Η φωνή
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (1907)


Και νά, σκοτάδι μοκλεισε τα βλέφαρα
πυκνό, βαθύ. Σαν ο ήλιος να 'σβησεν,
ο κάμπος, το βουνό, το ακροθαλάσσι
σαν ίσκιος στην ψυχή μου υψώθηκαν,
σαν κυπαρίσσι λύγισε
και βούιξεν όλ΄ η πλάση.

Στερνά σημάδια, χάθηκαν στα μάτια μου
οι πέντε αϊτοί στα αιθέρια,
στερνά σημάδια μέσα μου, που αστράψανε
μαζί
και σβήσανε όλα σαν αστέρια.

Και μια φωνή αργοκύλησεν
ωσά βροντή στα τρίσβαθα του αγέρα,
και μού ήταν γνώριμη η φωνή
σα να 'βγαινε από τα σπλάχνα μου
κι απ' όλο τον αιθέρα:

«Ποιος είν' ο αλαφροΐσκιωτος,
που το βαθύ μυστήριο θε να δράξει
και θα σαρκώσει ανάλαφρος
το τάμα που πλανιέται τρίσβαθα
κι απάνω από την πράξη;»

Και σίγησε, σα να 'κλεισε
κάθε φτερόν ο αγέρας.
Μόλυε ένας βυθός τους αρμούς,
βαθιά τη σκέψη μού έδενε
δουλεύοντας τη σάρκα μου
ο ακοίμητος αιθέρας.