Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΓ'. «Ο Αναμάρτητος από σας...»


Έφθασε και η τελευταία μέρα, η σημαντικότερη της εορτής, όπου γίνουνταν «Το χύσιμο του νερού». Η τελετή αυτή συμβόλιζε το Άγιο Πνεύμα, που το χύνει η αγάπη του Θεού απάνω στους ανθρώπους, και συνάμα θύμιζε το θαύμα της πηγής που έβγαλε ο Μωυσής από το βράχο.

Εκείνη τη μέρα, τα χαράματα, έβγαιναν οι προσκυνητές με τα καλύτερά τους ρούχα, να παν στο ναό· ο καθένας βαστούσε από ένα κλαδί ιτιάς και μυρτιάς σταυρωμένα, μ' ένα βάγι δεμένο στη μέση, και, στο άλλο χέρι, ένα κίτρο.

Οι ιερείς και οι προσκυνητές διαιρούνταν τότε σε τρεις ομάδες. Η μια έμενε στο ναό, όπου οι ιερείς ετοίμαζαν ό,τι χρειάζουνταν για τη θυσία· η άλλη κατέβαινε στον κάμπο να κόψει κλαδιά ιτιάς, και, επιστρέφοντας στο ναό, οι ιερείς σάλπιζαν με τις ασημένιες σάλπιγγες, ενώ οι προσκυνητές στόλιζαν στο μεταξύ το ιερό, κι έστηναν φυλλωμένο θόλο πάνω από το βωμό του θυσιαστηρίου.

Της τρίτης ομάδος οι προσκυνητές ακολουθούσαν έναν ιερέα, που, με συνοδεία μεγάλη από ιερείς και Λεβίτες, κατέβαινε, βαστώντας μια χρυσή λαγήνα, στην πηγή του Σιλωάμ[1], εκεί τη γέμιζε νερό, και, πανηγυρικά, ξανανέβαινε στο ναό, όπου ήταν λογαριασμένο, να φθάσει την ώρα ακριβως που οι άλλοι τοποθετούσαν τα θύματα της θυσίας στο βωμό.

Τρία σαλπίσματα υποδέχουνταν τον ιερέα, καθως περνούσε από την «Πύλη του Νερού», και έμπαινε κατευθείαν στην «Εσωτέρα Αυλή» ή «Αυλή των Ιερέων». Εκεί, δεύτερος ιερέας τον αντάμωνε, με μια λαγήνα κρασί, και μαζί ανέβαιναν στο ιερό. Στο θυσιαστήριο ήταν δυο ασημένιες λεκάνες, η μια ανατολικά, η άλλη δυτικά του βωμού· στη δυτική έχυναν τότε το νερό και στην ανατολική το κρασί, και, αμέσως μετά, έψελναν το μεγάλο «Χαλέλ», που ήταν μια σειρά από ορισμένους ύμνους, με συνοδεία αυλού. Οι ιερείς έψελναν τους ύμνους, και οι προσκυνηταί απαντούσαν «Αλληλούια», σείοντας τα κλαδιά τους κατά το θυσιαστήρι.

Οι Ραββίνοι έλεγαν πως όποιος δεν είδε «τη χαρά της τελετής του νερού», δεν ξέρει τι θα πει χαρά — τέτοιο ξεφάντωμα γίνουνταν, με λιτανείες, με χορούς και φωτοχυσίες.

Ύστερα από την τελετή του νερού, άρχιζαν οι θυσίες, με ύμνους και μουσική προσκυνητές και ιερείς έψελναν ύμνους, άλλοι ιερείς συνόδευαν με αυλούς, με κύμβαλα, με κινύρες και νάβλες[2], και, στο τέλος, κάθε ομάδα πετούσε τρία δυνατά σαλπίσματα, ενόσω τα πλήθη προσκυνούσαν γονατιστά, γερμένα ως κάτω. Οι ιερείς τότε έκαμναν επτά φορές το γύρο του ιερού, και οι προσκυνητές μαδούσαν τα κλαδιά τους απάνω στο θυσιαστήριο, ύστερα τα σπούσαν και έφευγαν.

Εκείνο το ίδιο απόγευμα, χαλούσαν τις καλύβες, και η εορτή τελείωνε.

Ο Ιησούς ήταν στο ναό, και παρευρέθηκε στην αλληγορική αυτή τελετή του νερού, που το έδινε τάχα ο Θεός στο λαό του, για να μη διψάσει ποτέ.

Και όπως άλλοτε το είχε πει στη Σαμαρείτισσα, σηκώθηκε όρθιος, και φώναξε σε όλους τους μαζεμένους πιστούς:

— Όποιος διψά, ας έλθει σε μένα να πιει! Όποιος πιστέψει σε μένα, πηγή θα γίνει από ζωντανό νερό!

Πολλοί που τον άκουσαν ταράχθηκαν και συγκινήθηκαν και πίστεψαν.

— Τούτος είναι αλήθεια ο προφήτης! έλεγαν.

Και άλλοι έλεγαν:

— Τούτος είναι ο Χριστός!

