Η θεωρία του αιώνιου γυρισμού και η ιδέα του χρόνου
Ἡ θεωρία τοῦ αἰώνιου γυρισμοῦ καὶ ἡ ἰδέα τοῦ χρόνου Συγγραφέας: |
σελ. 12-19 από το τεύχος 1 (1911) του περιοδικού «Γράμματα». |
Σ’ ὅλο τὸν κύκλο τῆς νιτσεϊκῆς ἰδεολογίας, τὸ μόνο νόημα ποῦ κλείει ἀξίαν ἀπείρου εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Χρόνου.
Μέ τὴ σειρὰ ὁ Νίτσε ἐξέτασε, ἔκρινε καὶ καταδίκασε ὅλα τὰ ἀπόλυτα νοήματα: τὸ «καθαυτὸ πρᾶγμα» τὸν «κόσμον—Ἀλήθεια» τὸν «Δημιουργὸ» τὸν «Σκοπὸ» τὸν «τελικὸν ὅρο» τὸ «εἶναι». Κι’ αὐτὸν ἀκόμα τὸ Χῶρο, ἢ μᾶλλον τὸν Κόσμο, ὡς ἐκδήλωση δύναμης, παραδέχτηκε περιωρισμένο καὶ ὄχι ἄπειρο, ἀπὸ ἀνάγκη τοῦ Λογισμοῦ.
Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ σύντομα ἀναλυθῆ ἡ ὑπόθεση τοῦ Αἰωνίου Γυρισμοῦ, ποῦ στὴ διάνοια τοῦ Δημιουργοῦ της ἐσκόπευε νά στηρίξῃ καὶ νὰ στέψῃ ὅλο τὸ ἠθικοφιλοσοφικό του ἔργο, θὰ εἶχε κἄποια σημασία νὰ ἐξεταστῆ ἄν ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου, κατὰ τὴν ἰδεολογία τοῦ Νίτσε, ἔχει πραγματικὴ λογικὴν ὑπόσταση ἢ βρίσκεται σὲ αὐθαίρετη διαφωνία μὲ τα ἄλλα νοήματα τῆς ἰδεολογίας. Τόσο περισσότερο λοιπὸν ἡ ἀνάλυση τῆς ἰδέας τοῦ Χρόνου φαίνεται σκόπιμη, ὅσο στὴν ἰδέα αὐτή, περίπου ἀποκλειστικά, θεμελιώνεται τὸ τολμηρὸ πύργωμα τῆς θεωρίας ὁλόκληρης.
1. Δὲν πρόκειται βέβαια γιὰ μιὰ θεωρία ἐμπειρικὰ ἀποδείξιμη. Κι’ ὁ Νίτσε ὁ ἴδιος, ποῦ ἐσκέφθηκε μιὰ στιγμὴ νὰ ζητήξει ἐπιστημονικὴ βάση στὸ σύστημα αὐτὸ τῆς κοσμογονίας, ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψη κάθε τέτοιο ἐγχείρημα. Ἐμπειρικὴ ἢ ἐπιστημονικὴ κοσμογονία θὰ μένει πάντα μιὰ οὐτοπία ἀφοῦ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης.
Θεμέλιο αὐτῆς τῆς προσπάθειας σύνοψης τοῦ φαινομένου τῆς Ζωῆς, εἶναι ἔνας συνδυασμὸς τῶν βασικῶν ἰδιοτήτων τοῦ πνεύματος, μιὰ σειρά συλλογισμῶν ποῦ δοκιμάζουν νὰ ὑφάνουν σ’ ἕνα σύνολο σὲ μίαν ἑνότητα τὶς ἰδέες τοῦ Χρόνου, τοῦ Χώρου καὶ τῆς Αἰτιότητας.
Ἔτσι καὶ πάλι φανερώνεται κι’ ἡ προσπάθεια αὐτὴ ὄχι πιὰ δοκιμὴ ἀντικειμενικῆς κοσμογονίας ποῦ ν’ ἀγκαλιάζει τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ εὑρίσκει τὸν πραγματικὸ ρυθμὸ κατὰ τὸν ὁποῖον γίνεται ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κόσμου, παρὰ μονάχα σύμπτυξη τῶν φαινομένων σὲ μορφὴ ἑνότητας ἀντιλήψημης γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα. Πρόκειται δηλαδὴ νὰ χυθῆ ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος στὴ μήτρα τοῦ νοῦ, νὰ πάρη ὑποχρεωτικὰ τὴ φόρμα του, καί, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, νὰ γίνη ἀντιλήψιμος.
2. Γιὰ νὰ καθαρίσει πρῶτα πρῶτα τὸ ἔδαφος, ἀπάνω στὸ ὁποῖο θὰ χαράξῃ τοὺς συλλογισμούς του, ὁ Νίτσε κρίνει, ἀντικρούει καὶ καταδικάζει τὶς δύο κεντρικὲς θεολογικὲς ἰδέες: τὴν ἰδέα τῆς δημιουργίας τοῦ Κόσμου καὶ τὴν ἰδέα τοῦ τελικοῦ Σκοποῦ (Κόσμος—ἀλήθεια, κόσμος τοῦ καλλίτερου, Κόσμος τῆς Μελλούμενης Ζωῆς, καθαυτὸ πρᾶγμα, κόσμος τοῦ ὄντος, κτλ.)
