Η κερένια κούκλα/Β
←Το μαραμένο ρόδο | Η κερένια κούκλα Συγγραφέας: Τ’ άσπρα μάτια |
«Νά η Μικρούλα! Νά η Μικρούλα! νά!»→ |
Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.
Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα δεκάξη, καθώς έλεγε η θεια, — ένα κοριτσάκι με κοντό φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.
Καθότανε ντροπαλή στην άκρη του καναπέ και ξέφτιζε τη φράντζα του τραπεζομάντηλου που ήτον είδος κινέζικο, μαυροκίτρινο, και τόχε αγοράσει η Βεργινία τέσσερες δραχμές από 'να γυρολόγο. . .
0 Νίκος στεκόταν ορθός στον κομμό και στριφογύριζε απάνω σε δυο του δάχτυλα την αλυσσίδα των κλειδιών του. .
Ενόσω μιλούσε η θεια Ελέγκω, ξεχειλιστή απάνω στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, τα μάτια του Νίκου κύτταζαν τη σειρά κουμπάκια, τόνα κοντά στάλλο, πούχε μπροστά το σταχτί πολκάκι της Λιόλιας, που της ήτονε μικρό και την έκοβε φοβερά στις αμασχάλες: στην κάθε της αναπνοή τα κουμπάκια σπαράζανε μέσα στις κουμπότρυπές τους, σάμπως τα στηθάκια της τάγουρα να ωρίμαζαν εκεί μπροστά στα μάτια του και να γυρεύανε να κάμουνε φτερά να πετάξουν . . .
Λαχτάρα μου! — — —
Η Βεργινία ήτον πολύ ξαναμμένη και μιλούσε με κόπο, μα και με μια ξεχωριστή ζωηράδα, λες και μάζευε όλη της τη δύναμη για να κρύψη απ’ τους ξένους το χάλι της.
Σαν τα αποείπανε, σηκώθηκε η θεια Ελέγκω να φύγη φίλησε τη Βεργινία:
— Θάρχωμαι, Βεργινίτσα μου, να σε βλέπω πιο συχνά τώρα· να βλέπω και πώς τα πάει κ’ η Λιόλια. Μη σεκλετίζεσαι! περαστικά είναι. Νά κ’ εμένα που με βλέπεις τόση κι άλλη τόση, τα ίδια δεν τράβηξα το πρώτο χρόνο της παντρειάς μου; θα πης πως δεν έκανα παιδιά! — Ξορκισμένα νάναι! Άμα έχης τον άντρα σου, τι άλλο θέλεις; για μπελά μόνο; . . . Κ’ εσύ, Λιόλια, το νου σου! να κυττάς τη Βεργινία που την είχα σαν παιδί μου — προσεχτική και πρόθυμη σαν κορίτσι του σπιτιού. Κι ό,τι σου πη ο Κυρ Νίκος που είν' ο καημένος κι αυτός σαστισμένος. . . Από νοικοκυριό πια άλλο τίποτα, Βεργινίτσα μου. Την έχω στρωμένη. Αμ τα ξέρεις δα κ’ εσύ! . . . Περαστικά Κυρ Νίκο! αυτά έχ' η παντρειά. Μικρός-μικρός μπήκες στα βάσανα, έ — ε — έχ! Όποιος τρώει τα καρύδια σπάνει και τα τσέφλια, Κυρ Νίκο μου — ού . . .
Και βγήκεν έξω, σκασμένη στα γέλοια για ταστείο της.
Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι —
Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά. . .
Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ’ έξω στις πλάκες της αυλής. Και σε λίγο ξανάρθε μέσα και ρώτησε τη Βεργινία να κάμη λίγα ψάρια και στη σχάρα με το λεμόνι; και πάλι τάπ — τάπ — τάπ έκαναν τα βήματά της. . . κ’ έκανε άνεμο με την κοντή φουστίτσα της, σα γοργοδιάβαινε με τα κλειδιά κουδουνιστά στην τσέπη της ποδιάς της που η πρώτη της δουλειά ήτονε να τη βγάλη από το μπογαλάκι πούχε φέρει μαζί της και να τη φορέση. . .
. . Ένας αέρας αλλοιώτικος, σαν κάποιο φως μπήκε στο σπίτι που ως τώρα ήτον αφώτιστο, πνιγμένο απ’ την περίχυτη κούραση και το βαστηγμένον πόθο της άρρωστης γυναίκας.
Όταν γύρισε ο Νίκος απ’ το μαγαζί, έλαμπε από τάξη και πάστρα η κάμαρη που δύο μέρες τώρα είχε μείνει ασυγύριστη: μια γλυκειά ησυχία ήτον πεσμένη απάνω στα έπιπλα, στης Βεργινίας το κρεββάτι, με την άσπρη κουβέρτα όμορφα τεντωμένη, και στο πρόσωπο της Βεργινίας ακόμα πούτον πιο άσπρο απ’ το προσκέφαλο της, ταναπουπουλιασμένο.
Αισθάνθηκε τότες ο Νίκος πως δεν ήτον πια μονάχος στο σπίτι μ’ αυτόν το μυστηριώδικο εχθρό, την κρυφή αρρώστια που έτρωγε το κρέας της γυναίκας του κάτω απ’ το πετσί της και της έπινε το αίμα και τη νειότη της.
Γύρισε η Βεργινία το κεφάλι της να τονέ χαιρετήση και φάνηκε το άσπρο των ματιών της σταχτερό, χωρίς λάμψη κ’ η κόρη ξέχρωμη, σα νάταν η κόρη και τασπράδι ένα πράμα. Άνοιξε τα χείλια της τα παννιασμένα να του χαμογελάση κ’ είδε ο Νίκος τα γουλιά σαν από ξέθωρο, σβησμένο κοράλλι, πούκαναν τα δόντια της να φαίνονται κατακίτρινα.
