Η κατάκτηση του ψωμιού/Τρόποι και μέσα

Τρόποι και μέσα

Επεξεργασία

Για να εγγυηθεί τα αναγκαία της ζωής στους κατοίκους της (και θα δούμε πώς η έννοια των αναγκαίων της ζωής μπορεί να επεκταθεί, ώστε να περιλάβει και πολυτέλειες), μια κοινωνία, πόλη ή περιοχή θα ήταν αναγκασμένη να πάρει υπό την κατοχή της τα απολύτως απαραίτητα μέσα παραγωγής, δηλαδή τη γη, τις μηχανές, τα εργοστάσια, τα μέσα μεταφοράς κλπ. Το κεφάλαιο θα απαλλοτριωνόταν απ' τα χέρια των ιδιωτών κατόχων του και θα επιστρεφόταν στην κοινότητα.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το μεγάλο κακό που προκαλεί η αστική κοινωνία δεν έγκειται μονάχα στ' ότι οι καπιταλιστές οικειοποιούνται ένα μεγάλο μερίδιο των κερδών από κάθε βιομηχανική κι εμπορική επιχείρηση, καθιστάμενοι, με αυτόν τον τρόπο, ικανοί να ζουν χωρίς να εργάζονται. Έγκειται, επίσης, στ' ότι ολόκληρη η διαδικασία παραγωγής ακολουθεί λανθασμένη κατεύθυνση, αφού δεν εκτελείται με σκοπό την εξασφάλιση καθολικής ευημερίας. Για αυτό και την καταδικάζουμε. Επιπλέον, εμπορευματική παραγωγή για το καλό των πάντων θα ήταν αδύνατη. Κάτι τέτοιο δεν θα σήμαινε παρά την προσδοκία πως ο καπιταλιστής θα υπερέβαινε τις αρμοδιότητές του για να εκπληρώσει καθήκοντα τα οποία δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει χωρίς να έπαυε να είναι αυτό που πραγματικά είναι -ένας ιδιώτης παραγωγός που αποβλέπει στον προσωπικό του πλουτισμό.

Η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, που στηρίζεται στο προσωπικό συμφέρον κάθε μεμονωμένου συναλλασσόμενου, έχει ήδη αποδώσει πλήρως στην κοινωνία ό,τι αναμενόταν από αυτήν. Έχει αυξήσει την παραγωγική δύναμη της εργασίας. Υπηρετώντας το συμφέρον του κι επωφελούμενος από τη βιομηχανική επανάσταση, συνέπεια του ατμού, της ραγδαίας εξέλιξης της χημείας και των μηχανών, και άλλων εφευρέσεων του αιώνα μας, ο καπιταλιστής προσπάθησε να αυξήσει το προϊόν της εργασίας, και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Μα θα ήταν παράλογο να του αναθέταμε κι άλλα καθήκοντα. Το να περιμένουμε, παραδείγματος χάριν, πως θα χρησιμοποιήσει το αυξημένο προϊόν της εργασίας για χάρη της κοινωνίας συνολικά θα ισοδυναμούσε με επίκληση φιλανθρωπίας, και μια καπιταλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να βασίζεται στη φιλανθρωπία.

Είναι ευθύνη της κοινωνίας, πλέον, να επεκτείνει αυτήν την αυξημένη παραγωγικότητα, που σήμερα περιορίζεται σε ορισμένους μόνο τομείς της παραγωγής, και να την χρησιμοποιήσει για το κοινό καλό. Μα είναι προφανές πως, για να εγγυηθεί την καθολική ευημερία, η κοινωνία οφείλει να ανακτήσει την κατοχή όλων των μέσων παραγωγής.

Βέβαια, οι οικονομολόγοι, όπως το συνηθίζουν, δεν θα αμελήσουν να μας εφιστήσουν την προσοχή στη σχετική ευημερία μιας ορισμένης κατηγορίας νέων, γεροδεμένων εργατών, ειδικευμένων σε κάποιους ειδικούς κλάδους της βιομηχανίας. Πρόκειται για την ίδια μειονότητα την οποία κάθε φορά μας επισημαίνουν με υπερηφάνεια.

