Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Α: Η διαίρεσις της καλολογίας του Πλωτίνου


Το καλόν, διδάσκει ο Πλωτίνος (Ενν. I. 6,1, σελ. 50 εν αρχή), το αντιλαμβανόμεθα ή δια των αισθήσεων, ή άνευ της μεσολαβήσεως αυτών. Το πρώτον είναι εν σώμασι και δυνάμεθα να το ονομάσωμεν καλόν αισθητόν· το δεύτερον, ασύνδετον ον προς την καθ' ημάς ύλην, υπερβαίνει την αντιληπτικότητα των αισθήσεων, δια τούτο ηδύνατο να κληθή το υπέρ αίσθησιν καλόν. Δύο λοιπόν προκύπτουσιν εντεύθεν μέρη της καλολογίας, σαφώς απ' αλλήλων διακεκριμμένα: το μεν περί του αισθητού, το δε περί του υπέρ αίσθησιν κάλλους πραγματευόμενον αμφότερα δε ανάλογα προς την παρά τε τω Πλάτωνι και τω Πλωτίνω τηρουμένην διάκρισιν μεταξύ του αισθητού και του υπέρ αίσθησιν κόσμου εν γένει.

Αλλά το υπέρ αίσθησιν κάλλος υπάρχει - κατά Πλωτίνον - τούτο μεν εν τοις όσα ψυχής έχεται, ήγουν ταις έξεσι, ταις πράξεσι, ταις αρεταίς αυτής, τούτο δε εν τω κυρίως νοητώ κόσμω, ήγουν τω Νω. Κατά συνέπειαν το υπέρ αίσθησιν κάλλος υποδιαιρείται εις κάλλος ηθικόν και κάλλος νοητόν, ή ιδεώδες ως λέγουσι σήμερον. Και το σχετικόν της καλολογίας μέρος άρα υποδιαιρείται εις δύο χωριστά κεφάλαια, του μεν περί του ηθικού, του δε περί του νοητού διαλαμβάνοντος κάλλους. Τι δε περί του αισθητού; Το καλόν, το οποίον αντιλαμβανόμεθα διά των αισθήσεων ή έχει την ιδιότητα να ήναι τοιούτον εκ φύσεως, ή αποκτά ταύτην διά της τέχνης: Ως προς εκείνο είναι και λέγεται φύσει κάλλος γινόμενον, λέγει ο Πλωτίνος, ως προς τούτο, τέχνη καλόν ειργασμένον[1]. Διπλούν άρα και το αισθητόν καλόν και εις δύο κεφάλαια διαιρετέον και το περί τούτου μέρος της καλολογίας του Πλωτίνου.

Το ευόριστον και πως μεθοδικόν τούτο πνεύμα περί την ταξινόμησιν του καλού δεν υπάρχει παρά Πλάτωνι. Η Διοτίμα, ή μάλλον ο Σωκράτης εν τω Συμποσίω (σελ. 210-212) διακρίνει το επί σώμασι, το εν ταις ψυχαίς και το επ' είδει κάλλος, ως τρεις διαφόρους αυτού βαθμούς, είναι αληθές, αλλ' η διαίρεσις αύτη, εξ ηθικών μάλλον παρά ψυχολογικών αρχών αναχωρούσα, κυμαίνεται πολύ παρά Πλάτωνι· ούτως εν τω αυτώ χωρίω ανακεφαλαιών τα ειρημένα ο Σωκράτης χωρίζει το καλόν εις τεσσάρας βαθμούς: το εν σώμασι καλόν, το εν επιτηδεύμασι, το εν μαθήμασι και τέλος το θείον, το μονοειδές καλόν. Ο δε νεοπλατωνικός Ερμείας, υπομνηματίζων τον Φαίδρον του Πλάτωνος, ευρίσκει το καλόν εν τω διαλόγω τούτω (σελ. 65) διηρημένον πρώτον εις το εν αισθήσει και τη φύσει, είτα το εν λόγοις και ανωτέρω το εν νω και τελευταίον το εν θεοίς καλόν. Ως βλέπει τις, ουδέ λόγος γίνεται εν τη διαιρέσει ταύτη περί του εν τη τέχνη καλού· θα εκλίνομεν δε να παραδεχθώμεν αυτό αντιπροσωπευόμενον ανωτέρω υπό του εν επιτηδεύμασιν, εάν δεν εγνωρίζομεν πόσον ο Πλάτων υπετίμα τας τέχνας και τα καλλιτεχνήματα, θεωρών το εν αυταίς κάλλος υποδεέστερον και ψευδέστερον του εν τη φύσει.

