα απ' όντας θύμωσες, θεόσπαρτε, και πήγες
» μες στ' Αχιλιά και τ' άρπαξες την κόρη Βρισοπούλα . . .
» όχι όμως και με γνώμη μας. Τι πόσα εγώ δε σούπα
» να σ' αμποδίσω! όμως εσύ απ' το θυμό αγριεμένος
πο » πείραξες άντρα ανότερο που κι' οι θεοί τιμάνε,
» τι έχεις παρμένα του τη νιά. Όμως και τώρα ας δούμε,
» πώς λυτρωμό θενάβρουμε φιλιώνοντάς τον πάλι
» με λόγια περικαλεστά με τιμημένα δώρα.»
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους
« Γέρο, δεν τάπες ψέματα τα δύστυχά μου πάθια.    115
» Έφταιξα, δεν τ' αρνιέμαι εγώ. Ναι, με στρατό μεγάλο
» είν' ίσος όπιον πάρει ο γιος από καλό του Κρόνου,
» σαν τώρα αφτόν που τίμησε κι' αφάνισε τους άντρες.
» Μιάς κι' έφταιξα όμως το στρεβλό κεφάλι μου αγρικώντας,
» πρόστιμο δίνω κι' έτοιμος ξανά 'μαι να φιλιώσω,    120
» κι' ομπρός σας σ' όλους ξακουστά θα νοματίσω δώρα.
» Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια,
» λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα
» δώδεκα π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία.
» Φτωχός δε θάναι ο άνθρωπος που θε του πάνε τόσα,    125
» άδιο δε θάναι από χρυσό και βιός τ' αρχοντικό του
» αν έχει όσα μού κέρδισαν τ' αλόγατά μου πλούτη.
» Και νιές εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θαν του δώσω
» Λέσβισσες, που σαν κούρσεψε την πλούσια Λέσβο ατός του,
» τις πήρα εγώ, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη.    130
» Αφτές του δίνω, και μαζί τη νιά που πριν του πήρα,
» τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θαν τ' ορκιστώ μεγάλο,
» ποτές πως δεν την άγγιξα, στο στρώμα της δε μπήκα,
» π' όλοι στον κόσμο σύστημα γυναίκες τόχουν κι' άντρες.
» Αφτά όλα θάν τα λάβει εφτύς. Μα αν των θεώνε πάλι    185
» μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων,
» ας μπει και πλοίο με χαλκό και μάλαμα ας φορτώσει
» ξέχειλο, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες
» όπιες τ' αρέσουν Τρώϊσσες ως είκοσι ας διαλέξει,
» απ' τη Λενιό ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη.    140
» Κι' αν τ' Άργος, τον αφρό της γης, δούμε ξανά, τον κάνω
» γαμπρό μου· την αγάπη μου σαν τον Ορέστη θάχει,
» τ' αγόρι που μες στ' αγαθά μ' αντρώνεται και χάδια.
» Κι' έχω μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι μου τρεις κόρες,
» τη Λαοδίκη, Εφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή μου,    145
» κι' όπια τους θέλει, ανέδωρη την παίρνει στου Πηλέα
» τον πύργο· εγώ όμως και προικιά πολλά θα την προικίσω,
» τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος.
» Τι εφτά καλοκατοίκητες θάν του χαρίσω χώρες,
» τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδάμυλα, Ενόπη,    150
» την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες
» βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια,
» όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος.
» Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια,
» που σα θεό θάν τον τιμούν με δώρα, και μπροστά του    155
» θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζει δίκες.
» Αφτά του δίνω αν τους θυμούς ξεχάσει πια. Ας μερώσει !
» Ένας, ο Άδης, μέρωση δεν ξέρει ή περικάλια,
» για αφτό κι' απ' όλους τους θεούς πια τον μισούν στον κόσμο.
» Κι' ας μη μου κάνει αντίσταση, τι εγώ πιο βασιλιάς του,    160
» πιο —ξέρει— γεροντότερος εγώ 'μαι και στα χρόνια. »
Τότες του λέει ο Νέστορας ο γερο-αλογολάτης
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
» τώρα άξια δώρα και καλά προσφέρνεις τ' Αχιλέα.
» Μόν έλα προεστούς διο τρεις ας στείλουμε, π' αμέσως    165
» να παν ως στην καλύβα του κι' εκεί ναν τον συντύχουν.
» Μα στάσου, εγώ θα πω σας πιούς, κι' αφτοί όχι ας μη μας πούνε.
» Πρώτος ο γερο-Φοίνικας ομπρός ας οδηγέβει,
» Επειτα του Λαέρτη ο γιος κι' ο Αίας ο μεγάλος·
» και κράχτες, διο ας ακολουθούν, ο Νόδιος κι' ο Βρυβάτης.    170
» Και τώρα φέρτε μας νερό να νίψουμε τα χέρια
» κι' όλους διατάξτε να σταθούν με σέβας, τι του Δία
» θα κάνουμε μιά δέηση, ανίσως μας πονέσει.»
Είπε, κι' εκείνοι τ' άκουσαν με προθυμιά το λόγο.
Εφτύς νερό τους έχυσαν οι κράχτες να νιφτούνε,
κι' οι νιοί κροντήρια με πιοτό γιομίσανε ως τα χείλια,    175
κι' όλους κερνούνε, των θεών σαν έσταξαν το μέρος.
Και στάξοντας, σαν ήπιανε όσο η καρδιά ζητούσε,
σηκώνουνται απ' του βασιλιά να πάνε την καλύβα,
ενώ πολλές τους έδινε ο Μέστορας ορμήνιες,
όλα λεφτολογώντας τους, μα του Δυσσέα πρώτα    180
τούλεγε και του σύσταινε ότι μπορεί να κάνει
και του Πηλιά τον άξιο γιο να φέρει στα νερά τους.
