Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΝΣΤ'. Ανάληψη


Εκείνη την ίδια μέρα της Κυριακής, νωρίς το απόγευμα, δυο άντρες είχαν αφήσει την Ιερουσαλήμ, και, παίρνοντας από μέσα από την ανθισμένη λαγκαδιά, τραβούσαν κατά το Εμμαούς, όμορφο χωριό πάνω σ' ένα ύψωμα.

Ήταν και οι δυο μαθητές του Ιησού, όχι από τους ένδεκα διαλεγμένους, αλλ' από κείνους που είχαν ακούσει τη διδαχή του και πίστεψαν σ' αυτόν. Πήγαιναν ανιστορώντας το θάνατο του Ιησού, την ταφή του και όσα άκουσαν ύστερα για την εξαφάνιση του σώματος. Ήταν λυπημένοι, γιατί τελείωνε πια η τρίτη μέρα και δεν αλήθευαν οι ελπίδες τους πως θα παρουσιάζουνταν ο Ιησούς στη δόξα του.

Και ενώ μιλούσαν και συζητούσαν, σίμωσε ο Ιησούς και πήγαινε μαζί τους. Εκείνοι όμως δεν τον εγνώρισαν. Και τους ρώτησε ο Ιησούς:

— Τι είναι τα λόγια τούτα που συζητάτε περπατώντας, και φαίνεστε λυπημένοι;

Ο ένας, που λέγουνταν Κλεόπας, του αποκρίθηκε:

— Εσύ, μοναχός σου κάθεσαι στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις όσα έγιναν εκεί αυτές τις μέρες;

Τους ρώτησε ο Ιησούς:

— Ποια;

Και αυτοί του αποκρίθηκαν:

— Εκείνα του Ιησού του Ναζωραίου, που ήταν άντρας προφήτης δυνατός στα έργα και στα λόγια, εμπρός στο Θεό και όλο το λαό, και που τον παρέδωκαν οι αρχιερείς μας και άρχοντες να τιμωρηθεί με θάνατο, και τον σταύρωσαν. Εμείς ελπίζαμε πως εκείνος ήταν που έμελλε να ελευθερώσει τον Ισραήλ. Μα να που πέρασαν τρεις μέρες αφ' ότου έγιναν όλα αυτά.

Και λυπημένοι εξακολούθησαν λέγοντας:

— Μερικές δικές μας γυναίκες, μας τρόμαξαν, που πήγαν την αυγή στο μνήμα, και σα δε βρήκαν το σώμα του, ήλθαν και μας είπαν πως είδαν όραμα αγγέλων που τους είπαν πως ζει. Πήγαν λοιπόν μερικοί από τους δικούς μας στον τάφο και τον βρήκαν άδειο, καθώς το είπαν οι γυναίκες· μα εκείνον δεν τον είδαν. Και τους είπε ο Ιησούς:

— Ω ανόητοι και με καρδιά βραδύπιστη ύστερα από όλα που είπαν οι προφήτες! Αυτά δεν έπρεπε να τα πάθει ο Χριστός, και έτσι να μπει στη δόξα του; Και αρχίζοντας από τον Μωυσή, και παίρνοντας όλους τους προφήτες, τους εξήγησε ένα ένα όλα τα ρητά της Γραφής που ανέφεραν τον Χριστό, και που εφαρμόζουνταν στα δικά του πάθη.

Και τον άκουσαν οι δυο, εκεί που πήγαιναν ανάμεσα στις ελιές και τις ανθισμένες λεμονιές, και η ελπίδα ξαναγεννιούνταν στην καρδιά τους, και καινούριες σκέψεις άρχισαν να βλαστάνουν και να φουντώνουν, και η ψυχή τους έκαμε νέα φτερά. Και σαν έφθασαν στο Εμμαούς, ο Ιησούς καμώθηκε πως πάγει μακρύτερα μα αυτοί, ενθουσιασμένοι από τα λόγια του, με χίλια παρακάλια τον βίαζαν να μην τους αφήσει, και έλεγαν:

— Μείνε μαζί μας, γιατί κοντεύει το βράδυ, και έγειρε πια η μέρα.

Μαζί τους λοιπόν μπήκε ο Ιησούς στο χωριό.