Μα είναι, άραγε, ασφαλής αυτή η ευημερία, αυτή η αποκλειστική απολαβή των λίγων( Αύριο ίσως η αμέλεια, η απρονοησία ή η απληστία των εργοδοτών τους θα στερήσουν απ' αυτούς τους προνομιούχους τη δουλειά τους, και η περίοδος άνεσης που είχαν απολαύσει θα πληρωθεί με μήνες και με χρόνια φτώχειας κι εξαθλίωσης. Πόσες και πόσες σημαντικές βιομηχανίες -υφάσματα, σίδηρος, ζάχαρη κλπ., χωρίς καν να αναφερθούμε στα βραχύβια επαγγέλματα- δεν είδαμε να παρακμάζουν διαδοχικά, ή και να σβήνουν, εξαιτίας κερδοσκοπίας, συνεπεία της φυσικής μετατόπισης της εργασίας, ή, τέλος, ως αποτέλεσμα ανταγωνισμού μεταξύ των ίδιων των καπιταλιστών!

Κι αφού οι σημαντικότερες υφαντουργικές και μηχανικές βιομηχανίες έπρεπε να περάσουν μια κρίση των διαστάσεων του 1886, θα ήταν περιττό ακόμη και να αναφερθούμε στα μικρά επαγγέλματα, που όλα περιέρχονται περιοδικά σε στασιμότητα.

Τι να πούμε επίσης για το κόστος της σχετικής ευημερίας ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων; Δυστυχώς, πληρώνεται με το ρήμαγμα της γεωργίας, την αναίσχυντη εκμετάλλευση των αγροτών, την εξαθλίωση των μαζών. Σε σύγκριση με την ισχνή μειονότητα εκείνων των εργαζομένων που απολαμβάνουν μια κάποια άνεση, πόσα εκατομμύρια ανθρώπων ζουν με μεροκάματα πείνας, χωρίς σίγουρο μισθό, έτοιμοι να πάνε οπουδήποτε τους προσφερθεί δουλειά, πόσοι αγρότες δουλεύουν δεκατέσσερις ώρες την ημέρα για ψίχουλα! Το κεφάλαιο ερημώνει την επαρχία, εκμεταλλεύεται τις αποικίες και τις χώρες με ελάχιστα ανεπτυγμένη βιομηχανία, καταδικάζει την τεράστια πλειονότητα των εργαζομένων να παραμένουν τεχνικά ανεκπαίδευτοι, να παραμένουν μέτριοι ακόμη και στη δουλειά τους.

Αυτό δεν είναι απλώς τυχαίο γεγονός, είναι ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος. Προκειμένου να πληρωθούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, οι αγρότες πρέπει να καταστούν υποζύγια της κοινωνίας. Η επαρχία πρέπει να εγκαταλειφθεί για χάρη της πόλης, τα μικρά επαγγέλματα πρέπει να συγκεντρωθούν στα άθλια προάστια των μεγαλουπόλεων, όπου χιλιάδες αντικείμενα χαμηλής αξίας κατασκευάζονται με σχεδόν μηδενικό κόστος, ώστε τα αγαθά των μεγαλύτερων βιομηχανιών να καταστούν προσιτά στους χαμηλόμισθους αγοραστές. Για να μπορέσει να πουληθεί το ύφασμα χαμηλής ποιότητας, ράφτες που αρκούνται σε μισθούς πείνας φτιάχνουν ρούχα για κακοπληρωμένους εργάτες! Η γη σε κάποιο υπανάπτυκτο κράτος της Ανατολής γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης απ' τη Δύση, ώστε, υπό την κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος, να μπορούν οι εργαζόμενοι λίγων προνομιούχων βιομηχανιών να απολαμβάνουν κάποιες περιορισμένες ανέσεις.