Τι λύπη! τι λύπη! — — — —
Κ’ η ματιά του έπεσε και στο πρόσωπο της Λιόλιας, που μόλις μπήκε αυτός μέσα, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα κοντά στο κρεββάτι που καθόταν κ’ έραβε και τονέ χαιρέτησε μ’ ένα βυσσινύ χαμόγελο, ρίχνοντας με το χέρι πίσω κάτι σγουρόμαλλα απ’ το μέτωπό της. Και το χαμόγελο αυτό, η όψη της η ανθισμένη σα να τον ξεκούρασαν απ’ τη λύπη του μονομιάς, σα να τούδωσαν κάποιο θάρρος αλοιώτικο και μίαν ελπίδα αόριστη για κάτι καλό πούτονε νάρθη, αφάνταστο.
Άθελα, εκεί που κάθησε να φάη, ακολουθούσε με το βλέμμα του τη Λιόλια που μπαινόβγαινε κ’ οι ματιές του ακκουμπούσανε σκεπτικές στα καστανά της τα μαλλιά, που τάχε σηκωμένα πίσω αψηλά σε μια χοντρή πλεξούδα, έπειτα πάλι έπεφταν απάνω στο στενό της το πολκάκι, στα κουμπάκια που σπαράζανε σε κάθε αναπνοή της. . ·
Κ’ η Λιόλια κάθε τόσο έλεγε με μια φωνή χαμηλή και τραγουδιστή:
— Κυρία Βεργινία! να σας φέρω τώρα το ζουμί σας;. . . Να σας κόψω τη μπριζόλα σας; Να βάλω να ζεσταθή το γάλα σας ή το θέλετε το βράδυ;. . . Θα του φθάση το φαΐ του Κυρίου Νίκου ή να του ψήσω και δυο αυγά;
— Πώς να δη ο Νίκος τάσπρα μάτια της Βεργινίας καρφωμένα απάνω στο πρόσωπό του, αφού κύτταζε αλλού; Το περίεργο μόνο είναι πως δεν ανταμώθηκαν οι ματιές του απάνω στης Λιόλιας το κορμί, γιατί και της Βεργινίας τάσπρα μάτια περπατούσανε μαζί με τα καμώματα της Λιόλιας και πήγαιναν απ’ τη Λιόλια στο Νίκο και πίσω. . .
Ω σκεπτικά μάτια του νέου αγοριού, τι φταίτ’ εσείς που γλυκαινόσαστε, σαν ήσαστε πρώτα πικραμένα και τυφλά απ' το σκοτάδι κ’ έξαφνα αγναντεύετε ένα λουλούδι γλυκό που σιγοκαμπανίζει μέσα στην αύρα της ψυχής σας;. . . Λάμπει πάλι χρυσός ο ήλιος της νεότητός σας και ξυπνάει η λαχτάρα σας σαν κάποια μοσχοβολιά πούτον κρυμμένη βαθιά-βαθιά κάτω από τους μαραμένους μενεξέδες. . .
Κ’ η Βεργινία είδε τα μάτια του αγοριού της να γλυκαίνωνται, νανοίγουνε διάπλατα σαν άνθη στον ήλιο, όταν ακκουμπούσαν απάνω στα μαλλιά της Λιόλιας και στα χείλια της τα υγρά κι ανοιγμένα πάντα σαν κόκκινα ανθόφυλλα και στο πολκάκι της με τη σειρά κουμπάκια, και δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απ’ όσα ήτανε γύρω της κι απ' όλη τη ζωή που είχε ακόμα μέσα της κι απ’ όλη την αρρώστια που της είχε ζωσμένο το κορμί της και της τότρωγε – τίποτα! εξόν αυτό μονάχα. . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
— Πού θα τη βάλωμε να κοιμηθή, είπε η Βεργίνα του Νίκου, άμα ήρθε το πρώτο βράδυ. Και σα ναπαντούσε γι’ αυτόν, πρόσθεσε με βία: Στην κουζίνα είναι πλάκες και δεν έχομε στρίποδα. . ούτε και ρούχα —
— Να πέση στο κρεββάτι μαζί σου κ’ εγώ στρώνω χάμω.
Η Βεργινία κούνησε το κεφάλι της πως «όχι» —
— Τότε να στρώση την αντρομίδα μπροστά στο κρεββάτι κοντά σου, μήπως και θέλησης τη νύχτα τίποτις. . .
— Δε φθάνουν οι κουβέρτες —
— Της δίνομε το πάπλωμα κ’ εμείς σκεπαζόμαστε με το νυφικό μας.
Μια λάμψη πέρασε από τα ξεθωριασμένα μάτια της Βεργινίας σαν αντιφεγγιά από κάποια φλόγα που 'καιγε άσωστη στα βάθη της ψυχής της. . .
Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυρειδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο, με κίτρινη φόδρα, με τους πολλούς μπακλαβάδες και τις όμορφες στριφτορραφές ολόγυρα, που απ’ τη νύχτα του γάμου τους έμενε κλεισμένο μες το σεντούκι και μόνο κάθε μεγάλη σχόλη στρωνόταν αποπάνω απ’ το κρεββάτι κι άπλωνε τη γλυκειά του λάμψη σα θάλασσα Κυριακάτικη. . .
Αλήθεια σα θάλασσα γαλάζια και εκστατική έμοιαζε καθώς ήτονε φαρδύ και μακρύ και χυνόταν ίσαμε κάτω στα πάτωμα.
