Θαλασσινός βίος
Θαλασσινός βίος Συγγραφέας: |
1
Καληνύχτα θάλασσα καληνύχτα
Κατεβήκαμε στο βυθό σου
Όσα παιδιά τραγούδησαν στον αέρα
Ας τραγουδήσουν πάλι
Ας τραγουδήσουν οι γυναίκες κι οι γέροι
Ας βγάλουν την αρμύρα από μέσα τους
Κι ας ντυθούν την άλλη στολή
Οι συνειδήσεις δάκρυσαν όλα τα δάκρυα
Ήρθε ο καιρός να κλάψει μέσα μας
Η θάλασσα που ποτέ δεν κλαίει
2
Ποιος νανουρίζει τα παιδιά τώρα
Ποιος νανουρίζει τα παιδιά
Όταν δεν τραγουδάνε;
Οι μανάδες λείπουν στη γη
Οι πατέρες έμειναν στον ήλιο
Ποιος νανουρίζει έτσι σιωπηλά
Που στα πόδια στεκόμαστε
Και δεν μας παίρνει ο ύπνος;
Οι μέδουσες κιτρίνισαν
Τα στόματα των παιδιών
3
Οι τριανταφυλλιές τι γίνηκαν;
Και οι κοπέλες που πήγαιναν με τα πανέρια
Να κόψουνε τριαντάφυλλα;
Ο χυμός των αχλαδιών τι γίνηκε;
Πού χάθηκε και σκόρπησε;
Μέσα στο μυαλό μας
Ηχεί η ανάμνηση
Ξόρκια δεν κάνουμε να φύγει
Τη βλέπουμε σαν δέντρο
Που στα κλαδιά του βουτάμε μια στιγμή τα χέρια
4
Γλέντι τρικούβερτο τα ζώα στήσανε
Τα άλογα τ' αρνιά οι γάτοι οι σκύλοι
Τα ζώα με το παιδιακίσιο όνομα
Που κάποιος τα σφενδόνιζε στη γη
Με αλλόκοτη μανία,
Ήρεμα εδώ δεν μας ζηλεύουν
Το φαΐ μας δεν μας κλέβουν
Όταν κοιτάζουμε ψηλά,
Έχουν με τον εαυτό τους
Την πιο τερπνή κουβέντα
5
Σε μια λακούβα στρίμωξα το γέλιο
Της επίγειας ζωής μου
Κι έχυσα πάνω του πιπέρι
Για να συντηρηθεί
Ύστερα δεν το σκέφτηκα πια
Μέσα στη θάλασσα ζητούσα
Ένα μαχαίρι να βρω
Να κόψω πάλι κάποια φλέβα μου
Το αίμα μου να γίνει θάλασσα
Η θάλασσα να γίνει αίμα μου
6
Ίσως αθώα περπάτησα
Πάνω στα νύχια των ποδιών
Οσφράνθηκα την απόσταση του άλλου χώματος
Εκείνου που ο άνεμος χτυπάει
Εμάντεψα το πρόσωπό του
Τώρα που ξέρει πως δεν το βλέπω
Λίγο πιο πάνω ο ουρανός άναβε
Συλλογιζόμουν χωρίς ντροπή
Το κάθε που εφύτρωνε λουλούδι
7
Ήταν η γη το δικό της φέγγος
Μ' αέρα μ' ανάμνηση με χόρτα
Έβγαιναν πλάσματα σ' αυτήν
Που γεννούσανε πλάσματα
Ύστερα από την κάθε γέννα
Ανέβαινε θαρρετά μια κλίμακα
Κοίταζε καλύτερα μπροστά της
Ο ουρανός την ξαναφιλούσε
Αυτή φιλούσε τον ουρανό
Τα πλάσματα φώναζαν και γλιστρούσαν έξω
8
Έξω στην άνοιξη έξω στο πανηγύρι
Με μαλλιά ξέπλεκα
Με χέρια που άρπαξαν τα πουλιά
Με λαιμούς που έπιναν
Χρώματα και ουράνια νερά
Με χαρισμένη όλην την καρδιά
Που όμως δεν χώριζε από το σώμα,
Τα φυτά της γης απορούσαν
Έρριχναν στα δικά τους σπλάχνα ματιές
Να βρουν τον μύχιον και χαμένον όλβο
9
Όπως εγώ ανεβαίνω στη θάλασσα