Μα σαν κάθισαν στο απλοϊκό δείπνο, κάθισε κείνος μεταξύ τους, όχι πια σαν καλεσμένος, αλλά σα δάσκαλος. Πήρε το ψωμί από το τραπέζι και το ευλόγησε, και ύστερα το έκοψε και τους το μοίρασε. Και έξαφνα, με τον τρόπο που έκοψε και μοίρασε το ψωμί, τα μάτια τους άνοιξαν και τον ανεγνώρισαν. Και ευθύς χάθηκε ο Ιησούς απ' εμπρός τους και έγινε άφαντος. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο με την ψυχή βαθιά ταραγμένη. Και απορώντας πως δεν τον αναγνώρισαν πρωτύτερα, είπαν:

— Δεν καίουνταν η καρδιά μας μέσα μας, όσο μας μιλούσε στο δρόμο και μας φανέρωνε τις γραφές;

Και σηκώθηκαν ευθύς και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκαν τους ένδεκα μαζεμένους με άλλους πιστούς, και έλεγαν πως ο Ιησούς είχε αναστηθεί και πως φανερώθηκε στον Σίμωνα τον Πέτρο.

Ήταν βράδυ, και οι πόρτες ήταν κλειστές από φόβο των Ιουδαίων. Τους διηγήθηκαν οι οδοιπόροι από το Εμμαούς πως ο Ιησούς τους είχε παρουσιαστεί σαν άγνωστος στο δρόμο όπου πήγαιναν, και πως τον αναγνώρισαν μόνο όταν έκοψε το ψωμί. Και ενώ μιλούσαν ακόμα, και συγκινημένοι άκουαν οι άλλοι, μεταξύ τους στάθηκε ο Ιησούς.

Και τους λέγει:

— Ειρήνη μαζί σας!

Ξαφνισμένοι, τρομαγμένοι, τον κοίταζαν αυτοί, και νόμισαν πως φάντασμα βλέπουν.

Και τους είπε ο Ιησούς:

— Γιατί είστε ταραγμένοι και γιατί διαλογισμοί ανεβαίνουν στην καρδιά σας;

Και απλώνοντας τα χέρια του τους έδειξε τις πληγές των καρφιών, επίσης και το τρυπημένο του πλευρό.

— Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, πως εγώ ο ίδιος είμαι· ψηλαφήσετέ με και δείτε πως το φάντασμα σάρκα και κόκαλα δεν έχει, όπως βλέπετε πως έχω εγώ. Από τη μεγάλη τους χαρά, εκείνοι δεν επίστευαν τα μάτια τους· και ενώ θαυμάζοντας τον κοίταζαν, τους ρώτησε ο Ιησούς:

— Έχετε τίποτα φαγώσιμο εδώ;

Αμέσως του έδωσαν ό,τι είχαν, λίγο ψημένο ψάρι και μελόπιτα, κι εκείνος τα έφαγε μπροστά τους.

Και τους είπε:

— Αυτά είναι τα λόγια που σας είπα όταν ήμουν ακόμα μαζί σας, ότι θα εκτελεσθούν όλα τα γραμμένα στο νόμο του Μωυσή, στους προφήτες και στους ψαλμούς, για μένα. Τότε τους φώτισε το νου, και τους εξήγησε τις γραφές, έτσι που να τις καταλάβουν, όπως το είχε κάνει πηγαίνοντας με τους δυο στο Εμμαούς, και τους είπε:

— Έτσι είναι γραμμένο, και έτσι χρειάστηκε να πάθει ο Χριστός, και ν' αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα και να κηρυχθεί στο όνομά του η μετάνοια και η συγχώρηση των αμαρτιών σε όλα τα έθνη, αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ. Εσείς λοιπόν είστε μάρτυρες για όλα αυτά.

Και πάλι τους είπε:

— Ειρήνη μαζί σας! Καθώς με έστειλε ο Πατέρας, και εγώ σας στέλνω.

Και εκεί που ήταν όλοι μαζεμένοι, φύσηξε απάνω τους και είπε:

— Πάρετε Πνεύμα Άγιο· όποιου συγχωρήσετε τις αμαρτίες του, συγχωρημένες να είναι, και όποιου δε συγχωρήσετε, αλλά τις κρατήσετε, κράτημένες να είναι.

