Η κατάκτηση του ψωμιού/Απαλλοτρίωση

Η Απαλλοτρίωση Επεξεργασία

I Επεξεργασία

Λένε για το Ρότσιλντ (Rothschild) ότι, βλέποντας την περιουσία του να απειλείται από την Επανάσταση του 1848, εφηύρε το εξής τέχνασμα: «Είμαι αρκετά πρόθυμος να παραδεχθώ», είπε, «ότι η περιουσία μου συσσωρεύτηκε εις βάρος άλλων, αλλά αν μοιραζόταν αύριο μεταξύ τόσων εκατομμυρίων Ευρωπαίων, το μερίδιο του καθενός θα ήταν μόνο ένα τάλιρο. Πολύ καλά, λοιπόν, αναλαμβάνω να αποδώσω σε κάθε έναν το τάλιρό του αν μου το ζητήσει.»

Έχοντας δώσει ανάλογη δημοσιότητα στην υπόσχεσή του, ο εκατομμυριούχος μας έκανε ήσυχα τη βόλτα του στους δρόμους της Φρανκφούρτης. Τρεις ή τέσσερις περαστικοί του ζήτησαν τα τάλιρά τους, τους οποίους αποζημίωσε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και το κόλπο του πέτυχε. Η οικογένεια του εκατομμυριούχου έχει ακόμα στην κτήση της τον πλούτο της.

Περίπου με τον ίδιο τρόπο τα έξυπνα μυαλά μεταξύ των μεσαίων τάξεων σκέπτονται όταν λένε: «Α, Απαλλοτρίωση! Ξέρω τι σημαίνει αυτό! Παίρνεις όλα τα πανωφόρια και τα βάζεις σ’ ένα σωρό και καθένας είναι ελεύθερος να πάρει ένα μόνος του και να παλέψει για το καλύτερο.»

Όμως τέτοια αστεία είναι τόσο άσχετα όσο και επιπόλαια. Αυτό που μας χρειάζεται δεν είναι μια αναδιανομή πανωφοριών, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, ο λαός που τουρτουρίζει θα έβρισκε όφελος σ’ αυτό. Ούτε θέλουμε να μοιράσουμε τον πλούτο των Ρότσιλντ. Αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι να οργανωθούμε έτσι, ούτως ώστε σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που γεννιέται στον κόσμο να διασφαλίζεται εξαρχής η ευκαιρία να μαθαίνει μια χρήσιμη εργασία και και να γίνεται ειδική σε αυτήν. Ύστερα, να είναι ελεύθερος να ασκεί το επάγγελμά του χωρίς να ζητά την άδεια από αφέντη ή ιδιοκτήτη και χωρίς να παραδίδει στο γαιοκτήμονα ή τον καπιταλιστή τη μερίδα του λέοντος από αυτό που παράγει. Όσον αφορά τον πλούτο που κατέχουν οι Ρότσιλντ ή οι Βάντερμπιλτ (Vanderbilt), θα μας βοηθήσει να οργανώσουμε το δικό μας σύστημα κοινοτικής παραγωγής.

Τη μέρα που ο εργάτης θα μπορεί να καλλιεργεί τη γη χωρίς να δίνει ως εισφορά το μισό της παραγωγής του, τη μέρα οι απαραίτητες για την προετοιμασία του εδάφους για πλούσιες σοδειές μηχανές θα είναι ελεύθερες στη διάθεση των καλλιεργητών, τη μέρα που ο βιομηχανικός εργάτης θα παράγει για την κοινότητα και όχι για τον μονοπωλητή- αυτή η μέρα θα δει τους εργάτες ντυμένους και θρεμμένους· και δε θα υπάρχουν πια Ρότσιλντ ή άλλοι εκμεταλλευτές.

Κανείς τότε δεν θα αναγκάζεται να πουλά την εργατική του δύναμη για ένα μισθό που αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό τμήμα από αυτό που παράγει.

«Μέχρις εδώ πάμε καλά», λένε αυτοί που μας επικρίνουν, « αλλά θα υπάρξουν Ρότσιλντ που θα έρχονται από το εξωτερικό. Πώς θα εμποδίσετε κάποιον να συσσωρεύσει εκατομμύρια στην Κίνα και μετά να εγκατασταθεί ανάμεσά σας; Πώς θα εμποδίσετε κάποιον σαν κι αυτόν να περιβάλλει τον εαυτό του με λακέδες και έμμισθους σκλάβους-να τους εκμεταλλευτεί και να πλουτίσει εις βάρος τους;»

«Δε μπορείτε να πετύχετε μια επανάσταση σε όλο τον κόσμο ταυτόχρονα. Ωραία, λοιπόν, θα εγκαταστήσετε τελωνεία στα σύνορά σας για να ψάξετε όλους όσους μπαίνουν στη χώρα σας και να κατάσχετε τα χρήματα που φέρνουν μαζί τους; Θα ήταν ωραίο θέαμα αναρχικοί αστυνόμοι να πυροβολούν ταξιδιώτες!»

Στη βάση του όμως αυτό το επιχείρημα εμπεριέχει ένα τεράστιο λάθος. Αυτοί που το εκφράζουν δε στάθηκαν ποτέ να αναρωτηθούν από πού προέρχονται οι περιουσίες των πλουσίων. Λίγη σκέψη ωστόσο, θα αρκούσε για να τους δείξει ότι αυτές οι περιουσίες γεννιούνται από την ανέχεια των φτωχών. Όταν δεν υπάρχουν πια εξαθλιωμένοι δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι να τους εκμεταλλευτούν.