Επομένως, αντίθετα με ό,τι είπαν ο Ροδβέρτος[1] (Rodbertus) και ο Μαρξ, περιορίζοντας τη σοσιαλιστική σύλληψη και τη γενική θεώρηση του καπιταλιστικού συστήματος, το κακό του παρόντος συστήματος δεν έγκειται στο ότι η "υπεραξία" της παραγωγής καταλήγει στον καπιταλιστή. Η ίδια η υπεραξία δεν είναι παρά συνέπεια βαθύτερων αιτίων. Το κακό έγκειται στη δυνατότητα ύπαρξης υπεραξίας αντί ενός απλού πλεονάσματος, που θα απόμενε από την κατανάλωση κάθε γενιάς. Γιατί η ύπαρξη υπεραξίας προϋποθέτει πως άνδρες, γυναίκες και παιδιά εξαναγκάζονται από την πείνα να πουλήσουν την εργασία τους για ένα μικρό μόνο μέρος αυτών που η εργασία τους παράγει και προ πάντων αυτών που η εργασία τους είναι σε θέση να παράγει. Αλλά αυτό το κακό θα διαρκεί για όσο τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε λίγους. Για όσο οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να εξαγοράζουν από τους κατόχους ιδιοκτησίας το δικαίωμα της καλλιέργειας της γης ή της παραγωγικής χρήσης των μηχανών και για όσο ο κάτοχος της ιδιοκτησίας είναι ελεύθερος να παράγει ό,τι ο ίδιος κρίνει πως θα του αποφέρει τα μέγιστα κέρδη και όχι απαραίτητα τη μέγιστη ποσότητα χρήσιμων προϊόντων, η ευημερία δεν είναι παρά προσωρινά εξασφαλισμένη, για ελάχιστους, και εξαγορασμένη με τη φτώχεια ενός τμήματος της κοινωνίας. Δεν αρκεί η ισότιμη κατανομή των κερδών, που προκύπτουν από μια οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα, εάν, την ίδια στιγμή, χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι παραμένουν θύματα εκμετάλλευσης. Αυτό που χρειάζεται είναι η παραγωγή του μέγιστου ποσού αγαθών απαραίτητων για την ευημερία όλων, με τη λιγότερη πιθανή σπατάλη ανθρώπινης ενέργειας.

Αυτό δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό ενός ιδιώτη ιδιοκτήτη. Ιδού, λοιπόν, γιατί η κοινωνία συνολικά, εφόσον κρίνει την παραπάνω θεώρηση της παραγωγής ως ιδανική, θα είναι υποχρεωμένη να απαλλοτριώσει οτιδήποτε ενισχύει την ευημερία, ενώ ταυτόχρονα παράγει πλούτο. Η κοινωνία οφείλει να πάρει την κατοχή της γης, των εργοστασίων, των ορυχείων, των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας κλπ., και, επιπλέον, οφείλει να μελετήσει ποια προϊόντα προωθούν τη γενική ευημερία, καθώς επίσης και τους τρόπους και τα μέσα παραγωγής.

Πόσες ώρες την ημέρα θα πρέπει να δουλεύει κανείς, για να εξασφαλίσει ποιοτική τροφή, ένα άνετο σπιτικό και τον απαραίτητο ρουχισμό για την οικογένειά του; Αυτό το ερώτημα συχνά απασχόλησε τους σοσιαλιστές, οι οποίοι γενικά κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τέσσερις με πέντε ώρες την ημέρα θα ήταν αρκετές, υπό τον όρο, κι αυτό πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό, πως εργάζονται όλοι. Στο τέλος του περασμένου αιώνα ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (Benjamin Franklin) καθόρισε το όριο στις πέντε ώρες. Στις μέρες μας, ακόμη κι αν η ανάγκη για ανέσεις είναι μεγαλύτερη, η παραγωγική δύναμη έχει επίσης αυξηθεί, και μάλιστα κατά πολύ περισσότερο.

Παρακάτω, αναφερόμενοι στη γεωργία, θα δούμε πως η γη μπορεί να υποταχτεί στις ανάγκες του ανθρώπου, εφόσον εκείνος την καλλιεργεί επιστημονικά, αντί να σκορπίζει τον σπόρο στην τύχη, σε ένα κακοοργωμένο χωράφι, όπως συνήθως κάνει στις μέρες μας. Τα μεγάλα αγροκτήματα της Δυτικής Αμερικής, κάποια απ' τα οποία καλύπτουν 30 τετραγωνικά μίλια, το έδαφος των οποίων ωστόσο είναι χαμηλότερης ποιότητας σε σύγκριση με το λιπασμένο έδαφος των πολιτισμένων περιοχών, αποδίδουν μονάχα 10 με 15 μόδια[2] ανά αγγλικό στρέμμα[3], δηλαδή το μισό της σοδειάς των ευρωπαϊκών αγροκτημάτων ή των αμερικανικών αγροκτημάτων στις Ανατολικές Πολιτείες. Παρόλα αυτά, χάρη στις μηχανές που καθιστούν δύο ανθρώπους ικανούς να οργώσουν τέσσερα αγγλικά στρέμματα την ημέρα, 100 άνθρωποι μπορούν να παράγουν σε' ένα χρόνο ό,τι χρειάζεται για να καλύψει την ετήσια οικιακή κατανάλωση 10.000 ανθρώπων.

