Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΜΕ'. Βάγια


Ήταν Κυριακή. Πρωί πρωί, ξεκίνησε πεζή ο Ιησούς από τη Βηθανία, με τους μαθητές του, και πήρε το μεγάλο δρόμο που πάγει στην Ιερουσαλήμ, περνώντας από το Όρος των Ελαιών. Οι Ιουδαίοι, που παρεβρέθηκαν στην ανάσταση του Λαζάρου, είχαν διαλαλήσει το θαύμα, και η είδηση έκανε φτερά και ακούστηκε παντού, και το όνομα του Ιησού πετούσε από στόμα σε στόμα, και όλοι μια λαχτάρα είχαν, να δουν το νέο προφήτη, που του είχε δοθεί η θεϊκή χάρη να σηκώνει πεθαμένους από τον τάφο. Ώστε όταν οι Ιουδαίοι που είχαν πάγει στου Σίμωνα του Λεπρού να δουν τον Λάζαρο, ανήγγειλαν πως έρχεται ο προφήτης της Γαλιλαίας, λαός πολύς βγήκε να τον υποδεχθεί.

Καθώς πλησίαζε ο Ιησούς στη Βηθσφαγή[1], χωριουδάκι μισοκρυμμένο μες στις συκιές, τις φοινικιές και τις δράνες, λίγο νότια της Βηθανίας, φώναξε δυο του μαθητές, και τους είπε:

— Πηγαίνετε στο χωριό αντίκρυ, και ευθύς, μπαίνοντας μέσα, θα βρείτε μιαν όνισσα δεμένη με το πουλάρι της, που στη ράχη του άνθρωπος ακόμα δεν κάθισε· λύσετέ το και φέρετέ μου το. Και αν κανένας σας ρωτήσει, «Γιατί το λύνετε;» πείτε πως ο Κύριος το χρειάζεται, και θα το στείλει πάλι αμέσως πίσω.

Έφυγαν οι μαθητές και πήγαν στη Βηθσφαγή, όπου, μόλις μπήκαν, βρήκαν, όπως τους το είπε ο Ιησούς, ένα ονάρι δεμένο με τη μάνα του, κοντά σε μια πόρτα, απέξω, στο δρόμο απάνω, και το έλυσαν.

Μερικοί που τους είδαν, ρώτησαν:

— Τι κάνετε και λύνετε το ονάρι;

Αποκρίθηκαν οι μαθητές και είπαν:

— Ο Κύριος το χρειάζεται.

Καθώς το άκουσαν οι χωρικοί, ευθύς παρέδωσαν το ζώο και το πήγαν του Ιησού. Για να τον τιμήσουν περισσότερο, άπλωσαν τα ρούχα τους απάνω στο ονάρι, και, αφού κάθισε ο Ιησούς στη ράχη του, η συνοδεία, όλη μαζί, πήρε πάλι το δρόμο της Ιερουσαλήμ.

Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος, και ολοένα μεγάλωνε περισσότερο. Εκείνοι που τον ακολουθούσαν τον Ιησού μαρτυρούσαν πως φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε, και όσοι τ' άκουαν έτρεχαν να τον προαπαντήσουν, και άπλωναν χάμω τα ρούχα τους για να περάσει απάνω το γαϊδουράκι, και έκοβαν βάγια από τις φοινικιές, και κλωνάρια από τ' ανθισμένα δέντρα, στρώνοντας το δρόμο με λουλούδια και με κλαδιά.

Κόσμος πολύς έτρεχε γύρω στον Ιησού, που ήταν καθισμένος στο ονάρι, και άλλοι εμπρός, άλλοι πίσω, χαρούμενα φώναζαν:

— Ωσαννά[2]! Ευλογημένος εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, ο βασιλέας του Ισραήλ. Ευλογημένη η βασιλεία που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, του πατέρα μας Δαυίδ! Ωσαννά εν τοις υψίστοις!

Τρέχοντας πλάγι του, και σκορπώντας λουλούδια μπροστά του, έψαλλαν τα πλήθη ύμνους και ψαλμούς των μεγάλων εορτών, και έλεγαν:

— Ευλογημένος ο βασιλέας που φθάνει στο όνομα του Κυρίου! Ειρήνη στον ουρανό και δόξα εν υψίστοις!

Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός και η θρησκευτική κατάνυξη, που μερικοί Φαρισαίοι που βρέθηκαν εκεί σκανδαλίστηκαν, και σιμώνοντας είπαν του Ιησού:

— Κύριε, μάλωσε τους μαθητές σου!

Μα τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Σας λέγω πως αν ετούτοι σωπάσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν.

Ο δρόμος ανέβαινε από την πλαγιά του Όρους των Ελαιών, περνώντας από τα πράσινα λιβάδια, όπου καρυδιές και βελανιδιές, μουριές, συκιές, κουρμαδιές και ελιές άπλωναν τη σκιά τους και δρόσιζαν τους διαβάτες.

Έξαφνα, σ' ένα απότομο γύρισμα του βουνού, εκεί που κατεβαίνει ο δρόμος στην κοιλάδα των Κέδρων, φάνηκε η Ιερουσαλήμ, ολόασπρη και υπερήφανη, με τις χρυσές του ναού τις στέγες και τους μεγαλόπρεπους μαρμαρένιους πύργους.

Την είδε ο Ιησούς την Ιερή Πόλη, με τις πολλές αμαρτίες και τ' αμέτρητα κακουργήματα, τη φωλιά της υποκρισίας, της δολιότητος και της κακίας, και, αναπολώντας τις κατάρες που είχε μαζέψει απάνω της, έκλαψε γι' αυτήν και θρήνησε λέγοντας:

— Αν ήξερες και συ ακόμα σήμερα ποιος είναι ο δρόμος της ειρήνης — της ευτυχίας και της σωτηρίας σου! Μα τώρα όλα αυτά είναι κρυμμένα από τα μάτια σου...

Και προβλέποντας τη φοβερή καταστροφή που ήταν να πέσει μόλις πενήντα χρόνια αργότερα, όχι μόνον στην Ιερή Χώρα του Σολομώντος, αλλά και στη φυλή ολόκληρη, προφήτεψε και είπε:

— Γιατί θα πλακώσουν μέρες που οι εχθροί θα σε τριγυρίσουν με χαρακώματα και θα σε περικυκλώσουν, θα σε ζώσουν από παντού και θα σε γκρεμίσουν, και μαζί σου θα χαθούν τα παιδιά σου. Και δε θα σου αφήσουν πέτρα σε πέτρα, και τούτο γιατί δεν ένιωσες τη χάρη που σου ήλθε.

Στην κοιλάδα, πλήθος πολύ ήταν μαζεμένο, και περίμενε τον Ιησού τον είδαν που ξεπρόβαλε από το γύρισμα του βουνού, καθισμένο στο ονάρι του, και ευθύς ξεκίνησαν και αυτοί να τον υποδεχθούν, κόβοντας στο δρόμο κλαδιά και βάγια, και ψάλλοντας:

— Ωσαννά! Ευλογημένος εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου.

Και όταν έφθασαν στο πλήθος που κατέβαινε, ενώθηκαν όλοι μαζί, και, με τον Ιησού στη μέση, μπήκαν στην Ιερουσαλήμ κουνώντας τα βάγια τους και ψάλλοντας:

— Ωσαννά! Ωσαννά! Ωσαννά!

Στους δρόμους, στα παράθυρα, στις στέγες, κόσμος μαζεύθηκε να δει τη συνοδεία, η πόλη αναστατώθηκε, και όσοι δεν ήξεραν τι έτρεχε ρωτούσαν:

— Ποιος είναι τούτος;

Και τα πλήθη απαντούσαν:

— Τούτος είναι ο Ιησούς, ο προφήτης, από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.

Και όλο και πιο ενθουσιαστικά έψαλλαν:

— Ωσαννά στον υιό του Δαυίδ! Ωσαννά εν τοις υψίστοις.

Θριαμβευτική ήταν η ειρηνική και χαρούμενη αυτή είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, με τη συνοδεία χιλιάδων φτωχών ανθρώπων, που οι περισσότεροι ήταν Γαλιλαίοι, περιφρονημένοι από τους Ιουδαίους. Η ρωμαϊκή αρχή δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τη θρησκευτική αυτήν επίδειξη, γιατί κανέναν δεν πείραζε, και πολιτική σημασία καμιά δεν είχε, ούτε μπορούσε να κρύβει σχέδιο επαναστατικό.

