Η τέσσεραις ώραις του χρόνου

Ἡ τέσσεραις ὥραις τοῦ χρόνου
Συγγραφέας:


Η ΑΝΟΙΞΗ
Ποιὰ εἶμαι 'γὼ δὲν ἔχω χρεία
νὰ σᾶς πῶ, καλαὶς Κυράδες·
μὲ τὴ μόνη μου εὐωδία
φανερόνομαι ἀρκετά.

Ναί· τὴν Ἄνοιξη, ποῦ τώρα
φεύγει ράχαις καὶ πεδιάδαις,
ὁλοστόλιστη, ἀνθοφόρα
ξαναβλέπεται ὀμπροστά.

Μὴ θαυμάσετε· εἶναι χρόνοι
ποῦ, ἂν θερμαὶς ἀκούω ταὶς αὔραις,
τὴ φωλιά μου, ὡς χελιδόνι,
τρέχω εὐθὺς νὰ στήσω ἐδῶ.

Μέρα νύχτα φυλαμένα
ἀπὸ πάγους, ἀπὸ λάβραις,
ρόδα νέα, χαριτωμένα
ἐδῶ μέσα κουναρῶ.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Πῶς τολμᾷς καὶ τέτοια μέρα
ξάφνου σὺ πετιέσαι ὀμπρός μου;
Εἰς τὴ γῆ καὶ στὸν αἰθέρα
βασιλεύω τώρα ἐγώ.

Εμαι, ναί, τὸ Καλοκαῖρι
ὁποῦ, στόλισμα τοῦ κόσμου,
μ' ἕνα βλέμμα ὅλα τὰ μέρη
ἀπὸ λάμψη πλημμυρῶ.

Ἐδῶ ἀκοίμηταις ἀχτίναις
βρίσκω ἀλήθεια, καὶ θωράω
ποῦ φωτίζονται μ' ἐκεῖναις
ἀθῷα πνεύματα πολλά.

Ἀλλ', ἀφοῦ κ' ἐγὼ τὸ μαῦρο
κρύο σκοτάδι πολεμάω,
πλέον φιλόξενη ποῦ θαὔρω
ἀπὸ τέτοια κατοικιά;

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τόπο! - τόπο! Μ' ἄλλα δῶρα
τὸ Φθινόπωρο προβαίνει.
Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα,
καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς.

Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζω
τέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ,
τί ἐγὼ τ' ἄνθια σας ἀλλάζω
εἰς ὁλόχρυσους καρπούς.

Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα
νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη,
ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα,
πρώιμα χύθηκα κ' ἐγώ.

Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω,
ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάρι
δὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσω
τὸν ἀτίμητο καρπό.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε,
ἂν στ' ὡραῖο σας περιβόλι
τὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτε
μὲ ὁλοφάνερη μορφή.

Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο,
μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη,
στ' ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσω
μόσχους, χρώματα, ζωή.

Μὲ χαρούμενα σημεῖα,
σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,
νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία
τὴν εὐγνωμονη καρδιά.

Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέρια
γιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει;
Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια,
νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.