Η φωνή
Συγγραφέας:


Δὲν εἶναι 'δῶ ἡ φωνὴ ποὺ περιμένει
νὰ τραγουδήσει, μόλις θὰ φανῶ.
Τὰ κύματα σ' ἕνα θαλασσινὸ
κογχύλι τὴν κρατοῦν φυλακισμένη.

Στὸ μικρὸ χάος του μέσα τὸν παλμό της
δόνησε ἡ τρικυμιὰ μὲ στεναγμούς,
κι ἡ θάλασσα τῆς ἔμαθε ρυθμούς,
ποὺ ἄκουσεν ἡ καρδιά μου στ' ὄνειρό της.

Τ' ὅραμα τῶν κυμάτων καὶ τῶν κρίνων
στὴ δέσμια ἠχώ της ἔδωσε φτερά,
καὶ μοῦ φυλάει, καθὼς μὲ καρτερᾶ,
τὴ μελωδία τῆς ἅρπας τῶν Σειρήνων.

Καὶ μοῦ φυλάει τραγούδια ποὺ ἀντηχῆσαν,
γιὰ νὰ τ' ἀκούσει μοναχὰ ὁ βυθός,
ἀπὸ ναυτίλους, ποὺ ἔθαψε ὁ καιρός,
κι ἔχουν ξενιτευθεῖ, μὰ δὲν γυρίσαν...

Μιὰ τραγικὴ ἁρμονία τῆς ἔχει μάθει
τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι τῆς σιωπῆς
στὴν ξαφνικὴ χορδὴ μιᾶς ἀστραπῆς,
ποὺ ἐχάθηκε στῶν οὐρανῶν τὰ βάθη,

κι ἦρθε μέσα στὴν κόγχη της ἀγέρας
μελωδικός, γιὰ νὰ τῆς πεῖ δειλά,
πῶς ἡ ψυχὴ τῆς γῆς χαμογελᾶ
στοὺς μυρωμένους τόπους τῆς χιμαίρας.

Πλανιέμαι... Ὅσο θὰ ζῶ τὸ πεπρωμένο
σὲ ἴχνη, χαμένα πάντα, μ' ὁδηγεῖ.
Μὰ ὅταν τὸ βῆμα μου ἄθελα θὰ βγεῖ
στὴ μεθυσμένη ἀκτὴ ποὺ περιμένω,


κι ὅταν τὸ καλωσόρισμα ἀπ' τὸ γλάρο
γίνει πάνω στοὺς ὤμους μου φτερό,
θὰ γονατίσω μέσα στὸν ἀφρό,
τὸ κογχύλι στὰ χέρια μου νὰ πάρω·

κι ἡ μοναξιά μου, ποὺ εἶναι θάνατός μου
κι ἔχει ἴσκιος μου γιὰ πάντοτε ὁριστεῖ,
σὰν ἔκθαμβο παιδὶ θ' ἀφουγκραστεῖ,
μέσ' ἀπὸ αὐτό, τὴ συμφωνία τοῦ κόσμου!