Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΜΖ'. Τρίτη


Το άλλο πρωί, Τρίτη, ξεκίνησε πάλι ο Ιησούς με τους μαθητές του, να διδάξει στο ναό. Κατεβαίνοντας από τον ίδιο δρόμο που είχαν πάρει την παραμονή, πέρασαν τη συκιά, που έστεκε όρθια ακόμα, αλλά ξερή ως τη ρίζα.

Ο Πέτρος την είδε, και θυμήθηκε τα λόγια του Κυρίου του της παραμονής. Ξαφνισμένος αναφώνησε:

— Ραββί, δες, η συκιά που καταράστηκες ξεράθηκε.

Όλοι οι μαθητές μαζεύθηκαν γύρω στο δέντρο, και, θαυμάζοντας, ρώτησαν τον Ιησού:

— Πως έτσι ευθύς ξεράθηκε η συκιά;

Απορούσαν με την εξουσία του Ιησού, που φανερώνουνταν ακόμα και στα άψυχα. Το είδε ο Ιησούς και τους είπε:

— Έχετε πίστη στο Θεό. Γιατί, αλήθεια σας λέγω, αν έχετε πίστη και δεν κλονιστείτε, όχι μόνο το θαύμα της συκιάς θα κάνετε, αλλά αν πείτε στο βουνό τούτο, «σήκω και πέσε στη θάλασσα», θα γίνει. Και ό,τι ζητήσετε στην προσευχή σας, πιστεύοντας, θα σας γίνει.

Αλλά να μη νομίσουν πως η εξουσία αυτή τους δόθηκε για τιμωρίες και εκδικήσεις, παρά μόνο για να φέρουν την ειρήνη στον κόσμο. Και τους λέγει πάλι ο Ιησούς το αιώνιο πανέμορφο μάθημα της συγχωρήσεως, που τόσες φορές τους το είχε ξαναπεί:

— Όταν στέκεστε και προσεύχεστε, συγχωρείτε, αν έχετε τίποτα με κανέναν, για να σας συγχωρήσει τις αμαρτίες σας και ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς. Αν όμως δε συγχωρείτε, ούτε ο Πατέρας σας δε θα συγχωρήσει τις αμαρτίες σας.

Πήγε ο Ιησούς στο ναό, και άρχισε να διδάσκει. Το μίσος ωστόσο των ιερέων και Φαρισαίων είχε αγριέψει ακόμα περισσότερο με την ήττα της παραμονής. Μαζεύθηκαν πάλι σε συμβούλιο, γυρεύοντας με τι τρόπο να υποχρεώσουν τον Ιησού να εκτεθεί απέναντι των ρωμαϊκών αρχών, και να βρουν αυτοί αφορμή να τον παραδώσουν στην εξουσία.

Τέτοια ήταν η έχθρα τους για τον Ιησού, που συμβιβάστηκαν με τους Ηρωδιανούς, δηλαδή τους ανθρώπους του παλατιού και άλλους οπαδούς του Ηρώδη, κόμμα πολιτικό, που ιδιαίτερα περιφρονούσαν οι Φαρισαίοι, δήθεν για την καλοζωία και την πολυτέλειά τους, αλλά, πραγματικώς, για την αφοσίωσή τους προς τους Ρωμαίους, που ήταν, ως κατακτητές, οι φυσικοί εχθροί του έθνους των. Πήγαν και συνεννοήθηκαν μαζί τους, πως ασφαλέστερα να μπερδέψουν τον Ιησού, και να τον πιάσουν στα λόγια του. Μόλις λοιπόν άρχισε να διδάσκει ο Ιησούς στο ναό, παρουσιάστηκε μπροστά του καινούρια αποστολή από μαθητές των Φαρισαίων και από Ηρωδιάνους· καμώνοντας που θέλουν να φωτιστούν, του είπαν:

— Δάσκαλε, ξέρομε πως είσαι ειλικρινής και δε σε μέλει για κανένα, γιατί δεν αποβλέπεις σε πρόσωπα ανθρώπων, αλλά αληθινά διδάσκεις το δρόμο που οδηγεί στο Θεό. Πες μας λοιπόν τι νομίζεις; Μας επιτρέπεται να πληρώνομε φόρο στον Καίσαρα, ή όχι;

Είχαν έλθει στον Ιησού, δήθεν να τους λύσει την απορία που ξεχώριζε τους Φαρισαίους, που δεν ήθελαν ν αναγνωρίσουν των Ρωμαίων το δικαίωμα να παίρνουν κεφαλικό φόρο, από τους Σαδδουκαίους που, απεναντίας, αναγνώριζαν στους Ρωμαίους το δικαίωμα αυτό.