Αφτοί έτσι τότες παίρνουνε την αμμουδιά άκρη άκρη
του πολυτάραχου γιαλού, πολλά περικαλώντας
της γης το σείστη Ποσειδό το θάμα του να κάνει
και την περήφανη ψυχή να πείσουν τ' Αχιλέα.
Και στα γοργά σαν έφτασαν των Μυρμιδόνων πλοία,    185
τον ήβραν που διασκέδαζε μ' ωριόφωνο λαγούτο,
ομορφοπλούμιο, κι' αργυρό είχε ζυγό από πάνου,
που διάλεξε απ' τ' Αητιού το βιός σαν πήρε το καστρί του·
μ' αφτό περνούσε, αρματωλών παλικαριές λαλώντας,
κι' αντίκρυ είταν ο Πάτροκλος μονάχος καθισμένος    190
ήσυχος, πότε το σκοπό θα πάψει καρτερώντας.
Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας,
κι' ομπρός του στάθηκαν. Κι' αφτός πετιέται ξαφνισμένος —
απ' το σκαμνί που κάθουνταν — με το λαγούτο κι' όλα·
όρθιος μαζί κι' ο Πάτροκλος σηκώθη σαν τους είδε.    195
Κι' έκραξε του Πηλέα ο γιος καλοσορίζοντάς τους
« Γιά σας, καλό σ' μας ήρθατε ... (ά κάπια σφίγγει ανάγκη !)...
» αδρέφια μούστε πάντα εσείς, κιάς θύμωσα των άλλων. »
Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα
και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια,    200
κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου
« Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο,
» άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια·
» φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους. »
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου.    20
Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη,
κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη,
βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους·
που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος,
με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας,
2ΐο και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες.
Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας.
Κι' η φλόγα αφού ξεθύμανε και χώνεψαν τα ξύλα,
στρώνει τη θράκα, τα σουγλιά μ' αλάτι πασπαλίζει,
τ' απλώνει απάνου απ' τη φωτιά, ακουμπιστά στις φούρκες.
Κι' αφού πια τα καλόψησε και κένωσε σε δίσκους,    215
πήρε μες σ' ώρια κάνιστρα ψωμί, και στο τραπέζι
τόβαλε απάνου. Μοίρασε το κριάς κι' ο Αχιλέας,
κι' έπειτα κάθισε αντικρύ του θεϊκού Δυσσέα,
έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πατρόκλου τούπε
πρώτα το μέρος των θεών να πάρει και να κόψει.    220
Κι' έρηξε αφτός τις προσφορές μες στης φωτιάς τις φλόγες
Τότε όλοι σ' έτοιμα άπλωσαν φαγιά στρωμένα ομπρός τους.
Και πια σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι,
γνέφει του γερο-Φοίνικα ο Αίας· και θωρώντας
αφτό ο Δυσέας, ξέχειλο γιομίζει το ποτήρι
με το κρασί, και χαιρετάει το θεϊκό Αχιλέα
« Για σου, Αχιλέα ! Αρχοντικό τραπέζι δε μας λείπει    225
» και στην καλύβα κάτου εκεί του βασιλιά Αγαμέμνου,
» τώρα κι' εδώ· τι έχει πολλά να φάμε όπως ποθούμε.
» Μα ο νους μας σε ξεφάντωμα και σε χαρές δεν είναι,
» μόν βλέποντας βαρύ κακό φοβούμαστε, αρχηγέ μου,
» και τρέμουμε· τί είναι άγνωστο, θα μας σωθούν τα πλοία,    230
» ή θα χαθούνε, εξόν εσύ κοντάρι αν ξαναπιάσεις.
» Τι ομπρός στο κάστρο πέζεψαν και στο καραβοστάσι
» οι Τρώες οι λιοντόψυχοι κι' οι ξακουστοί σύμμαχοι
» και μες στον κάμπο καιν πολλές φωτιές, και λεν πια τώρα
» πως σβάρνα ως μες στα φτερωτά καράβια θα μας πάρουν.    235
» Κι' όλο του Κρόνου ο γιος δεξά σημάδια δείχνοντάς τους
» αστράφτει· κάτου ο Έχτορας φωτιά γιομάτος άγρια,
» παντού χειμάει ορπίζοντας στο Δία, ούτε λογιάζει
» θεούς κι' αθρώπους, μόν φριχτή τον συνεπήρε φρένια.
» Και πότε νάβγει η ρόδινη περικαλιέται αβγούλα,    240
» τι τάζει, τ' ακροφίγουρα των καραβιών θα κόψει,
» κι' αφτά θα κάψει μ' άσβυστη φωτιά, και τους Αργίτες
» θα πελεκήσει εκεί κοντά μες στου καπνού τη ζάλη.
» Τα τρέμω αφτά κατάκαρδα, μην του τη βγάλουν πέρα
» την παινεσιά οι θεοί, κι' εμάς μην είναι εδώ γραφτό μας    245
» να πέσουμε όλοι δίχως πια να ξαναδούμε τ' Άργος.
» Μα σήκω! αν τ' Αργιτόπουλα σε μέλει καν και τώρα
» να σώσεις απ' τα βάσανα κι' απ' των οχτρών τους χτύπους.
» Εσύ ύστερα θα λαχταρείς, μα τρόπο πια δε θάχει
» να βρεις γιατριά, μιάς το κακό και γίνει· μόνε σκέψου    250
» πώς θα μας σώσεις πριν πολύ απ' την κακή την ώρα.
