Η λαχτάρα του γερο-Ανέστη

Η λαχτάρα του γερο-Ανέστη
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Η μαζώχτρα και άλλες ιστορίες


Την πέρασε την ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στη ξενιτιά, ζωή παραδαρμένη, καραβοτσακισμένη ζωή. Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κι ένοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, το ’καμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακίσια λημέρια του.

Αλλιώτικος γέρος αυτός ο Ανέστης! Για του κόσμου τα μεγαλεία δεν τον πολυέμελε κιόλας· ωστόσο να γυρίσει από τα ξένα και να φυτρώσει ανάμεσα στους δικούς του με τέτοια χάλια ύστερ’ από χρόνους και χρόνους αγωνία και βάσανο, δεν του ερχότανε και πολύ. Θα πεις οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι άλλους απ’ ανίψια και τέτοιους δε θ’ αντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τ’ όνειρό του ήτανε να ξαναφανεί, στην πατρίδα του, μα να είναι και κάτι. Δεν το κατάφερε τ’ όνειρο; Τι να πηγαίνει πια τώρα και να τους δείχνει τη γύμνια του! Έλα όμως που δεν το ’θελε και να πεθάνει στα ξένα! Να ζήσει στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζεις στα ξένα. Μα να πεθάνεις στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες του να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσχομυρισμένο τους χώμα—αυτό δεν μπορούσε να το βαστάξει ο γέρος.

Τ’ ονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ν’ αποθάνει στον τόπο του, κι έτσι ξεκίνησε, με τ’ απομεινάρια του είναι του. Να πάει όμως μέσα στο χωριό και να πει πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν τ’ αποκοτούσε.

— Έπειτα είναι κι αργά. Ποιος θα με πονέσει πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με τ’ αγαπημένο νησί του.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κι ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του.

— Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Έμενα δε μου είναι και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβει κι είναι έτοιμος να μισέψει, του τα χαρίζετε.

Και γίνεται άφαντος ο Γέρο-Ανέστης.

Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ’ ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ’ ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ’ ανάλαφρη καρδιά και μ’ αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τ’ ακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα. Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά, του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια. Μια πα στην άλλη μαζευότανε στον αναγαλλιασμένο του νου οι παλιές οι ιστορίες, τα παλιά τα γλέντια, τα περασμένα τα πρόσωπα και τα πράματα, που κάθε κύμα έλεγες και τα τραγούδαγε με το γλυκό του μουρμουρητό, εκεί που πλαγιασμένος τώρα στον ήλιο μισοάνοιγε κάθε λίγο τ’ αδυνατισμένα του μάτια να τις δει άλλη μια και να τις χύσει μες στη ψυχή του τις ανάλλαγες, τις αγέραστες ομορφιές της πατρίδας του.

Θα ’λεγες πως αναστήθηκε μαζί με το νου του και τ’ αποσταμένο κορμί του, κι ωστόσο, καταπονεμένο τόσους χρόνους από τη βαριά τη ξενιτιά, και τώρα πάλι μ’ άξαφνης καρδιάς καρδιοχτύπια συνταραγμένο, χεροτέρευε αντίς να καλυτερέψει, ή σαν το φύλλο τρεμούλιαζε.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα τ’ αντικρινά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κι έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ’ ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρει μαζί του.

— Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες. Θα με θρέψει της πατρίδας τ’ αγέρι ως το ταχύ.

Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες.

Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος. Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλύτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τήνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.