Του Νίκου, πούτονε γυρισμένος κατά τον τοίχο, μόλις φαινότανε λίγο το κατσαρό μαλλί που τόχε τούφφα πάνω απ’ το μέτωπο. Μα της Βεργινίας το πρόσωπο ήτον όλο απόξω, σα να φοβότανε μην πνιγή, κι άσπριζε σα μια χούφτα αφρός απάνω σ’ ένα κύμα απλωτό — αφρός που δεν ήθελε να λυώση. Και στα βάθη του αυτό το κύμα έκρυβε τη δύναμη και την αρρώστια — κ’ η αρρώστια λαχταρούσε τη δύναμη, την κοιμισμένη. . . Και το κύμα έπεφτε από πάνω από της Βεργινίας το αδυνατισμένο κορμί και φιλούσε της Λιόλιας, που κοιτότανε στο πάτωμα, το γλυκό παρθενικό κεφάλι. . .
Όλη τη νύχτα τα μάτια της Βεργινίας ασπρίζανε μες στο σκοτάδι που χύθηκε βαρύ και βουερό σαν απόσβησε το καντήλι, ορθάνοιχτα. . κ’ έκαναν τον ίδιο δρόμο πούκαναν όλη την ημέρα: απ’ το μέρος του Νίκου κατά το μέρος της Λιόλιας — χωρίς να βλέπουν. . . ως που ξημέρωσε — —
Και περνούσαν οι μέρες. . .
Όταν ο Νίκος τη ρωτούσε τώρα τη Βεργινία πώς ήτον και της μιλούσε με τόση γλύκα, με τόσα πολλά λόγια — αυτός που άλλη φορά σε μιαν εβδομάδα μέσα δεν εύρισκε τόσες λέξεις να της πη — και με μιαν ηχερή φωνή που σα νάτρεμε κρουσταλλένια κάτι χαρούμενο μέσα της, και μονάχος του της έδινε να παίρνη τα γιατρικά της και της μετρούσε τις στάλες σα να τις χαιρόταν κι αυτές ακόμα, και της έκοβε τη μπριζόλα και της βαστούσε το πιάτο της σούπας της με το χτυπητό αυγό, για να μη σηκώνη πολύ το χέρι της και κουράζεται, — η Βεργινία κυττούσε μονάχα τα μάτια του. Και πολλές φορές συνέβηκε να χυθή το γιατρικό κ’ η σούπα επάνω της, γιατί κι αυτός κυττούσε αλλού — — —
Και περνούσαν οι νύχτες. . .
Τι νύχτες ήταν εκείνες! Δεν ήταν ο Νίκος που κοιμότανε στο πλευρό της; — τόσο βαθιά, τόσο βαθιά! — Γιατί δεν την έσφιγγαν τα δυνατά του χέρια σαν πρώτα; γιατί δε γύρευαν τα χείλια του τα δικά της; — το ζεστό κορμί του το δικό της που κρύωνε αιωνίως;. . . Αχ, η Πίκρα κ’ η Σιγαλιά κάθονταν άγρυπνες στο προσκέφαλό της και της έπιαναν τα στήθια και της πάγωναν τα χέρια ίσαμε τα νύχια. . και την καρδιά του Νίκου —
Όλη η ζωή που της έμενε είχε μαζευτή αυτόν τον καιρό στα μάτια της: αυτά μιλούσαν, αυτά φώναζαν, αυτά έτρεχαν απάνω — κάτω και σηκώνανε χέρια παρακαλεστά, αυτά σπάραζαν και σβήνανε λιγόθυμα. Η ίδια δεν είχε πια δύναμη να τα κάνη όλ’ αυτά κ’ η φωνή της δεν μπόραγε να πη τα όσα ήθελε. . .
Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες, κ’ η Βεργινία κατάλαβε πως για νάναι του Νίκου τα μάτια πάντα γλυκά σαν τώρα κ’ η φωνή του τόσο διάτορη και κρουσταλλένια και κρυφοχαρούμενη, αυτή ήτον πια περιττή — και κατάλαβε τότες πως δεν της χρησίμευε πια ούτε της ίδιας να ξαναύρη την υγειά της.
Κι αυτό την έρριξε πιο βαριά κάτω.
Όταν ξανάρθε ο γιατρός της έγραψε κι άλλη Δακτυλίτιδα κάθε δυο ώρες τώρα, και πάλι δυναμωτικά κ’ είπε να μη σηκωθή απ’ το κρεββάτι — μα και να ήθελε, μπορούσε; — —
Και ο Νίκος καθεμέρα γινόταν πιο πεταχτός, πιο χαρούμενος. — Σαν περπατούσε στο δρόμο ανασήκωνε τις φτέρνες πριν ναγγίξουν το χώμα, έρριχνε πίσω το κεφάλι και κύτταζε ολόγυρα με μάτια φεγγερά να δη τον κόσμον όλο πούτονε δικός του . . κι ανάσαινε βαθιά με τα ρουθούνια διάπλατα, σα να μην τούφθανε ο αέρας γύρω για τα δυνατά πλεμόνια του. . . Στο μαγαζί του λέγανε: «Μωρέ Νίκο! τι έπαθες, μωρέ Νίκος μπας και σούρθε καμμια κλερονομιά;» — Κι’ αυτός γελούσε: «Εγώ τι έπαθα, για εσείς τι πάθατε και κοιμόσαστεν ορθοί!»