Έτσι η νύχτα ανεβαίνει στη γη
Τη χτυπημένη από τον αγέρα
Μόνο που εγώ δεν σκεπάζω τη θάλασσα
Ενώ η νύχτα σκεπάζει τη γη
Πάνω κι από το χτύπημα του αγέρα
Πάνω κι από τα κύματά του
Η νύχτα πάντοτε όρθια προχωράει
Μ' ευλάβεια με σταθερότητα
Ανοιγοκλείνει τα μάτια
10
Δεν έχει η νύχτα αρώματα
Όπως ο ήλιος κι όπως ο άνεμος
Γερόντισσα σεμνή με τα λευκά μαλλιά της
Ποτέ μου δεν τα χάιδεψα
Και δεν τα σκόρπισα ποτέ μου
Αν έρθει η ώρα και λυθεί η λαλιά της
Μ' όλο το βάρος του νερού θα της μιλήσω
Αν είναι έξυπνη θα μου απαντήσει
Δεν είναι μυστικό πως έρχεται και φεύγει
Κι έχει την ίδια ηλικία της γης
11
Στους κάμπους εναυάγησαν οι κήποι
Τα χελιδόνια ζάλισαν τους κάμπους
Όταν ξυπνούσα ήταν αλλού τ' αμπέλια
Στην άλλη αφηνιασμένη μου εποχή
Όχι στα χέρια και στα δένδρα μου σιμά
Μήτε σιμά σε όποια μου συνήθεια
Έτσι που δεν τα βρίσκω ολόγυρά μου
Τ' αμπέλια, που αρμόζουν στο παιδί
Όσο κι αν ψάξω μέσα στην ομίχλη
Όσο κι αν ρίξω φως μες στην καρδιά μου
12
Κορυδαλλοί κορυδαλλοί αδελφοί μου
Ζύγωσα πάντα το δικό σας οίστρο
Έτσι που τώρα «αδελφοί» σας φωνάζω
Αν και η μάνα σας δεν είναι δική μου,
Πάντοτε στη χαρά μου θα τον σκάψετε
Φαρδύ ένα δρόμο να μ' εγκαταλείψει
Να μετεωριστεί να με ξεχάσει
Να θυμηθεί τον ουρανό και την ακέρια
Στον ουρανό αγάπη
Και τη δική μου εύνοια να μη θέλει
13
Πάντοτε πλούσια είναι η ζωή μου
Σαν το βουνό που είναι γεμάτο δάση
Τόσο νωρίς γεννήθηκα που ακόμα
Δεν ξέρω αν είναι ο ουρανός γαλάζιος
Αν τα πουλιά έχουν δικό τους χρώμα
Εφάμιλλο της γης κι αν τ' όνομά τους
Όπως η «θάλασσα» αντηχεί μες στο νου μου
Το «κοχύλι» ο «θάνατος» η «αυγή»
Και λίγα άλλα που τώρα δεν προφταίνω
Και είμαι πάντα μαζί μου όπου ξυπνήσω
14
Ω η γεμάτη γεμάτη θάλασσα του ύπνου
Μέσα στη θάλασσα δεν μας αφήνει!
Δεν είναι οι τοίχοι όπου ν' ανεβούμε
Και ν' αντικρύσουμε τα ωραία σύννεφα
Λευκές σημαίες μέσα στον άνεμο
Δεν είναι τοίχοι μέσα στη θάλασσα
Και μήτε ο ύπνος μας υψώνει πύργους
Όταν βουλιάζουμε μέσα στη θάλασσα,
Άγρια φτεροκοπούν τα περιστέρια
Κι απέραντη η θέα τρεμοσβήνει
15
Καθώς ο Νάρκισσος κι η Σελήνη
Φύγανε κλαίγοντας από μπροστά μου
Τα κρύα μάρμαρα μακριά στη γη μας
Είχανε σκίρτημα είχανε πόνο
Και σιωπηλά χαμήλωναν την όψη
Σ' έναν αγέρα από σκοτάδι
Την ταραχή να κρύψουν και τον φόβο
Που μέσα τους αναπηδούσαν τώρα
Έτσι δεν έμεινε κανείς στη γη μας
Με τον εαυτό του να κλαίει να γελάει
16
Ένας αητός να 'ρθει σιμά μου!
Όταν σκέφτομαι δέντρα πουλιά
Και συλλογίζομαι την τρυφεράδα
Την αξέχαστη την τρυφεράδα
Όμοια με αμέθυστο στην ανταύγεια
Της αμάραντης δικής μας γης
Όπου τη ζωή πρώτα λερώσαμε
Τον ύπνο τα ζώα και τα φυτά
Για να μην πω τον ίδιο τον εαυτό μας
Τον άνθρωπό μας με την αγάπη του
17
Γελάστε βρύσες πάνω στη γη!
Παραμερίστε τον κισσό και τον αγέρα
Να σας ακούσω, είμαι μακριά!
Μπορεί τα σύννεφα να μη σας είπαν
Την είδηση που φέγγει ως τα σύννεφα!
Ω, βρύσες, όταν εγώ μιλούσα
Εσείς κοιμόσαστε οι καημένες!
Κάποτε ιδιαίτερα σας φίλησα
Μακριά στα χρόνια στην ηδονή μου
Δεν θα θυμάστε ίσως το φιλί μου
18
Ω βρύσες, παιδιά σάς χτίσανε
Προτού εγώ γεννηθώ στη γη;
Άβγαλτα παιδιά μαργιόλικα
Πιο λαίμαργα απ' ουρανό
Παρά από καρπούς κι από κρασί;
Εσείς το ξέρετε εγώ σας έβλεπα
Σαν πρωτογέννητα πλάσματα
Που είχαν γεράσει φαιδρύνοντας
Την αίσθηση όποιου τοπίου
Νωπή αθωότητα όχι κλειστή
19
Ακούω θόρυβο ακούω νιάτα
Τα λουλούδια δεν κάνουν θόρυβο
Τα σύννεφα δεν έχουν ηλικία
Ακούω βήματα πάνω στη γη
Κλείνω τα μάτια μου γεννιούνται πλάσματα
Και περπατούνε σιωπηλά
Σαν να μην ξέρουνε γονιούς
Και να μην ξέρουνε ακόμα μια πατρίδα
Δεν ενοχλούν τον άνεμο
Η μουσική τους δεν ενοχλεί τον άνεμο
20
Νομίζω πως επέσανε τα χιόνια
Πάνω στη γη και την κάνανε άσπρη
Σκεπάσανε βουνά και ποταμούς
Και αφήσανε τη θάλασσα
Νυχτοήμερα να φέγγει
Γαλάζια πουλιά να γεννάει
Που ανήσυχα διασχίζουν το διάστημα
Έτοιμα να τραγουδήσουν όταν κανείς γεννιέται
Έτοιμα να σαβανώσουν με τραγούδι
Όποιον μακριά πεθαίνει
21
Τα χρώματα που έχουν τα λουλούδια
Όταν το φως του ήλιου τα χαϊδεύει
Δανείστηκαν τα κύματα της θάλασσας
Αδιαντροπιές να δείξουνε στον άνεμο
Απάτες σ' όποιον άνθρωπο εξύπνησε
Με φουσκωμένη μνήμη
Μόνο τα πουλιά δεν κοροϊδεύουν
Που βλέπουνε βαθιά μες στον αγέρα
Και θίγουνε γυμνά τα κύματα
Με τόση αφή όση έχουν στο τραγούδι
22
Πουλιά πουλιά πετάτε πιο ψηλά!
Όχι μονάχα ο άνεμος να μη σας βλέπει
Αλλά και όποιο παιδί που περπατάει
Κι έχει όρεξη να τραγουδήσει ακέρια
Να βγάλει από το σώμα του τραγούδι
Και να τ' αφιερώσει στο σύμπαν
Αφήστε τα παιδιά να μη σας βλέπουν
Σαν προσηλωθούν στο τραγούδι!
Αν δεν μπορεί αλλιώς αφανιστείτε!
Ο Θεός το θέλει, θα γεννηθείτε πάλι!
23
Με όποιον τρόπο πουλιά σάς κατατρέχω
Μια που σας ξέρω πιο ψηλά από μένα
Ελεύθερα στη χλόη και στον αγέρα
Αλλά εγώ πνίγηκα ετούτον τον καιρό
Στη θάλασσα και δεν με μέλει,
Όμως για τα παιδιά της γης ζητάω
Ειρήνη απόλυτη, κι αν σας δουν
Πριν τραγουδήσουν, ειρήνη δεν υπάρχει
Στον πυθμένα της καρδιάς τους
Ο πόθος τους δεν θα έχει τέρμα
24
Μακάρι να σας είχα δει μπροστά μου
Σαν έπεφτα στη θάλασσα πουλιά μου!