Θα ήταν, επομένως, αρκετό να εργαστεί κανείς κάτω απ' τις παραπάνω συνθήκες για 30 ώρες, ας πούμε, έξι ημιεργάσιμες των πέντε ωρών, για να έχει ψωμί για έναν ολόκληρο χρόνο. Τριάντα ημιεργάσιμες θα αρκούσαν για να εγγυηθούν το ίδιο για μια οικογένεια πέντε ατόμων.

Βασισμένοι σε σύγχρονα αποτελέσματα, θα αποδείξουμε επίσης πως, εάν καταφεύγαμε σε εντατική καλλιέργεια, λιγότερες από έξι ημιεργάσιμες θα αρκούσαν για την παραγωγή κρέατος, λαχανικών, ακόμη κι εξεζητημένων φρούτων, για μια ολόκληρη οικογένεια.

Επιπλέον, εάν μελετήσουμε το κόστος των εργατικών κατοικιών που χτίζονται σήμερα στις μεγάλες πόλεις, θα βεβαιωθούμε πως, σε μια μεγάλη αγγλική πόλη, για την κατασκευή ενός μικρού, πανταχόθεν ελεύθερου σπιτιού, όπως εκείνα που κατασκευάζονται για εργάτες, θα αρκούσε εργασία 1.400 έως 1.800 ημιεργάσιμων των πέντε ωρών η καθεμία. Κι εφόσον ένα τέτοιο σπίτι είναι κατοικήσιμο για τουλάχιστον 50 χρόνια, συμπεραίνουμε πως 28 με 36 ημιεργάσιμες το χρόνο θα αρκούσαν για την παροχή υγιεινής κατοικίας με όλες τις απαραίτητες ανέσεις για μία οικογένεια. Η ενοικίαση, όμως, του ίδιου σπιτιού από κάποιον εργοδότη κοστίζει στον εργαζόμενο 75 με 100 μέρες δουλειάς το χρόνο. Ας σημειωθεί πως οι παραπάνω αριθμοί αντιπροσωπεύουν το μέγιστο κόστος ενός σπιτιού στην Αγγλία σήμερα, δεδομένης της ελλιπούς οργάνωσης των κοινωνιών μας. Στο Βέλγιο πόλεις για εργάτες έχουν χτιστεί με πολύ μικρότερο κόστος. Λαμβάνοντας κάθε παράμετρο υπ' όψιν είμαστε σε θέση να αποφανθούμε πως, σε μια οργανωμένη κοινωνία, ετήσια εργασία 30 με 40 ημιεργάσιμων θα επαρκούσε για να εγγυηθεί ένα απολύτως άνετο σπιτικό.

Μένει τώρα να εξεταστεί ο ρουχισμός, του οποίου η ακριβής αξία είναι αδύνατο να καθοριστεί, αφού είναι αδύνατο να υπολογιστούν τα κέρδη ενός πλήθους μεσαζόντων. Αν πάρουμε την περίπτωση του υφάσματος, για παράδειγμα, κι αν προσθέσουμε όλες τις κρατήσεις που επιβάλλονται από τους ιδιοκτήτες της γης και των προβάτων, τους εμπόρους μαλλιού και όλους τους ενδιάμεσους πράκτορές τους, κι έπειτα απ' τις σιδηροδρομικές εταιρείες, τους ιδιοκτήτες των υφαντουργείων, τους υφαντές, τους εμπόρους ετοίμων ενδυμάτων, τους πωλητές και τους πράκτορες που αμείβονται με ποσοστά, τότε θα πάρετε μια ιδέα για το τι πληρώνεται σε μια ολόκληρη αγέλη καπιταλιστών για κάθε ρούχο. Για αυτό και είναι απολύτως αδύνατο να πείτε πόσες μέρες εργασίας αντιπροσωπεύει το παλτό για το οποίο πληρώνετε τρεις ή τέσσερις λίρες σε ένα μεγάλο κατάστημα στο Λονδίνο. Το μόνο βέβαιο είναι πως με τις σημερινές μηχανές γίνεται δυνατή η κατασκευή μιας απίστευτης ποσότητας αγαθών.