Ένας από τους ένδεκα, ο Θωμάς ο Δίδυμος, έτυχε να μην είναι παρών την ώρα που φανερώθηκε ο Ιησούς στους άλλους, και σαν του είπαν πως ήλθε και στάθηκε αναμεταξύ τους, αυτός δεν πίστεψε. Ήξερε πως είχε βρεθεί ο τάφος άδειος, πως το σώμα του Ιησού είχε χαθεί, μα η ιστορία της αναστάσεως του φαίνουνταν απίστευτη.

— Είδαμε τον Κύριο, έλεγαν οι άλλοι μαθητές.

Μα εκείνος τους αποκρίθηκε:

— Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και βάλω το χέρι μου στο πλευρό του, δε θα πιστέψω.

Πέρασαν οκτώ μέρες ήσυχες, και πάλι ένα βράδυ ήταν συναγμένοι οι ένδεκα, μαζί και ο Θωμάς, με κλεισμένες τις θύρες, πάντα από φόβο μην τους αντιληφθούν και τους κακοποιήσουν οι Ιουδαίοι.

Και όπως την πρώτη φορά, με όλες τις κλειστές πόρτες παρουσιάστηκε ο Ιησούς μπροστά τους, στάθηκε στη μέση και είπε:

— Ειρήνη μαζί σας!

Και, γυρνώντας στον Θωμά, είπε:

— Φέρε το δάχτυλο σου εδώ, και δες τα χέρια μου· και φέρε το χέρι σου και βάλε το στο πλευρό μου. Και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός.

Ξέσπασε ο Θωμάς και φώναξε:

— Ο Κύριος μου και ο Θεός μου!

Του είπε τότε γλυκά ο Ιησούς:

— Επειδή με είδες πίστεψες. Μακαρισμένοι όσοι δε δουν και πιστέψουν!

Όπως το είχε παραγγείλει ο Ιησούς, οι ένδεκα έφυγαν ύστερα απ' αυτό και πήγαν στη Γαλιλαία.

Δεν ήταν πια μια αχώριστη συντροφιά, όπως άλλοτε, όταν ήταν μαζί τους ο Ιησούς, σα μια οικογένεια. Τώρα, ο καθένας είχε γυρίσει στην τέχνη του, και δούλευε πάλι για να βγάλει το ψωμί του.

Ένα βράδυ στη Γαλιλαία, το σούρουπο, ήταν ο Πέτρος με τον Θωμά το Δίδυμο, τον Ναθαναήλ, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και άλλους δυο. Τους λέγει ο Πέτρος:

— Πάγω να ψαρέψω.

— Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου.

Και όλοι μαζί βγήκαν, κατέβηκαν στη λίμνη της Τιβεριάδας και μπήκαν σ' ένα καΐκι. Αλλ' αν και έριξαν τα δίχτυα τους πάλι και πάλι, όλη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα. Τα ξημερώματα, είδαν στην ακρογιαλιά έναν άνθρωπο που στέκουνταν και τους κοίταζε· μα δεν τον ανεγνώρισαν.

Τους φώναξε εκείνος:

— Παιδιά, μήπως έχετε κανένα προσφάγι;

Του αποκρίθηκαν:

— Όχι.

Και τους λέγει πάλι εκείνος:

— Ρίξετε το δίχτυ δεξιά του πλοίου, και θα βρείτε.

Έριξαν το δίχτυ όπως τους έλεγε, και ευθύς γέμισε ψάρια τόσο, που δεν μπορούσαν πια να το τραβήξουν από το βάρος.

Ο Ιωάννης ψιθύρισε του Πέτρου:

— Είναι ο Κύριος!

Καθώς το άκουσε ο Πέτρος, αρπά το ρούχο του, γιατί ήταν γυμνός, το ζώνεται και ρίχνεται στη λίμνη, κολυμπά ως την ακρογιαλιά, και πέφτει με λαχτάρα στα πόδια του Κυρίου του.

Οι άλλοι μαθητές τον ακολούθησαν με τη βάρκα, σέρνοντας πίσω το βαρύ δίχτυ, γιατί δεν ήταν μακριά, μόλις διακόσιες πήχες από την όχθη.

Βγήκαν στην ξηρά, και εκεί βλέπουν ανθρακιά στρωμένη με ψάρι απάνω που ψήνουνταν, επίσης και ψωμί.

Τους λέγει ο Ιησούς:

— Φέρετε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα.

