Η σάλα της αναμονής του γιατρού Χάκη
Η σάλα της αναμονής του γιατρού Χάκη Συγγραφέας: |
Αλεξανδρινή Τέχνη, έτος Α', τεύχος 8 |
Η ΣΑΛΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΧΑΚΗ
Δὲν εἴταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ ἄνοιγε τὴν πόρτα τῆς σάλας τῆς ἀναμονῆς. Καὶ κάθε τόσο τοὔλεγε μ’ ἕνα ὕφος ποῦ πρόδιδε τὴν ταραχή του.
-Νὰ μοῦ συμπαθᾶτε πολύ· ξαίρετε δὲν ἔχουμε ἀκόμα ἑτοιμαστεῖ!
Μὰ ὁ κύριος Λιαπῆς παλιὸς πελάτης τους εἶχε λησμονήσει κι ὅλας καθὼς ἔμπαινε τὶ ἤθελε νὰ πεῖ ἡ γριὰ ὑπηρέτρια τοῦ γιατροῦ Χάκη. Τοῦχε συνηθίσει νὰ τ’ ἀκούει κάθε τόσο, καὶ τοῦ φαινόνταν σὰν κάτι ποὺ τοῦ εἴταν ἀπαραίτητο, μιὰ μικρὴ λεπτομέρεια ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ λείψει. Δὲν εἶχε καλὰ-καλὰ καθίσει στὴ θέση ποὔταν δικιά του, μιὰ πράσινη πλατειὰ πολυθρόνα μὲ τὸ ξεθωριασμένο της ντύμα - καὶ θυμήθηκε ἄξαφνα τὸ ἀξιολύπητο ἐκεῖνο πλᾶσμα. Χαμογελοῦσε μόνος του. Πῶς τοῦρθε ἡ ἰδέα αὐτή! Μὰ ἡ εἰκόνα τῆς γριᾶς ὑπηρέτριας περνοῦσε ἐπίμονα ἀπὸ τὸ νοῦ του: Ἕνας σωρὸς τυλιγμένος ἀπὸ μαῦρα ροῦχα παληὰ κυλοῦσε στὸ κορριντόρ. Καὶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα χωρὶς φόρμα ἔβγαινε ἕνα μεγάλο ἀδύνατο κοκαλιασμένο χέρι στὴν ἴδια πάντα κίνηση: Ν’ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς σάλας τῆς ἀναμονῆς τοῦ γιατροῦ Χάκη. Εἶχε βαλθεῖ κι αὐτὴ ἐκεῖ μέσα σὰν ἕνα ἐλατήριο πολυμεταχειρισμένο ποὺ μὅλον τὸν καιρό του δὲν εἶχε χάσει τὸ μηχανισμό. Δὲν πρόφθασε νὰ τραβήξει τὴ σκέψη του ἀπ’ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ τὸ ἆσθμα τῆς γυναίκας αὐτῆς ἀκούονταν τώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη κάμαρα κομματιαστό, ἐπίμοχτο, σὰν κάτι νὰ τραβoῦσαν ἄνθρωποι μανιασμένοι ἀπὸ ἕνα βάθος ἀμέτρητο. Ἔκανε θόρυβο σὰν νἄσχιζαν μὲ προσοχὴ ἕνα μεταξωτὸ πανί. Οἱ πελάτες ποῦχαν γεμίσει τὴ σάλα τὴν στιγμὴν ἐκείνη κυτάχθηκαν ἀναμεταξύ τους μἕνα ὕφος γεμάτο οἶχτο ἀνακατωμένο μὲ ἀπορία. Ὁ ἕνας εἶπε: Πῶς μπορεῖ μαθὲς στὸ ἴδιο σπίτι τοῦ γιατροῦ νὰ ὑπάρχουν ἄρρωστοι; Ὁ ἄλλος: Καὶ τίνος γιατροῦ! Κι’ ὁ τρίτος: Ἀρρώστιες κι’ ἀρρώστιες. Σὲ λίγο δὲν ἀκούονταν