Ἡ λαβωμένη Μοῦσα
Συγγραφέας:


Ἐκλείσαν, ναί, τὰ χείλη μου τοῦ πόνου ἀπὸ τὸ βάρος.
Τί βλάβει! - μὴ δὲν ἔκλεισε τόσα καὶ τόσα ὁ Χάρος;
Δὲν ἦταν, ὄχι, βολετὸ νὰ ξεφωνήσουν ὅτι
ζορκιὰ καὶ κόπος ἔτρωγε τοῦ κάκου τὸ στρατιώτη,
ἐνῷ στὴ γῆ τὸν ἄχαρο νὰ πέσῃ ἐπαρεκίνα
πότε τὸ βόλι τῆς Τουρκιᾶς, πότε – ὤ λαχτάρα! - ἡ πεῖνα.
Τρόμοι, φυγαὶς ἀπίστευταις, τυφλοῦ πολέμου ἀντάρα
μία δὲν ἔβγαλαν ἀπ' αὐτά, μία μοναχὴ κατάρα·

εἶχε ἡ Θεά μου πρώϊμα κάθε ἄλλο τόπο ἀφήσει,
καὶ πέρα πέρα μ' ἔκραξε στ' ἀνδρεῖο μεγαλονῆσι.
Πρὶν κόψω δρόμο στὰ νερά, μὲ βία μεγάλη ἐπῆγα
καὶ ἀποχαιρέτησα τὴ γῆ τοῦ δοξασμένου Ρήγα·
τὴ γῆ ποὺ δένει σήμερα 'ς ἕνα λαμπρὸ ζευγάρι
τοῦ λογισμοῦ τὸ μάρτυρα μὲ τ' ἄξιο Παλληκάρι.
Ξανοίγοντας τὸ Δομοκό, βαθειὰ μ' ἐπῆρε φρίκη,
τί ἐκεῖ μὲ τόσους ἔπρεπε νὰ σκοτωθῇ καὶ ἡ Νίκη.


Τρεχάτος ἔφυγα. Μακρυὰ στὸν ἀκουσμένο τόπο
ηὗρα τὴ Μοῦσα μ' εὐκολιά, τὴ γνώρισα μὲ κόπο.
Ἦταν στὴ γῆ κατάκοιτη, κ' αἷμα, περίσσιο ἐκύλα
ἀπ' τῆς ἀθάνατης καρδιᾶς τὰ πληγωμένα φύλλα.
Ἀλλ' ὡς τὸ χέρι ἐζύγωσα κ' εἶδα ποῦ ἀκόμα ἐχτῦπα:
- Ποιός τέτοια σ' ἄνοιξε πληγή; - γονατισμένος εἶπα.
Μὲ βλέπει· κι' ἂν τὸ αἷμα της καθὼς καὶ πρῶτα ρέει,
σηκόνει ἀγάλια τὸ κορμί, καὶ ἀργόφωνα μοῦ λέει:

- Δὲν ἔφτασα στὴν Κρήτη ἐγὼ φτεροκοπῶντας μόνη·
ὄχι· σὲ πλώρη ἐκάθισα, σὰν ἕνα χελιδόνι,
γιατ' ἤτανε τοῦ καραβιοῦ τόση καὶ τέτοια ἡ βία
ποῦ ἀπὸ τ' ἀθάνατα φτερὰ δὲν αἰσθανόμουν χρεία.
Γοργὰ ταξείδευα μ' αὐτούς, ὁποῦ μ' ὁρμὴ γενναία
ἐδῶ νὰ στήσουν ἔτρεχαν τὴν ἐθνικὴ σημαία.