Η παγίδα ήταν επιτήδεια, και ο κόσμος, μαζεμένος στο ναό, πλησίασε ανήσυχος ν' ακούσει.

Ο λαός, οι Γαλιλαίοι προπάντων, μισούσαν αυτόν το φόρο, και όσοι ήθελαν να επαναστατήσουν, εκμεταλλεύουνταν την αντιπάθεια αυτή, ερέθιζαν το λαό, και τον ξεσήκωναν με την ελπίδα να καταργηθεί το επικεφάλαιον, ο «κήνσος», όπως λέγουνταν, δηλαδή η φορολογία κατά κεφαλή. Βάζοντας λοιπόν το ρώτημα αυτό, οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι ήλπιζαν πως, σα Γαλιλαίος και φίλος του λαού, ο Ιησούς θα κατέκρινε τις αρχές που πίεζαν τη φτωχολογιά, και θα καταδίκαζε το φόρο· θα έκαμνε δηλαδή εκείνο που έκαμναν όλοι οι επαναστάτες που αιματοκυλούσαν κάθε λίγο την Ιουδαία. Τότε, οι Ρωμαίοι, προειδοποιημένοι, θα κατέβαιναν από τον πύργο τους, και, ποιος ξέρει, θα τον έσφαζαν ίσως, ως επαναστάτη, μέσα στο ιερό, όπως και άλλη φορά είχαν σφάξει τους Γαλιλαίους.

Μα ο Ιησούς κατάλαβε την πονηριά τους και τους είπε:

— Τι γυρεύετε να με βάλετε σε πειρασμό, υποκριτάδες; Δείξετέ μου το νόμισμα του κήνσου.

Οι Ρωμαίοι, που σέβουνταν πάντα τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων τους λαών, άφηναν στους Εβραίους το δικαίωμα, να μεταχειρίζονται ελεύθερα, για τη δική τους χρήση, νομίσματα δικά τους, όπου ήταν πάντα χαραγμένα εμβλήματα της θρησκείας τους, καρποί, λουλούδια, αρνάκια ή περιστέρια, ποτέ όμως πρόσωπα. Απαιτούσαν όμως, οι φόροι του Κράτους να πληρώνονται με ρωμαϊκά νομίσματα.

Πήγαν λοιπόν και έφεραν του Ιησού ένα δηνάρι, και, αφού το κοίταξε εκείνος, τους ρώτησε:

— Τίνος είναι η εικόνα αυτή και η επιγραφή;

Του λέγουν:

— Του Καίσαρος.

Τους λέγει τότε ο Ιησούς:

— Λοιπόν, δώσετε στον Καίσαρα εκείνα που είναι του Καίσαρος, και στο Θεό εκείνα που είναι του Θεού.

Απόρησαν και σάστισαν οι εχθροί του, χάρηκε και θαύμασε ο λαός. Και, αφήνοντάς τον, βγήκαν οι Ηρωδιανοί και οι Φαρισαίοι από το ναό και έφυγαν. Με δυο λόγια, ο Ιησούς είχε ξεχωρίσει την εξουσία του ουρανού από την εξουσία της γης, τη θρησκεία από την πολιτική, την ύλη από το πνεύμα, το σώμα από την ψυχή. Πως να τον πιάσουν με τα λόγια αυτά;

Μα δεν αποθαρρύνθηκαν ακόμα οι κακόβουλοι εχθροί του. Οι Φαρισαίοι είχαν αποτύχει· οι Σαδδουκαίοι θα τον μπέρδευαν.

Εκείνο που κυρίως ξεχώριζε τους Σαδδουκαίους από τους Φαρισαίους ήταν η πίστη των Φαρισαίων στην ανάσταση, ενώ οι Σαδδουκαίοι την αρνούνταν, και περιγελούσαν μάλιστα τους Φαρισαίους που θυσίαζαν δήθεν τις απολαύσεις της γης, για να κερδίσουν τα καλά της άλλης ζωής.