Να τονέ βλέπατε πώς έπιανε το σκαρπέλλο και τη σγόρμπια στο χέρι και τα χτυπούσε με τη ματσόλα μες το ξύλο σα νάθελε να τα κάμη όλα τρίψαλα! Ο μάστοράς του φώναζε: «Ε!! Νίκο! έχει εκατό δραμές αυτή η καρυδιά! Δεν είμαστε, καλά, λέω 'γώ!» Αυτός όμως μάζευε τα χαλινάρια του τη στιγμή πούπρεπε και γύριζε ταργαλείο με μια στρογγυλή και τρυφερή κίνησι σαν αγκάλιασμα, γλήγορη κι απαλή σα χάδι κρυφό, κ’ έξυνε κ’ έγλυφε το αυγό που σκάλιζε και την αχιβάδα και το φλασκόφυλλο και τον άκανθο, ως που το σίδερο γινότανε φωτιά μέσα στα χέρια του. Και το ζεστό σίδερο φιλούσε, φιλούσε το ξύλο κι αυτό γινότανε μαλακό και γλυκό, σα να ζωντάνευε, κι άνοιγε, σαν ταχείλι στα φιλιά, κι έβγαιναν όλο φυλλαράκια και βλαστοί πανώριοι, μυριοπερίπλοκοι, και ρόδια και σταφύλια, που χύνονταν όσο ένα κέρας, και γυναίκες με βυζιά πεταχτά και Κένταυροι με τις ουρές ορθές και με τόξα που σαϊττεύαν αόρατους εχθρούς κι αγριάνθρωποι με τράγινα μεριά και μυτερά αυτιά και Χίμαιρες και Σφίγγες με φτερά. . . Πόση δουλειά έβγαινε τώρα από τα χέρια του!
Κι όμως πρώτος απ’ όλους, μόλις βαρούσε η καμπάνα, τα βροντούσε όλα χάμω κ’ έτρεχε σπίτι, κόβοντας δρόμο απ' την Πλάκα και την Άγια Αικατερίνη κ’ έπειτα πίσω απ' το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, για να οικονομήση και το καθημερινό έξοδο του τροχιόδρομου — καθώς έλεγε στον εαυτό του. Μα αλήθεια ήτον πως τουρχόταν έτσι να κουνηθή, να τρέξη, και δεν τονέ βαστούσε πια στα καπούλια του Κωλοσούρτη να κάνη χάζι τα σκέρτσα του!!
Έμπαινε στο σπίτι σαν ανεμοστρόβιλος! . . βροντούσε τις πόρτες και τις καρέκλες . . γελούσε με το καθετί και με την άρρωστη ακόμα τη Βεργινία.
— Σα λεμόνι μου είσαι πάλι σήμερα Βεργινίτσα μου! — θα σε στίψω να σε κάνω λεμονάδα —
Και σε λίγο πάλι έλεγε:
— Μπα δεν έχεις τίποτις! Απ’ την ημέρα που μπήκε η Λιόλια στο σπίτι είσαι πολύ καλύτερα. Και τα προχτές σαν ήρθε η θεια Ελέγκω μονάχη σου της τόπες. Δεν λέω αλήθεια; Νά που γελάς κ’ η ίδια! — γελάς, έ;!
Μα της Βεργινίας το πρόσωπο καθεμέρα γινόταν πιο άσπρο, πιο διάφανο. Κάτι γούβες γαλάζιες φανήκανε στα μηλίγγια. Τα μάτια της από κάτω ήτανε μαύρα προς το μενεξελύ, σα χτυπημένα, τα βλέφαρα με πρισμένους γύρους βυσσινιούς — κι αυτά ήταν τα μόνα χρώματα πούχε απάνω της. Το στόμα της έδειχνε κυρτωμένο σ’ ένα τόξο, που θάτον ακόμα πιο τρομερό αν ήτονε γέλοιο κι όχι κλάμα βαστηγμένο μιας ψυχής που σπάραζε . . .
Τώρα ο Νίκος ερχόταν το απόγεμα από νωρίς στο σπίτι πολλές φορές και δε ματάβγαινε καθόλου ύστερ’ απ' το γιόμα. Είχαν τώρα λέει λιγώτερη δουλειά στο μαγαζί, γιατί ο πλούσιος πούχτιζε ένα σπίτι παλάτι στου Μακρυγιάννη και που του σκάλιζε ο Νίκος τις δρύινες πόρτες για όλο το σπίτι και τους καρυδένιους ταμπλάδες της τραπεζαρίας, είχε γράψει στην Ευρώπη για ιδιαίτερη ξυλεία κι αργούσε νάρθη. Έτσι έπαιρνε κι αυτός τα σχέδια του σπίτι και καθόταν και χαράκωνε και φωτοσκίαζε κ’ έσβηνε με τη γομμαλάστιχα ίσαμε που βράδιαζε — και δουλεύοντας σφύριζε ακατάπαυτα, σαν τον κότσυφα. . .
Η Λιόλια περνούσε από μπροστά απ’ το τραπέζι του και κρυφοκυττούσε τις ζωγραφιές πούφτειανε ο Νίκος. Και άμα έβλεπε πως ο Νίκος περισσότερο αυτήν κυττούσε παρά τη μύτη του μολυβιού του, κοκκίνιζε ως ταυτιά.
Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ’ εύρισκ’ αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ’ έτρεχε κάτω στην κουζίνα. Κι από κάτω, από το υγρό και σκοτεινό υπόγειο, ακουγότανε σε λιγάκι η φωνή της να τραγουδή κρουσταλλένια, όπως τραγουδεί ένα καναρίνι μέσα στο κλουβί του. Μα μόλις ανέβαινε απάνω στην κάμαρη, σώπαινε — — Όπως σωπαίνει το καναρίνι όταν του ρίχνουν αποπάνω ένα σεντόνι — —
Κι ο Νίκος άφηνε τη δουλειά του, έκοβε το σφύριγμα κι αφηγκραζόταν της Λιόλιας το τραγούδι και θυμόταν τις παλιές του τις καντάδες και τουρχότανε να τραγουδήση μαζί της. . .