Τὸ μοναδικὸ ἀλλὰ καὶ πειστικὸ ἐπιχείρημά του εἶναι ἡ ἀνυπόφορη γιὰ τὸ πνεῦμα ἀντίθεση ποῦ οἱ δύο αὐτὲς ἀπόλυτες ἰδέες γεννοὺν ἀναφορικὰ μὲ τὸν κόσμο τῆς σχετικότητας, τὸν ὁποῖον καθημερινὰ καὶ ἀποκλειστικὰ ἀντικρύζουμε στὴν ὕπαρξη.
Ἀλλὰ στὴν πιθανότητα δημιουργίας, αὐτὸς ὁ νόμος τῆς Αἰτιότητας ἐναντιώνεται ριζικά. Κάθε αἴτιο ζητᾶ προηγούμενο αἴτιο, χωρὶς τὸ πνεῦμα νὰ μπορεῖ νὰ σταματήσῃ σ’ ἕνα πρῶτο αἴτιο αὐθύπαρκτο, ἀφοῦ μάλιστα ἡ ἰδέα αὐθυπαρξίας δὲν βρίσκει ἀπήχηση σὲ καμμιὰν ἀντίληψη:
«Ἡ ὑπόθεση δημιουργημένου κόσμου δὲν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ οὔτε μιὰ στιγμή. Ἡ ἔννοια «δημιουργίας» εἶναι σήμερα πιὰ ὁλότελα ἀπροσδιόριστη, εἶναι ἔννοια ποῦ δὲν δέχεται καμμιὰ πραγματοποίηση· δὲν εἶναι παρὰ μία λέξη, μία λέξη ἀτελέστατη· μὲ λέξη δὲν ἐξηγᾶ κανεὶς τίποτα. » (Θέληση γιὰ Δύναμη Τόμος II.)
Καὶ ὄχι μόνο ὁ Κόσμος δὲν μπορεῖ, σύμφωνα μέ τοὺς νόμους τοῦ Λογισμοῦ, νὰ ἔχει μιὰν ἀρχή, μιὰ δημιουργία, ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ ὁριστικὸ σκοπό, σὲ σκοπὸ τελικὸ καὶ ἀμετακίνητο τείνει. Ἐδῶ δὲ τὸ νιτσεϊκὸ ἐπιχείρημα εἶναι ἀκόμα πειστικώτερο, ἀδιάσειστο. Ἀφοῦ στοχαστοῦμε ὅτι ὁ Κόσμος, ἄναρχος, ἔζησε στὸ παρελθὸν μιὰν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἄπειρο χρονικὸ διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο, ἄν ἐσκόπευε νά φτάξῃ ἕνα τελειωτικὸν ὅρον ὑποχρεωτικὰ θὰ κατάληγε σ' αὐτὸν τὸν ὅρο, πρέπει νὰ συμπεράνουμε θετικὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Νίτσε ὅτι:
«Ἄν ὁ Κόσμος εἶχε ἕνα σκοπὸ αὐτὸ τὸ σκοπὸ θἄπρεπε νὰ τὸν εἶχε φτάξει. Ἄν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἕνας ὅρος τελικός, θἄπρεπε νὰ εἶχε φτάξει ἐπίσης αὐτὸ τὸν τελικὸν ὅρο. Ἂν ἤτανε δεκτικός νὰ ἐγκαρτερήσει καὶ νὰ ἐπιμείνει, δεκτικός νά «εἶναι», ἄν στὸ ρεῦμα τοῦ γίνεσθαι του κατεῖχε ἔστω καὶ μιὰ μονάχα στιγμὴ αὐτὴ τὴ δύναμη νὰ «εἶναι», ἀπὸ πολὺ καιρὸ κάθε γίνεσθαι θὰ εἶχε τελειώσει, ὅπως καὶ κάθε σκέψη κάθε πνεῦμα. Ἀκόμα καὶ τὸ ὅτι τὸ πνεῦμα βρίσκεται σὲ «γίνεσθαι» ἀποδείχνει πῶς ὁ κόσμος δὲν ἔχει σκοπό, κανένα τελικὸ ὅρο καὶ ὅτι εἶναι ἀνεπίδεκτος νὰ εἶναι.» (Θέληση γιὰ Δύναμη Τόμος ΙΙ).
