Η μοσχομάγκα των Αθηνών

Η μοσχομάγκα των Αθηνών
Συγγραφέας:


Ἂν μ' ἐστέρησεν ἡ μοῖρα πλούτη, δόξα, μεγαλεῖα,
Ἂν κοιμοῦμαι, σὰν πουλάκι, σὲ γωνιαῖς καὶ σὲ κλαδιά,
Τὴν Πατρίδα ἔχω μάννα, ὄνειρό μου τὴν ἀνδρεία,
Κ' ἐνθυμήσου ὅτι ἔχω ἀδελφό μου τὸν Γραβιᾶ!
      Σὰν ἐκεῖνος ἂς πεθάνω,
Καὶ ἂς πέσω πληγωμένος στὸ τραγοῦδί μου ἐπάνω.

Ὅπου φόβος, ὅπου κρότος, ὅπου ταραχὴ καὶ μάχη,
Ἐκεῖ πρῶτος, πρῶτος τρέχω μὲ σπαθί μου τὴ φωνή,
Ζωντανὴ ἀντάρτου σφαῖρα, προκηρύξεως τεμάχι,
Καὶ βουΐζω - Κάτω ὅστις τὴν Παρτίδα τυραννεῖ! -
      Ὄθωνά μου, ποῦ να ἦσαι;
Εἰς τὸν Πειραιᾶ τὸ «Ζήτω ἡ Πατρίς μου» ἐνθυμεῖσαι;

Μάννα ἀφοῦ δὲν ἔχω, μάννα τὴν Πατρίδα ἔχω μόνη,
Πλούτη, δόξα καὶ χαρά μου μόνη τὴν Ἐλευθεριά˙
Τίποτε δὲν θέλω ἄλλο, τίποτε δὲν μὲ θαμπώνει,
Ἀλλὰ… ἤθελα νὰ εἶχα μιὰ μητέρα, μιὰ γρῃά…
      Πά! γιὰ τὴν Ἐλευθερία
Κ' ἡ σφυρίχτρα μου ἂς πάγῃ, μόνη μου περιουσία!

Ἐνθυμοῦμαι ταῖς ἡμέραις ποῦ ἐβρόντα τὸ κανόνι,
Εἰς τοὺς δρόμους περπατοῦσα, πηδητὸς σὰ Σατανᾶς,
Καὶ δὲν ἔβλεπα κανένα - ὁ καθεὶς βαθειὰ τρυπώνει -
Κ' ἤμουν ἄρχων τῆς Ἀθήνας καὶ ψυχὴ τῆς ἐρημιᾶς.
      Εἰς τὸ σπίτι του ἀποκάτω
Μ' ἄκουεν ὁ σκλαβωμένος πλούσιος καὶ καταρᾶτο.

Δὲν μὲ μέλει· ἂς μοῦ ἔλθῃ ὅ,τ' ἡ μοῖρα ἔχει γράψει·
Εἴτε ὁ ἄνεμος μὲ πάρῃ, εἴτε πέσω ὑπὲρ Πατρίς,
Δὲν χηρεύ' ἡ σύζυγός μου, τὸ παιδί μου δὲν θὰ κλάψῃ.
Ἀλλὰ πέρασα καὶ πάω ὅπου πᾶν κ' οἱ ἄλλοι τρεῖς!
      Θάψετέ μ' ἐκεῖ παρέκει,
Χωρὶς πλάκα για ν' ἀκούω μουσικὴ καὶ τὸ τουφέκι.

Πέρασαν ἐκεῖν' οἱ χρόνοι τῆς κρυφῆς συνωμοσίας,
Ποῦ πετοῦσα σὰν ἀσπίθα ὅπου κόσμος καὶ καρδιὰ
Μὲ προκήρυξι στὸ χέρι, μὲ τραγούδια ἀνταρσίας,
Καὶ τοὺς γέρους ἐξυπνοῦμε τὰ τρελλὰ ἐμεῖς παιδιά…
      Αὐταπάρνησις καὶ μόνη
Μετὰ τόσα βάσανά μου σήμερα μὲ στεφανώνει!

Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ γάμος, κι' ὁ γαμβρὸς κ' ἡ νύφη πᾶνε,
Φθάνουν οἱ Ἐπαναστάτες, φουκαράδες φοβεροί,
Κι' ἀθεόφοβα γυμνώνουν… Καὶ πῶς, ἤρθανε νὰ φᾶνε;
Δὲν τὸ γνώριζα καὶ τοῦτο πλήν μοῦ τᾦπαν οἱ καιροί.
      Μ' ἀληθῆ φιλοπατρία
Δὲν ζητήσαμ' ἐμεῖς μόνοι μισθούς, θέσεις, ὑπουργεῖα!

Πλὴν ἀλλ' ὅμως καὶ τὸ ἔθνος νέα ἔκοψε βραβεῖα,
Δείγματα εὐγνωμοσύνης εἰς τὰ τέκνα του ἡμᾶς,
Καὶ τὰ στήθη μας στολίζει… Ἄχ! πικρὴ παρηγορία!
Μᾶς ὠνόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη καὶ τιμάς.
      Σπόννεκ, Βούλγαρης καλεῖσαι,
Καὶ ἐν τούτοις εἰς τὸν κόσμο φουκαρᾶς καὶ μάγκας εἶσαι.

Ἀδελφέ μου, Βοῦρε, λέγω χθὲς τοῦ φίλου μου Μανώλη,
Στὴν Ἑλλάδα βλέπεις πάλε ἦλθε νέος βασιληᾶς,
Κ' ἡσυχία, νόμος, τάξι. Ρόδα ἐγίναν οἱ διαβόλοι,
Καὶ ἐμεῖς ἀγκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλιᾶς˙
      Καὶ χωρὶς παρᾶ στὴν τσέπη
Ν' ἀποθάνωμ' ἐπὶ τέλους βλέπω, φίλε, ὅτι πρέπει.

Διὰ ταῦτα, καὶ διότι πρέπει ὀλίγο νὰ φανοῦμε,
Ἀπεφάσισα νὰ γίνω βουλευτὴς εἰς τὴν Ἀθήνα.
Πῶς σοῦ φαίνεται; - Τρομάρα! καὶ εἰς ὅλα συμφωνοῦμε.
Ἀλλὰ πές μου, πές μου, φίλε, πῶς περνᾷς καὶ ἀπὸ πεῖνα;
      - Μῶρε πέθανα! - Αἴ, στάσου,
Καὶ τὴν πεῖνα, καθὼς ἄλλοι, κήρυξε ὡς πρόγραμμά σου.

- Μετανόησα!… Δὲν θέλω, δὲν προδίδω τὴν Πατρίδα!
Καὶ πετῶσι τραγῳδοῦντες˙ «Εἰς τὸ δρόμο, στὰ κλαδιά,
Τὴν Πατρίδα ἔχω μάννα, ὄνειρό μου τὴν Ἐλπίδα,
Καὶ θυμήσου ὅτι ἔχω ἀδελφό μου τὸν Γραβιᾶ!
      Σὰν ἐκεῖνον ἂς πεθάνω,
Καὶ ἂς πέσω σκοτωμένος στο τραγοῦδί μου ἐπάνω».