Οι Φαρισαίοι όμως, βλέποντας την πίστη και την αγάπη του λαού για τον Ιησού, έτριζαν τα δόντια, φουρκίζουνταν, και έλεγαν αγανακτισμένοι στους αρχιερείς και στους άρχοντες:

— Το βλέπετε πως τίποτα καλό δεν κάναμε; Να, όλος ο κόσμος πίσω του τρέχει.

Ως το βουνό Μοριά, στην είσοδο του ναού, τον πήγε η συνοδεία. Πέρα όμως, δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί κανένας δεν έπρεπε να μπει μέσα με σκονισμένα πόδια. Πριν φθάσουν λοιπόν εμπρός στην πύλη του Ναού, σκορπίστηκαν τα πλήθη, ο Ιησούς κατέβηκε από το ονάρι και μπήκε μόνος στο Ναό. Κοίταξε γύρω, και είδε με αηδία ότι, όπως και τρία χρόνια πρωτύτερα, όταν είχε ξαναέλθει στην Ιερουσαλήμ για τις εορτές του Πάσχα, ο ναός είχε ξαναγίνει αληθινός στάβλος.

Ήταν μέρα της αγοράς του πασχαλινού αρνιού, και οι ζωοτρόφοι είχαν φέρει πάλι τα κοπάδια τους, οι περιστεράδες τα καφάσια τους, οι σαράφηδες τα ταμεία τους, οι πραματευτάδες τις πραμάτειες τους. Όλα αυτά ήταν στοιβαγμένα, κοπαδιασμένα, μαντρωμένα στο περιστύλιο του ναού και στην ψηφιδωτή αυλή· οι αγοραστές παζάρευαν τα σφαχτά, οι ιερείς τα πουλούσαν, χαλούσαν χρήματα, δάνειζαν, έκλεβαν, απατούσαν, έκαναν τις μικροδουλίτσες τους, χωρίς κανένα σεβασμό για την ιερότητα του μέρους. Η βρώμα και ο θόρυβος ήταν απαίσια.

Όπως και τρία χρόνια πρωτύτερα, εμπρός στο θέαμα αυτό, λυπήθηκε ο Ιησούς, συνάμα και θύμωσε. Και, ρίχνοντας χάμω τα ταμεία, πέταξε έξω χρήματα και πραμάτειες, έδιωξε τους εμπόρους, τα βόδια, τα κοπάδια, αναποδογύρισε τους μπάγκους με τα περιστέρια, έδιωξε τους αγοραστές και απαγόρευσε να μεταφέρουν οτιδήποτε, περνώντας από μέσα από το ναό. Και με αγανάκτηση τους είπε:

— Δεν είναι γραμμένο πως «Το σπίτι μου είναι σπίτι προσευχής για όλα τα έθνη»; Σεις όμως το κάνατε σπηλιά ληστών.

Κανένας δεν τόλμησε ν αντισταθεί ούτε να του αντείπει τίποτα. Οι γραμματισμένοι, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, οργισμένοι, γύρευαν πως να τον βγάλουν από τη μέση, αλλά δεν τολμούσαν να τον αγγίξουν, γιατί φοβούνταν το λαό, που ήταν φανατισμένος εκείνη την ώρα με τον Ιησού.

Και όταν καθαρίστηκε ο ναός, και ησύχασε από την ταραχή, μαζεύθηκαν πάλι οι πιστοί, και άρχισε ο Ιησούς να διδάσκει. Τον άκουε ο λαός, κρεμασμένος στα χείλη του, πίνοντας με λαχτάρα τα λόγια του. Και ήλθαν τυφλοί, κουτσοί και ανάπηροι ζητώντας βοήθεια, και όλους τους γιάτρεψε.

Τα παιδάκια που έψαλλαν στο ιερό, βλέποντας τα θαύματα και ακούοντας τα λόγια του, φώναξαν και αυτά και είπαν:

— Ωσαννά στον υιό του Δαυίδ! Ωσαννά!