» Μα, αδρέφι, σ' τόπε διο και τρεις ο γέρος σου πατέρας
» στη Φτία, την ώρα που στο γιο τ' Ατριά σε προβοδούσε
» ' Παιδί μου, νίκη η Αθηνά κι' η Ήρα, αν θέν, θα δώσουν,    255
» μα εσύ τη μεγαλόψυχη καρδιά σου μες στα στήθια
» να περιορίζεις· πιο καλά συφέρνει η πραοσύνη.
» Παραίτα πια τη δύστροπη λογοτριβή, και τότες
» περσότερο όλοι, γέροι νιοι, θα σ' έχουν τιμημένο.'
» Νά ! τί σ' αρμήνεβε, μα εσύ ξεχνάς· όμως και τώρα    260
» πάψε, ορέ αδρέφι, κι' άφισε το σπλαχνοφάγο πείσμα,
» κι' αξίας δώρα ο βασιλιάς σου δίνει αν ξεχολιάσεις.
» Μόν έλα τώρα πρόσεχε, κι' εγώ όλα εδώ ένα ένα
» θα πω όσα δώρα σούταζε μπροστά μας στο καλύβι.
» Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια,
» λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα    265
» δώδεκα, π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία.
» Φτωχός δε θάναι ο άθρωπος που θε του πάνε τόσα,
» άδιο δε θάναι από χρυσό και βιός τ' αρχοντικό του
» αν έχει όσα του κέρδισαν τ' αλόγατά του πλούτη.
» Και νιες εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θα σου δώσει    270
» Λέσβισσες, που σαν κούρσεψες την πλούσια Λέσβο ατός σου,
» τις πήρε αφτός, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη·
» αφτές σου δίνει, και μαζί τη νιά που πριν σου πήρε,
» τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θα σ' ορκιστεί μεγάλο
» ποτές πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε,    275
» π' άντρες γυναίκες, αργηγέ, συνήθια τόχουν όλοι.
» Αφτά όλα θα σ' τα δώσει εφτύς. Μα αν των θεώνε πάλι
» μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων,
» μπαίνεις και πλοίο με χαλκό και μάλαμα φορτώνεις
» ξέχειλο, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες    280
» όπιες σ' αρέσουν Τρώϊσες ως είκοσι διαλέγεις,
» απ' τη Λενιά ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη.
» Κι' αν τ' Άργος, τον αφρό της γης, δούμε ξανά, να γίνεις
» γαμπρός του· την αγάπη του σαν τον Ορέστη θάχεις,
» τ' αγόρι που τ' αντρώνεται μες στ' αγαθά και χάδια.    285
» Κι' έχει μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι του τρεις κόρες,
» τη Λαοδίκη, Ιφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή του,
» κι' όπια τους θες, ανέδωρη στο γονικό σου πύργο
» την πας· μα αφτός και με προικιά πολλά θαν την προικίσει,
» τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος.    290
» Τι εφτά καλοκατοίκητες θα σου χαρίσει χώρες,
» τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδαμύλα, Ενόπη,
» την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες
» βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια.
» όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος.    295
» Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια
» που σα θεό θα σε τιμούν με δώρα, και μπροστά σου
» θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζεις δίκες.
» Αφτά σου δίνει αν το θυμό τού στέρξεις πια ν' αφίσεις.
» Μα αν πάρα σούναι μισητός τ' Ατρέα ο γιος, κι' εκείνος    300
» κι' αφτά τα δώρα του, μα εμάς λυπήσου καν τους άλλους
» π' όλους μάς έσφιξε ο οχτρός, κι' εμείς θα σε τιμούμε
» σάμπως θεό· τι σ' ολωνών θ' ανυψωθείς τα μάτια —
» σ' το τάζω— τώρα σφάζοντας τον Έχτορα, γιατί ήρθε
» κοντά πολύ, σαν πούναι τος γιομάτος άγρια λύσσα,    305
» τι λέει, κανένας ίσος του δεν είναι απ' τους Αργίτες,
» όσοι κι' αν ήρθανε ως εδώ με την αρμάδα οχ τ' Άργος.»
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλέα κι' είπε
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
» πρέπει το λόγο ορθά κοφτά μιά να σας πω για πάντα,
» το τί έχω ασάλεφτο σκοπό να κάνω, τι δε θέλω    310
» να μούρχεται άλλος απ' αλλού κι' εδώ να τριζειμύζει·
» τι άλλα όπιος κρύβει στην καρδιά κι' άλλα του λεν τα χείλια
» τόνε μισώ όσο μισητή μούναι η μπασιά και τ' Άδη.    313
» Μήτε τ' Ατρέα λέω ο γιος δε θα με πείσει εμένα    315
» μήτε άλλος σας κανείς, γιατί σπολλάτη δα δε μούπαν
» που δίχως πάντα ανασασμό τους Τρώες πολεμούσα.
» Και τί μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια    321
» μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας;
» Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της
» μόλις το βρει, όμως έπειτα ψοφά απ' την πείνα ατή της,
» έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας,    325
» και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους,
» και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια.
» Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες·
» πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω·
» κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία,    330
» και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου.
» Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι,
» τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος,
» και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.
» Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα    335
» μου πήρε και κρατάει τη νιά που λαχταρούσα· τώρα
» στο τρώμα ας μου τη χαίρεται! Όμως γιατί των Τρώων
» να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη
» τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδώ ως πέρα
» να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης;
» Τί, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο    340
» τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του
» τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου
» μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιάς τήνε πήρα σκλάβα.
» Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια,
» να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει.    345
» Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους
» ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια.