Ας ρίξουμε μια ματιά για λίγο στο Μεσαίωνα, όταν οι μεγάλες περιουσίες άρχισαν να εμφανίζονται.

Ένας βαρώνος φεουδάρχης αρπάζει μια γόνιμη κοιλάδα. Αλλά όσο στη γόνιμη κοιλάδα δεν υπάρχουν χωρικοί, ο βαρώνος μας δεν είναι πλούσιος. Η γη του δε του αποφέρει τίποτα, θα μπορούσε εξίσου καλά να κατέχει μια ιδιοκτησία στο φεγγάρι! Τι κάνει ο βαρώνος μας για να πλουτίσει; Αναζητά χωρικούς!

Αν κάθε χωρικός--καλλιεργητής είχε ένα κομμάτι γης, ελεύθερο από νοίκι και φόρους, αν είχε επιπλέον τα εργαλεία και τα ζώα που είναι απαραίτητα για την αγροτική εργασία, ποιος θα όργωνε τα κτήματα του βαρώνου; Όλοι θα φρόντιζαν το δικό τους κτήμα. Αλλά υπάρχουν χιλιάδες εξαθλιωμένα άτομα κατεστραμμένα από πολέμους, ξηρασία ή λοιμό. Δεν έχουν ούτε άλογο ούτε αλέτρι. (Το σίδερο ήταν ακριβό το Μεσαίωνα και ένα άλογο για ζέψιμο ακόμη περισσότερο.)

Όλα αυτά τα απογυμνωμένα πλάσματα προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Μια μέρα βλέπουν στο δρόμο στα όρια του κτήματος του βαρώνου μας ένα πίνακα ανακοινώσεων που υποδεικνύει με κάποια σήματα κατανοητά σ’ αυτούς ότι ο εργάτης που διατίθεται να εγκατασταθεί σ’ αυτό το κτήμα θα παραλάβει τα εργαλεία και τα υλικά για να χτίσει την καλύβα του και να σπείρει τα χωράφια του, χωρίς να πληρώνει νοίκι για ένα συγκεκριμένο αριθμό ετών. Ο αριθμός των ετών παρουσιάζεται από τόσους πολλούς σταυρούς στον πίνακα ανακοινώσεων που ο χωρικός καταλαβαίνει το νόημα αυτών των σταυρών.

Έτσι οι δύστυχοι φουκαράδες συρρέουν στη γη του βαρώνου, δημιουργώντας δρόμους, αποξηραίνοντας έλη, χτίζοντας χωριά. Σε εννιά χρόνια αρχίζει να τους φορολογεί. Πέντε χρόνια αργότερα αυξάνει το νοίκι. Ύστερα το διπλασιάζει. Ο χωρικός δέχεται αυτές τις νέες συνθήκες γιατί δε μπορεί να βρει καλύτερες αλλού. Και σιγά-σιγά με τη βοήθεια των νόμων που φτιάχνονται από τους βαρώνους, η φτώχεια του χωρικού μετατρέπεται σε πηγή του πλούτου του βαρώνου. Και δεν είναι μόνο ο αφέντης του φέουδου που λαφυραγωγεί εις βάρος του. Ένα ολόκληρο λεφούσι από τοκογλύφους εφορμούν εναντίον των χωριών, πολλαπλασιαζόμενοι καθώς η κακομοιριά των χωρικών αυξάνει. Έτσι ήταν τα πράγματα στο Μεσαίωνα. Και σήμερα δεν είναι ακόμη έτσι τα πράγματα; Αν υπήρχαν ελεύθερες εκτάσεις τις οποίες ο χωρικός μπορούσε να καλλιεργήσει αν το επιθυμούσε, θα πλήρωνε χίλια φράγκα στον Κύριο Υποκόμη ( τίτλος ευγενείας κατώτερος του κόμητα, Σ.τ.Μ.) για να δεχτεί να του πουλήσει ένα ψίχουλο; Θα επιβάρυνε τον εαυτό του με ένα νοίκι που θα απορροφούσε το ένα τρίτο της παραγωγής; Θα πήγαινε να γίνει κολλήγος για να δώσει τη μισή συγκομιδή του στο γαιοκτήμονα;

Όμως δεν έχει τίποτα. Έτσι θα αποδεχτεί οποιεσδήποτε συνθήκες, αρκεί μόνο να μπορέσει να ζήσει οργώνοντας τη γη και θα πλουτίσει το γαιοκτήμονα. Επομένως στο δέκατο ένατο αιώνα, όπως ακριβώς στο Μεσαίωνα, η φτώχεια του χωρικού είναι μια πηγή πλούτου του κτηματία.

II Επεξεργασία

Ο γαιοκτήμονας οφείλει τα πλούτη του στη φτώχεια των χωρικών και ο πλούτος του καπιταλιστή προέρχεται από την ίδια πηγή.

