Η καταρα
                        Κωστα Κρυσταλλης
        Μανα,παρτης ευχαις και τ'αγια λειψανα,
        Τι δεν μπορουν να γειανουν την αρρωστεια μου.
        Δεν ειν'ουτε απο πονον ουτε απο Ξωθιαις.
        Τρεις χρονους αγαπουσα κορην ωμορφη.
        Και λογο δεν της πηρα,κι ουδε φιλημα.
        Μια μερα στο ποταμι την απαντησα'
        Της κρενω,δε μου κρενει,κι ουδε με τηρα.
        Της ριχνω ενα λουλουδι,δεν το δεχτηκε.
        Της ριχνω το μαντηλι,κρυφοθυμωσε...
        Με συνεπηρε ο πονος,μανα,κι ο καυμος'
        Πεζευω,στα παλτανια δενω τ'αλογο
        Κι'αρπαχτικα την πιανω και την φιλησα.
        Βαρεια μ'εκαταρσθη σαν μου ξεφυγε'
        Να ξεραθουν τα χερια που μ'αγκαλιασαν,
       Να μαραθουν τα χειλια που μ'εφιλησαν!...
       Ακουσες την αρρωστεια ,μανα,γειανε με.
                      *
        Φλογα,φωτια να πεση στην καρδουλα της,
         Να ζωντανεψ'η αγαπη η σιδερενια της.
        Στους δρομους να κινηση και στα τριστρατα.
        Ναρθη στην αγκαλια σου σαν θεοτρελλη!...
                      *
        Το λογο δεν αποειπε,δεν αποσωσε.
        Κ' επιασθηκε η καταρα,κ'ηρθε η λυγερη
        Με ξανοιγμενους κορφους,μ απλωτα μαλλια,
        Κι'ολοβροντα την πορτα σαν θεοτρελλη.
                     *
        Τ'αρρωστου η μαν'ανοιγει' κ' η θεοτρελλη
        Στην αγκαλια του πεφτει και φιλει και κλαιει.
                     *
        Εγειανε ο νηος κ' η κορη πηρε πληρωμη
        Καθαριο δαχτυλιδι κι ολο μαλαμμα.