Τ ' άκουσαν οι αρχιερείς και οι γραμματισμένοι, και αγανάκτησαν. Είπαν του Ιησού:

— Ακούς τι λέγουν αυτοί;

Και ο Ιησούς τους αποκρίθηκε:

— Ναι! Ποτέ σας δε διαβάσατε πως «Από το στόμα των μικρών και των νηπίων ετόνισες ύμνο»;

Από τον κόσμο που μαζεύουνταν κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ για τις εορτές του Πάσχα, και που οι ιστορικοί υπολογίζουν ως τρία εκατομμύρια, πολλοί ήταν ξένοι. Εκτός από τους Εβραίους, που και από τα πιο μακρινά μέρη ξεκινούσαν για το μεγάλο αυτό προσκύνημα, πήγαιναν και εθνικοί πολλοί, είτε γυρισμένοι στην πίστη των Εβραίων, είτε από περιέργεια, να δουν το μοναδικό αυτό θέαμα· γι' αυτούς, είχαν διαθέσει οι Εβραίοι τον περίβολο του Ναού, μια μεγάλη αυλή που περιτριγύριζε τα ιερά χτίρια, το μεγαλύτερο διαμέρισμα απ' όλα, και που ονομάζουνταν Αυλή των Εθνικών. Τέτοια αντιπάθεια τους είχαν οι Εβραίοι, που και γυρισμένους ακόμα στον Ισραηλιτισμό, δεν τους ήθελαν αναμεταξύ τους.

Πήγαν λοιπόν κι εκείνον το χρόνο οι Έλληνες να προσκυνήσουν στην Ιερουσαλήμ. Μερικοί απ' αυτούς έμαθαν τα έργα του Ιησού, άκουσαν ίσως τη διδαχή του στο ναό και στους δρόμους, και, αν και μαθημένοι από φιλοσοφία και υψηλή ηθική του ελληνικού πολιτισμού, θαύμασαν και απόρησαν με τόση σοφία, και θέλησαν προσωπικως να τον γνωρίσουν.

Πήγαν λοιπόν στον Φίλιππο το Γαλιλαίο και του είπαν:

— Κύριε, θέλουμε τον Ιησού να ιδούμε.

Ο Φίλιππος δεν τόλμησε να πάγει ίσα στον Κύριό του. Ίσως να θυμούνταν τα λόγια του Ιησού στη Χαναναία, που τον παρακαλούσε να σώσει το κορίτσι της: «Δε στάλθηκα παρά μόνο στα χαμένα πρόβατα του Ισραήλ.» Ίσως να αισθάνουνταν και αυτός για τους εθνικούς την ίδια περιφρόνηση που τους είχε η φυλή του, η οποία ως ρητό έλεγε, «σκότωσε ακόμα και τον καλύτερο εθνικό· σπάσε το κεφάλι και του καλύτερου ακόμα φιδιού», και δεν ήθελε να σκοτίσει τον Κύριό του με εθνικού αίτηση.

Γνωρίζοντας την αποφασιστικότητα του συντοπίτη του του Ανδρέα, τον πήρε κατά μέρος, και του είπε την επιθυμία των Ελλήνων, και αφού συζήτησαν το πράμα, αποφάσισαν και πήγαν μαζί στον Ιησού, και του είπαν πως Έλληνες ζητούν να τον δουν και να τον γνωρίσουν.

Το άκουσε ο Ιησούς, και χαρά μεγάλη πλημμύσισε την καρδιά του την ώρα που οι αρχηγοί της φυλής του είχαν αποφασίσει το θάνατο του, τα λόγια του, φθάνοντας στα πέρατα του Ισραήλ, καρποφορούσαν σε ξένα χώματα, του έφερναν τους αγέρωχους ειδωλολάτρες συγκινημένους στα πόδια του.

Αποκρίθηκε ο Ιησούς στους μαθητές του και είπε:

— Ήλθε η ώρα να δοξαστεί ο υιός του ανθρώπου!

Και προφητεύοντας τον κλονισμό που θα έφερνε στον κόσμο ο θάνατος του, και τη μοναδική στην ιστορία επέκταση που θα λάμβανε η θρησκεία μετά το θάνατο του, είπε στους μαθητές του:

— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, αν ο σπόρος του σιταριού πέσει στη γη και δεν πεθάνει, αυτός μόνος μένει αν όμως πεθάνει, πολύν καρπό θα φέρει.

Γιατί όσο ο σπόρος μένει ακέραιος, δεν παράγει τίποτα πρέπει να χαλάσει, να σαπίσει, για να βλαστήσει έτσι, προβλέπει ο Ιησούς πως ο θάνατος του θα στερεώσει τη θρησκεία του, και το κήρυγμά του θα καρποφορήσει και θα απλωθεί παντού.

Η σκέψη του μαρτυρικού θανάτου που ήταν να υποφέρει, τον έφερε μια στιγμή σε αγωνία.

— Τώρα η ψυχή μου ταράζεται, ανεφώνησε, και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από την ώρα αυτή!