Πάρτε την περίπτωση ενός αστού, ο οποίος με τον ένα ή άλλο τρόπο βρίσκεται να έχει πεντακόσιες χιλιάδες φράγκα. Θα μπορούσε , βεβαίως, να ξοδέψει τα χρήματά του με τον ρυθμό των πενήντα χιλιάδων φράγκων το χρόνο, ένα απλό, ασήμαντο πράγμα σ’ αυτό τον καιρό της εκκεντρικής, παράλογης πολυτέλειας. Αλλά έτσι δε θα του είχε μείνει τίποτα στο τέλος των δέκα ετών. Γι αυτό, όντας «πρακτικό άτομο», προτιμά να κρατήσει την περιουσία του ακέραια και να κερδίσει επίσης ένα βολικό μικρό ετήσιο εισόδημα.

Αυτό είναι πολύ εύκολο στην κοινωνία μας, ακριβώς γιατί οι πόλεις και τα χωριά μας αφθονούν από εργάτες που δεν έχουν τα προς το ζην για ένα μήνα, ούτε καν για ένα δεκαπενθήμερο.

Έτσι ο αστός μας ιδρύει ένα εργοστάσιο. Οι τράπεζες σπεύδουν να του δανείσουν άλλες πεντακόσιες χιλιάδες φράγκα, ειδικά αν έχει μια φήμη για «επιχειρηματική ικανότητα». Και με το εκατομμύριό του μπορεί να διευθύνει την εργασία πεντακοσίων εργατών.

Αν όλοι οι άντρες και οι γυναίκες στα περίχωρα είχαν εξασφαλισμένη την ικανοποίηση των καθημερινών τους αναγκών, ποιος θα δούλευε για τον καπιταλιστή μας με ένα μισθό 3 φράγκων την ημέρα, ενώ τα προϊόντα που παράγει πωλούνται για πέντε ή ακόμη δέκα φράγκα;

Δυστυχώς-το ξέρουμε όλοι πολύ καλά- οι φτωχές γειτονιές των πόλεών μας και των γειτονικών χωριών είναι γεμάτες από άπορους φουκαράδες, των οποίων τα παιδιά φωνάζουν για ψωμί. Έτσι, πριν το εργοστάσιο καλά-καλά τελειώσει, οι εργάτες σπεύδουν να προσφέρουν τον εαυτό τους. Εκεί που ζητείται μια εκατοντάδα, χίλιοι πολιορκούν τις πόρτες, και από την ώρα που το εργοστάσιό του θα ξεκινήσει, ο ιδιοκτήτης, αν έχει μόνο μέτριες επιχειρηματικές ικανότητες, θα αποκομίζει χίλια φράγκα το χρόνο από κάθε εργάτη που απασχολεί.

Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αποταμιεύει μια μικρή βολική περιουσία. Και αν διαλέξει ένα επικερδή κλάδο και έχει «επιχειρηματικά ταλέντα» σύντομα θα μεγαλώσει το εργοστάσιό του και θα αυξήσει το εισόδημά του διπλασιάζοντας τον αριθμό των ανθρώπων που εκμεταλλεύεται.

Έτσι μετατρέπεται σε μια βαρύνουσα προσωπικότητα. Είναι σε θέση να παραθέτει γεύματα σε άλλες προσωπικότητες- στους τοπικούς προύχοντες, στον κύριο βουλευτή. Μπορεί να παντρέψει την περιουσία του με μία άλλη περιουσία. Σύντομα μπορεί να διαλέγει θέσεις για τα παιδιά του και αργότερα ίσως να πάρει κάτι καλό απ’ την Κυβέρνηση-μια σύμβαση για το στρατό ή την αστυνομία. Ο χρυσός του γεννάει χρυσό, ώσπου επιτέλους ένας πόλεμος, ή ακόμη μια φήμη πολέμου, ή μια κερδοσκοπία στο Χρηματιστήριο, του δίνει τη μεγάλη του ευκαιρία.

Τα εννέα δέκατα των τεράστιων περιουσιών που έχουν δημιουργηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι, όπως ο Χένρυ Τζώρτζ (Henry George) απέδειξε στο «Κοινωνικά Προβλήματα», το αποτέλεσμα απάτης σε μεγάλη κλίμακα, υποβοηθούμενη από το Κράτος. Στην Ευρώπη εννέα δέκατα από τις περιουσίες που δημιουργούνται στις μοναρχίες και τις δημοκρατίες μας έχουν την ίδια προέλευση. Δεν υπάρχουν δύο τρόποι για να γίνει κανείς εκατομμυριούχος. Αυτό είναι το μυστικό του πλούτου: βρες τους εξαθλιωμένους που λιμοκτονούν, πλήρωσέ τους τρία φράγκα και κάν’ τους να παράγουν αξία δέκα φράγκων την ημέρα, συσσώρευσε μια περιουσία με αυτούς τους τρόπους και μετά αύξησέ την με κάποια πετυχημένη βολή, δημιουργημένη με τη βοήθεια του Κράτους!

Χρειάζεται να συνεχίσουμε μιλώντας για τις μικρές περιουσίες οι οποίες αποδίδονται από τους οικονομολόγους σε προνοητικότητα και οικονομία, όταν γνωρίζουμε ότι απλή εξοικονόμηση από μόνη της δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα, όσο οι πεντάρες που αποταμιεύονται δεν χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση των πεινασμένων;

Πάρτε π.χ. έναν τσαγκάρη. Έστω ότι η δουλειά του αμείβεται καλά, ότι έχει μπόλικη πελατεία και ότι μέσω αυστηρής οικονομίας καταφέρνει να αποταμιεύσει από δύο φράγκα τη μέρα, πενήντα φράγκα το μήνα! Έστω ότι ο τσαγκάρης μας δεν είναι ποτέ άρρωστος, ότι τρώει χορταστικά, παρά το πάθος του για οικονομία, ότι δεν παντρεύεται ούτε έχει παιδιά, ότι δεν πεθαίνει από φυματίωση, υποθέστε οτιδήποτε επιθυμείτε!