Πῶς ἐχαιρόμουν! Ἀγκαλὰ καὶ μάτι οὐράνιο πρέπει
ἀπ' ὅσα γένονται στὴ γῆ τὸ τέλος νὰ προβλέπῃ,
ἤμουν, ἐκεῖ ποῦ μ' ἔσερνε μεγάλου πόθου ρέμα,
εὐτυχισμένη πὤχασα τ' ὁρατικό μου βλέμμα.
Ὠϊμὲ γιὰ λίγο! Ἡ Δύναμη τὸν κόσμο κυβερνάει
καὶ τ' ἀναμμένα αἰσθήματα μ' ἄλλαις φωτιαὶς χτυπάει.
Γειὰ ἰδές! - τριγύρω στ' ἄχαρα τῆς Κρήτης περιγιάλια
πολλὰ ταράζει ὡς Δαίμονας βροντόφωνα κεφάλια.


Τ' εἶχαν τὰ μάτια μου νὰ ἰδοῦν! Μία κόρη ἐδῶ βιασμένη,
ἐνῷ οἱ γονέοι λαχτάριζαν ἀγνάντια της δεμένοι·
ἐκεῖ, σὲ ἀναίσθητο σωρό, γέροι, παιδιά, μανάδες,
ποὖχαν καιούμενα χωριὰ γιὰ νεκρικαὶς λαμπάδαις.

Σὰν ποῦ νὰ πάῃ τὸ πόδι; σὰν ποῦ ἡ καρδιὰ νὰ γύρη;
Ηὗρα ταὶς θύραις ἀνοιχταὶς ἀπ' ἅγιο μοναστῆρι,
κ' ἐχύθηκα στὴν ἐκκλησιά. Προστάτη Αὐτὸν ἐπῆρα
πὤχει τοῦ Ἥλιου τ' ὄνομα, τὸ φῶς του καὶ τὴν πύρα,
τὴν ἅγια πύρα, πὤχοντας ψηλὰ νὰ τὸν ἁρπάξῃ,
στὰ μάτια φανερώθηκε σὰ φλογισμένο ἁμάξι.
Ἄχ! τώρα φλόγα τοῦ Θεοῦ, κι' ἂν κάψῃ ἀνθρώπων αἷμα,
στῆς ἀπιστίας δὲ δείχνεται τὸ τυφλωμένο βλέμμα.


Γιὰ τὸ πολύπαθο νησί, ποῦ σὲ βιδιὰ καὶ ζάλη
νὰ πέσῃ πάντα εὐχήθηκε στῆς Μάνας τὴν ἀγκάλη,
γιὰ τὴν μικρὴ δεόμουνα καὶ τὴ μεγάλη Ἑλλάδα·
κ' ἐνῷ στὸ στῆθος ἄκουα σὰν οὐρανοῦ γλυκάδα,
ἐνῷ ἡ ψυχή μου ἀνάπνεε θρησκευτικὸν ἀέρα,
βροντῶ ἡ θλιμμένη καταγῆς ἀπ' Ὀρθοδόξου σφαῖρα!

Μήν, ἀκριβέ μου, θλίβεσαι. Στὴν ἔρμη γῆ τῆς Κρήτης
θὰ γύρω σὰ γοργόχυτος καλοκαιριοῦ πλανήτης,
μόλις ἀκούσω πὤπαψαν θρῆνοι, σφαγαίς, φοβέραις,
καί, ὡς θρέφω ἐλπίδα, ἐλεύθεραις ἐδῶ θὰ φέξουν μέραις.
Τότες ἐσύ – δὲν ἔφτασε μία λέξη πλέον νὰ βγάλῃ,
τ' εἶχε ξανοίξει τ' ἄσπρο μου γεροντικὸ κεφάλι·

μόνον ὁλόρθη ἐπήδησε, κ' ἐκεῖ ποῦ λίγο ἐστάθη
βάγια καὶ δάφναις ἔβγαλε τὸ πατημένο ἀγκάθι,
καί, σὰ μ' ἐφίλησε γλυκά, τὸ πλάσμα τ' ἄλλου κόσμου
ταὶς θείαις φτερούγαις ἄνοιξε κ' ἐχάθηκε ἀπ' ὀμπρός μου.