τίποτα. Ὁ κάθε ἄρρωστος λησμόνησε γρήγορα τὰ ξένα πάθια γιὰ νὰ γυρίσει πάλι στὰ δικά του. Μιὰ σιωπὴ ἔπεφε βαρειά, σαν ἀναλυτὸ μολύβι ἀπάνω στὰ ἔπιπλα, ποὖσαν σκορπισμένα ἀραιὰ ἀραιὰ μὲ μιὰ ἀταξία. Στὴν ἴδια ὥρα ὅπως πάντα ἡ πόρτα ἄνοιξε ξαφνικά. Κι’ ἕνας νέος χλωμὸς φάνηκε. Ἔριξε μιὰ ματιὰ τριγύρω του. Δὲν μπῆκε μέσα σὰν νὰ μὴ θέλησε νὰ ταράξει τὴν παράξενη αὐτὴ τοποθέτηση τῶν προσώπων ποὖσαν ἐκεῖ μαζεμένα, ἀκίνητα, σὰν νὰ τἆχε βάλει κάποιος μὲ τὸ χέρι του νὰ στέκουν ἔτσι. Ἡ σάλα τῆς ἀναμονῆς τοῦ γιατροῦ Χάκη, μακρουλή, ἀτέλειωτη, σὰν ἕνα κορριντόρ, ποὺ ξετυλίγεται διαρκῶς στὰ μάτια μας στενὴ τόσο ποῦ οἱ χαμηλοὶ τοῖχοι ἐφαίνοντο ν’ ἀνταμώνονται στὴν περίεργη προοπτική της σ’ ἕνα τρίγωνο ἀκανόνιστο. Τοὔκανε μιὰ δυνατὴ ἀλλόκοτη ἐντύπωση, ποὺ σταμάτησε χωρὶς νὰ τὸ θέλει. Μιὰ ἀκατανίκητη δύναμη τὸν ἔσπρωχνε νὰ βγεῖ ὄξω ὰπὸ τὸν τόπον αὐτό! Ὁ κ. Λιαπῆς δὲν κατάλαβε πότε ἔφυγε κι’ ἀκόμα κι’ ἂν ἡ πόρτα αὐτὴ τῆς σάλας τῆς ἀναμονῆς ταπετσαρισμένη μ’ ἕνα χοντρὸ πανὶ πορτοκαλὶ τεντωμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες μὲ κουμπιὰ μαῦρα μπηγμένα βαθειὰ στὸ σανίδι σὲ τρόπο ποῦ φαίνονταν τελεῖες μικρές, ἔκανε πίσω του κλειῶντας τὸν μεγαλύτερο κρότο! Βυθισμένος στὴν πολυθρόνα του τὰ χέρια τῆς ὁποίας κρατοῦσε σφιχτὰ σὰν νἄγγιζε κάτι ἀγαπημένο, κάτι ποὖχε χυθεῖ ἀπὸ τὸ ἄρρωστο εἶναι του καὶ πάλι μέσα του μεταγγιστὰ κοιτοῦσε μπροστά του μ’ ἕνα βλέμμα ἐταστικὸ σὰν κάτι νἄθελε νὰ ξετάσει καλά· ἦταν τὸ πιὸ ἀγαπημένο μέρος τῆς σάλας αὐτῆς, ποὔμοιαζε μὲ τὴν ἀταξία καὶ τὴν ποικιλία τῶν πραμμάτων της σὰν αὐτὴ ἑνὸς παλιοπωλείου ποὺ ἔχει μαζέψει τὸ κάθε τὶ γιὰ τὸν καθένα κι’ αὐτὴ ἡ μεριὰ εἴταν μονάχα γι’ αὐτόν. Στὴ πολυθρόνα αὐτή, ποὖταν παράμερα στὴ γωνιά, κανένας δὲν πήγαινε νὰ καθίσει. Μιὰ συλλογὴ ἀπὸ τεράστιες κιτρινοπράσινες φλοῦδες φειδιῶν, ποὺ κρέμονταν ἀπὸ πάνω ὡς κάτω τοῦ τοίχου ἦταν σὰν ἕνα παράξενο παραβάν. Μισοσκέπαζε μιὰ ψηλὴ ντελικάτη μαύρη ἐταζέρα μὲ πόδια ἑνὸς φανταστικοῦ ζώου κεντημένη ἀπὸ ἁπλὸ φίνο ἄσπρο κόκαλο ἁπλωμένο ἀπάνω της σὰν μιὰ διάφανη νταντέλλα σὲ σχήματα ὰλλόκοτα. Καὶ ἀπάνω στὰ ράφια τους μιὰ σειρὰ ἀτέλειωτη ἀπὸ διάφορα μικρὰ μεγάλα μικροσκοπικὰ μπουκαλάκια, ὕψωναν τὴ χαριτωμένη φόρμα τους τὄνα κοντὰ στἄλλο, σὰν νάθελαν νὰ δείξουν ὅλη τὴ γκάμα τῶν χρωμάτων ποὺ κλειοῦσαν μέσα τους. Μέσα σ’ αὐτὰ ἔπρεπε κι’ ὅλας ὁ γιατρὸς Χάκη ποὔκανε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν Ἀφρικὴ νἄχει φυλάξει τοὺς χυμοὺς ἀπὸ ξωτικὰ λουλούδια καὶ βοτάνια. Ὁ Λιαπῆς φανταζόντανε, πῶς μέσα σ’ αὐτὰ θὰ εἴταν κι’ ἕνα γιομάτο ἀπὸ φαρμάκι! Ποιὸς ξέρει! μὲ ποιὰ ἀπέραντη χαρὰ τὰ κοιτοῦσε νὰ σπινθηροβολοῦν παράξενα. Θὰ μποροῦσε ἀκόμα ὁ ἴδιος νὰ τὰ δοκιμάσει γιὰ νὰ βρῆ τὸ θανατερὸ ρευστό. Ἅπλωνε τὰ χέρια του, νὰ τ’ ἀγγίξει, νὰ τὰ χαϊδέψει, σὰν ἕνα ἀγαπημένο πολύτιμο πράμμα! Γι’ αὐτὸ δὲν κατάλαβε τὸν κόσμο ἐκεῖνον, ποὔφεβγε, οὔτε καὶ τὸ γιατρὸ τὸν ἴδιο, ποὔχε βγεῖ ἀπ’ τὸ γραφεῖο του δείχνοντας ἕνα κομμάτι ἀπ’ ἄσπρο χαρτὶ στοὺς πελάτες του κι’ ἕτοιμος νὰ προλάβει ἕνα ἄλλον ἄρρωστο ποὺ τὸν καλοῦσε στὸ σπίτι του.
Εἴταν ἀνάγκη νὰ περάσει μπροστά του νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα, μ’ ἕνα τρόπο σὰν νὰ τοὔλεγε πὼς δὲν πρέπει νὰ περιμένει περισσότερο, γιὰ νὰ σηκωθεῖ μὲ κόπο σὰν νἄταν μουδιασμένος χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει, ποῦ βρισκότανε. Σὲ δυὸ μέρες ξαναῆρθε μὲ τὴν ἴδια ἀκρίβεια. Στὴν πόρτα τοῦ γιατροῦ διάβασε τὰ ἑξῆς: «Τὸ ἰατρεῖον μετεφέρθη στὸ δεύτερο πάτωμα, δεξιά». Πῶς τοῦ ἐφαίνονταν ἡ σκάλα αὐτή! Γύριζε στὸ μυαλό του σὰν ἕνας ἴλιγγος, νόμιζε πὼς κυλοῦσε πρὸς τὰ κάτω χωρὶς νὰ σταματήσει πουθενά. Ἐπι τέλους εἶχε φθάσει. Τοὖχε ἀνοίξει μιὰ νέα γυναῖκα ξανθιά, ψηλή, σφιγμένη μέσα στὸ κοστούμι τῆς νοσοκόμας. Μ’ ἕνα χαμόγελο τοὖπε. -Εὐτυχῶς δὲν θὰ περιμένετε καθόλου! Ὁ κ. Δόκτωρ ἔρχεται ἀμέσως.- Δὲν πρόφθασε νὰ τὸν ἀφίσει μόνο του στὴ σάλα ἐκείνη μὲ τὸ λαμπικαρισμένο παρκέτο καὶ τὸ δυνατὸ φῶς ποὔπεφτε ἀπ’ τὰ μεγάλα παράθυρα στὰ καινούργια ἐκεῖνα ἔπιπλα καὶ ὁ κ. Λιαπῆς γύρισε πρὸς τὴν ἔξοδο. Ζητοῦσε μὲ φόβο νὰ βγεῖ ὄξω, σὰν νὰ μπῆκε σ’ ἕνα ξένο σπίτι σὰν νὰ μὴν εἴτανε στὴ σάλα τῆς ἀναμονῆς τοῦ γιατροῦ Χάκη!...
ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΒΑΛΤΑΔΩΡΟΣ