Ε, λοιπόν, στα πενήντα του δε θα έχει βάλει στην άκρη ούτε 15.000 φράγκα και δε θα έχει αρκετά για να ζήσει κατά τη διάρκεια των γηρατειών του, όταν δε θα μπορεί πλέον να εργαστεί. Σίγουρα δε δημιουργούνται έτσι οι τεράστιες περιουσίες. Αλλά υποθέστε ότι ένας άλλος τσαγκάρης, μόλις αποταμιεύσει λίγες πεντάρες, τις μεταφέρει με φροντίδα στην τράπεζα αποταμιεύσεων και ότι η τράπεζα αποταμιεύσεων τις δανείζει στον καπιταλιστή που ετοιμάζεται να εκμεταλλευτεί τους φτωχούς. Τότε ο τσαγκάρης μας παίρνει ένα μαθητευόμενο, το παιδί κάποιου εξαθλιωμένου φτωχού, που θα θεωρήσει τον εαυτό του τυχερό αν σε πέντε χρόνια ο γιος του έχει μάθει την τέχνη και μπορεί να κερδίσει το ψωμί του.

Εν τω μεταξύ ο τσαγκάρης μας δεν χάνει από αυτόν, και αν υπάρχει έντονη κίνηση στον κλάδο σύντομα παίρνει ένα δεύτερο, και ύστερα ένα τρίτο μαθητευόμενο. Στο μέλλον θα πάρει δύο ή τρεις εργάτες-φτωχούς κακομοίρηδες, γεμάτους ευγνωμοσύνη που παίρνουν τρία φράγκα τη μέρα για δουλειά που αξίζει έξι και αν ο τσαγκάρης μας είναι «τυχερός», αν δηλαδή, είναι αρκετά έξυπνος και αρκετά τσιγκούνης, οι εργάτες και οι μαθητευόμενοί του θα του αποφέρουν σχεδόν μια εικοσαριά φράγκα την ημέρα, επιπλέον από τον ατομικό του μόχθο. Τότε μπορεί να διευρύνει την επιχείρησή του. Σταδιακά θα γίνει πλούσιος και δε θα έχει πια ανάγκη να περιορίζει τον εαυτό του στα αυστηρώς αναγκαία για την επιβίωση. Θα αφήσει μια μικρή βολική περιουσία στο γιο του.

Αυτό ονομάζουν οι άνθρωποι «να είσαι οικονόμος και να έχεις εγκρατείς συνήθειες». Κατά βάθος δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη συντριβή των φτωχών.

Το εμπόριο φαίνεται να εξαιρείται από αυτό τον κανόνα. «Ένας τέτοιος άντρας», μας λένε, «αγοράζει τσάι στην Κίνα, το φέρνει στη Γαλλία και πραγματοποιεί κέρδος στο τριάντα τοις εκατό του αρχικού του κεφαλαίου. Δεν εκμεταλλεύτηκε κανένα.»

Ωστόσο η περίπτωση αυτή είναι παρόμοια. Αν ο έμπορός μας είχε μεταφέρει τα δεμάτια του στην πλάτη του, πάει καλά! Στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους έτσι ακριβώς διεξαγόταν το εξωτερικό εμπόριο και επομένως κανείς δεν έφτανε τέτοια ιλιγγιώδη ποσά περιουσίας όπως στις μέρες μας. Πολύ λίγα και πολύ δύσκολα κερδισμένα ήταν τα χρυσά κέρματα που ο μεσαιωνικός έμπορος κέρδιζε από ένα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι. Ήταν λιγότερο η αγάπη για το χρήμα, απ' ό,τι η δίψα για ταξίδι και περιπέτεια, που ενέπνεε τις επιχειρήσεις του.

Σήμερα η μέθοδος είναι απλούστερη. Ένας έμπορος που έχει κάποιο κεφάλαιο δε χρειάζεται να κουνηθεί απ’ το γραφείο του για να γίνει πλούσιος. Τηλεγραφεί σε έναν εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του λέγοντάς του να αγοράσει εκατό τόνους τσάι, ναυλώνει ένα καράβι, και σε λίγες εβδομάδες, σε τρεις μήνες αν είναι ιστιοφόρο, το σκάφος του φέρνει το φορτίο του. Δεν αναλαμβάνει ούτε τα ρίσκα του ταξιδιού, γιατί το τσάι και το σκάφος του είναι ασφαλισμένα, και αν έχει ξοδέψει εκατό χιλιάδες φράγκα θα πάρει εκατόν τριάντα χιλιάδες, αυτό συμβαίνει αν δεν έχει προσπαθήσει να κερδοσκοπήσει σε κάποια πρωτότυπα προϊόντα, στην οποία περίπτωση διατρέχει ένα κίνδυνο είτε να διπλασιάσει την περιουσία του, είτε να τη χάσει τελείως.

