Η νησιωτοπούλα
Η νησιωτοπούλα Συγγραφέας: |
Νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο,
με κέντημα στα χέρια της, μ΄ αγάπη στην καρδιά της.
Φορές φορές το κέντημα κεντούσε με τραγούδια,
φορές φορές πισώριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της.
Κι αγνάντευε το πέλαγος π΄ απλώνετο μπροστά της,
και γκαρδιακά αναστέναζε κ΄ εχτύπαγε τα στήθια,
γιατ΄ αγριεμένο τόβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένοּ
κι αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβεί το βράδυ,
κι απ΄ το νησί τ΄ αντικρυνό, που χάνεται στο κύμα,
ο αγαπημένος της ναρθεί, να πουν τον έρωτά τους.
Ο ήλιος εβασίλεψεּ σκοτάδιασε, νχυτώνει.
Το κέντημά της τ΄ όμορφο απαρατάει η κόρη,
και κατεβαίνει στο γιαλό και τον ακαρτεράει.
Μαυρολογάνε τα βουνά, και σύγνεφα μεγάλα
σκεπάζουνε στον ουρανό τ΄ αστέρια πέρα πέρα,
φυσομανάει το πέλαγο, τα κύματα βογγούνε,
κι όταν τα νέφια αστράφτουνε, δείχνουν κορφές αφράτες,
και δεν γροικιέται πουθενά τ΄ αγαπημένου η βάρκα.
Κάθεται η νιά κι ακαρτερεί στ΄ ακρογιαλιού τα βράχια.
Τα μακρυά της τα μαλλιά τα κυματίζει ο αγέρας,
και σπούνε μέσ΄ στα πόδια της τα κύματα με βόγγο.
Ώρες τηράει το πέλαγο, ώρες τηράει μπροστά της,
νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο,
αν είδαν κάπου νάρχεται τ΄ αγαπημένου η βάρκα.
Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγούνε,
κι αναστενάζουνε βαριά βαριά της νιάς τα στήθια.
Φυσομανάει η θάλασσα, τα κύματα βογγούνε,
κ΄ ένα με τ΄ άλλο σπρώχνονται και σπάνουν στ΄ ακρογιάλιּ
κ΄ εκεί που η κόρη τα ρωτά, βλέπει ένα θεριωμένο
να ψηλωθεί, να ψηλωθεί, τα βράχια να περάσει,
και να την πνίγει στον αφρό. Τραβιέται η κόρη πίσω,
και κλειώντας την αγκάλη της, που ολάνοιχτη βαστούσε
τον ακριβό της να δεχθεί, σφίγγει στα στήθια απάνου
παραδαρμένο ένα κορμί, και άψυχο, και κρύο.
Ταχιά η φουρτούνα ησύχασε, τα κύματα μερέψαν,
και οι ψαράδες πώριχναν στο πέλαγο τις βάρκες,
στ΄ ακρογιαλιού τα χώματα και μέσ΄ στα βράχια βρίσκουν
παραριγμένα δυο κορμιά και σφιχταγκαλιασμένα.