Η καρδιά μου θα είχε απογίνει
Θα είχε μείνει στον άνεμο να βλέπει
Αν απ' τον άνεμο μπορούσε να σας δει!
Μακάρι να σας είχα στην καρδιά μου
Και να 'πεφτα στη θάλασσα μαζί σας!
Τόσο βαθιά δεν θα γυρνούσα τώρα
Στην επιφάνεια θα πετούσε ο νους μου
Θα τρύπωνε η φωνή μου στον αγέρα
25
Ω η ψυχή την άνοιξη αναγγέλλει
Όπου κι αν βρεθεί λησμονημένη!
Η δική μου ψυχή θέλει το χώμα
Που το πατάς και είσαι στον αιθέρα!
Ν' αφήσω το νερό σ' όσους πηγαίνουν
Με την ξεχωριστή τους μοίρα
Και παροδικά πεθαίνουν
Με τη γαλήνη εκείνου που πληρώνει
Το χρέος που παραδέχεται!
Της δικής μου ψυχής άλλο το χρέος!
26
Σ' ένα βουνό δεν κάθησα ποτέ μου
Σ' έν' αψηλό βουνό γιομάτο ρίγη
Που σηκώνει τη ράχη του στον ήλιο
Όταν εγώ μέσα στη γη κοιτάζω
Που με φέρνει σιμότερα στον ήλιο
Όταν εγώ διστάζω να πεθάνω,
Λόφους εγνώρισα και τους θυμάμαι
Όπου κι αν κατρακυλήσω όπου κι αν σπείρω
Το ανήμερό μου είναι
Τα νιάτα μου θυμούνται λόφους και λοφία
27
Μέσα στον ήλιο μέσα στη σελήνη
Νομίζω πως ο πόθος μου εξάπλωσε
Τα βουνά που δεν μπόρεσε ν' αδράξει
Με τα δικά του πόδια και τα χέρια
Για το δικό μου βίο τον αλησμόνητο
Στη γη όπου γεννήθηκα μεσάνυχτα
Κι όπου τα φώτα έφερε ο νους μου
Σαν μιαν ατράνταχτη σκιά είναι ο πόθος μου
Και με γοητεία τα βουνά εκίνησε
Γιατί το είδε πως δεν ήτανε δικά του
28
Γέλια μηχανικά εσκόρπισαν οι άνεμοι
Που ήταν πολλοί ήτανε χιλιάδες
Όταν στης γης το χώμα κλωθογύριζα
Κι ενώ κοιτούσα ανέβαινε το χώμα
Χωρίς η γη να έχανε από δύναμη
Σαν μουσική ανέβαινε το χώμα
Σαν μουσική που κρυφακούει
Και φύλαξε λόγια ζεστά αγέρα φύλαξε
Στον αιθέρα ο πόθος να χυθεί
Με τον αιθέρα εγώ να ταξιδέψω
29
Με τα μαλλιά της άνοιξης εσκούπισα
Τόσες φορές το πρόσωπό μου!
Εμύρισα δυόσμο και θυμάρι
Τόσες φορές που με σκεπάζει η μνήμη
Και παύω να θυμάμαι!
Μακροθυμία ο ήλιος ή βραβείο;
Αφήστε τα αυτά στους ζητιάνους!
Σ' εμάς η άνοιξη που δεν πεθαίνει
Σ' εμάς η μουσική που δεν σωπαίνει
Στην άνοιξη στη μουσική το ότι υπάρχουν!
30
Και τώρα και τη θάλασσα να γιάνω!
Της γης τη νοσταλγία θα γδυθώ
Και στους βυθούς θα βυζάξω ησυχία
Όπου δεν έχει χλόη θ' αρμέξω γάλα
Όπου ο ήλιος δεν φιλεί τα φύλλα
Θα τινάξω λουλούδια απ' το νερό
Οι βράχοι θα σκιρτήσουν όπου να 'ναι
Ένα θόρυβο η γέννηση θα κάνει
Όσο μακριά κι αν γίνει από μένα
Δεν θα ταράξει όμως τη μουσική.