Καὶ ἔτσι, σύμφωνα μὲ τοὺς συλλογισμοὺς αὐτοὺς ὁ Κόσμος οὔτε ἀρχὴ εἶχε οὔτε σὲ σκοπὸ ὁριστικὸ τείνει, μένει δὲ σὲ ἕνα αἰώνιο γίνεσθαι «μία θάλασα δυνάμεων ταρασσομένων τῆς ὁποίας τρικυμία εἶναι ὁ ἑαυτός του. » Θὰ εἴχαμε δὲ τὸ δικαίωμα νὰ συμπεράνουμε ἀκόμα, ὅτι μιὰ τέτοια ἀντίληψη τοῦ Κόσμου, στὸ Νιτσεϊκὸ μυαλὸ δὲν ἀντικρύζει ὑποχρεωτικὰ τὴν ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα ἀλλὰ τὴ μορφὴ τοῦ πνεύματος, ἀφοῦ γιὰ μεγάλο μέρος τὴ θεωρία ἀνυπαρξίας σκοποῦ τὴν στηρίζει στὸ ὅτι τὸ πνεῦμα βρίσκεται σὲ παντοτεινὴ ἐξέλιξη, δηλαδὴ σὲ «γίνεσθαι. » Μέ ἄλλα λόγια δικαιολογούμαστε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ Λογισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸν κόσμο παρὰ σὲ ἀδιάκοπο «γίνεσθαι» γιατί ἀλλοιώς, τὴ στιγμὴ δηλαδὴ ποῦ θὰ ἀντιλαμβάνουνταν τὸ πνεῦμα τὴν ὁριστικὴ θέση τοῦ κόσμου, ἀνώφελο πιὰ θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει, σὲ μιὰ κοινὴ καταστροφὴ ὑποκείμενου καὶ κατηγορούμενου.
3. Ὅπως κι’ ἄν ἔχουν τὰ πράγματα, στὸν Νίτσε δὲν ἀπέμενε πιά, ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀναλύσεις καὶ τὴν καταδίκη αὐτὴ τῶν ἰδεῶν τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ σκοποῦ, παρὰ νὰ ὀργανώσῃ τὸν Κόσμου τοῦ «αἰωνίου γίνεσθαι» σ’ ἕνα ἀντιλήψιμο σύνολο.
Γι’ αὐτό, κατάφυγε στὸ συνδυασμὸ τῆς Ἰδέας τοῦ Χρόνου μὲ τὴν Ἰδέα τοῦ Χώρου. Καὶ τόν Χρόνο μὲν παραδέχτηκε ἄπειρο, αἰώνιο, στὸ παρελθὸν ὅπως καὶ στὸ μέλλον. Στὸ δεύτερο μέρος αὐτοῦ τοῦ σημειώματος θὰ ἐξετασθῆ ἀπὸ πιὰν ἀνάγκη τοῦ Λογισμοῦ γεννιέται μιὰ τέτοια ἀντίληψη, ποῦ ὁ Νίτσε, χωρὶς κἄν νά συζητήσει, παραδέχτηκε ὡς δωσμένη καὶ αὐταπόδεικτη. Ἐκεῖ θὰ ἐξεταστῆ ἀκόμα ἄν χρόνος αἰώνιος ἀνταποκρίνεται σὲ θετικὸ νόημα, καὶ πιὰ ἀποτελέσματα γενικὰ μπορεῖ νἄχει γιὰ τὴ σκέψη μιὰ τέτοια ἔννοια.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ τὸν Χῶρο τὸν παραδέχτηκε περιωρισμένο, ὅπως καὶ τὸν Κόσμο ὡς ἐκδήλωση δύναμης:
«Ἄν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν Κόσμο ὡσὰν μιὰ ποσότητα ὡρισμένη δύναμης καὶ σὰν ἕνα ἀριθμὸ ὡρισμένο κέντρων δύναμης — κάθε ἄλλη παράσταση ἀπομένει ἀπροσδιόριστη καὶ συνεπῶς ἀχρισημοποίητη — θὰ συμπεράνουμε πῶς ὁ κόσμος πρέπει νά περάση ἀπὸ ἕναν ἀριθμὸ ὑπολογίσιμο συνδυασμῶν, στὸ μεγάλο παιχνίδι τῶν ζαριῶν τῆς ὕπαρξής του. » (Θέληση γιὰ Δύναμη τόμος II.)
καὶ ἀκόμα πιὸ ὡρισμένα:
«Πρέπει νὰ λέμε: Τὸν κόσμο, ὡς δύναμη, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φανταστοῦμε ἄπειρον γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸν φανταστοῦμε ἔτσι—δὲν ἐπιτρέπουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν ἰδέα μιᾶς δύναμης ἀπεριόριστης γιατὶ εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν ἰδέα τῆς δύναμης. Τὸ λοιπὸν—λείπει ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ ἱκανότητα ν’ ν’ ἀνανεώνεται ἀδιάκοπα.» (Θέληση γιὰ Δύναμη Τόμος II,)
Καὶ τώρα, τὰ συμπεράσματα σὲ τέτοιας φύσεως λογικὲς βάσεις ἀπάνω εἶναι εὔκολα νὰ βγοῦνε. Ὁ κόσμος μὲ τὸ νὰ εἶναι περιωρισμένος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκδηλώνεται σὲ περιωρισμένο ἀριθμὸ συνδυασμῶν, ποῦ θ’ ἀπασχολοῦνε ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα. Ἔτσι, στὸ παρελθόν, ἀφοῦ ὁ Χρόνος ἤτανε ἄπειρος, θὰ πῆ πῶς ὁ ὡρισμένος αὐτὸς ἀριθμὸς τῶν συνδυασμῶν ἐπαναλήφθηκε, καὶ μάλιστα ἄπειρες φορές, καὶ ὅτι καὶ ἡ τωρινὴ στιγμὴ ξαναβρέθηκε στὸ ἄπειρο αὐτὸ χρονικὸ διάστημα, πανόμοια, ἄπειρες φορές. Τὸν ἴδιο συλλογισμὸ κάνωντας καὶ γιὰ τὸ μέλλον, στὸ ὁποῖο ὁ Χρόνος αἰώνια θὰ ρέει, συμπεραίνουμε εὔκολα ὅτι οἱ ἴδιοι συνδυασμοὶ ἀδιάκοπα θὰ ξαναγυρίζουν, ἀφοῦ μάλιστα κάθε ἰδέα τελικοῦ σκοποῦ ὁριστικὰ καταδικάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα.