Κ’ η Βεργινία θυμόταν τα τραγούδια του Νίκου — κ’ έχωνε το κεφάλι της κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα, σα να ναυαγούσε μέσα σ’ ένα κύμα απελπισίας — — —
Ήτονε Φλεβάρης τώρα κι αποκριές!
Την Κυριακή της Τυρινής άργησε να γυρίση ο Νίκος το μεσημέρι. Κάποιος χτύπησε την πόρτα απέξω! Τρέχει η Λιόλια νανοίξη . . και γιομίζει από χαρτοπόλεμο και μπαίνει ο Νίκος σκασμένος στα γέλοια που έκαμε τη Λιόλια και τρόμαξε. Μύριζε ο Νίκος δυνατά κρασίλας. Έπειτα πήγε και στης Βεργινίας το κρεββάτι και την πασπάλισε κι αυτή με τα πολύχρωμα χαρτάκια. Έτσι φαινόταν ακόμα πιο κίτρινη, σα λείψανο μασκαρεμένο.
— Μ' ηύρε στο δρόμο η θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος. Θάρθη μούπε στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από 'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . .
Καθήσανε να φάνε.
Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο. Γελούσε με τη Βεργινία πού μασσούσε την μπριζόλα της με το χαρτοπόλεμο στα μαλλιά, με τη Λιόλια που θαρρούσε πως έπεφταν τα χαρτάκια από πάνω της μέσα στο φαΐ της κι όλο τιναζόταν — ενώ της τάρριχνε αυτός, χωρίς να το παίρνη χαμπάρι.
Καθώς σηκωθήκαν απ’ το τραπέζι κ’ έμεινε η Λιόλια μια στιγμή γυρισμένη, χώνει το χέρι του ο Νίκος στο λαιμό της βαθιά και της γιομίζει την πλάτη κομφετί. Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ’ έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο. Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο —
. . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ’ έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες —
Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη. Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα! — — Το κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ’ το τρέξιμο. . . Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε — — —
Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια — κι ο Νίκος δεν το πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του κακοφάνηκε. Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του.
— Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάι ή καμμιανή της κόρη να σου βαστήξη συντροφιά. Αλλά που αυτές! — αμ δε θάναι σπίτι τέτοια μέρα! . . . Αν δεν τις βρω, να περάσω να πω της Ευρυδίκης;. . Δεν τη θέλεις; — Μα δεν μπορείς να μείνης και μονάχη σου! μήπως και θελήσης τίποτα ως που να γυρίσωμε με τη Λιόλια. . . Τάχεις όλα κοντά σου, ό,τι σου χρειάζεται; — Δε θαργήσωμε!
Και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.
Σε λίγο ήρθε η Ευρυδίκη, η καπελλού (που κάλλιο να μην ερχότανε), με κάτι τσουλούφια ως μέσα στα μάτια και με μάγουλα μπλου αποκάτω από τη μπούδρα — μια ξεμπερδεμένη που φαινόταν πως είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου και πολλών αντρών «νόον και άστεα» γνώρισε. Δύο φορές ζωντοχήρα, αν θέλετε! «Καθώς κατήντησαν τώρα οι άντρες, έλεγε, κάλλιο να μη παντρεύεται μια κόρη· δεν εννοούν τι θα πη γυναικεία ψυχή», — — Μα δεν την εμπόδιζε αυτό να κάνη τη μισοκακόμοιρη: αυτή να βγη έξω τέτοια μέρα! . . κι ο Κύριος Νίκος να μην ερχότανε να την παρακαλέση, αυτή τόχε σκοπό νάρθη να καθήση με την αγαπημένη της τη Βεργινία. . .
«Σιχαίνεται κανείς πια και τον εαυτό του να βλέπη τις αηδίες του κόσμου μέρες που είναι και θέλει να πη κι ένα λόγο. Μήπως έμεινε ψυχή γεννητή στο σπίτι απ' όλη τη γειτονιά! Οι κόττες μοναχά κ’ οι γάττες. . .»
Και πού να τόξερε όποιος την άκουγε πως θα πήγαινε το βράδυ μασκέ ατσιγγάνα στην Κασταλία!
Η Βεργινία πολλές σχέσεις με τις γειτόνισσες δεν είχε — και στο πόδι που ήτον ακόμα. Με την πλαϊνή, τη χήρα του δικαστικού κλητήρα, στο ίδιο σπίτι πια, εξ ανάγκης: πότε για κάνα λεμόνι, πότε για το γουδί ή την πλύστρα της σκάφης και προ πάντων για το σίδερο, που είχ' ένα όμορφο παποράκι η Βεργινία, κι εκείνες οι κόρες της χήρας είχαν αιωνίως κάτι «λεπτόν» να πατήσουν. Μ' αφότου της ήρθ' εκείνη η αναθεματισμένη λιγοθυμιά στο δρόμο εξ αιτίας από τα λόγια που της είπανε, δεν είχε μάτια να δη καμμιάν η Βεργινία. Έπειτα ήρθ’ η Λιόλια! . . πού είχε νου πια και δύναμη για κουβέντες —
Και το είχε παράπονο η Ευρυδίκη αυτό, που δεν ήξερε δηλαδής η Βεργινία να ξεχωρίζη τις αληθινές της φίλες. Κι άρχισε για τις πλαϊνές: οι δείξες, οι πείξες, που τους είχε περάσει η ιδέα πως θε να τους άδειαζε τον τόπο η καψερή η Βεργινία, «που να φαν τις γλώσσες τους, κ’ ήταν έτοιμη η γριά-που να μη την πω! — να του πασσάρη μιαν απ’ τις κόρες της του Κύριου Νίκου — και ίσως και τις δυο, τη μια με το στεφάνι και την άλλη αστεφάνωτη — Θε μου σχώρα με!»