Η διχόνοιά τους ήταν βαθιά και πικρή· μα το μίσος τους για τον Ιησού τους ένωσε εναντίον του κοινού εχθρού, του λευκού νέου προφήτη που δίδασκε αγάπη και συγχώρεση στο λαό.

Πήγαν λοιπόν μερικοί Σαδδουκαίοι στον Ιησού, και του έθεσαν ένα από κείνα τα προβλήματα, που άναβαν ατέλειωτες συζητήσεις και καβγάδες μεταξύ στις δυο σχολές. — Δάσκαλε, του είπαν, ο Μωυσής μας έγραψε στο νόμο του πως, αν ένας αδελφός πεθάνει και αφήσει γυναίκα και δεν αφήσει παιδιά, πρέπει ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα, για να εξακολουθεί έτσι η ίδια οικογένεια. Λοιπόν, στον τόπο μας ήταν επτά αδελφοί· ο πρώτος παντρεύθηκε και πέθανε, και, μη έχοντας παιδιά, άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του· το ίδιο και ο δεύτερος και ο τρίτος, ως τους επτά. Τελευταία πέθανε και η γυναίκα. Στην ανάσταση λοιπόν —εξακολούθησαν ειρωνικά— τίνος από τους επτά θα είναι η γυναίκα, αφού όλοι τη στεφανώθηκαν;

Ανήσυχα γύρισε πάλι ο λαός στον Ιησού, ν' ακούσει την απάντηση στο πρόβλημα που απασχολούσε τις δυο μεγαλύτερες σχολές του Ισραήλ. Μα ο Ιησούς αποκρίθηκε:

— Σφάλλετε, μη γνωρίζοντας τη Γραφή ούτε τη δύναμη του Θεού. Γιατί στην ανάσταση ούτε παντρεύονται ούτε χωρίζουν, ούτε να πεθάνουν πια μπορούν, αλλά είναι σαν άγγελοι στον ουρανό.

Οι Σαδδουκαίοι αποστομώθηκαν, και με χαρά και ανακούφιση τ' άκουσε ο λαός γιατί όλοι ανησυχούσαν να δουν πως θα λύσει ο Ιησούς τέτοιο πρόβλημα, που στη μελέτη του είχαν ασπρίσει τόσα σοφά κεφάλια, χωρίς ποτέ να το λύσουν.

Με δυο λόγια, ο Ιησούς είχε κόψει τη συζήτηση, μεταφέροντας το θέμα σε άλλο επίπεδο.

Το πνεύμα του Ιησού δεν μπορεί να ξεπέσει στις μικρότητες των Ιουδαίων ανεβαίνει ψηλότερα, ξεφεύγει τις ταπεινότητές τους, υψώνεται σε άλλες σφαίρες, με το πέταγμά του το μεγάλο.

Και καταδικάζει ο Ιησούς τη λιγοπιστία των Σαδδουκαίων ως προς την ανάσταση, θυμίζοντάς τους τα σοφά λόγια που είπε ο Θεός του Μωυσή, από το φλογισμένο βάτο: — Πως ανασταίνονται οι νεκροί, το φανέρωσε και ο Μωυσής στη Γραφή, από το βάτο όπου λέγει: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ.» Λοιπόν ο Θεός δεν είναι Θεός πεθαμένων, αλλά ζωντανών γιατί μέσον του ζουν όλοι. Εσείς λοιπόν πολύ σφάλλετε.

Οι Σαδδουκαίοι σώπαιναν αλλά μερικοί διαβασμένοι που ήταν εκεί και τον άκουσαν, θαύμασαν και φώναξαν ενθουσιασμένοι:

— Καλά μίλησες, Δάσκαλε!

