Αιμιλίω τω Τυπάλδω
Συγγραφέας:
Η σκλάβα


Ἄνοιξε τὰ φτερούγια σου,
ἄχολο περιστέρι,
καὶ θὲ νὰ πᾷς γι' ἀγάπη μου
σὲ μακρινὸ σεφέρι.
Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος σου,
θὰ φύγῃς μοναχός σου·
ἅπλωσε τὸ φτερό σου
καὶ σύρε στὸ καλό.

Καὶ σὰν διαβῇς τὰ σύγνεφα
καὶ σὰν τὰ διαπεράσῃς,
καὶ μέσα ἐκεῖ ποὺ κάθονται
τ' ἀστροπελέκια φθάσῃς,
θυμήσου, περιστέρι μου,
μὴ σοῦ καῇ τὸ ράμμα
ὁποὺ βαστάει τὸ γράμμα
καὶ πέσῃ καὶ χαθῇ.

Καὶ σὰν ἰδῇς τὰ κύματα
ἀπὸ ψηλὰ ν' ἀφρίζουν
καὶ νὰ χτυποῦν, νὰ βόγκουνε
τὴ γῆ νὰ φοβερίζουν,
μὴ γελαστῆς, πουλάκι μου,
νὰ πᾷς ἐκεῖ σιμά τους,
τὰ δόλια τὰ νερά τους
θὰ βρέξουν τὴ γραφή.

Εἶναι τὰ κύματ' ἄσπλαχνα,
πάντα νερὸ διψοῦνε
κ' ἐπάνου σου θὰ πέσουνε,
 σκληρὰ νὰ καταπιοῦνε
τὰ δάκρυα ποὺ ἐστάξανε
εἰς τὸ χαρτί μου ἐπάνω.
Ἄχ! κάλλιο νὰ πεθάνω
παρὰ νὰ μὴ τὰ ἰδῇ.

Κι' ἄν ἴσως καὶ στὸ δρόμο σου
ψηλὰ μὲς στὸν αἰθέρα,
πιστὸ περιστεράκι μου,
τὴν ἄνοιξι μιὰ μέρα
τὰ χελιδόνια τ' ἄχαρα
ἄν τύχῃ κ' ἀπαντήσῃς
νὰ μοῦ τὰ χαιρετήσῃς
μ' ἕνα γλυκὸ φιλί.

Καὶ νὰ τοὺς πῇς ποῦ βρίσκομαι,
πὼς ἡ καρδιά μου τρέμει,
πὼς χάνονται τὰ νιῶτά μου
σὲ τούρκικο χαρέμι.
Καὶ πὲς τὸ παραθύρι μου
νὰ μὴ τὸ λησμονήσουν
καὶ νἄλθουνε νὰ στήσουν
σιμά μου μιὰ φωλιά.

Κι' ἄν ἴσως κι' ἀποστάσανε
καὶ ταὔρῃς δειλιασμένα
κι' ἀπὸ χειμῶν' ἀνέλπιστο
τὰ ἰδῇς κυνηγημένα,
θυμήσου, περιστέρι μου,
τή ράχη σου νὰ στρώσῃς
καὶ τὰ φτερά ν' ἁπλώσῃς
σὰν καραβιοῦ πανιά.

Κ' ἐκεῖ ποὺ θ' ἀρμενίζετε
καὶ θὰ κρυφομιλῆτε
και μυστικὰ τὸν πόνο σας
καθένα θὰ διηγῆται,
θυμήσου, περιστέρι μου,
νὰ πῇς στὰ χελιδόνια
πὼς ἔφυγαν δύο χρόνια
ὁποὺ εἶμαι στὴ σκλαβιά.

Κ' ἐκεῖ ποὺ πρωτοφθάσουνε
κ' ἐκεῖ ποὺ πρωταράξουν
νὰ πᾶν νὰ ποῦν στ' ἀδέρφια μου
νἀλθοῦνε νὰ μ' ἁρπάξουν,
καὶ κάθ' αὐγὴ στὸ λάλημα
καὶ μὲ νὰ μελετᾶνε
καὶ νὰ τοὺς ἐνθυμᾶνε
πὼς εἶμαι στὴν Τουρκιά.

Τότε νὰ τρέξῃς γρήγορα
καὶ σύ, περιστεράκι,
νὰ πᾷς ἐπάνω στ' Ἄγραφα,
στὸ κλέφτικο γιατάκι,
καὶ ναὔρῃς τὴν ἀγάπη μου
τὸ Λάμπρο, τὴ ζωή μου,
καὶ δῶσε τὴ γραφή μου
κ' ἕνα φιλὶ κρυφά.

Καὶ πὲς του χαιρετίσματα
νὰ μὴ μὲ λησμονήσῃ,
πὼς εἶμαι νειὰ κ' εἶμ' ὤμορφη
σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύσι,
καὶ πὼς μὲ κινδυνεύουμε
καὶ πὼς μὲ τυραγνοῦνε
καὶ χίλιοι καρτεροῦνε
μιὰ μόνη μου ματιά.

Κι' ἀνίσως καὶ τὰ νιὼτά μου
ἀκόμα τὰ θυμᾶται,
κι' ἀνίσως καὶ σὰν ὄνειρο
μὲ βλέπει σὰν κοιμᾶται,
πές του, περιστεράκι μου,
νὰ ζώσῃ τὸ σπαθί του,
κ' ἡ μαύρ' ἡ Ἀρετή του
τρομάζει τὴ σκλαβιά.

Τ' ἀγιοῦλι του ἄν τὸ κόψουνε
καὶ τοῦ τὸ μυριστοῦνε,
τὰ ρόδα μου ἄν ἀχνίσουνε
κι' ἀνίσως μαραθοῦνε,
νὰ μὴ μὤχῃ παράπονο
νὰ μὴ τόνε πικραίνῃ...
τὰ νιῶτα τὰ μαραίνει
σκλαβιὰ καὶ μοναξιά.