Τώρα, πώς θα μπορούσε να βρει άντρες διατεθειμένους να διασχίσουν τη θάλασσα, να ταξιδέψουν στην Κίνα και να επιστρέψουν, να υπομείνουν βάσανα και μόχθο σκλάβου και να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για μια άθλια μικρή αμοιβή; Πώς θα μπορούσε να βρει λιμενεργάτες πρόθυμους να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν τα πλοία του για μισθούς πείνας; Πώς; Γιατί είναι σε ανάγκη και λιμοκτονούν. Πηγαίντε στα λιμάνια, επισκεφτείτε τις ταβέρνες στις προκυμαίες, και κοιτάξτε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν έρθει να προσληφθούν, συνωστιζόμενοι γύρω από τις πύλες του λιμανιού, τις οποίες πολιορκούν από νωρίς το πρωί, ελπίζοντας να τους επιτραπεί να δουλέψουν στα σκάφη. Κοιτάξτε αυτούς τους ναύτες, ευτυχείς να προσληφθούν για ένα μακρύ ταξίδι, ύστερα από βδομάδες και μήνες αναμονής. Σ’ όλη τη ζωή τους έφευγαν με πλοία στη θάλασσα, και θα μπαρκάρουν ακόμη σε άλλα, μέχρι να πεθάνουν στα κύματα.

Μπείτε στα σπίτια τους, κοιτάξτε τις γυναίκες και τα παιδιά τους σε κουρέλια, ζώντας κανείς δεν ξέρει πώς μέχρι την επιστροφή του πατέρα και θα έχετε την απάντηση. Πολλαπλασιάστε τα παραδείγματα, διαλέξτε τα όπου θέλετε. Εξετάστε την πηγή όλων των περιουσιών, μεγάλων ή μικρών, είτε προέρχονται απ’ το εμπόριο, τις τράπεζες, τα εργοστάσια ή τη γη. Παντού θα ανακαλύψετε ότι ο πλούτος των πλουσίων αναβλύζει από τη φτώχεια των φτωχών. Γι' αυτό, μια αναρχική κοινωνία δε χρειάζεται να φοβάται τον ερχομό ενός Ρότσιλντ που θα εγκατασταθεί στο εσωτερικό της. Εάν κάθε μέλος της κοινότητας γνωρίζει ότι ύστερα από λίγες ώρες παραγωγικού μόχθου θα έχει δικαίωμα σε όλες τις απολαύσεις που προσφέρει ο πολιτισμός, και σε αυτές τις βαθύτερες πηγές ευχαρίστησης που η Τέχνη και η Επιστήμη προσφέρουν σε όλους όσους τις ασκούν, δε θα πουλήσει τη δύναμή του για ένα μισθό πείνας· κανείς δε θα έρθει εθελοντικά να δουλέψει για τον πλουτισμό του Ρότσιλντ σας. Οι πεντάρες του θα είναι μόνο πολλά μεταλλικά κομμάτια- χρήσιμες για διάφορους σκοπούς, αλλά ανίκανες να αναπαραχθούν.

Απαντώντας στην παραπάνω ένσταση υποδείξαμε ταυτόχρονα το πεδίο δράσης της Απαλλοτρίωσης. Θα πρέπει να καλύπτει οτιδήποτε δίνει τη δυνατότητα σ' έναν άνθρωπο -είτε είναι τραπεζίτης, είτε βιομήχανος ή γαιοκτήμονας- να ιδιοποιηθεί το προϊόν του μόχθου κάποιου άλλου. Η φόρμουλά μας είναι απλή και περιεκτική.

Δε θέλουμε να κλέψουμε από κάποιον το παλτό του, αλλά θέλουμε να δώσουμε στους εργάτες όλα τα πράγματα των οποίων η έλλειψη τούς μετατρέπει σε εύκολο θύμα για τον εκμεταλλευτή: και θα κάνουμε το παν δυνατόν ώστε, αφού σε κανένα δε θα λείπει κάτι, κανένας άνθρωπος να μην είναι αναγκασμένος να πουλήσει τη δύναμη των χεριών του για κερδίσει την μετά βίας επιβίωση γι αυτόν και τα παιδιά του. Αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για απαλλοτρίωση, αυτό θα είναι το χρέος μας κατά την Επανάσταση, προς τον ερχομό της οποίας προσβλέπουμε, όχι σε διακόσια χρόνια μετά από σήμερα, αλλά σύντομα, πολύ σύντομα.

III Επεξεργασία

Οι ιδέες του Αναρχισμού γενικώς και της Απαλλοτρίωσης ειδικώς βρίσκουν πολύ περισσότερη απήχηση απ’ όσο είμαστε σε θέση να φανταστούμε μεταξύ ανθρώπων με ανεξάρτητο χαρακτήρα και αυτών για τους οποίους η τεμπελιά δεν είναι το υπέρτατο ιδανικό. «Ωστόσο», μας προειδοποιούν συχνά οι φίλοι μας, «φροντίστε να μην το παρατραβήξετε! Η ανθρωπότητα δε μπορεί να μεταβληθεί σε μία μέρα, γι αυτό μη βιάζεστε υπερβολικά με τα σχέδιά σας για Απαλλοτρίωση και Αναρχία, αλλιώς θα διακινδυνεύσετε να μην πετύχετε ένα μόνιμο αποτέλεσμα.»