Μερικά παραδείγματα θα αρκούσαν: Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε 751 υφαντουργικές μονάδες (για κλώση κι ύφανση), 175.000 άνδρες και γυναίκες παράγουν 2.033.000.000 γυάρδες[4] βαμβακερών προϊόντων κι επίσης μια μεγάλη ποσότητα νήματος. Κατά μέσο όρο, με 300 μέρες εργασίας, (91/2 ώρες την ημέρα) παράγονται πάνω από 12.000 γιάρδες βαμβακερών αγαθών, δηλαδή ο σημερινός ρυθμός παραγωγής είναι 40 γιάρδες βαμβακερού υφάσματος ανά δέκα ώρες. Δεχόμενοι πως μια οικογένεια χρειάζεται το πολύ 200 γιάρδες το χρόνο, η τελευταία ποσότητα θ' αντιστοιχούσε σε 50 ώρες εργασίας, δηλαδή σε δέκα ημιεργάσιμες των πέντε ωρών. Επιπλέον θα είχαμε και νήμα, δηλαδή βαμβάκι για ραφή και κλωστή για ύφανση, για την κατασκευή υφασμάτων από μαλλί ανάμικτο με βαμβάκι. Όσο για τα παραγωγικά αποτελέσματα απ' την ύφανση και μόνο, οι επίσημες στατιστικές των Ηνωμένων Πολιτειών μας δείχνουν πως, ενώ το 1870 οι εργάτες που δούλευαν 13 με 14 ώρες την ημέρα κατασκεύαζαν 10.000 γιάρδες λευκού βαμβακερού υφάσματος το χρόνο, δεκαέξι χρόνια μετά, το 1886, ύφαιναν 30.000 γυάρδες το χρόνο δουλεύοντας μόνο 55 ώρες την εβδομάδα.

Ακόμη και αν εξετάσουμε τα έντυπα βαμβακερά, 32.000 γιάρδες παράγονταν[5] με 2.670 ώρες εργασίας το χρόνο, δηλαδή περίπου 12 γιάρδες την ώρα, συμπεριλαμβανομένης της ύφανσης και της εκτύπωσης. Συνεπώς, για να έχετε τις 200 γιάρδες λευκών κι έντυπων βαμβακερών σας, 17 ώρες εργασίας τον χρόνο θα ήταν αρκετές. Είναι απαραίτητο να τονίσουμε πως η πρώτη ύλη φτάνει σε αυτά τα εργοστάσια στην ίδια περίπου κατάσταση που φεύγει από τα χωράφια, και πως οι μεταμορφώσεις κάθε κομματιού μέχρι τη μετατροπή του σε προϊόντα ολοκληρώνονται στο διάστημα αυτών των 17 ωρών. Μα για να αγοράσει αυτές τις 200 γιάρδες από τον έμπορο, ένας καλά αμειβόμενος εργάτης πρέπει να καταβάλει τουλάχιστον 10 με 15 μέρες εργασίας, από δέκα ώρες η καθεμία, δηλαδή 100 με 150 ώρες. Κι όσο για τον ’γγλο χωρικό, εκείνος θα έπρεπε να μοχθήσει για έναν μήνα, ή και λίγο παραπάνω, για ν' αποκτήσει τέτοια πολυτέλεια. Με αυτό το παράδειγμα βλέπουμε πως, εργαζόμενοι για 50 ημιεργάσιμες τον χρόνο σε μια αποτελεσματικά οργανωμένη κοινωνία, θα μπορούσαμε να ντυθούμε καλύτερα απ' ό,τι οι μικροαστοί σήμερα.

Για όλα τα παραπάνω απαιτούνται μόνο 60 ημιεργάσιμες των πέντε ωρών η καθεμία για να αποκτήσουμε τους καρπούς της γης, 40 για στέγη και 50 για ένδυση. Όλα αυτά συνιστούν δουλειά μισού έτους, αφού, αν αφαιρέσουμε τις αργίες, το έτος περιλαμβάνει 300 εργάσιμες.

Κι απομένουν ακόμη 150 ημιεργάσιμες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άλλα αναγκαία της ζωής, όπως κρασί, ζάχαρη, καφές, τσάι, έπιπλα, μεταφορές κλπ.