Και πάλι πνίγοντας τη φυσική αναστάτωση της σάρκας, ξαναβρήκε την ψυχική του ηρεμία και είπε:

— Μα γι' αυτό ήλθα στην ώρα τούτην. Πατέρα, δόξασε το όνομά σου.

Και ακούστηκε έξαφνα μια φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:

— Και εδόξασα και πάλι θα δοξάσω!

Ήταν τρίτη φορά που ακούουνταν αυτή η φωνή στους ανθρώπους, όπως είχε ακουστεί στη βάπτιση και στη μεταμόρφωση του Ιησού.

Ο κόσμος όμως που ήταν εκεί δεν το κατάλαβε· μερικοί είπαν:

— Βροντή έγινε!

Άλλοι πάλι έλεγαν:

— Άγγελος του μίλησε!

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε:

— Δεν έγινε για μένα η φωνή αυτή, αλλά για σας. Τώρα είναι που καταδικάζεται ο κόσμος τούτος, τώρα είναι που θα ριχθεί έξω ο αρχηγός του κόσμου τούτου — δηλ. ο διάβολος. Και εγώ, όταν υψωθώ από τη γη, θα τραβήξω όλους προς εμένα.

Τα λόγια του αυτά προέλεγαν το θάνατο του, και με τι τρόπο ήταν να πεθάνει υψωμένος στο σταυρό. Και προέλεγαν το θρίαμβο της θρησκείας που δίδασκε.

Απόρησε και σκανδαλίστηκε ο όχλος με τις μαύρες αυτές προβλέψεις.

Ο Μεσσίας, κατά τις παραδόσεις τους, ήταν να βασιλέψει στη γη για πάντα πως μιλούσε λοιπόν ο Ιησούς για «την ύψωση του» —έκφραση εβραίικη που σήμαινε «θάνατος»— δηλ. ύψωση από τη γη κατά τον ουρανό; Τους είχαν διδάξει οι ραββίνοι τους πως, μετά τη βασιλεία του Μεσσία, θ' ακολουθούσε γενική ανάσταση.

Ο Ιησούς τους είχε πει πως «ήλθε η ώρα να δοξαστεί ο υιός του ανθρώπου», μιλώντας για τον εαυτό του, και «υιός του ανθρώπου» ήταν ένας από τους τίτλους που έδιναν του Μεσσία. Αν λοιπόν ήταν εκείνος ο υιός του ανθρώπου, πως τους έλεγε τώρα πως «θα υψωθεί από τη γη»;

Στενοχωρημένοι του είπαν:

— Εμείς ακούσαμε από το νόμο πως ο Χριστός μένει για πάντα. Πως λες εσύ ότι πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο υιός του ανθρώπου; Μα ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε στο ρώτημά τους. Τους έβλεπε κλονισμένους στην πίστη τους, γιατί ο Χριστός της πραγματικότητος που ήλθε να πεθάνει για να σώσει τον κόσμο, δεν ανταποκρίνουνταν στην παράδοση του Μεσσία, όπως τη δίδασκαν οι διαβασμένοι τους.

Και λυπημένος για τη λιγοπιστία τους, είπε μονάχα:

— Λίγον καιρό ακόμα θα μείνει το φως μαζί σας· περπατάτε όσο έχετε το φως, μη σας πλακώσει το σκοτάδι· γιατί εκείνος που περπατά στο σκοτάδι, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Όσο έχετε το φως, πιστεύετε στο φως, για να γίνετε υιοί του φωτός.

Το φως ήταν εκείνος, αυτοί έπρεπε να τον ακολουθήσουν.

Αλλά τα πλήθη αυτά δεν ήταν ακόμα έτοιμα να το καταλάβουν, και αγρίεψαν.

Έφυγε τότε κρυφά ο Ιησούς από ανάμεσά τους.

Μπήκε στο ιερό και κοίταξε όλα ολόγυρα. Είχε βραδιάσει. Τότε πήρε τους δώδεκα, και έφυγε και ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών, και από κει στη Βηθανία, όπου πέρασε τη νύχτα.


  1. Βηθσφαγή θα πει συκόσπιτο. Ήταν τόσες συκιές σ' εκείνο το μέρος ώστε το χωριό ονομάστηκε απ' αυτές.
  2. Ωσαννά: είναι ευχή σαν το ζήτω και το λατινικό vivat και σημαίνει: «Σώσε, παρακαλώ!»