Τώρα, αυτό που φοβόμαστε όσον αφορά την απαλλοτρίωση είναι ακριβώς το αντίθετο. Φοβόμαστε μήπως δε το προχωρήσουμε σε αρκετά μεγάλη κλίμακα, μήπως την πραγματοποιήσουμε σε πολύ μικρότερη κλίμακα απ' ό,τι χρειάζεται για να είναι διαρκής. Δε θα θέλαμε να αναχαιτιστεί η επαναστατική ορμή στα μισά του δρόμου, να εξαντλήσει τον εαυτό της σε ημίμετρα, τα οποία δε θα ευχαριστούσαν κανέναν και, ενώ θα προκαλούσαν μια τεράστια σύγχυση στην κοινωνία και θα σταματούσαν τις παραδοσιακές της ασχολίες, δε θα είχαν καμιά ζωτική δύναμη - που απλώς θα προκαλούσαν γενική δυσφορία και αναπόφευκτα θα προετοίμαζαν τον δρόμο για το θρίαμβο της αντίδρασης.

Υπάρχουν, στην πραγματικότητα, σ’ ένα σύγχρονο Κράτος καθιερωμένες σχέσεις τις οποίες είναι πρακτικά αδύνατο να αλλάξεις αν πειράξεις μόνο ένα μέρος τους. Ο μηχανισμός μέσα στον οικονομικό μας οργανισμό είναι τόσο πολύπλοκος και αλληλοεξαρτώμενος που κανένα μέρος δε μπορεί να αλλαχθεί αν δε διαταράξεις το σύνολο. Αυτό γίνεται φανερό μόλις γίνει μια προσπάθεια για να απαλλοτριωθεί οτιδήποτε.

Ας υποθέσουμε ότι σε κάποια χώρα πραγματοποιείται μια περιορισμένη μορφή απαλλοτρίωσης. Για παράδειγμα ότι, όπως πρότεινε παλαιότερα ο Χένρυ Τζόρτζ, κοινωνικοποιείται μόνο η ιδιοκτησία των μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ τα εργοστάσια παραμένουν άθικτα, ή ότι σε μια συγκεκριμένη πόλη κατάσχονται από την Κοινότητα/Κομμούνα (Commune) τα σπίτια αλλά όχι τα εμπορεύματα· ή ότι σε κάποιο βιομηχανικό κέντρο τα εργοστάσια περιέρχονται στην Κοινότητα, όμως αφήνονται απείραχτες οι μεγάλες γαιοκτησίες.

Το ίδιο αποτέλεσμα θα έβγαινε σε κάθε περίπτωση- μια απίστευτη ανατροπή του βιομηχανικού συστήματος, χωρίς τρόπο να αναδιοργανωθεί σε καινούργια βάση. Διακοπή της βιομηχανίας και του χρηματοοικονομικού τομέα, χωρίς την επιστροφή στις αρχές της δικαιοσύνης· η κοινωνία θα βρισκόταν αδύναμη να δημιουργήσει ένα αρμονικό σύνολο.

Εάν η αγροτιά μπορούσε να απελευθερωθεί από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, ενόσω η βιομηχανία θα παρέμενε σιδηροδέσμια του καπιταλιστή, του εμπόρου, του τραπεζίτη, τίποτα δε θα είχε επιτευχθεί. Ο χωρικός υποφέρει σήμερα όχι μόνο επειδή οφείλει να πληρώνει νοίκι στο γαιοκτήμονα, υποφέρει από το σύνολο των υπαρχουσών συνθηκών. Τον εκμεταλλεύεται ο έμπορος που τον αναγκάζει να πληρώνει τρία φράγκα για ένα φτυάρι, το οποίο σε σύγκριση με τη δουλειά του αγρότη, δεν αξίζει ούτε δεκαπέντε πεντάρες. Φορολογείται από το Κράτος, το οποίο δε μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη φοβερή του ιεραρχία αξιωματούχων και θεωρεί αναγκαίο να διατηρεί ένα ακριβό στρατό, γιατί οι έμποροι όλων των εθνών διαρκώς παλεύουν για τις αγορές και οποιαδήποτε μέρα ένας μικρός τσακωμός που προκαλείται από την εκμετάλλευση κάποιου μέρους της Ασίας ή της Αφρικής μπορεί να καταλήξει σε πόλεμο.

Ύστερα πάλι ο χωρικός υποφέρει από την ερήμωση της επαρχίας: οι νέοι ελκύονται από τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις με το δόλωμα των υψηλών μισθών που πληρώνουν προσωρινά οι παραγωγοί πολυτελών προϊόντων, ή από τα θέλγητρα μιας πιο έντονης ζωής. Η τεχνητή προστασία της βιομηχανίας, η βιομηχανική εκμετάλλευση των ξένων χωρών, η κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, η δυσκολία να βελτιώσει το έδαφος και τα εργαλεία της παραγωγής - όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυάζονται σήμερα εις βάρος της αγροτιάς που επιβαρύνεται όχι μόνο από το νοίκι, αλλά από όλο το σύμπλεγμα των συνθηκών σε μια κοινωνία που βασίζεται στην εκμετάλλευση. Έτσι, ακόμη κι αν η απαλλοτρίωση της γης πραγματοποιούνταν και καθένας ήταν ελεύθερος να οργώσει και να καλλιεργήσει το έδαφος προς το μεγαλύτερο όφελός του, χωρίς να πληρώνει νοίκι, η αγροτιά, ακόμη κι αν απολάμβανε -πράγμα το οποίο δε μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί δεδομένο- μια περιστασιακή ευημερία, σύντομα θα έπεφτε ξανά στο τέλμα στο οποίο βρίσκεται σήμερα. Τα πάντα θα έπρεπε να ξαναξεκινήσουν, με περισσότερες δυσκολίες.