Προφανώς οι παραπάνω υπολογισμοί είναι απλώς προσεγγιστικοί -μπορούν όμως να αποδειχτούν και με έναν ακόμη τρόπο: Όταν υπολογίσουμε πόσοι, στα λεγόμενα πολιτισμένα έθνη, δεν παράγουν απολύτως τίποτα, πόσοι δουλεύουν σε βλαβερά επαγγέλματα καταδικασμένα να εξαφανιστούν, και, τέλος, πόσοι δεν είναι άλλο παρά άχρηστοι μεσάζοντες, τότε βλέπουμε πως, σε κάθε έθνος, ο αριθμός των αληθινών παραγωγών θα μπορούσε να διπλασιαστεί. Αν, αντί για δέκα, ήταν είκοσι οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την παραγωγή χρήσιμων αγαθών, και αν η κοινωνία φρόντιζε επιμελώς να εξοικονομήσει ανθρώπινη ενέργεια, αυτοί οι είκοσι άνθρωποι θα μπορούσαν να δουλεύουν μόνο πέντε ώρες την ημέρα χωρίς μείωση της παραγωγής. Θα αρκούσε ο περιορισμός της σπατάλης ανθρώπινης ενέργειας στην υπηρεσία πλουσίων οικογενειών ή εκείνων των διοικητικών αρχών που διαθέτουν έναν υπάλληλο για κάθε δέκα κατοίκους, και η αξιοποίηση αυτών των δυνάμεων, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα του έθνους και να περιοριστεί η εργασία στις τέσσερις, ή ακόμη και στις τρεις ώρες, υπό την προϋπόθεση πως θα ήμασταν ικανοποιημένοι με το σημερινό επίπεδο παραγωγής.

Μελετώντας συνολικά τα παραπάνω δεδομένα, καταλήγουμε, συνεπώς, στο ακόλουθο συμπέρασμα: Φανταστείτε μια κοινωνία που περιλαμβάνει μερικά εκατομμύρια κατοίκων που ασχολούνται με τη γεωργία και μια ευρεία ποικιλία επαγγελμάτων, για παράδειγμα το Παρίσι, με τον τομέα του Σεν-ετ-Ουάζ (Saine-et-Oise). Υποθέστε πως σε εκείνη την κοινωνία όλα τα παιδιά μαθαίνουν να εργάζονται με τα χέρια τους όπως και με το μυαλό τους. Δεχτείτε πως όλοι οι ενήλικες, εκτός από εκείνες τις γυναίκες που ασχολούνται με την εκπαίδευση των παιδιών τους, δεσμεύονται να εργάζονται για πέντε ώρες την ημέρα, από την ηλικία των είκοσι ή είκοσι δύο μέχρι τα σαράντα πέντε ή πενήντα, ακολουθώντας τα επαγγέλματα που έχουν επιλέξει σε κάθε κλάδο ανθρώπινης εργασίας που θεωρείται αναγκαίος. Μια τέτοια κοινωνία θα μπορούσε, σε αντάλλαγμα, να εγγυηθεί την ευημερία όλων των μελών της, δηλαδή μια ευημερία πολύ πιο ουσιαστική απ' αυτήν που σήμερα απολαμβάνει η μέση τάξη. Επιπλέον, κάθε εργαζόμενος που θα άνηκε σε εκείνη την κοινωνία θα είχε στη διάθεσή του τουλάχιστον πέντε ώρες την ημέρα. Αυτές θα μπορούσε να τις διαθέσει στην επιστήμη, στην τέχνη και στις ατομικές ανάγκες που, ενώ σήμερα δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία των αναγκαίων, θα περιληφθούν, κατά πάσα πιθανότητα, στο μέλλον, τότε που η παραγωγικότητα του ανθρώπου θα έχει αυξηθεί κι όλα αυτά δεν θα φαίνονται πια πολυτελή κι απρόσιτα.


[1] Στμ. Karl Johann Rodbertus (1805-1875). Γερμανός θεωρητικός της οικονομίας και σοσιαλιστής. Πίστευε πως η κοινωνία θα μετεξελιχθεί, χωρίς βία, προς την κατεύθυνση μιας πλήρως κρατικοποιημένης οικονομίας. Ο Έγκελς, στην εισαγωγή του στη "Φτώχεια της Φιλοσοφίας" του Μαρξ, συζητά τη διαμάχη μεταξύ Ροδβέρτου και Μαρξ σχετικά με την πατρότητα πολλών ιδεών που διατυπώθηκαν στο "Κεφάλαιο" του τελευταίου.

[2] Στμ. Η μονάδα όγκου του πρωτοτύπου είναι το bushel (1 bushel = 36, 269 λίτρα).

[3] Στμ. 1 αγγλικό στρέμμα (acre) = 3.4671 τετραγωνικά μέτρα.

[4] Στμ. 1 γιάρδα = 0,914 του μέτρου.

[5] Στμ. Προφανώς το 1886.



Πίνακας περιεχομένων