«Αμ τι θαρρείς! τέτοιοι άνθρωποι έχουν ιερό και όσιο; άνθρωποι είν' αυτοί; Είδαν το παλληκάρι – γιατ’ είναι όμορφο παιδί και λεβέντης ο αντρούλης σου — να τονέ χαίρεσαι! — δουλευτής, που μπορεί να ζήση τη γυναίκα του με το κόμμοδό της, νάχη, σα να πούμε, και τη διασκέδασή της και το λούσσο της — μη βλέπεις εσύ που δεν έχεις τίποτα απ’ τον κόσμο —»
(Και μπρος απ’ τα μάτια της Βεργινίας φάνταξε σαν όραμα φεγγοβόλο ένα μεγάλο άσπρο φτερό πούχε στο καπέλλο της μιαν όμορφη κυρία, που την είδε μια μέρα να περνάη με ταμάξι απ' τη Λεωφόρο Συγγρού . . και το φτερό ανέμιζε και κυμάτιζε μαλακά στην αύρα σα σύννεφο που έλυωνε, σαν αφρός. . και της χάδευε τα χρυσά μαλλιά, χωρίς ποτέ να φεύγη από κοντά τους, χωρίς να σβήνη. . . Αχ, πόσο της άρεσε εκείνο το φτερό! — και του τόχε ειπή του Νίκου να της πάρη ένα όμοιο για τη Λαμπρή . . και τώρα! — και βούρκωσαν τα μάτια της — —)
«Περαστικά νάναι!», πρόσθεσε η Ευρυδίκη σαν την είδε που δάκρυσε, « — και να ξοδεύεσαι και για ξένον άνθρωπο — εκείνο το κορίτσι δα που πήρες! Αυτά είν' τα τυχερά! Μήπως τόθελες κ’ εσύ που το πήρες; Ξέρει κανείς τι βγαίνει απ’ αυτά τα πράματα! Την είδα που λες τώρα δα που περνούσαν απ' το σπίτι με μια γριά. Μια στρογγυλοπρόσωπη δεν είναι; παχουλή; μ’ όμορφα μαλλιά; με μια τραγιάσκα; Θεια της λέει είν' εκείνη η γριά-μου τόχαν πη οι Βαλλώσαινες στην πίσω αυλή. Είναι και δική σου θεια απ’ τη μητέρα σου; Εμ αφού έρχεται και συγγενής, καλύτερα» —
Και χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο πουρχόταν τα — ίσα απ’ την Κόλαση.
«Γιατί πάντα ένα ξένο κορίτσι μες το σπίτι», άρχισε παρακάτω με καινούργιον αέρα στα πλεμόνια της, γιατί της φυσούσαν οι διάβολοι με τα φυσερά τους, «πούναι και τόσο νέος άντρας και καλοκαμωμένος — αλήθεια πόσα χρόνια τον απερνάς, ή σ’ απερνάει; Νάξερες, καϋμένη, πώς τονέ ματιάζου — νε — ε τα κορίτσια και τι ακούγει πίσω του! . . . Μέσ’ απ’ τα μπρίζι-μπίζι μου εμένα πού να μου ξεφύγη τίποτα! — θε να πέθαινες δέκα βολές. Να προσέχης! — αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή. Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος! . . .»
Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως που βράδιασε. Την αλάλιασε την άμοιρη τη Βεργινία που της απαντούσε με κάτι ξεψυχισμένα λόγια, με κανένα κούνημα του χεριού, στην αρχή κ’ έπειτα καθόλου πια, παρά κοιτόταν με το πρόσωπο χαρτί βαθιά μέσα στο προσκέφαλο, κι άφηνε και της εσούβλιζε την ψυχή και της περίχυνε το κορμί της με ζεστά λάδια και με νερά παγωμένα-το άρρωστο της το κορμί πλάκα κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα — ως που λιγοθύμησε — — —
Τηνέ συνέφερε σε λιγάκι πάλι η καλή της η φιλενάδα με σπίρτο του καμινέτου που της έτριψε τα μηλίγγια και τα χέρια. Έπειτα κατέβηκε στην κουζίνα και ηύρε λίγη κανέλλα μέσα σ’ ένα κουτί τενεκεδένιο που ήτανε διάφορα μπαχαρικά και της έβρασ’ ένα φλυτζάνι με λίγο πιπεράκι και της τόδωσε να πιή για να στυλώση την καρδιά της. Από τέτοια δα άλλο τίποτα η Κυρία Ευρυδίκη — του κάκου δεν ήτονε μαμμή ξεσκολισμένη.
Κ’ έπειτα ξανάρχισε — απ' άλλη μεριά τώρα. Της φάνηκε περίεργο γιατί να λείπη απ’ το σπίτι το κορίτσι. Τι το θέλανε; Για να χρειασθή σε μιαν ανάγκη! — ε; «Να μην ήμουν κ’ εγώ και να πάθαινες τη λιγοθυμιά ολομόναχη! Κύριε σώσε! Έχω μιαν ιδέα πως πάει να ιδή το κομιτάτο!»
Η Βεργινία της έκαμε «ναι» με το κεφάλι.