Πετάχθηκε αμέσως ο Πέτρος, και βοήθησε τους συντρόφους του να τραβήξουν το δίχτυ στην ξηρά· και βρήκαν πως είχαν πιάσει εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και με όλο αυτό το βάρος, το δίχτυ δε σκίστηκε.

Τους λέγει ο Ιησούς:

— Ελάτε να προγευματίσετε.

Κανένας δεν τόλμησε να τον ρωτήσει:

— Εσύ ποιος είσαι;

Γιατί το ήξεραν πως ήταν ο Κύριος, και μπροστά του έστεκαν όλοι με φόβο, με σεβασμό και με συγκίνηση.

Τότε έρχεται ο Ιησούς, παίρνει το ψωμί και τους το μοιράζει, επίσης και το ψάρι.

Και σιωπηλά έφαγαν το πρόγευμα.

Ήταν τρίτη φορά που παρουσιάζουνταν ο Ιησούς στους μαθητές του, αφότου αναστήθηκε από τους νεκρούς.

Και σαν απόφαγαν, κάθισε ο Πέτρος κοντά στον Ιησού, στην ακρογιαλιά. Η καρδιά του ήταν ταραγμένη βαθιά, και σιωπηλά κοίταζε τα κυματάκια που, ένα ένα, ήρχουνταν και ξεψυχούσαν στα πόδια τους.

Σιγά του είπε ο Ιησούς:

— Σίμων, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς περισσότερο από τούτους;

Του αποκρίθηκε ο Πέτρος συγκινημένος:

— Ναι, Κύριε, το ξέρεις πως σε αγαπώ!

Του είπε ο Ιησούς:

— Βόσκε τ' αρνιά μου!

Και πάλι σε λίγο είπε ο Ιησούς:

— Σίμων, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς;

Και πάλι αποκρίθηκε ο Πέτρος:

— Ναι, Κύριε, το ξέρεις πως σε αγαπώ!

Του είπε ο Ιησούς:

— Οδήγα τα πρόβατά μου!

Και πάλι σώπασαν.

Και τρίτη φορά τον ρώτησε ο Ιησούς:

— Σίμων, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς;

Λυπήθηκε ο Πέτρος για την επιμονή αυτή, που του φάνηκε σα να δίσταζε ο Ιησούς να τον πιστέψει. Ίσως και να θυμήθηκε τη φοβερή εκείνη νύχτα, όπου τρεις φορές τον είχε απαρνηθεί...

Και θλιμμένος αποκρίθηκε:

— Κύριε, εσύ τα πάντα τα γνωρίζεις· εσύ το ξέρεις πως σ' αγαπώ.

Γλυκά, με αγάπη του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Βόσκε τα πρόβατά μου!

Και σοβαρά, υψώνοντας τη φωνή του, είπε:

— Αλήθεια, αλήθεια σου λέγω, όταν ήσουν νεότερος, ζώνουσουν και περπατούσες όπου ήθελες· μα όταν γεράσεις, θ' απλώσεις τα χέρια σου, και άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάγει εκεί όπου δε θέλεις.

Κατάλαβε ο Πέτρος πως εννοούσε ο Ιησούς τη ζωή του στο μέλλον, που δε θα ήταν πια δική του, αλλά δοσμένη στον κόσμο, στην αποστολή του, εκεί που τον έστελνε ο Ιησούς να διδάξει το λόγο του. Κατάλαβε πως προφήτευε ο Ιησούς το μαρτυρικό του θάνατο, όταν έμελλε να παραδοθεί και αυτός στα χέρια των εχθρών του Ιησού, και να μαρτυρήσει για την πίστη του. Μα ο Πέτρος δεν ήταν πια ο διστακτικός μαθητής, που σε μια νύχτα τρεις φορές αρνήθηκε τον Κύριό του. Η καρδιά του τώρα ήταν σταθερή σα βράχος. Σηκώθηκε ο Ιησούς και είπε στον Πέτρο:

—Ακολούθησέ με.

Και σηκώθηκε ο Πέτρος και τον ακολούθησε.