Και μερικοί είπαν:

— Τάχα από τη Γαλιλαία έρχεται ο Χριστός; Δε λέγει η Γραφή πως από τη γενεά του Δαυίδ και από τη Βηθλεέμ, το χωριό όπου γεννήθηκε ο Δαυίδ έρχεται ο Χριστός;

Χωρίστηκε λοιπόν ο λαός, και άρχισε να λογοφέρνει, και οι πιο εχθρικοί θέλησαν ν' αρπάξουν τον Ιησού. Μα και πάλι κανένας δεν έβαλε χέρι απάνω του.

Οι κλητήρες, σταλμένοι από τους αρχιερείς και Φαρισαίους να τον παραφυλάγουν, τον άκουσαν και συγκινήθηκαν και αυτοί με τη διδαχή που έτρεχε σαν αθάνατο νερό από τα χείλη του. Αντί να τον πιάσουν, όπως είχαν εντολή, έφυγαν από το ναό, και γύρισαν άπρακτοι στο Συνέδριο των αρχιερέων και των Φαρισαίων, που τους περίμενε. — Γιατί δεν μας τον φέρατε; ρώτησαν αυτοί.

Τους αποκρίθηκαν οι κλητήρες:

— Γιατί ποτέ άνθρωπος δε μίλησε σαν που μιλά αυτός ο άνθρωπος!

Θύμωσαν οι Φαρισαίοι και τους είπαν:

— Μήπως και σεις παρασυρθήκατε; Είδατε κανέναν άρχοντα να πιστέψει σ' αυτόν, ή κανένα Φαρισαίο; Μόνος ο όχλος τούτος, που δεν κατέχει το νόμο, αξιοκατάκριτος είναι που τον πιστεύει.

Στη συνεδρίαση αυτή του Συνεδρίου, παραβρίσκουνταν και ο Νικόδημος, ο ίδιος που, άλλοτε, νύχτα είχε πάγει στον Ιησού, και που μέσα του τον θαύμαζε, όσο και αν φοβούνταν ή ντρέπουνταν να τ' ομολογήσει.

Βλέποντας την καταφορά των διαβασμένων εναντίον του Ιησού, και την επιμονή τους να τον συλλάβουν, είπε:

— Μήπως ο νόμος μας καταδικάζει άνθρωπο, αν δεν τον ακούσει πρώτα και μάθει τι κάνει;

Θύμωσαν οι Φαρισαίοι και του είπαν:

— Μην είσαι και συ από τη Γαλιλαία; Εξέτασε και μάθε πως από τη Γαλιλαία προφήτης δε βγαίνει.

Και χωρίστηκαν, χωρίς να πάρουν απόφαση, και ο καθένας τράβηξε σπίτι του.

Βράδιαζε. Βγήκε ο Ιησούς από το ναό, και ανέβηκε στο Όρος των Ελαίων, στη μοναξιά της φύσης, που τόσο λαχταρούσε η καρδιά του.

Γιατί όλα τα αισθήματα τ' ανθρώπινα τα ένιωσε ο Ιησούς, τη χαρά, αλλά και τη λύπη, τη στενοχώρια, κάποτε και την αποθάρρυνση, ακόμα και την κούραση της ψυχής. Και τότε γύρευε μοναξιά, τραβούσε για κανένα έρημο βουνό, κι εσήκωνε την ψυχή του κατά τον Πλάστη, και παρακαλούσε τον Πατέρα να τον βοηθήσει πάλι. Και πάλι κατέβαινε η ηρεμία στην τυραννισμένη του ψυχή, και πάλι γέμιζε η καρδιά του αγάπη και σπλαχνιά για τους δυστυχισμένους και τους κακούς· και με καινούριο θάρρος έβγαινε από τη μοναξιά της σκέψεως του, ξανάμπαινε μες στους ανθρώπους, και τους έλεγε την άπειρη αγάπη και καλοσύνη του Θεού για τα πλανεμένα παιδιά. Και όλο κατακτούσε και άλλες ψυχές, που τον ακολουθούσαν.

Έτσι, πρωί πρωί την άλλη μέρα, κατέβηκε ο Ιησούς από τη μοναξιά του βουνού, και πήγε πάλι στο ναό, και όλος ο λαός έτρεξε κοντά του, κι εκείνος κάθισε και τους δίδασκε.

Κι εκεί που δίδασκε, κατάφθασαν Φαρισαίοι και διαβασμένοι, σέρνοντας ανάμεσά τους μια γυναίκα, που μάταια γύρευε να ξεφύγει και να κρυφθεί.

Την έσυραν ως εμπρός στον Ιησού, και, στήνοντάς την στη μέση του είπαν:

— Δάσκαλε, αυτή τη γυναίκα την επιάσαμε που έκανε μιαν ατιμία. Στο νόμο μας, ο Μωυσής προστάζει τις τέτοιες να τις λιθοβολούμε· εσύ λοιπόν τι λες;

Ήταν συνήθεια, σε δύσκολες περιστάσεις, όταν ήταν να δικάσουν έναν άνθρωπο και ο νόμος είχε κάποιαν ασάφεια, να πηγαίνουν στους πιο σοφούς Ραββίνους για να πάρουν τη γνώμη τους.