Η διχή διαιρετότης αύτη της του καλού φιλοσοφίας του Πλωτίνου μάς ενθυμίζει ανάλογον τι εν όλω αυτού τω συστήματι: Εν τω νω, εν ταις ιδέαις, εν τη ψυχή, εν αυτώ τω σωματικώ κόσμω επικρατεί το δυαδικόν της διαιρέσεως σχήμα. Ο νους, εις και ο αυτός, είναι νοούν και νοούμενον[2], νοείν και είναι, νους και ον. Αι ιδέαι, τόσον απλαί και ενιαίαι, συνίστανται εξ είδους και υπερκοσμίας τινός υλικής υποστάσεως, οίον της εννοίας της ύλης[3], και είναι έκαστη μορφούν και μορφούμενον, ως είναι ο νους νοούν και νοούμενον. Η ψυχή του παντός όχι μόνον τούτο είναι[4] αλλά και διχάζεται τούτ' αυτό υπό του Πλωτίνου εις πρώτην και δευτέραν, εις νοεράν και υλωδεστέραν, όπως η μεν παραγάγη τας ψυχάς των αθανάτων η δε τας των θνητών[5]. Τέλος τα κοσμικά φαινόμενα συνίστανται και αυτά εκ της υποκειμένης αυτοίς ύλης και ειδώλου τινός της εν ταις ιδέαις μορφής[6]. Προς το γεγονός τούτο ουδείς των προ ημών, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, εσχέτισε την του καλού διάκρισιν, και διά τούτο ισως αι υπάρχουσαι διαιρέσεις της Πλωτινείου καλολογίας τυγχάνουσι κατά το μάλλον και ήττον ατελείς, ως προερχόμεναι εκ της ανάγκης του να τηρηθή τις εν τη αναπτύξει του θέματος μέθοδος μάλλον παρά εκ των μεταφυσικών άρχων της φιλοσοφίας του Πλωτίνου. Ούτως ο μεν Γρηγορόβιος ευρίσκει το καλόν υπάρχον εν τρισί βαθμοίς παρ' αυτώ. Πρώτον βαθμόν λέγει το αισθητόν, δεύτερον το ηθικόν και τρίτον το ιδανικόν κάλλος· (σελ. 116) ενώ ο Brenning διακρίνει εν τη πραγματεία αυτού καλόν φυσικόν, καλόν τεχνητόν και καλόν το υπέρ αίσθησιν (σελ. 7).