Και ως το τέλος του κόσμου θα πήγαινε μαζί του, όπως και στο θάνατο τον ακολούθησε, και για τ' όνομά του μαρτύρησε στο σταυρό απάνω κι εκείνος. Κι εκεί που πήγαιναν, γύρισε ο Πέτρος πίσω, και είδε τον Ιωάννη που τον ακολουθούσε από μακριά. Τον έδειξε του Ιησού και ρώτησε: — Κύριε, και τούτος τι θα γίνει;

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Αν θέλω να μείνει τούτος ώσπου να ξαναγυρίσω, τι σε μέλει; Εσύ ακολούθα με.

Ο Πέτρος δεν τόλμησε να ρωτήσει άλλο τίποτα.

Και βγήκε ο λόγος αυτός και ακούστηκε, και πολλοί, παρεξηγώντας τον, νόμισαν πως ο Ιωάννης δε θα πέθαινε ώσπου να ξαναγυρίσει ο Ιησούς στη δόξα του. Ο Ιησούς είχε παραγγείλει στους ένδεκα να παν όλοι σ' ένα βουνό της Γαλιλαίας, μαζί με όσους είχαν ακούσει και πιστέψει το λόγο του Θεού. Πήγαν λοιπόν οι μαθητές με άλλους πεντακόσιους, και εκεί τους παρουσιάστηκε ο Ιησούς. Πολλοί τον γνώρισαν και προσκύνησαν άλλοι δίστασαν. Και ήλθε ο Ιησούς και τους μίλησε και τους είπε:

— Μου δόθηκε κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη. Πηγαίνετε και διδάξετε όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και διδάσκοντάς τους να φυλάγουν όλα όσα σας παρήγγειλα, και θα είμαι μαζί σας πάντα, ως το τέλος του αιώνα.

Και σα χάθηκε ο Ιησούς από κοντά τους, κατέβηκαν από το βουνό και έφυγαν οι ένδεκα, και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί τελευταία φορά τους παρουσιάστηκε ο Ιησούς.

Είχαν περάσει σαράντα μέρες από τη μέρα που αναστήθηκε και ήταν μαζεμένοι οι ένδεκα, όταν ήλθε και στάθηκε ανάμεσά τους.

Τους έδωκε τις τελευταίες του παραγγελίες λέγοντας:

— Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξετε το ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη· όποιος πιστέψει και βαπτισθεί, θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει, θα καταδικαστεί.

Και σημάδι σε όσους πιστέψουν έδωκε το χάρισμα να γιατρεύουν και να παρηγορούν, όπως το είχε κάνει εκείνος όσο ζούσε στον κόσμο. Και πάλι τους υποσχέθηκε να τους δώσει Πνεύμα Άγιο.

— Ιδού, τους είπε, εγώ σας στέλνω εκείνο που σας υποσχέθηκε ο Πατέρας μου. Εσείς λοιπόν μείνετε στην Ιερουσαλήμ ώσπου να σας δοθεί η δύναμη από τα ύψη.

Πήρε τότε τους μαθητές του, βγήκε από την Ιερουσαλήμ και ανέβηκε στη Βηθανία.

Τους είπε τότε:

— Όπως ο Ιωάννης εβάπτιζε με νερό, εσείς θα βαπτισθείτε με Πνεύμα Άγιο πριν περάσουν πολλές μέρες.

Συναγμένοι γύρω του τον ρώτησαν οι μαθητές:

— Κύριε, μήπως τώρα θα αποκαταστήσεις τη βασιλεία του Ισραήλ;

Μα ο Ιησούς τους αποκρίθηκε:

— Δε σας είναι δοσμένο να γνωρίζετε τα χρόνια ή τους καιρούς που ο Πατέρας εκράτησε στη δική του εξουσία.

Και πάλι τους υποσχέθηκε:

— Θα λάβετε δύναμη που θα σας έλθει από το Άγιο Πνεύμα και θα είστε μάρτυρές μου στην Ιερουσαλήμ και σ' όλη την Ιουδαία και Σαμάρεια και ως την άκρη της γης.

Με τα τελευταία αυτά λόγια, άπλωσε απάνω τους τα χέρια του και τους ευλόγησε. Και εκεί που τους ευλογούσε σηκώθηκε από τη γη και ολοένα ανέβαινε ψηλότερα κατά τον ουρανό, ανάμεσα στα σύννεφα που τον σκέπασαν από τα μάτια τους. Και έπεσαν εκείνοι και προσκύνησαν. Και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη, ευλογώντας το Θεό.