Αὐτὴ εἶναι, στὸ σκελετό της, ἡ ὑπόθεσις τοῦ Αἰώνιου Γυρισμοῦ. Στὸ Ζαρατούστρα αὐτὴ ἡ θεωρία διατυπώνεται μὲ περισσότερο λυρισμό, μὲ κάποια μυστικοπάθεια, σ’ ἕνα τοπεῖο φωτισμένο ἀπὸ τὸ φεγγάρι, ἀνάμεσα σὲ συμβολικὰ ἐρείπια, μὲ ὗφος ποιητικὸ καὶ γεμᾶτο μυστήριο καὶ σὰν ἀγωνία μεταφυσική. Γι’ αὐτὸ καὶ μοιάζει ἴσως σὰν μυστικιστικὴ ἐνόραση, σὰν μεταφυσικὸ παραλήρημα, προωρισμένο νὰ λύωση στὸ πρῶτο φύσημα τοῦ λογισμοῦ.
Καὶ ὅμως, καὶ σ’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ μέρος τοῦ Ζαρατούστρα, ἡ λογικὴ δὲν χάνει τὰ δικαιώματά της. Μόνο ποῦ τὰ ἄλλα ἐπιχειρήματα, τὰ βοηθητικὰ νὰ ποῦμε, μπαίνουν κατὰ μέρος, καὶ ὁ ἄξωνας τῆς σκέψης, ἡ βάση τοῦ συλλογισμοῦ περιορίζεται στὴν ἰδέα τοῦ Χρόνου. Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς τέτοια δικαιολογημένη ἀξία δίνεται στὸ Χρόνο στὸ κομμάτι αὐτὸ τοῦ κεφαλαίου «Γιὰ τὸ ὅραμα κι’ τὸ αἴνιγμα» τοῦ Ζαρατούστρα (3ο βιβλίο) καλὸ θεωροῦμε νὰ παραθέσουμε τὴ μετάφρασή του, ποῦ θὰ χρησιμευσῃ καὶ τὴν θεωρία νὰ φωτίσῃ σ’ ὅλες τὶς συνέπειές της, καὶ τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ συλλογισμοῦ νὰ μᾶς δώσῃ.
Ὁ Ζαρατούστρας μιλεῖ στὸ Πνεῦμα τῆς νωθρότητας, τὸν νᾶνο, μ’ αὐτά τὰ λόγια.
«Ἰδέ αὐτὸ τὸ περίστυλο νἄνε: ἔχει δύο πρόσωπα, δύο δρόμοι σμίγουν ἐδῶ: κανένας δὲν τοὺς ἀκολούθησε ἔως τὴν ἄκρη.
Αὐτὸς ὁ μακρὺς δρόμος ποῦ κατεβαίνει, αὐτὸς ὁ δρόμος ἁπλώνεται σὲ μιὰν αἰωνιότητα καὶ αὐτὸς ὁ μακρὺς δρόμος ποῦ ἀνεβαίνει—εἶναι μιὰν ἄλλη αἰωνιότητα.
Αὐτοὶ οἱ δρόμοι εἶναι ἐνάντιοι, σκοντάφτουν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο. — καὶ εἶναι ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ περίστυλο ποῦ συναντοῦνται. Τὸ ὄνομα τοῦ περίστυλου βρίσκεται γραμμένο σ’ ἕνα ἀέτωμα, λέγεται «στιγμή»,
Ἀλλὰ ἐὰν κάποιος ἀκολουθοῦσε ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο δρόμους — πάντα καὶ πάντα πιὸ μακρυά: πιστεύεις νἄνε πῶς αὐτοὶ οἱ δρόμοι θάτανε πάντα «ἐνάντιοι»!
Κάθε πρᾶγμα ποῦ εἶναι ἴσιο εἶναι ψέμμα ἐμουρμούρισε ὁ νᾶνος μὲ περιφρόνηση. Κάθε ἀλήθεια εἶναι καμπύλη, κι ὁ χρόνος ἀκόμα εἶναι κύκλος.
Πνεῦμα τῆς νωθρότητας! εἶπα μὲ θυμὸ, μὴ παίρνεις ἀλαφρὰ τὸ ζήτημα! γιατὶ σὲ παραιτῶ αὐτοῦ στραβόποδα—καὶ μὴν ξεχνας πὼς ἐγὼ εἶμαι ποῦ σ’ ἔφερα ἐδῶ ἀπάνω».
Παρατήρησε αὐτὴ στιγμὴ ἐπανάλαβα, ἀπὸ τοῦτο τὸ περίστυλο τῆς στιγμῆς ἕνας μακρὺς καὶ αἰώνιος δρόμος γυρίζει στὰ πίσω, πίσω μας εἶναι μιὰν αἰωνιότητα.