Ετέρα τις ανάλογος σχέσις μεταξύ της καλολογίας του Πλωτίνου και της όλης αυτού φιλοσοφίας φαίνεται υφισταμένη εν τω ότι, όπως τα οντά εν γένει, ούτω και το καλόν, κατ' αυτόν, εξασθενεί και εξαχρειούται, κατά λόγον της από της αρχικής αυτού πηγής, ήγουν του Ενός αποστάσεως. Το γεγονός τούτο είναι άρα γε αποτέλεσμα τυχαίας τινός μόνον και απατηλής αναλογίας, ή προκύπτει παρά Πλωτίνω ως αυστηρά λογική συνέπεια της περί καλού μεταφυσικής του; Την απάντησιν θα λάβωμεν προϊόντες παρ' αυτού του Πλωτίνου. Προς το παρόν αρκεσθώμεν εις το αποκτηθέν αποτέλεσμα και διαιρέσωμεν την καλολογίαν, ως αυτός θα εποίει, εάν επρόκειτο να μας δώση αυτήν εν αρτίω συστήματι, και κατά το πνεύμα της νέας επιστήμης. Ιδού η διαίρεσις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Περί του αισθητού καλού
Κεφ. Α'. περί του φυσικού καλού.
Κεφ. Β'. περί του τεχνητού καλού.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Περί του υπέρ αίσθησιν καλού
Κεφ. Α'. περί του ηθικού καλού.
Κεφ. Β'. περί του νοητού καλού.

Μ' όλα ταύτα εδώ δεν προτιθέμεθα να εισαγάγωμεν υπό το σχήμα τούτο το εν ταις Εννεάσι του Πλωτίνου διεσπαρμένον υλικόν προς καταρτισμόν ολοκλήρου καλολογικού συστήματος, αναλόγου προς τα παρόμοια έργα της σημερινής επιστήμης: Το πρόβλημα είναι αληθώς λίαν επαγωγόν και ίσως ίσως ουχί αδύνατον προς λύσιν αλλ' ο αποδυόμενος εις αυτό θα έχη κατ' ανάγκην όχι μόνον να συμπλήρωση αφ' εαυτού πλείστα όσα χάσματα αλλά και να συμπεριλάβη εν τη καλολογία πολλά καθαρώς ηθικά και θεοσοφικά στοιχεία της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, τουθ' όπερ ήθελεν επιβάλει εις το έργον αυτού διαστάσεις ανυπολόγιστους και υπερβή τα όρια απλής μονογραφίας ευσυνόπτου, οίαν προδιαγράφει ημίν ο σκοπός της παρούσης πραγματείας. Διά τούτο εν τοις επομένοις, ως προς μεν το υπέρ αίσθησιν κάλλος, δεν θα λάβωμεν αυτό υπ' όψιν, ει μη καθ' όσον χρησιμεύει ως μεταφυσική βάσις της του Πλωτίνου καλολογίας - ως προς δε την διαίρεσιν θέλομεν μιμηθή αυτόν τον Πλωτίνον, χωρίζοντες τα αφορώντα το αισθητόν κάλλος εις διαφόρους παραγράφους, ούτως ώστε ο αναγνώστης να έχη την καθ' αυτό καλολογίαν του Πλωτίνου ενώπιον του, και ταύτην πάλιν μόνον κατά την μέθοδον αυτού του ιδίου εκτεθειμένην. Εάν δε που φανώμεν ενδιατρίβοντες πλέον του δέοντος εις τα περί την Οντολογίαν αυτού, πράττομεν τούτο όχι μόνον διότι το καλόν παρά τοις νεοπλατωνικοίς είναι αυτή αύτη η ουσία, και επομένως η περί αυτού θεωρία δεν εννοείται άνευ της περί των όντων φιλοσοφίας, αλλά και διότι ενομίσαμεν, ότι περιληπτική τις έκθεσις του όλου Πλωτινείου συστήματος δεν θα έβλαπτε παρ' ημίν γιγνομένη.

<references>

  1. Ενν. V 9. 3. σελ. 557
  2. Ει γαρ η μεν ουσία αυτού άλλη, α δε νοεί έτερα αυτού, αυτή η ουσία αυτού ανόητος έσται. Ενν. V. 9. 5.
  3. Ενν. II, 4, 5, σελ. 161, 162. Ίδ. κατ. Κεφ. Δ' και Ε'.
  4. Ενν. V. 9, 3.
  5. Περί τούτου πλειότερα κατωτέρω, εν Κεφ. Ε'.
  6. Ενν. II, 4, 6, 162. Ίδ. κατ. Κεφ. Δ'.