Οι Φαρισαίοι όμως, βλέποντας αποστομωμένους τους Σαδδουκαίους, ξαναμαζεύθηκαν για καινούρια επίθεση, και ένας νομοδιαβασμένος γύρεψε να βάλει πάλι τον Ιησού σε πειρασμό, κάνοντάς του άλλο ερώτημα, που και αυτό χώριζε τον κλήρο και σχολές, και άναβε ανάμεσά τους ατέλειωτες λογομαχίες[1]:

— Δάσκαλε, του είπε, ποια είναι απ' όλες η μεγαλύτερη εντολή στο νόμο;

Και ο Ιησούς του είπε:

— «Αγάπα τον Κύριο το Θεό σου με όλη σου την ψυχή και με όλο σου το νου.» Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη εντολή. Και η δεύτερη μοιάζει με την πρώτη. «Αγάπα τον πλησίον σου όσο και τον εαυτό σου.» Δεν έχει μεγαλύτερη εντολή απ' αυτές· σ' αυτές τις δυο εντολές κρέμονται ο νόμος όλος και οι προφήτες.

Η απάντηση αυτή νίκησε και τον προκατειλημμένο ακόμα αυτόν νομικό.

— Καλά, Δάσκαλε, αναφώνησε. Είπες την αλήθεια, πως ένας είναι ο Θεός και δεν είναι άλλος εκτός απ' αυτόν και πως να τον αγαπάς με όλη σου την καρδιά και με όλη σου τη διάνοια και όλη σου την ψυχή και τη δύναμη, και ν' αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, είναι περισσότερο από κάθε ολοκαύτωμα και θυσία. Και του είπε ο Ιησούς, βλέποντας πως με σύνεση μιλούσε:

— Δεν είσαι μακριά από τη Βασιλεία του Θεού.

Τι γλύκα και τι γαλήνη και καλοσύνη είναι στα λόγια αυτά του Ιησού!

Και κανένας πια δεν τόλμησε να του κάνει άλλο ερώτημα.

Ως εκείνη την ώρα, εμπρός σε όλον το μαζεμένο λαό που παρακολουθούσε με αγωνία τα ερωτήματα και τις απαντήσεις, οι εχθροί του Ιησού τον πείραζαν με κακόβουλα προβλήματα. Τώρα όμως ο Ιησούς τους βάζει κι εκείνος ένα ερώτημα.

Αποτείνοντας το λόγο στους Σαδδουκαίους, όσο και στους Φαρισαίους που ήταν έτοιμοι να του ριχθούν, αν του ξέφευγε καμία λέξη επικίνδυνη, τους ρώτησε:

— Τι είναι η γνώμη σας για τον Χριστό; Τίνος υιός είναι;

Του αποκρίθηκαν:

— Του Δαυίδ!

Τους είπε τότε ο Ιησούς:

— Πως λέγουν οι γραμματισμένοι πως ο Χριστός είναι υιός του Δαυίδ, αφού ο ίδιος ο Δαυίδ είπε εμπνευσμένος από το Πνεύμα το Άγιο: «Λέγει Κύριος στον Κύριό μου —δηλαδή στο Μεσσία— κάθου δεξιά μου ώσπου να βάλω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου;» Αν λοιπόν ο Δαυίδ τον λέγει Κύριο, πως μπορεί να είναι υιός του;

Κανείς δεν αποκρίθηκε.

Ο ψαλμός αυτός ο μεσσιακός[2], ο πιο γνωστός από μέσα από το ιερό βιβλίο του Δαυίδ, τους αποστόμωσε και πάλι. Πως, τωόντι, να παραδεχθούν δυνατό, να λέγει ο Δαυίδ το γιό του Κύριό του, αν δεν του αναγνώριζε και θεϊκή υπόσταση;

Ο λαός γύρω, χαρούμενος άκουε τον Ιησού και τον επεδοκίμαζε, ενώ οι ιερείς και οι Φαρισαίοι, με τη λύσσα στην καρδιά, σώπαιναν.

Και κανένας δεν τόλμησε από κείνη την ώρα να τον ρωτήσει πια τίποτα.


  1. Στις ατέλειωτες αυτές λογομαχίες, τέτοια στενομυαλιά έβαζαν οι Εβραίοι διαβασμένοι, που μερικοί απ' αυτούς διακήρυτταν πως μεγαλύτερος νόμος ήταν τα χειρονιψίματα, και άλλοι πάλι δίδασκαν πως μεγαλύτερος ακόμα νόμος ήταν να φορούν την προσδιορισμένη ενδυμασία με τα απαιτούμενα κρόσια, ο καθένας κατά τη σειρά του ή την αξία του.
  2. Ψαλμός ΡΘ', 1.