Η θηλειά
Συγγραφέας:


Μιὰν αὐγὴ ὡραία
καὶ δροσερά,
περίπατο ἐπῆγα,
ὅλος χαρά.

Δὲν ‘γνώριζα ἀκόμη
τοὺς στεναγμοὺς,
τὰ δάκρυα τοὺς πόνους
καὶ τοὺς καϋμούς.

Ἐνῷ πηγαίνω βλέπω
ἕνα παιδί,
μία θηλειὰ ν’ ἁπλόνῃ
κάτω ‘στὴ γῆ.

Κάτ’ ἀπὸ παραθύρι
ποῦ τρυφερὸ
καμάρωνε κορίτσι,
καὶ λυγερό.

Ἐνῷ τὸ κοριτσάκι
ἔβλεπ’ αὐτὸ,
ὁ ‘μαῦρος στὴ θηλειά του
μέσα πατῶ.

Πασχίζω νὰ ξεφύγω
δὲν ἠμπορῶ,
φωνάζω τὸ παιδάκι
παρακαλῶ…

Θεόκουτε, μοῦ λέγει,
εἰς τὴ θηλειὰ
τοῦ Ἔρωτα σἂν πέσῃς,
θὰ φύγῃς πιά;

Μέσ’ στὴ θηλειά του ηὗρα
τοὺς στεναγμούς,
τὰ δάκρυα, τοὺς πόνους
καὶ τοὺς καϋμούς.

Ἵδρωσα γιὰ νὰ φύγω
ἀπ’ τὸ τρελλό·
ἔκλαψα μιὰ γιὰ πάντα,
τόρα γελῶ.

Κι’ ὅταν σὲ παραθύρι
κἀμμιὰ φορὰ,
κορίτσι βλέπω, τότε
περνῶ σκυφτά.

Ψηλὰ δὲν βλέπω, Θέ’ μου
καὶ Παναγιά,
πάλι νὰ ξαναπέσω
‘ς ἄλλη θηλειά;