Ἀπὸ τὴν Θρᾴκη, βρὲ παιδιά—
τραϊλὰ τραϊλά, τραϊλὰ λαρά,
ἀπὸ τὴν Πιερία
ἐβγῆκεν ἡ Θρησκεία.
Κ’ ἐσύραν αὔραις τοῦ Θρᾳκιᾶ—
τραϊλὰ τραϊλά, τραϊλὰ λαρά,
ἀπ’ τὴν χρυσή της δᾷδα
μιὰ σπίθα στὴν Ἑλλάδα.
Καὶ τὴν ἐσπείρανε κοντά—
τραϊλὰ τραϊλά, τραϊλὰ λαρά,
στὴν παλαιὰν Ἀθήνα,
στὴν πρώτην Ἐλευσῖνα.
Κ’ ἐγείνη φῶς στὰ σκοτεινά—
τραϊλὰ τραϊλά, τραϊλὰ λαρά,
κ’ ἐφάνηκ’ ἐκεῖ κάτου
ὁ Δίας κ’ ἡ γεννιά του!
Γι’ αὐτό, καθεὶς ἂς προσπαθᾷ
τραϊλὰ τραϊλά, τραϊλὰ λαρά,
τὸ φῶς νὰ φέρῃ τώρα
στὴν πρώτη του τὴν χώρα!