— Ορίστε μας! Εμ τότες δε καθότανε σπιτάκι της μια και καλή. Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος! έ;, Να-τα! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο! Δε στάλεγα εγώ; — όπως πήγε, ναρθή! — τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος. Αυτός δα σε βαστάει στα χέρια — όλη η Γαργαρέττα έχει να το κάνη. . . Κάπου θα μπλέχτηκαν! Οχτώ η ώρα! . . . Αμ νισάφι πια! Απ’ τις τρεις την είδα να πηγαίνη τον κατήφορο . . . Τώρα νύχτωσε. . ο κόσμος όλος είναι στα σπίτια τους. Κι αυτοί που είναι για τους χορούς ή για να πάνε μασκαράδες στα ξένα σπίτια, γυρίζουνε σπιτάκι τους να ετοιμαστούνε, να τσιμπήσουν κάτι.
Κι ανησυχούσε αληθινά που αργούσανε, γιατί ήθελε κι αυτή να πάη να ντυθή ατσιγγάνα για το χορό της Κασταλίας. Και τώρα πώς να την άφηνε μονάχη της τη Βεργινία που ακόμα καλά-καλά δεν είχε συνέρθει!
Είπε που θα πεταγότανε να δη μήπως γύρισαν οι χλαίνες γιατ’ είχε και δουλειά να πάη σπίτι: μια παραγγελία βιαστικιά γι’ αύριο, ένα καπελλάκι τρέλλα, όλο παπαρούνες και πράσινα στάχυα με τα κοτσάνια πίσω κρεμαστά, που θα το φόραγε μια από τις μεγάλες στα Κούλουμα στην Κηφισσιά. «Σου λεν έπειτα πως τα κάμανε στη Φρανσίν και στην Καίτη Παππά και πως τους κόστισαν έναν κόσμο — και βγαίνουν απ’ αυτά εδώ τα χέρια. Τάφησα κ’ εγώ που λες για την τελευταία στιγμή, Γιατ’ είπα μέσα μου: ό,τι έχω εγώ τη Βεργινίτσα μου! . . δεν πα να κουρεύωνται κ’ οι μεγάλες και τα Κούλουμά τους. . .»
Και ξεγλίστρησε όξω απ’ την πόρτα.
Δεν πέρασ’ ένα λεπτό της ώρας και νάτην πάλι μαζί με τη χήρα του δικαστικού κλητήρα τώρα, την καλή την Κερά-Δημήτραινα με τις τριχωτές ελιές και το ψαρύ μουστακάκι που λες και τόχε κληρονομήσει (Αχ, — αυτό μονάχα και μια θεόρατη μαγκούρα) απ’ το μακαρίτη. Χρυσός άνθρωπος ωστόσο αυτή η Κερά-Δημήτραινα! Μόλις άκουσε για τη Βεργινία, τάφησ’ όλα σύξυλα, μόλο που τώρα δα ήτονε φερμένη πούχε πεταχτή λιγάκι στης αδελφής της να τα πουν ένα χεράκι, κ’ έτρεξε να κάτση κοντά της και να τη συντροφέψη, την αδικημένη την ψυχή.
— Τι σούλεγα, Βεργινία μου, πως τους φίλους σου δεν τους ηξέρεις κι ούτε και τους οχτρούς σου! Νά η Κερά-Δημήτραινα από ‘δω με τις κόρες της, κ’ εγώ από μέρος μου — τα πάντα θυσία για σένα! . . . Λέγαμε δα για σας τόσα καλά, Κερά-Δημήτραινα, και για τις κόρες σας — καλή τύχη νάχουν! . . .
Κ’ έφυγε η Ευρυδίκη κι απέμεινε το θύμα με τον καινούργιο δήμιο.
Το ξυπνητήρι στην εταζέρα έλεγ’ εννιά! — δεν ξεκολλούσε πια το μάτι της η Βεργινία από 'κει πάνω — —
Έλεγε η Κερά-Δημήτραινα, έκοβε, η γλώσσα της κ’ έρραβε . . . Κι όλο για τα κορίτσια της που δε ματαγινήκανε στον κόσμο: «η σεμνότη τους κ’ η υπακούητά τους, άλλο πράμα! — άγγελοι που τους λείπουνε μόνο τα φτερά — ζωή νάχουν! — Και μου τις ζητήσανε, νά! (και μάζευε τα δάχτυλα, τις άκρες δέσμη, και των δυο της των χεριών) — έτσι όπως είναι, όχι ψέμματα! — χωρίς πεντάρα προίκα . . . Και τι ανάγκη έχουν αυτές από προίκα; Ας είν' καλά τα χεράκια τους που βγάζουν το ψωμάκι τους σα λίγες μες την Αθήνα, κ’ έχουν και την ομορφιά τους και την αναθροφή τους! Πού τώρα πια αναθροφή! — ποιάς την έχασε για να βρεθή; Παν πια εκείνοι οι καιροί! Τώρα ο κόσμος έπεσε στην ξετσιπωσιά. Αμ ό,τι βλέπουνε δα κ’ οι καψερές απ’ τις μεγάλες μας που πάνε στα παλάτια και με ταυτοκίνητα . . .»
Και γι’ αυτά κι αυτά το συλλογιζόταν η Κερά-Δημήτραινα πολύ να τις παντρέψη τις κόρες της, γιατί τώρα καθώς κατάντησαν κ’ οι νέοι. . . «Μη βλέπεις εσύ που πίτυχες το καλό το παλληκάρι που σου φέρνει του πουλιού το γάλα μέσα στην απαλάμη . . και πάλι νά που σ’ αφήνει και μονάχη σου, άρρωστη ελεεινή, και πάει αυτός να γλεντήση! Και πού να δης άλλους να σου ζητούν το τάλληρο καθεμέρα για τον καφφενέ, ό,τι βγάλης με τα χεράκια σου! — κι αν δε βγάζης, κύττα να τόβρης απ’ αλλού! — και ξύλο! — Ε — ε — έχ, αμαρτίες πούχομ’ εμείς οι γυναίκες. . .»