Κάθε πρᾶγμα ποὺ ξέρει νὰ τρέχει δὲν πρέπει νἄχει τρέξει αὐτὸ τὸ δρόμο; Κάθε πρᾶγμα ποῦ μπορεῖ νὰ γίνει δὲν πρέπει νά ἔχει ἤδη γίνει, ἐκτελεσθεῖ, περάσει;
Καὶ ἄν ὅτι ὑπάρχει, ἔχει ἤδη ὑπάρξει, τὶ νομίζεις νἄνε γιὰ τούτη τὴ στιγμή; Αὐτό τὸ περίστυλο κι αὐτὸ ἀκόμα δὲν πρέπει ἤδη — νἄχει ὑπάρξει.
Καὶ ὅλα τὰ πράγματα δὲν εἶναι σφιχτοδεμένα μὲ τέτοιο τρόπο ποῦ αὐτὴ ἡ στιγμὴ σέρνει πίσω της ὅλα τὰ μελλούμενα; τὸ λοιπὸν — καὶ τὸν ἴδιο ἑαυτό της;
Γιατὶ κάθε πρᾶγμα ποῦ ξέρει νὰ τρέχει δὲν πρέπει ν’ ἀκολουθήσει μιὰ δεύτερη φορὰ αὐτὸ τὸ μακρὺ δρόμο ποὺ ἀνεβαίνει;
Καὶ αὐτὴ ἡ βραδυκίνητη ἀράχνη ποῦ σκαρφαλώνει στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, κι’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, κ’ ἐγὼ καὶ ἐσὺ ἑνωμένοι σ’ αὐτὸ τὸ περίστυλο ποὺ ψιθυρίζουμε αἰώνια πράγματα, δὲν πρέπει νὰ εἴχαμε ἤδη ξαναβρεθεῖ ἐδῶ;
Δὲν χρωστάμε νὰ ξαναγυρίσουμε καὶ νὰ τρέξουμε ξανὰ σ’ αὐτὸ τὸν ἄλλο δρόμο ποῦ ἀνεβαίνει μπροστά μας, σ’ αὐτὸ τὸ μακρὺ καὶ πένθιμο δρόμο — δὲν πρέπει αἰώνια νὰ ξαναγυρίζουμε;»
4. Φυσικὰ ἡ νιτσεϊκὴ ἐξήγηση τῆς ζωῆς εὑρῆκε καὶ εὑρίσκει πάντα ἀντίπαλους, ποῦ τῆς ἀρνοῦνται κάθε ὑπόσταση. Καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμα ποῦ μὲ συμπάθεια ἀντικρύζουν τὸ ἔργο του, στὴ θεωρίαν αὐτὴ ξαφνισμένοι σταματοῦνε καὶ βιαστικὰ τὴν καταδικάζουνε, εἴτε διότι βρίσκουν λογικὰ στὴν ἀνάπτυξή της ἐμπόδια, εἴτε γιατὶ τὴ θεωροῦν ἐνάντια μὲ τὴν ὑπόλοιπη νιτσεϊκὴ ἰδεολογία.
Ἐδῶ καὶ μερικοὺς ἀκόμα μῆνες, στὴ Revue Germanique[1] ὁ κ. L. Benoit Hanappier συνόψιζε τὰ λογικὰ ἐπιχειρήματα τὰ ἐνάντια στὴ θεωρία, καὶ κατάληγε εἰς τὸ ὅτι ὄχι μονάχα ὁ Αἰώνιος Γυρισμὸς δὲν ἀποδεικνύεται ἀλλὰ καὶ πῶς πρέπει θαρραλέα νὰ τὸν κυρήξουμε ἀνυποστήρικτο.
Ἐν τούτοις ἕνα τέτοιο σύντομο συμπέρασμα εἶναι τουλάχιστον βιαστικὸ ἂν ὄχι πραγματικὰ ἀνυποστήρικτο.
Τὰ καθαυτὸ ἐπιχειρήματα τοῦ κ. Benoit Hanappier εἶναι, πρόχειρα μεταφρασμένα, τὰ ἀκόλουθα:
«Ὄχι μονάχα ὁ χρόνος, ἀλλὰ καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἄπειρος. Καὶ ἔτσι εἶναι λογικὸ καὶ φυσικὸ νά στοχαστοῦμε πῶς ὁ δικός μας κόσμος δὲν εἶναι ὅλος ὁ κόσμος, καὶ ὅτι δὲν ταξειδεύει μόνος του στὸν ἀπεριόριστο χῶρο, παρὰ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πάμπολλοι κόσμοι, καὶ μάλιστα σὲ ἄπειρο ἀριθμό, καὶ ὅτι σύντομα, ἡ ὕλη, ὁ Κόσμος εἶναι ἄπειρος ὅπως καὶ ὁ Χῶρος, ὅπως καὶ ὁ Χρόνος.»
«Καὶ τότες ὁ ἀριθμὸς τῶν πιθανῶν συνδυασμῶν γίνεται ἐπίσης ἄπειρος, ἀφοῦ εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι αἰωνίως ὁ κόσμος μας μένει ἀπομονομένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ χωρὶς συσχέτιση μὲ αὐτούς....