» Νά! μάλιστα έφτιασε πολλές δουλιές χωρίς εμένα,
» έχτισε ακόμα και τειχί, κοντά άνοιξε χαντάκι
» πλατύ μεγάλο, κι' έμπηξε παλούκια απάς στο λάκκο.    350
» Μα κι' έτσι τον αντροφονιά γιο του Πριάμου πίσω
» ναν τον βαστάξει δε μπορεί· μα εγώ όσο πολεμούσα,
» που να τολμήσει απ' το καστρί μακριά να ξεμυτίσει!
» μόν τόσο, ως στη Ζερβόπορτα και στην οξά, κοτούσε.
» Εκεί με πρόσμενε μιά αβγή, λίγο η στερνή του νάναι ...    355
» Και τώρα αφού τον Έχτορα δε θέλω να βαρέσω,
» άβριο του Δία κάνοντας θυσία και των άλλων
» θεών — γιομίζοντας καλά τα πλοία αφού τα ρήξω
» στη θάλασσα — θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, να σκίζουν
» πρωΐ πρωΐ τα πλοία μου το ψαροθρόφο κύμα,    360
» και μέσα νάφτες πρόθυμους με το κουπί στα χέρια.
» Κι' αν πρύμο αγέρι ο σαλεφτής της γης μου προβοδήσει,
» την τρίτη αβγή στην όμορφη πατρίδα μου θ' αράξω.
» Εκεί άπειρα έχω π' άφισα για δω σαν πήρα δρόμο·
» μα κι' άλλο βιο, όσο μούλαχε, εδώ απ' την Τριά θα πάρω,    365
» χαλκό και σίδερο ψαρύ και λυγερές γυναίκες,
» χρυσό θα πάρω . . . μα τη νιά αφτός που μούχε δώσει
» πίσω την πήρε αγέρωχα, ο βασιλιά Αγαμέμνος.
» Έτσι όλα μολογήστε τα καθώς τα παραγγέλνω,
» ορθάνοιχτα, που πια κανείς το φέρσιμό του Αργίτης    370
» να μη σηκώνει, αν κι' άλλους σας σκοπό 'χει να γελάσει,
» σαν που ψυχή δε ντρέπεται ... μα εμένα όσο κι' αν είναι
» ξαδιάντροπος, θα δείλιαζε και να με δει στα μάτια.
» Μαζί του εγώ πια σε βουλή δε συντροφιάζω ή μάχη·
» τι μ' έβλαψε με γέλασε, και πια με λόγια πάλι    375
» δε με τσακώνει — σώνει του — μον ήσυχος ας βγάζει
» τα μάτια του, γιατί το νου τού πήρε ο γιος του Κρόνου.
» Τα δώρα του εγώ τα κλωτσάω και σα σκουπίδια τάχω.
» Μήτε κι' αν δέκα κι' είκοσι φορές μου δώκει τόσα,
» όσα έχει τώρα, κι' απ' αλλού αν ήθε λάβει ακόμα,    380
» μήτε όσα στον Ορχομενό, κι' όσα στη Θήβα μπαίνουν
» του Μισιριού όπου βρίσκεται πιο απ' όλους βιός στον κόσμο—
» κι' αφτή είναι ως εκατόπορτη, κι' όξω από κάθε πόρτα
» διακόσοι βγαίνουν μ' άλογα κι' αμάξια μαχητάδες —
» μηδέ κι' αν τόσα μούδινε όσα τα φύλλα ή τα άνθια,    385
» μήτε έτσι δε μου πείθει πια τη γνώμη, δε μ' αλλάζει,
» ως που όλη την καρδόπνιγη βρισιά του να ξεράσει.
» Μήτε με κόρη του παντριές δε θέλω, κι' αν ακόμα
» παράβγαινε με τη χρυσή στην ομορφιά Αφροδίτη
» και σε δουλιές κι' αργόχερα θεά Παλλάδα αν είταν,    390
» μήτε έτσι δεν την παίρνω εγώ, μόν άλλονε ας γυρέψει,
» όπιος τού πάει κι' είναι άρχοντας καλύτερος μου εμένα.
» Τι δα αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω ως στην πατρίδα,
» ας είναι ο γέρος μου καλά κι' αφτός μου βρίσκει νύφη.
» Νά, αρχοντοπούλες βρίσκουνται στη Φτιά και στην Ελλάδα    395
» πολλές, γεννήματα αρχηγών π' ορίζουν πολιτείες,
» κι' όπια τους θέλω, τέρι εγώ την κάνω αγαπημένο.