Σ' αυτήν όμως την περίσταση, δεν ήταν η αμφιβολία που τους έφερνε, παρά μόνο η πονηριά, και η δόλια ελπίδα πως ο πονόψυχος Ιησούς δε θα ήθελε να καταδικάσει τη γυναίκα, και έτσι θα τον έπιαναν ως αιρετικό που δε σέβεται το νόμο του Μωυσή.

Με τα μάτια χαμηλωμένα, τρομαγμένη, ντροπιασμένη, περίμενε η γυναίκα την καταδίκη της.

Μα ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε, ούτε την κοίταξε. Σκυμμένος, έγραφε κάτι με το δάχτυλο στο χώμα.

Οι Φαρισαίοι τον κοίταζαν και ανυπομονούσαν και πάλι, επιμένοντες, τον ξαναρώτησαν.

Τότε, σήκωσε ο Ιησούς το κεφάλι και τους αποκρίθηκε:

— Ο αναμάρτητος από σας ας της ρίξει πρώτος την πέτρα.

Και πάλι σκύβοντας έγραφε στο χώμα.

Μια στιγμή κοντοστάθηκαν οι Φαρισαίοι αμφίβολοι· ύστερα, ένας ένας βγήκαν έξω σιγά, σιωπηλά, αρχίζοντας από τους μεγαλυτέρους, και σιγά, σιωπηλά, τους ακολούθησαν οι άλλοι, ώσπου έμεινε ο Ιησούς μόνος με την ατιμασμένη γυναίκα, όρθια στη μέση.

Σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και της είπε:

— Γυναίκα, πού είναι αυτοί; Κανένας δε σε καταδίκασε;

Κι εκείνη του αποκρίθηκε:

— Κανένας, Κύριε!

Τότε της είπε ο Ιησούς:

— Ούτε εγώ δε σε καταδικάζω. Πήγαινε, και από τώρα μην αμαρτάνεις πια!

Και έφυγε η γυναίκα, όπως έφευγαν όλοι που του είχαν μιλήσει, γαληνεμένη, παρηγορημένη και καλύτερη.

Ποιος ξέρει στην ψυχή της αμαρτωλής αυτής γυναίκας τι αναστάτωση έγινε; Την είχαν σύρει αγριεμένη εμπρός στον Ιησού, να τη δικάσουν και να τη λιθοβολήσουν και έφευγε με την καρδιά πλημμυρισμένη από κάτι άγνωστο ως τότε, κάτι που την ξέπλενε από τις περασμένες αμαρτίες της, και την έκανε να νιώθει καλοσύνη μέσα της, και ηρεμία και σπλαχνιά για τους άλλους και αγάπη για τον κόσμον όλον. Το ήξερε πως είχε αμαρτήσει, και πως κατά το νόμο των Εβραίων έπρεπε να τιμωρηθεί. Και όμως, ο Ιησούς δεν την κατεδίκαζε.

Τι ήταν αυτός, που η ομορφιά της ψυχής του αντανακλούσε στην εξωτερική του μορφή, που ποτέ του δεν αδίκησε κανένα, που μόνο αγάπη σκορπούσε γύρω του, που ήταν αναμάρτητος ο ίδιος, και όμως σπλαχνίζουνταν τις αμαρτίες των άλλων και την ανθρώπινή τους αδυναμία, και συγχωρούσε ακόμα και αυτή την αμαρτωλή; Και η ευλογία του ήταν απάνω της.

Την είχε εξαγνίσει η μεγάλη της ευγνωμοσύνη και η συγκίνηση, που βαθιά την τάραξε. Και η συγχώρεση του αυτή την είχε λυτρώσει από την αμαρτία της, άνοιγε μέσα της πηγή καλοσύνης και μετάνοιας και λαχτάρας να γίνει καλύτερη, και, στο μέλλον, όπως της είχε πει ο Ιησούς, να μην αμαρτάνει πια.


  1. Σιλωάμ θα πει απεσταλμένος. Όπως και η Βηθεσδά, η πηγή αυτή στη νότια άκρη του τοίχου που περιτριγύριζε την Ιερουσαλήμ, ανάβρυζε κατά διαλείμματα, και τα νερά της θεωρούνταν θαυματουργά.
  2. Κινύρες και νάβλες ήταν, και τα δυο, έγχορδα όργανα. Η νάβλα είχε δώδεκα χορδές, και παίζουνταν με το χέρι η κινύρα είχε δέκα, και παίζουνταν με πλήκτρο. Η μουσική του ναού ήταν σωστή ορχήστρα, με νάβλες και αυλούς, με 2 ως 6 κύμβαλα και με το λιγότερο 9 κινύρες, που κυριαρχούσαν, και ήταν πάντα τα περισσότερα όργανα, γιατί ήταν πιο γλυκά, και αυτά έδιναν τον τόνο.