«Οἱ συνδυασμοὶ τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἀτόμων (ἀπὸ διαδοχικὴ διασπορὰ καὶ συγκέντρωση) γίνονται ὄχι μόνο μεταξὺ τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου μας, ἀλλὰ σὲ μιὰν ἢ ἄλλη στιγμή, μεταξὺ ὅλων τῶν στοιχείων τοῦ ἀπεριόριστου Κόσμου. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν καμμιὰ ἀνάγκη νὰ ἐπαναλαμβάνουνται. Τί λέγω; Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπαναλαμβάνουνται ἀλλοιῶς παρὰ κατὰ τρόπο χοντρικό. Μιὰ τυχερὴ ἐπανάληψη, ποῦ συμβαίνει μιὰ ἢ δυὸ φορὲς εἶναι ἀπίστευτη. Ἐὰν συμβῆ μιὰ ἢ δύο φορὲς θἄπρεπε, σύμφωνα μὲ τὰ αἴτια ποῦ τὴν ἐπροξένησαν νὰ ἀνανεωθῆ ἄπειρες φορές.»
«Καὶ ἔτσι μένουν δύο πιθανότητες.»
Ἢ ὁ κόσμος μας ζεῖ χώρια, καὶ ὑπακούει τότε στὸ νόμο (ἀληθινὸ σὲ τέτοια ὑπόθεση) τοῦ Αἰώνιου Γυρισμοῦ.
Ἢ ὁ κόσμος μας, σὲ ἀδιάκοπη συνάφεια μὲ τὸν ἄπειρο κόσμο, ὑπακούει ἀντίθετα στὸ νόμον ποῦ θὰ ὀνομάσω ἡ Αἰώνια Μοναδικότητα».
Καὶ εἶναι πρῶτα-πρῶτα ἀνάγκη νὰ παρατηρήσουμε ὅτι συζητῶντας τὴ Νιτσεϊκὴ θεωρία ὁ ἀρθρογράφος τῆς Revue Germanique, κάνει μιὰν ἀνώφελη διάκριση μεταξὺ τοῦ δικοῦ μας Κόσμου, ἐκείνου δηλαδὴ ποῦ φτάνουν τὰ μάτια μας καὶ τὰ τηλεσκόπιά μας καὶ τοῦ Σύμπαντος. Ὅταν ὁ Νίτσε ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «Κόσμο» ἐννοεῖ, στὴ μεταφυσικὴ ἐκδοχὴ τῆς λέξης, ὅλο τὸν Κόσμο ὀρατὸ ἢ ἀόρατο. Ἄν παραδέχεται τότες τὸν Κόσμο περιωρισμένο, δὲν τὸ κάνει γιατὶ ὁ Κόσμος ποῦ φτάνουν καὶ βλέπουν τὰ σημερινὰ μέσα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πράγματι περιορισμένος, ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἀνθρώπινος λογισμὸς δὲν πρέπει νὰ παραδεχτεῖ, κατὰ τὸν Νίτσε, τὸ Σύμπαν, ὅσο μεγάλο καὶ ἂν ὑποτεθεῖ, ὡς ἄπειρον.
Ὅταν ὁ Νίτσε κάνει τὸ συλλογισμὸ ποὺ παραθέσαμε προτήτερα, δηλαδὴ ὅταν λέγει: «Τὸν Κόσμο» ὡς δύναμη δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ἄπειρον γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸν φανταστοῦμε ἔτσι κλπ. » ἀντικρύζει ὁλοφάνερα ὅλο τὸ Σύμπαν, καὶ ὄχι μόνο τὸ δικό μας κόσμο, ἀφοῦ συζητᾶ καὶ τὴν περίπτωση ποὺ ὁ Κόσμος μποροῦσε νἆναι ἄπειρος. Ὥστε ἡ διάκριση καὶ ἡ ἐπίμονη ἀντιδιαστολὴ τοῦ κ. Benoit Hanappier μεταξὺ τοῦ δικοῦ μας ἀπομονομένου Κόσμου στὸν ὁποῖο ὁ Αἰώνιος γυρισμὸς ἐφαρμόζεται καὶ τοῦ Σύμπαντος εἰς τὸ ὁποῖο ἡ Θεωρία αὐτὴ δὲν ἔχει ἐφαρμογὴ εἶναι ὁλότελα περιττὲς καὶ ἐλαττώνουν μάλιστα τὴ δύναμη τῶν ἄλλων ἐπιχειρημάτων.
Θὰ ἔμενε τότες μονάχα νὰ ἐξεταστοῦν, σύμφωνα μὲ τὶς λοιπὲς ἀντιρρήσεις τοῦ ἀρθρογράφου, ἂν δίκαια ἤ ἄδικα ὁ Νίτσε παραδέχτηκε τὸ Χῶρο καὶ τὸν Κόσμο περιορισμένους.
Κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ Κὰντ στὴν Κριτικὴ τοῦ Ἄδολου Λογισμοῦ ὁ «Χῶρος εἶναι ἀναγκαία ἀπὸ τὰ πρὶν εἰκόνα ἄπειρου δοσμένου μεγέθους».— ὁρισμὸς ποὺ ἄντικρούει τὴ Νιτσέϊκη ὑπόθεση—Ἡ Καντικὴ ὅμως αὐτὴ θεωρία γιὰ τὸ Χῶρο δὲν φαίνεται ν’ ἀποκρίνεται παρὰ σ’ ἕνα φάντασμα τοῦ νοῦ ἀνύπαρκτο.
Κι’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἐπιχείρημα ποῦ φέρνει ὁ Κὰντ γιὰ νὰ ὑποστηρίξει - τὸν ὁρισμό του ὅτι «Ἀδύνατο νὰ φανταστῆς ἀνύπαρχτο τὸ χῶρο, ἂν καὶ πολὺ καλὰ στοχάζεσαι Χῶρο δίχως ἀντικείμενα μέσα του[2]» δὲν φαίνεται νὰ ἔχει καθολικὴ ἐπιβολή. Πιθανότερο εἶναι ὅτι, ὅσες φορές στοχάζεται κανεὶς Χῶρο δίχως ἀντικείμενο μέσα του, δίνει μορφὴ ἀντικείμενου στὸ Χῶρο (ἑνὸς κύβου νέ ποῦμε,) γιὰ νὰ τὸν στοχαστεῖ, ἢ ἀλλοιῶς δὲν στοχάζεται ἀπολύτως τίποτα. Πῶς εἶναι δυνατὸν πράγματι νά στοχαστεῖ κανεὶς τὸ Χῶρο ὅταν εἶναι ἄπειρος; Ἤ ὑποχρεωτικὰ θὰ στοχαστεῖ ἕνα μέρος περιορισμένο τοῦ Χώρου καὶ γιὰ νὰ τὸ περιορίσῃ θὰ τοῦ δώσει μορφὴ ἀντικείμενου, ἀπροσδιόριστου σὲ ποιότητα μόνο, ἢ δὲν θὰ καταλήξει σὲ κανένα στοχασμό. —Ἔπειτα πῶς εἶναι δυνατὸν ό Χῶρος, μιὰ εἰκόνα ἄπειρου μεγέθους νἄχει τρεῖς διαστάσεις; Χῶρος ἄπειρος δὲν μπορεῖ νἄχει καμμιὰ διάσταση.
Μέ συντομία, ἡ ἔννοια Χώρου ἄπειρου δὲν εἶναι χρησιμοποιήσιμη γιὰ τὸ Λογισμό, ὅπως καὶ κάθε νόημα ἀπόλυτο. Ὁ Χῶρος εἰδικώρα ἴσως νὰ εἶναι μονάχα ἕνας κοινὸς τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανούμαστε τὰ στερεὰ σώματα χωρὶς αὐτὸς ὁ τρόπος ν’ ἀνταποκρίνεται σὲ καμμιὰν πραγματικότητα. Γιὰ μιὰ σύνοψη τῶν φαινομένων, σ’ αὐτὴ τὴν περίσταση εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ν’ ἀντιληφθοῦμε τὸν Κόσμο σὰν μιὰ μάζα ἀδιάκοπη ὕλης σφιχτοδεμένης, χωρὶς λύση συνέχειας.
Καὶ ἀδύνατο λοιπόν εἶναι καὶ ἀνώφελο ν' ἀναγάγουμε τὸν Κόσμο στὴν ἰδέα τοῦ Χώρου. Ἀλλὰ τότε ὑποχρεωτικὰ ξαναγυρίζουμε στὴ Νιτσεϊκὴ θεωρία τοῦ Κόσμου ὡς δύναμης περιορισμένης καὶ βρισκούμαστε στὴν ἀνάγκη νὰ ἀποδεχτοῦμε ὅλα τὰ συμπεράσματα ποῦ πηγάζουν ἀπὸ τὶς σχετικὲς ἀναλύσεις τοῦ Νίτσε.
Ἔξω ὅμως κι ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς αὐτοὺς ὑπάρχει καὶ ἄλλος θαρροῦμε λόγος ποῦ οἱ ὑποθέσεις τοῦ κ. L. Benoit Hanappier ὄχι μόνο δὲν ἀναπαύουν ἀσφαλέστερα τὸν Λογισμό ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ Αἰώνιου Γυρισμοῦ, ἀλλὰ καὶ μίαν βασικὴ ἰδιότητα τῆς Ἀντίληψης προσβάλλουν.
Ἡ κυριώτερη μορφὴ τῆς Ἀντίληψης εἶναι ὁ νόμος τῆς Αἰτιότητας. Κάθετι ποῦ θέλουμε νὰ γνωρίσουμε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ συνδυάσουμε μέ μιὰ σειρὰ αἰτίων. νὰ τοποθετήσουμε στὴν σωστή του θέση σὲ μιὰ ἀλυσσίδα ἀπὸ προηγούμενη καὶ ἑπόμενα αἴτια, ποῦ νὰ καθορίζουν τελειωτικὰ καὶ ἀναγκαστικὰ τὸ γνωρίσιμο πρᾶγμα.