» Εκεί όλο μ' έβιαζε συχνά πόθος βαθύς να σύρω,
» και κόρη αφού στεφανωθώ, νυφούλα ταιριασμένη,
» μ' αφτή το βιός να χαίρουμαι που σώριασε ο Πηλέας.    400
» Τι δε μ' αξίζουν την ψυχή εμένα μήτε κι' όσους
» πλούσια χώρα θησαβρούς λεν είχε του Πριάμου
» πριν έρθουν τ' Άργους τα παιδιά, στα χρόνια της ειρήνης,
» μήτε όσα στη βραχότοπη Πυθό λεν μέσα κλείνει
» τ' Απόλλου τού προφυλαχτή το μαρμαροκατώφλι.    405
» Γιατί τ' αρπάς τα πρόβατα και τραχηλάτα βόδια,
» τριπόδια ακάπνιστα αποχτάς και ξανθοκέφαλα άτια,
» μα αθρώπου πίσω την ψυχή μήτε αρπαγή τη φέρνει
» μήτε και χρήμα, αν μιά φορά διαβεί τον δοντοφράχτη·
» Τι η μάννα μου η λεφκόποδη θεά μού λέει, η Θέτη,    410
» πως τύχες διο λογιών με παν στο τέλος του θανάτου·
» ανίσως μένω γύρω εδώ και πολεμάω το κάστρο,
» πάει δε θα δω πια γυρισμό, μα αιώνια θάχω δόξα·
» μα αν ξαναπάω στο σπίτι μου, στη λατρεφτή πατρίδα,
» μούναι χαμένη η δόξα μου, μα μακρινή η ζωή μου.    415
» Μάλιστα συβουλέβω εγώ και τους λοιπούς σας, πρύμη    417
» να βάλτε για τον τόπο σας, τι πια άκρη δε θα βρείτε
» της Τριάς· γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου
» της έβαλε του Κρόνου ο γιος, και θάρρεψε ο λαός της.    420
» Μόν σύρτε οι διο σας τ' όχι μου στους αρχηγούς να πείτε,
» Δυσσέα κι' Αία, τι είναι αφτό των προεστών το χρέος,
» ξανά για να συλλογιστούν, κι' άλλη να βρούνε τέχνη
» που ναν τους σώσει οχ του φιδιού το στόμα τα καράβια
» και το στρατό, τι τώρα αφτή δε γίνεται, ας το ξέρουν.    425
» Μα ο Φοίνικας ας μείνει εδώ να κοιμηθεί μαζί μας,    427
» κι' αντάμα πιάνουμε κουπί για τη γλυκιά πατρίδα
» άβριο... αν το θέλει· στανικά δε θέλω ναν τον πάρω. »
Είπε, κι' όλοι έμειναν ξεροί χωρίς να βγάλουν λέξη    430
σα σαστισμένοι· τι σφιχτά πολύ τους τόπε τ' όχι.
Μα με καιρό είπε ο Φοίνικας ο γερο-αλογολάτης,
σπώντας στα δάκρια, τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια
« Στο νου πια αν τόβαλες να πας, λεβέντη μου Αχιλέα,
» και να βοηθήσεις μιά σταλιά δε θέλεις τα καράβια    435
» απ' τη φωτιά, σαν που θυμός σού πείσμωσε τα σπλάχνα,
» πώς τότες θέλεις πίσω σου, παιδί μου, εδώ να μείνω
» μόνος; Μ' εσένα μ' έστειλε ο γέρος σου πατέρας
» τότε όταν απ' τη Φτιά στο γιο τ' Ατριά σε προβοδούσε,
» αρχάρη ακόμα κι' άπραγο, ακάτεχο από μάχες    440
» και συντυχές όπου αποχτούν φήμη και δόξα οι άντρες.
» Για τούτο μ' έστειλε, όλα αφτά να σ' τα μαθαίνω, κι' έτσι
» λόγων να γίνεις ρήτορας και δουλεφτής πολέμων.
» Έτσι, παιδί μου, ξέρε το, μακριά σου εγώ δε μένω,
» κι' ακόμα αν μούταζε ο θεός τα έρμα γερατιά μου    445
» να ξύσει, και λεβέντη νιο σαν πρώτα να μ' αλλάξει,
» σαν όταν τη ροδότσουπρη Ελλάδα πρωταφήκα
» για ν' αποφύγω διαφορές με τον πατέρα Αμύντα.
» Αφτός μου καρδιοθύμωσε για μιά πανώρια σκλάβα
» π' αγάπαε, και το πρώτο του καταφρονούσε τέρι,    450
» τη μάννα μου. Κι' αφτή ήθελε τους διο ναν τα χαλάσουν,
» κι' όλο με ξόρκιζε τη νιά να πάω και να πλακώσω.
» Την άκουσα και τόκανα. Κι' ο γέρος μου πατέρας
» εφτύς σαν πήρε μυρουδιά, με φοβερές κατάρες
» μ' άρχισε, κι' όλο δέουνταν στις άγριες Καταδιώχτρες
» ποτές να μην καθήσει γιος στο γόνα μου, βγαλμένος    455
» από σπορά μου· κι' οι θεοί ξακούνε την κατάρα,
» ο Άδης κάτου στ' άνηλια της γης κι' η Περσεφόνη.
» Τότε έτσι μούρθε το σπαθί να πάρω ναν τον σφάξω,
» μα κάπιος με ξεχόλιασε θεός θυμίζοντάς μου
» την καταδίκη του λαού, του κόσμου τις βλαστήμιες,    460
» α θε με λεν πατροφονιά παντού μες στην Ελλάδα·
» Μα ο γέρος να μου βαργομάει κι' εγώ στο σπίτι πάντα
» να σουρταφέρνω, πια η καρδιά δε βάσταε μου στα στήθια.
» Πόσα δε μούπαν όλοι τους, βλαμάκια και ξαδέρφοι,
» πόσα δεν έκαναν αφτού να με βαστάξουν πίσω !    465
» Τί πλούσια θέλεις πρόβατα, τί τροχηλάτα βόδια
» μούσφαζαν, τί καλόθρεφτα καψάλιζαν γουρούνια,
» π' αστράφτανε του πάχους τους στρωμένα μες τις φλόγες·
» πόσο κρασί δεν πιόθηκε απ' τα σταμνιά του γέρου !
» Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω    470
» φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει
» φωτιά, μιά κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες,
» άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα.
» Όμως σαν ήρθε η δέκατη συγνεφιασμένη νύχτα,
» τότες πια εγώ του γιατακιού τη στεριωμένη πόρτα    475
» τη σπάω και βγαίνω, κι' έφκολα τη μάντρα της αβλής μας
» πηδάω χωρίς οι φύλακες να νιώσουν μήτε οι σκλάβες.