Το ίδιο ισχύει για τη βιομηχανία. Πάρτε την αντίστροφη περίπτωση: αντί να μετατρέψετε τους εργάτες γης σε χωρικούς-ιδιοκτήτες, δώστε τα εργοστάσια σ’ αυτούς που εργάζονται σε αυτά. Διώξτε τους αφέντες-βιομηχάνους, αλλά αφήστε στο γαιοκτήμονα τη γη του, στον τραπεζίτη τα λεφτά του, στον έμπορο το Χρηματιστήριό του, διατηρήστε το πλήθος των ακαμάτηδων που ζουν από το μόχθο των εργατών, τους χιλιάδες των εμπόρων-μεσολαβητών, το Κράτος με τους αναρίθμητους αξιωματούχους του και η βιομηχανία θα ακινητοποιούνταν πλήρως. Μη βρίσκοντας αγοραστές στη μάζα των χωρικών που θα παρέμεναν φτωχοί· μη κατέχοντας την πρώτη ύλη και μη μπορώντας να εξαγάγουν το προϊόν τους, εν μέρει εξαιτίας του σταματήματος του εμπορίου και ακόμη περισσότερο επειδή οι βιομηχανίες εξαπλώνονται σ’ όλο τον κόσμο, οι παραγωγοί θα ένιωθαν ανίκανοι να παλέψουν και χιλιάδες εργάτες θα ρίχνονταν στο δρόμο. Αυτά τα πεινασμένα πλήθη θα ήταν έτοιμα και πρόθυμα να υποταχθούν στον πρώτο ραδιουργό που θα ερχόταν να τους εκμεταλλευτεί, θα συναινούσαν επίσης να επιστρέψουν στην παλιά σκλαβιά, μόνο με την υπόσχεση της δουλειάς.

Είτε, τέλος, υποθέστε ότι κάνετε έξωση στους γαιοκτήμονες και παραδίδετε τα εργοστάσια στους εργάτες, χωρίς να ασχοληθείτε με το πλήθος των μεσολαβητών που απομυζούν το προϊόν των παραγωγών μας και κερδοσκοπούν στο στάρι και το αλεύρι, το κρέας και τα είδη παντοπωλείου, στα μεγάλα μας εμπορικά κέντρα, την ίδια στιγμή που πωλούν τα προϊόντα των παραγωγών μας.

Ύστερα, μόλις σταματήσει η συναλλαγή και δεν κυκλοφορούν πια τα προϊόντα, μόλις λείψει το ψωμί απ’ το Παρίσι και η Λυόν δε βρει αγοραστές για τα μετάξια της, μια τρομερή αντεπανάσταση θα συμβεί - μια αντεπανάσταση που θα πατήσει επί πτωμάτων, σαρώνοντας τις πόλεις και τα χωριά με σφαίρες και οβίδες· κάνοντας όργια εκτελέσεων και εκτοπίσεων όπως το έκανε (στη Γαλλία, Σ.τ.Μ.) το 1815, το 1848 και το 1871. Όλα είναι αλληλοεξαρτώμενα στις κοινωνίες μας· είναι αδύνατο να αλλάξεις οποιοδήποτε στοιχείο χωρίς να αλλάξεις το σύνολο. Γι' αυτό, τη μέρα που θα επιτεθούμε στην ατομική ιδιοκτησία, σε οποιαδήποτε μορφή της, εδαφική ή βιομηχανική, θα υποχρεωθούμε να επιτεθούμε και σ' όλες τις άλλες. Θα το απαιτήσει η ίδια η επιτυχία της Επανάστασης.

Εκτός αυτού, δε θα μπορούσαμε, και να θέλαμε, να περιορίσουμε τους εαυτούς μας σε μερική απαλλοτρίωση. Όταν η αρχή του «Ιερού Δικαιώματος στην Ιδιοκτησία» κλονιστεί, οι θεωρητικοί δεν πρόκειται να εμποδίσουν την ανατροπή της, εδώ από τους δουλοπάροικους, εκεί από τους σκλάβους της μηχανής.

Αν μια μεγάλη πόλη, π.χ. το Παρίσι, έπρεπε να περιορίσει τον εαυτό της στην κατάσχεση των κατοικιών ή των εργοστασίων, θα ήταν αναγκασμένη επίσης να αρνηθεί το δικαίωμα των τραπεζιτών να επιβάλλουν στην Κοινότητα φόρο που θα έφτανε τα 50.000.000 φράγκα με τη μορφή τόκου από προηγούμενα δάνεια. Η μεγάλη πόλη θα ήταν αναγκασμένη να έρθει σε επαφή με τις αγροτικές περιοχές και η επιρροή της αναπόφευκτα θα παρότρυνε τους χωρικούς να ελευθερωθούν από το γαιοκτήμονα. Θα ήταν αναγκαίο να περιέλθουν στην Κοινότητα οι σιδηρόδρομοι ώστε οι πολίτες να μπορούν να βρουν φαΐ και δουλειά και, τελικά, να αποτραπεί το μάταιο ξόδεμα αποθεμάτων και να προφυλαχθούν από το τραστ (trust, μονοπωλιακή οργάνωση, Σ.τ.Μ.) των κερδοσκόπων του σταριού, όπως αυτών των οποίων θύμα έπεσε η Κομμούνα του 1793· θα έπρεπε να ανατεθεί στους ίδιους τους πολίτες η φροντίδα να συγκεντρώσουν αγαθά στις αποθήκες τους και να τα αναδιανείμουν.