Ὁ Νόμος αὐτὸς τῆς αἰτιότητας εἶναι ἀξίωμα καθολικῆς ἐπιβολῆς καὶ πάντα ὁ Λογισμός—ἐλεύθερος ἐννοεῖται ἀπὸ θεολογικὰ ἢ ἄλλα ἠθικὰ καὶ αἰσθηματικὰ θεσμὰ—ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ καμμιὰν ἐξαίρεση στὶς σιδερένιες του διατάξεις.
Ἂν λοιπόν, σὲ μιὰ δωσμένη στιγμὴ, θελήσουμε ν' ἀντικρύσουμε τὸν Κόσμο σὲ μιὰ ὡρισμένη κατάσταση καὶ διάταξη τῶν δυνάμεών του, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ κατάστασις ποῦ ἀντικρίζουμε, ἡ διάταξη αὐτὴ τῶν δυνάμεων ὑποχρεωτικὰ γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ προηγούμενη διάταξη καὶ ὅτι ὑποχρεωτικὰ θὰ γεννήσει μιὰ νέα διάταξη τῶν δυνάμεων ὑπολογίσιμη, ἀπὸ τὴν πρώτη. Ἀλλὰ σ’ ἕνα σύστημα ὅπου οἱ δυνάμεις (εἴτε ἡ ὕλη, εἴτε ὁ χῶρος) εἶναι ἄπειρες, κάθε νέα κατάσταση εἶναι διάφορη, ἄσχετη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀφοῦ ἡ ἀπειρία τῶν δυνάμεων γεννᾶ κάθε φορὰ νέες σχέσεις.—Ἢ μᾶλλον, αἰτιότητα, καὶ ἡ μικρότερη ἀκόμα, εἶναι ἀδύνατη· πρᾶγμα ποῦ εἶναι ἀντίθετο στὴ μορφὴ τῆς ἀντίληψης καὶ ἀκόμα ἴσως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα.—Κάθε μέρα βλέπουμε ἀστρονομικοὺς νόμους νὰ ἐπαληθεύουνε μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια, ἐνῶ ἡ ἀλληλεπίδραση ἀπείρων δυνάμεων ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ τέτοια ριζικὴ διατάραξη στὶς σχέσεις τῶν σωμάτων ποὺ κάθε ὑπολογισμὸς κάθε νόμος νὰ εἶναι ἀδύνατος. Τὸ ἴδιο ἀκόμα θάπρεπε νὰ γίνεται καὶ μὲ τοὺς κοινότερους τοὺς συνηθέστερους νόμους, τῆς χημείας, τῆς φυσικῆς κλπ.
Ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι σ’ ἕνα σύστημα ἀπείρων δυνάμεων μόνο μιὰ ἀδιάκοπη ἀναρχία ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει, καὶ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀντίληψης σὲ τέτοιο σύστημα εἶναι ὁλότελα ἀπίθανη. Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ ὕπαρξη κἄποιου ρυθμοῦ στὴν ἐξέλιξη τοῦ Κόσμου δείχνει καὶ βεβαιώνει τὴν ἀνάγκην νὰ δεχτοῦμε τὴν ὕλη, τὴ δύναμη περιωρισμένη.
Δὲν θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ νόμοι ποῦ βρίσκει τὸ πνεῦμα ἀνταποκρίνουνται σὲ κάποιαν ἀπόλυτη ἀλήθεια. Ἀλλὰ καὶ σχέσεις ἀκόμα ἂν ἐκφράζουν τοῦ Λογισμοῦ μὲ τὸν ἐξωτερικὸ Κόσμο, αὐτὸ καὶ μόνο δείχνει πῶς ὁ Κόσμος εἶναι περιωρισμένος.
Δὲν θέλουμε νὰ ποῦμε οὔτε πῶς ὁ Κόσμος εἶναι ὑπολογίσιμος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη. Ἄν καὶ περιωρισμένος, πάντα εἶναι πλατύτερος ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ πνεύματος, ἀφοῦ μάλιστα κάθε προσπάθεια σύνοψης του εἶναι καὶ μένει θεωρία, ὑπόθεση δηλαδὴ ὀλιγότερον ἀπὸ πιθανότητα.
Τὸ μόνο συμπέρασμα ποῦ θὰ θέλαμε νὰ γεννούσαν αὐτὲς οἱ σκέψεις εἶναι, πῶς ἡ κριτικὴ τοῦ κ. L. Benoit Hanappier—ὅσο πολύτιμα λογικὰ ἐπιχειρήματα κι ἂν καταστρώνει—δὲν καταλήγει σὲ ὁριστικὴ καταδίκη τοῦ Αἰώνιου Γυρισμοῦ.—Θὰ θέλαμε ἀκόμη—οἱ σημειώσεις αὐτὲς εἶναι πολὺ πρόχειρες γιὰ ν’ ἀποβλέπουν σὲ μεγαλείτερα ἀποτελέσματα—νὰ δοθεῖ ἀφορμὴ γιὰ μιὰ βαθύτερη μελέτη τῆς θεωρίας αὐτῆς. Ἴσως ἀποδεχτεῖ πῶς ὁ Αἰώνιος Γυρισμὸς εἶναι ἕνα ρυθμικὸ Σύμβολο, ποὺ μπορεῖ νὰ γονιμοποιήσει τὴ νεώτερη σκέψη.
Δ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