» Και πήρα δρόμο έτσι μακριά περνώντας της Ελλάδας
» τα φαρδοκάμπια, κι' έφτασα στην προβατογεννήτρα,
» στη Φτιά τη χονδροχώματη, στου βασιλιά Πηλέα.
» Κι' αφτός με καλοδέχτηκε, και μούδειξε μιά αγάπη    480
» σάμπως πατέρας π' αγαπάει παιδί του χαϊδεμένο,
» μοναχογιό του και πολλών χτημάτων κληρονόμο·
» και μούδωκε πολλά χωριά, με πλούτισε, και πέρα
» στα σύνορα έκατσα της Φτιας, αφέντης των Δολόπων.
» Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα,    485
» και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι
» μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι,
» παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου,
» κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια.
» Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια    490
» με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις.
» Έτσι πολύ εγώ κόπιασα, πολλά 'παθα για σένα,
» μ' αφτά στο νου, πως άκληρο μ' άφισε εμένα ο Δίας·
» μονάχα εσένα σ' έκανα, θεόμορφε Αχιλέα,
» παιδί μου, νάχω κάπιονε στα γερατιά προστάτη.    495
» Όμως, παιδί μου, μέρωσ' τα τ' ανήμερα σου σπλάχνα,
» δεν πρέπει σου άσπλαχνη καρδιά· τι κι' οι θεοί οι μεγάλοι
» λυγούν, κιάς έχουν πιο τιμή πιο δύναμη πιο αξία·
» κι' αφτούς με τα θυμιάματα και με σταλιές και τσίκνες
» και καλοπιάστρες προσεφκές τους μαλακώνει ο κόσμος    500
» περικαλώντας, αν τυχόν τους φταίξεις κι' αμαρτήσεις.
» Τι του μεγάλου 'ναι Διός κι' οι Περικάλιες κόρες,
» κουτσές, με μάτια αλλίθωρα, με μούτρα ζαρωμένα,
» που κούτσα κούτσα τρέχουνε της Φρένιας καταπόδι·
» κι' αφτή είναι στέρια ακούραστη, για αφτό πολύ ξετρέχει    505
» όλες τους, και παντού της γης προκάνει πριν και βλάφτει
» κάθε θνητό, κι' οι άλλες τους κατόπι τους γιατρέβουν.
» Μα του Διός αν σεβαστείς τις κόρες σα ζυγώνουν,
» τότες σ' ακούν τη δέηση, μεγάλα σ' ωφελούνε·
» μα χάρη όπιος τους αρνηθεί κι' όχι τους λέει με πείσμα,    510
» παν τότες και περικαλούν το γιο του Κρόνου Δία
» να σμίξει με τη Φρένια αφτός, για να βλαφτεί και πάθει.
» Μόν τίμα, αγόρι μου, κι' εσύ τις κόρες του μεγάλου
» Διός, που λύγισαν πολλών νου φρόνιμο στον κόσμο.
» Τι δώρα αν δε μετρούσε ο γιος τώρα τ' Ατριά, αν κατόπι    515
» κι' άλλα αν δεν έταζε, άσειστα βαστώντας πάθος πάντα,
» θάλεγα εγώ πως το θυμό μην παραιτάς, μην τρέχεις
» ναν τους βοηθήσεις, κι' άφισ' τους μες στα στενά να ρέψουν.
» Μα αφτός και δίνει εφτύς πολλά, κι' απέ έταξε πολλά άλλα,
» κι' άντρες τους πρώτους διάλεξε μες στο στρατό και στέλνει    520
» να σου προσπέσουν, που κι' εσύ τους έχεις κάλια απ' όλους
» και που μη θες ο λόγος τους να ντροπιαστεί κι' οι κόποι·
» πριν όμως το πως θύμωσες δεν έχει κατηγόρια.
» Έτσι τους έχουμε ακουστά και των παλιών αρχόντων
» τους μύθους, σαν τους έπιαναν θυμοί πεισματωμένοι·    525
» με λόγια τους μαλάκωνες, τους γύρναες με περκάλια.
» Θυμάμαι μιά ιστορία εγώ — πολύ παλιά, όχι τώρα —
» πως έγινε, και θα την πω να δείτε, αδρέφια, εδώ όλοι.
» Οι Αιτωλοί είχαν πόλεμο κι' οι άφοβοι Κουρήτες
» γύρω στη χώρα Καλυδό, και σφάζουνταν με πάθος,    530
» τ' όμορφο κάστρο οι Αιτωλοί ζητώντας να γλυτώσουν,
» κι' οι άλλοι τους με το σπαθί διψούσαν ναν το πάρουν.
» Τι συφορά τους έστειλε η Άρτεμη από φούρκα,
» που δεν της πρόσφερε ο Βοινιάς καρπούς μες στα δροσάτα
» περβόλια, ενώ πολλά οι θεοί τρώγανε βόδια οι άλλοι,    535
» κι' άφισε μόνη του Διός τη δοξασμένη κόρη·
» ή ξέχασε ή δεν τούκοψε, μά 'ταν βαρύ το κρίμας.
» Θύμωσε αφτή — το θεϊκό το σπέρμα, η σαϊτέφτρα —
» κι' αρσενικό άγριο ασπρόδοντο τους έστειλε γουρούνι,
» που του Βοινιά τού ρήμαζε τ' αμπέλια νύχτα μέρα,    540
» κι' έρηξε σύγκορμα πολλά δέντρα μεγάλα χάμου
» μαζί με ρίζες και μαζί και με των μήλων τ' άθια.
» Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του,
» τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες
» και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι!    545
» τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο.
» Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα,
» για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα,
» κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι.