Ωστόσο, κάποιοι σοσιαλιστές προσπαθούν να καθιερώσουν ένα διαχωρισμό. «Φυσικά», λένε, «το έδαφος, τα ορυχεία, οι βιοτεχνίες και τα εργοστάσια πρέπει να απαλλοτριωθούν, αυτά είναι τα εργαλεία της παραγωγής και δικαίως θα έπρεπε να τα θεωρούμε δημόσια ιδιοκτησία. Αλλά τα αντικείμενα κατανάλωσης-τροφή, ρούχα και σπίτια- θα έπρεπε να παραμείνουν ατομική ιδιοκτησία».

Η λαϊκή σοφία παραμέρισε αυτή τη λεπτή διάκριση. Δεν είμαστε άγριοι που μπορούν να ζουν στα δάση, χωρίς άλλο καταφύγιο απ’ τα κλαδιά. Ο Ευρωπαίος που εργάζεται χρειάζεται στέγη, δωμάτιο, κρεβάτι, μια απλή θερμάστρα. Είναι αλήθεια ότι το κρεβάτι, το δωμάτιο και το σπίτι είναι για τον μη παραγωγό ένα καταφύγιο τεμπελιάς. Αλλά για τον εργάτη, ένα δωμάτιο, καλά θερμαινόμενο και φωτισμένο, είναι εξίσου ένα μέσο παραγωγής όσο το εργαλείο ή η μηχανή. Είναι το μέρος όπου τα νεύρα και οι μύες μαζεύουν δύναμη για τη δουλειά της επόμενης ημέρας. Η ανάπαυση του εργάτη είναι η καθημερινή επισκευή της μηχανής.

Το ίδιο επιχείρημα ταιριάζει ακόμα εμφανέστερα στην τροφή. Οι υποτιθέμενοι οικονομολόγοι για τους οποίους μιλούμε μετά βίας θα αρνούνταν ότι ο άνθρακας που καίει μια μηχανή είναι εξίσου αναγκαίος για την παραγωγή όσο η ίδια η πρώτη ύλη. Πώς λοιπόν θα μπορούσε το φαγητό, χωρίς το οποίο η ανθρώπινη μηχανή δε θα μπορούσε να δουλέψει, να αφαιρεθεί από τη λίστα των απαραίτητων για τον παραγωγό; Θα μπορούσε αυτό να είναι ένα λείψανο θρησκευτικής μεταφυσικής; Το φαγοπότι του πλούσιου είναι πράγματι μια πολυτελής υπόθεση, αλλά το φαΐ του εργάτη είναι εξίσου μέρος της παραγωγής όσο το καύσιμο της ατμομηχανής.

Το ίδιο και για τα ρούχα. Αν οι οικονομολόγοι που κάνουν αυτή τη διάκριση μεταξύ μέσων παραγωγής και κατανάλωσης ντυνόντουσαν σαν τους άγριους της Νέας Γουινέας, θα καταλαβαίναμε την ένστασή τους. Αλλά άνθρωποι που δε θα μπορούσαν να γράψουν ούτε λέξη χωρίς πουκάμισο στην πλάτη τους δεν είναι σε θέση να κάνουν τόσο απόλυτο και γρήγορο διαχωρισμό μεταξύ του πουκάμισου και της πένας τους. Και ενώ τα κομψά φορέματα των συζύγων τους οπωσδήποτε υπάγονται στην κατηγορία των πολυτελών προϊόντων, υπάρχει ωστόσο μια συγκεκριμένη ποσότητα λινού, βαμβακερού και μάλλινου υφάσματος που αποτελεί αναγκαιότητα για τη ζωή του παραγωγού. Το πουκάμισο και τα παπούτσια με τα οποία πάει στη δουλεία του, το σακάκι που φορά όταν τελειώσει ο μόχθος της ημέρας, αυτά είναι εξίσου αναγκαία γι αυτόν όπως το σφυρί και το αμόνι.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτό εννοούν οι άνθρωποι όταν μιλούν για επανάσταση. Μόλις θα έχουν σαρώσει την Κυβέρνηση, θα επιδιώξουν πρώτ’ απ’ όλα να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους ευπρεπείς κατοικίες και φαγητό και ρούχα σε επάρκεια - ελεύθερα από καπιταλιστικό αντίτιμο. Και ο λαός θα έχει δίκιο. Οι μέθοδοι του λαού θα είναι πολύ περισσότερο σύμφωνες με την «επιστήμη» παρά αυτές των οικονομολόγων που κάνουν τόσους πολλούς διαχωρισμούς μεταξύ μέσων παραγωγής και αντικειμένων κατανάλωσης. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι αυτό ακριβώς είναι το σημείο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει η Επανάσταση· και θα βάλουν τα θεμέλια για τη μοναδική άξια του ονόματός της οικονομικής επιστήμης - μια επιστήμη που θα μπορούσε να ονομαστεί «Μελέτη των Αναγκών της Ανθρωπότητας και των Οικονομικών Μέσων για την ικανοποίησή τους.».


Πίνακας περιεχομένων