Η κούνια
Συγγραφέας:


Πήραν το δρόμο οι όμορφες και παν πέρα στις ράχες,
στα κλώνια κούνια στήνουνε, το κούνισμα αρχινίζουν.
Κουνιέται μια, κουνιούνται δυο, κουνιούνται τρεις και πέντε,
κουνιέται κι' η Βασιλική, που πιο όμορφη είν' απ' όλες.
Στέκετ' ο Γιάννης μακρυά και την τηράει και λέει.
«Αχ νάταν νάδινε ο Θεός ναν έπεφτε απ' την κούνια,
να φοβηθούν οι κοπελιές, ψιλές φωνές να βγάνουν,
να πάω κοντά, να τη ρωτώ, να κάνω που δεν ξέρω,
να πεταχτώ σαν το πουλί, να πάω κάτου στη βρύση,
νερό να φέρω για να πιή, τα μάτια της ν' ανοίξη,
να σηκωθή να περπατή, με τσ' όμορφες να παίζη,
κι' εγώ μακρυά να στέκουμαι, να τήνε καμαρώνω!».