Η Βεργινία κουνούσε το κεφάλι της — δεν μπορούσε να της μιλήση και γιατί να της μιλήση. . και τι να της πη! — Κύτταζε μόνο το ξυπνητήρι ολοένα — —
Έγινε δέκα η ώρα! — ένδεκα! — μεσάνυχτα! — — — Ήρθαν τώρα κ’ οι κόρες της κλητήραινας, οι δεσποινίδες Χαρζανοπούλου, από μια βεγγέρα πούταν παγεμένες . . να δουν τι ήθελε η μητέρα τους στη Βεργινία τέτοιαν ώρα! — δυο σακαφλιόρες πούχαν περάσει πια τον κάβο κ’ έβγαναν τώρα μ’ όλα τα παννιά στανοιχτά και στάπατα. Η μια, η πιο μεγάλη (!) ήτονε μοδίστρα, η άλλη ασπρορρουχού (λενζερί — μόνον λεπτή εργασία και κεντήματα για τρουσσώ) και «κατ’ οίκον» παρακαλώ — .
Μπήκανε μέσα κορδωμένες, τσιτωμένες, αλύγιστες μες τους μοντέρνους κορσέδες (μπροστά πλάκα και την κοιλιά μέσα) που μόνο που δεν έκαναν κρακ να τσακίσουνε σε δυο, με φούστες κλος με πλατιές πιέτες, στους γοφούς αζουστέ και κάτω φουστανέλλα και χωρίς πολλά μισοφόρια, βουάλ, ας το πούμε δα κρεμ, με ποκαμισάκια ροζ, τους άγκωνες απέξω, με μοτίφ και πολλά τρανσπαράν — και οι δυο τα όμοια σα δίδυμες· και μαύρα βελουδάκια στα λαιμουδάκια. Τα μαλλιά μπροστά αιγκλόν και πίσω δεμένα με φιόγκο ταφτά φέϊγ-μορτ πολύ χαμηλά, σαν κοριτσάκια δεκάξη χρονών. Η μια είχε και φασαμέν, η άλλη μια μύτη με μπιμπίκια. Η πιο «μικρή» (!) κάπως τρωγότανε, μα η μύτη της όχι.
Τι φιλιά ήταν εκείνα! τι γλύκες!
Με τι μάτια τις έβλεπε τώρα η Βεργινία αυτές που θέλανε να της πάρουν τον άντρα της!
Και νά που αρχινίσανε να της τον επαινούν όλες μαζί και δος του κατηγορίες του κοριτσιού που εξ αιτίας της βέβαια αργούσε ο Κύριος Νίκος. «Βρέθηκε γεβεντισμένος ο άνθρωπος, σκασμένος απ’ τη στενοχώρια του! Εμ ας ξεσκάση δα και λιγάκι ο καημένος σα νέος που είναι!» Και μόλο που ξέρανε σε τι μεριά την άγγιζε η βελόνα τη Βεργινία θανάσιμα, όλο και για παιδιά να μιλούν: αφού κ’ η εξαδέρφη τους η Μίνα, πούχε πάρει το γιατρό απ’ το Αίγιο, «έπειτ’ από τρία χρόνια που δεν έκανα παιδιά απόχτησε το διάδοχο, κ’ εκεί που πρώτα δεν ήταν τρόπος να συμμαζέψη τον άντρα της, τώρα όλο και φιλιούνται σαν τα τρυγονάκια . . .»
Η Βεργινία αισθανόταν πάλι πως θα λιγοθυμήση —
Κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους οι δεσποινίδες.
Τώρα ήτον κοντά μία η ώρα! — — —
Τις παρεκάλεσε η Βεργινία να παν πια να ησυχάσουν.
— Εμ όπου και νάναι θαρθούν, είπε η μητέρα των κοριτσιών. Δεν μπορούν και να ξημερωθούν πια έξω απ' το σπίτι!
Της δώσανε να πιή το γάλα της μαζί με τις στάλες τις δυναμωτικές, της άναψαν το καντήλι κ’ έσβησαν τη λάμπα —
Ήτανε γλυκόψυχες γυναίκες.
— Αν τύχη και θελήσης τίποτα κι αργήσουνε, μας χτυπάς με το χέρι στον τοίχο, είπε η μεγάλη δεσποινίς που την έλεγαν Μπιμπίκα (από Βαρβάρα)· εγώ είμαι ξέρεις πολύ αλαφροήσκιωτη. . .
Η Βεργινία να χτυπήση! — που δεν μπόραγε δάχτυλο να κουνήση!
Το καντήλι έρριχνε ένα μεγάλον κίτρινο λεκέ, στρογγυλό σαν της αράχνας τον ιστό, στο σκοτεινό ταβάνι.
Τάσπρα μάτια της άρρωστης έπαιρναν κάτι αναλαμπές σαν το υγρό σμάλτο: ασπροκίτρινες, καμμιά φορά μαυροκόκκινες σαν της φλόγας το πένθος, σταχτοπράσινες — φευγαλέες σαν πνοές — καθώς γυρίζανε στις κόγχες τους, μέσα στο σκιόφωτο, από το μέρος της πόρτας κατά την εταζέρα πούτον το ξυπνητήρι και χτυπούσε γλήγορα σαν καρδιοχτύπι. . .
Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία! — — — —