» Μα όσο ο γερός ο Μελέαγρος πολέμαε, οι Κουρήτες    550
» πάντα άσκημα τα πήγαιναν, μηδέ ποτές μπορούσαν
» ν' αντέξουν όξω απ' το καστρί κιάς είταν τόσο πλήθος·
» στερνά όμως σαν τον έπιασε θυμός που τόσου κόσμου
» με νου και κρίση την καρδιά φουσκώνει μες στα στήθια,
» τότες αφτός, σα χόλιασε, αργός μακρυά από μάχες    555
» κάθουνταν με το τέρι του, την ώρια Κλεοπάτρα,
» της σφιχτοστήθως Μάρπησσας την κόρη και του Νίδα.
» Μα άξαφνα αντάρα ακούστηκε κι' αχός στο καστροπόρτι    573
» που τους χτυπούσαν τα πυργιά. Και τότες οι γερόντοι
» του στέλνουν πρωτολειτουργούς θεών και τον ξορκίζουν    575
» να βγει να διαφεντέψει τους, και τούταζαν μεγάλο
» χάρισμα· οπούταν πιο παχύ της Καλυδός το χώμα,
» πολύτιμο εκεί τούλεγαν μετόχι να χωρίσει,
» πενήντα στρέματα, μισό στον κάμπο αμπελοτόπι,
» τ' άλλο μισό έτσι αφύτεφτο χωράφι να διαλέξει.    580
» Πόσα δεν τούλεγε ο Βοινιάς, ο γερο-αλογολάτης,
» πας στο κατώφλι στέκοντας, και σούσε με τα χέρια
» τα κολλητά πορτόφυλλα ξορκίζοντας το γιο του·
» πόσα και μάννα κι' αδερφές δεν τούπαν περικάλια —
» μα πια πολύ πεισμάτωνε — και πόσα ακόμα οι φίλοι    585
» οι πιο στενοί στην Καλυδό και τιμημένοι πούχε.
» Μα κι' έτσι μέσα την καρδιά δεν τούπειθαν στα στήθια,
» ως που πια οι πόρτες έπεσαν, και τα πυργιά οι Κουρήτες
» πατούσαν, κι' έβαζαν φωτιά παντού στη χώρα γύρω.
» Τότες με θρήνους μ' οδυρμούς το λατρεφτό του τέρι    590
» τούπεσε πια στα πόδια του, κι' όλες μιά μιά τις πίκρες
» τ' αράδιασε των δύστυχων που τους παρθεί το κάστρο·
» σφάζουνται οι άντρες, η φωτιά τα σπίτια τούς ρημάζει,
» οχτροί τούς παίρνουν τα παιδιά, οχτροί και τις γυναίκες.
» Κι' εκείνου τούβραζε η καρδιά π' αγρίκαε τέτια πάθια,    595
» κι' ορμά να πάει, και φόρεσε τ' αστραφτερά άρματά του.
» Τότε έτσι αφτός τους έσωσε απ' το χαμό, ξεχνώντας
» τα περασμένα. Όμως αφτοί δεν τούδωκαν πια δώρα,
» τόσα που τούπαν κι' όμορφα· τους έσωσε όμως κι' έτσι.
» Μα τώρα εσύ — μη γένοιτο ! —μη βάλεις μες στο νου σου,    600
» παιδί μου, τέτια απόφαση· τί τάχα θα φελέσει,
» όταν τα πλοία καίγουνται αν βγεις ναν τα βοηθήσεις;
» Μόν σύρε, κι' όλοι σα θεό θα σε τιμούν κατόπι. »    603
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε    606
« Φοίνικα, γέρο μου νουνέ, τιμές εγώ δε θέλω·
» τιμή θαρρώ πως μούδωκε, όση μου πρέπει, η Μοίρα.
» Μόν άλλο λόγο θα σου πω, και πρόσεχε ν' ακούσεις.    611
» Με γκρίνιες και με στεναγμούς μη μου χαλνάς τα σκώτια,
» για ναν τού κάνες δούλεψη. Και τήρα καμιάν ώρα,
» αγάπη αν τούχεις, μη γενεί αποστροφή η δική μου.
» Κάλια μαζί μου να μισείς όπιον μισεί κι' εμένα.    615
» Το τί είπα οι φίλοι εδώ ας του πουν· και κάλια εσύ να μείνεις    617
» μ' εμάς εδώ να κοιμηθείς, κι' η χαραβγή σα φέξει,
» τα λέμε, εδώ αν θα μείνουμε ή πρέπει να τραβάμε. »
Έτσι είπε, κι' έγνεψε άφωνα στον Πάτροκλο να στρώσει    620
του γέρου στρώμα αφρόμαλλο, για να σκεφτούνε οι άλλοι
να παν μιαν ώρα αρχύτερα οχ την καλύβα πίσω.
Μα τότε ο Αίας άνοιξε το στόμα να μιλήσει
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
» πάμε ! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει.    625
» Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι,
» τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας
» στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του,
» ο έρμος ! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη,    630
» που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα.
» Άσπλαχνε ! εδώ κι' αν αδερφό σου σφάξουν κι' αν παιδί σου,
» όχι δε λες αν βγει ο φονιάς και θέλει να πλερώσει·
» και μένει αφτού στον τόπο του πολλά ο φονιάς μετρώντας,
» και του παθού η βαριά καρδιά ξεγράφει πια το μίσος    635
» σα λάβει δίκια ξεζημιά. Μα εσένα σούχουν βάλει
» κακό άσβυστο οι θεοί θυμό στα στήθια για μιά κόρη,
» μιά και ξερή· μα τώρα εμείς εφτά τις πιο ομορφούλες
» μ' άλλα πολλά σου δίνουμε. Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου
» μιά στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα    640
» που να μας σώσεις ήρθαμε στη στέγη σου από κάτου,
» εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια. »
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε
« Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα,
» ως μέσα η κάθε λέξη σου στα σωθικά μου μπήκε·    645
» μα πάει η ψυχή μου απ' το θυμό να σπάσει, όταν στο νου μου
» μούρθουν εκείνα, ως αφτός με ποδοκύλησε, έτσι
» σαν κάνα ασήμαντο ραγιά σ' όλους μπροστά τους άντρες.
