Η χαρά (Λαπαθιώτης)
←Εκ βαθέων | Η χαρά Συγγραφέας: |
Κι έπινα από τα χείλια σου→ |
βλ. Η χαρά, Σπυρίδων Βασιλειάδης |
Πάντα κάτι μὲ κρατεῖ
καὶ μὲ φέρνει πίσω,
στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί
μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω.
Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς
κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση,
δὲ μοῦ θύμιζε μορφές,
ποὺ τὶς ἔχω χάσει.
Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
πρέπει νὰ πεθάνω...
Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
μοῦ τὸ λένε καθαρά:
Πρέπει νὰ πεθάνεις!
Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
μάτι μου τὸ βλέπει.
Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
κάνει σκέψην ἄλλη,
δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
πάλι αὐτὴ προβάλλει...
...Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς
νά ῾ναι ἡ μέρα μαύρη
κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς,
νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει
κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ
τώρα στερημένοι,
κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ
καὶ μᾶς περιμένει...