Η κόρη ταξιδεύτρα
Συγγραφέας:
δημοτικό τραγούδι καταγραμμένο από τον Claude Fauriel, Chants populaires de la Grèce moderne (1825)


Μια κόρ’ από την ευμορφιάν να ταξειδέψη θέλει˙
Να ταξειδέψη δεν ‘μπορεί, να λάμη δεν κατέχει.
Δίν’ εκατόν βενέτικα, καράβι να ναυλώση,
Κ’ άλλ’ εκατόν βενέτικα να πα με την τιμήν της.
Όντ’ ήτονε δυο μίλια τρια μακρυά από το κάστρον,
Ο ναύκληρος του καραβιού απλόνει ‘σ τα βυζιά της.
Η κόρ’ από την εντροπήν έπεσε κ’ ελιγώθη.
Ο ναύκληρος επίστεψε, πως είν’ απαιθαμμένη˙
Από το χέρι την κρατεί, ‘σ την θάλασσαν την ρήχνει.
Κ’ η θάλασσα την άραξε ‘σ το Μωριανόν πηγάδι.
Παν αι Μωριάτες για νερόν, παν αι Μωριανοπούλες,
Και ρήχνουν τα λαγήνια τους, και πιάνουν τα μαλλιά της.
" Ιδές κορμί για δουλαμάν, δάχτυλα για την πέναν!
" Ιδές αχείλη για φιλί, κ’ ας ήν’ και ματωμένα! "
Κόκκιν’ αχείλη φίλησα, κ’ έβαψεν το μαντήλι˙
Και σε ποτάμι το ’πλυνα, κ’ έβαψε το ποτάμι,
Έβαψ’ η άκρη του γυαλού, κ’ η μέση του πελάγου,
Έβαψε κ’ ένα κάτεργον, κ’ εν εύμορφον γαλούνι,
Και πάλ’ εβάψαν τα ‘μορφα, τα γλίγωρα ψαράκια