» Μα σύρτε τώρα πέστε του πως όχι! δε σαλέβω.
» Ναί, πριν σκοπό δεν τόχω εγώ ν' αγγίξω πια κοντάρι,    650
» πριν ο λεβέντης Έχτορας τους κάψει τα καράβια
» και πάρει ομπρός το στράτεμα εδώ ως στα σύνορά μου.
» Ειδέ όσο από καλύβα μου κι' από δικό μου πλοίο,
» πίσω θαρρώ θα βασταχτεί κιάς λαχταράει πολέμους. »    655
Είπε, κι' εκείνοι παίρνοντας διπλόπλουμα ποτήρια,
ένα ο καθένας, στάλαξαν, και στο καραβοστάσι
γύριζαν πάλι, και μπροστά περπάταε ο Δυσσέας.
Κι' ο Πάτροκλος τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες
γοργά να στρώσουν μαλακό του Φοίνικα στρωσίδι·
κι' αφτές την προσταγή τ' ακούν και του βολέβουν στρώμα—    660
προβιά, αντρομίδα, και λινό λεφτόφαντο σεντόνι.
Εκεί πεσμένος πρόσμενε ο γέρος την αβγούλα.
Κι' ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας
το βάθος, κι' η ροδόθωρη Διομήδα στο πλεβρό του,
665· του Φόρβα η κόρη, πούφερε οχ το νησί της Λέσβος.
Στην άλλη κόχη πλάγιασε κι' ο Πάτροκλος, και δίπλα
είχε κι' αφτός την Ίφισσα τη μυριοστολισμένη,
που του Πηλέα ο άξιος γιος του χάρισε σαν πήρε
την πολιτεία του Ενιά, τη βραχωμένη Σκύρο.
Κι' οι άλλοι μόλις έφτασαν στου βασιλιά Αγαμέμνου,
όλοι τους όρθιοι με χρυσά ποτήρια τους κερνούσαν    670
οι πρόκριτοι άλλος απ' αλλού και γύρεβαν να μάθουν.
Και πρώτος ο αφέντης γιος τους αρωτάει τ' Ατρέα
« Έλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιώνε αθέρα,
» πες μου, τί, θέλει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια,
» ή όχι κι' η περήφανη καρδιά του βράζει πάντα ; »    675
Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
» όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μόν πιο ακόμα
» αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα.
» Μόνος σου —χαιρετίσματα σου στέλνει— να κοιτάξεις    680
» πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια,
» και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει,
» θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει.
» Και τους λοιπούς μας μάλιστα, μας είπε, συβουλέβει
» όλοι να φέβγουμε, τι πια εδώ άκρη δε θα βρούμε    685
» της Τριάς, γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου
» της έβαλε του Κρόνου ο γιος και θάρρεψαν οι Τρώες.
» Έτσι είπε· νά, ας τα πουν κι' αφτοί που τάλεγε μπροστά τους,
» ο Αίας κι' οι διο κράχτες μας, κι' οι διο με νου και κρίση.
» Μα ο γερο-Φοίνικας εκεί κοιμήθηκε, όπως τούπε,    690
» κι' έτσι θα πάει κι' αφτός μαζί στην ποθητή πατρίδα
» άβριο, αν το θέλει· στανικά δε θέλει ναν τον πάρει. »
Έτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν σαν αποσβολωμένοι,
δίχως να κραίνουν· τι πολύ σφιχτά τους τόπε τ' όχι.
Ώρα πολλή είταν άλαλοι με σπλάχνα μαραμένα,    695
μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμένο,
» κρίμας και που του πρόσπεσες ποτές σου και χιλιάδες
» τούταξες δώρα, γιατί αφτός περφανοφέρνει κι' έτσι,
» μα τώρα πιότερο πολύ τον φούσκωσες περφάνιες.    700
» Άσ' τον κι' ας κάθεται ήσυχος, είτε μισέψει ή μείνει·
» όσο για μάχη, αδιάφορο ! ας βγει σα θέλει ατός του,
» σαν τον φωτίσουν οι θεοί και τ' ορεχτεί η καρδιά του.
» Μόν όλοι ελάτε ας κάνουμε σαν που θα πω σας τώρα.
» Σύρτε πλαγιάστε, μα καλά με φαγοπότι πρώτα    705
» χορτάστε την κοιλιά —τι αφτό δίνει ζωή και θάρρος—
» και σα χαράξει η όμορφη ροδοδαχτύλω αβγούλα,
» καιρό μη χάνεις, το στρατό —πεζούς κι' αμαξωμένους—
» παράταξ' τους εδώ μπροστά κι' οδήγα τους στη μάχη·
» μαζί μας, γιε τ' Ατριά, κι' εσύ πολέμα με τους πρώτους. »
Έτσι είπε, κι' όλοι παίνεσαν το λόγο οι βασιλιάδες,    710
και τον αλογομερωτή καμάρωσαν Διομήδη.
Και τότες στάζουν και σκορπούν τριγύρω στα καλύβια,
κι' εκεί πλαγιάζουν, μιά σταλιά τον ύπνο να χαρούνε.