Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΑ'. «Αν δε Γίνετε σαν τα Παιδιά...»


Από κει γύρισαν πάλι κατά τη Γαλιλαία, μα δεν ήθελε ο Ιησούς να το μάθει κανένας, και πέρασαν μυστικά, αποφεύγοντας χωριά και χώρες. Πηγαίνοντας, εδίδασκε ο Ιησούς τους μαθητές του και τους έλεγε:

— Ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στα χέρια των ανθρώπων, και αυτοί θα τον σκοτώσουν, και την τρίτη μέρα θα αναστηθεί.

Το λόγο αυτόν οι μαθητές δεν τον καταλάβαν. Αφού ο Ιησούς ήταν ο παντοδύναμος Μεσσίας, πως ήταν δυνατό να παραδοθεί στους ανθρώπους και να θανατωθεί απ' αυτούς; Αλλά με όλη την απορία τους, τα λόγια του Ιησού τους λύπησαν. Ένιωθαν πως έμελλε να πάθει πολλά κακά ο Κύριος τους, χωρίς να ξέρουν τι, και φοβούνταν να τον ρωτήσουν, μήπως δε θελήσει να τους το πει, ίσως και από δειλία, μη μάθουν χειρότερα ακόμα πράματα, που θα τους έθλιβαν ακόμα περισσότερο.

Η ομιλία του θανάτου τούς έφερε στη συλλογή της Βασιλείας των Ουρανών, και αναμεταξύ τους άρχισαν να συζητούν και να λογομαχούν, ποιος απ' όλους άραγε θα ήταν ο πρώτος στη Βασιλεία των Ουρανών;

Ο Ιησούς προπορεύουνταν χωρίς ν' ανακατωθεί στις ομιλίες τους.

Σαν έφθασαν όμως στην Καπερναούμ, και μπήκε στο σπίτι τους, ρώτησε ο Ιησούς:

— Τι συζητούσατε στο δρόμο;

Οι μαθητές ντροπιασμένοι σώπαιναν.

Τότε κάθισε ο Ιησούς, και φωνάζοντας γύρω τους τους δώδεκα, τους είπε πάλι εκείνα που τόσες φορές τους είχε ξαναπεί:

— Όποιος θέλει πρώτος να γίνει, πρέπει απ όλους τελευταίος να είναι, και δούλος ολωνών να γίνεται.

Και για να εικονίσει ομορφότερα εκείνα που τους έλεγε, φώναξε ένα από τα παιδάκια που πάντα μαζεύουνταν γύρω του, και το έστησε στη μέση, το αγκάλιασε και τους είπε:

— Αλήθεια σας λέγω, αν δεν αλλάξετε και γίνετε σαν τα παιδιά, δε θα μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών. Γιατί όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του και γίνει σαν το παιδάκι τούτο, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη Βασιλεία των Ουρανών. Και όποιος δεχθεί τέτοιο παιδάκι στ' όνομά μου —δηλ. χωρίς υπεροψία, αλλά με αγάπη και εκτίμηση— εμένα δέχεται· και όποιος εμένα δέχεται, δε δέχεται εμένα παρά εκείνον που μ' έστειλε.

Τα λόγια αυτά του Ιησού θύμισαν του Ιωάννη πως αυτός και οι σύντροφοι του απέκρουσαν κάποτε έναν που μεταχειρίζουνταν τ' όνομα του Ιησού. Διακόβοντας τη διδαχή του Κυρίου του, είπε:

— Δάσκαλε, είδαμε κάποιον, που στ' όνομά σου έβγαζε δαιμόνια, και τον εμποδίσαμε γιατί δε μας ακολουθεί.

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Μην τον εμποδίζετε, γιατί δε θα σας είναι αντίθετος, και όποιος δε σας είναι αντίθετος, μαζί σας είναι.

Και, με το παιδάκι πάντα στην αγκαλιά, εξακολούθησε τη διδαχή του για την ταπεινοφροσύνη· και έλεγε:

— Όποιος από σας ποτίσει ένα ποτήρι νερό στ' όνομά μου, γιατί είστε του Χριστού ακόλουθοι, αλήθεια σας λέγω, δε θα χάσει την πληρωμή. Μα όποιος πειράξει κανένα από τούτα τα μικρά που πιστεύουν σε μένα, καλύτερα να κρεμάσει μυλόπετρα στο λαιμό του και να βουλιάξει στης θάλασσας το πέλαγος. Κοιτάξετε μην καταφρονήσετε ένα από τούτα τα μικρά, γιατί, σας το λέγω, οι άγγελοι τους στους ουρανούς στέκονται εμπρός στον Πατέρα που είναι στους ουρανούς.

Τόσην αξία δίνει ο Θεός στα μικρά και στα ταπεινά, ακόμα και στ' αδύνατα που εύκολα παρασύρονται, και δε θέλει ούτε ένα να χαθεί· γι' αυτά, για τη σωτηρία τους έστειλε τον υιό του στον κόσμο.

Και λέγει ο Ιησούς:

— Γιατί ήλθε ο υιός του ανθρώπου να σώσει τα πλανεμένα. Τι θαρρείτε; Αν ένας άνθρωπος έχει εκατό πρόβατα και πλανηθεί το ένα, δε θ' αφήσει τα ενενήντα εννέα στα βουνά πάνω, για να πάγει να βρει το χαμένο; Και αν γίνει και το βρει, αλήθεια σας λέγω, χαίρεται γι' αυτό περισσότερο παρά για τα ενενήντα εννέα που δεν πλανήθηκαν. Έτσι είναι το θέλημα του Πατέρα σας στα ουράνια, να μη χαθεί ούτε ένα από τα μικρά τούτα.

Τους είπε πως πρέπει να είναι σπλαχνικοί για τον αδελφό τους αν έφταιξε, επίσης για όλους, ακόμα και για τους πιο αμαρτωλούς, και πάντα να συγχωρούν, γιατί και οι ίδιοι έχουν ανάγκη από συγχώρηση.

Και τους είπε την ακόλουθη παραβολή:

— Μοιάζει η Βασιλεία των Ουρανών, με βασιλέα που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του. Του έφεραν λοιπόν έναν που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα· επειδή όμως δεν είχε να τα πληρώσει, πρόσταξε ο αφέντης του να τον πουλήσουν αυτόν, τη γυναίκα του και τα παιδιά του για να πληρωθεί το χρέος· ο δούλος έπεσε τότε στα πόδια του και τον προσκύνησε, λέγοντας: «Κύριε, έχε υπομονή μαζί μου, και όλα θα σου τα πληρώσω.» Τον σπλαχνίστηκε ο κύριος του και τον άφησε, και το ποσό που του χρεωστούσε του το χάρισε. Βγαίνοντας από κει ο δούλος, βρήκε άλλο δούλο συνάδελφο του, που του χρεωστούσε εκατό δηνάρια, και, αρπάζοντάς τον από το λαιμό, τον έπνιγε λέγοντας: «Πλήρωσέ μου όσα μου χρεωστάς.» Έπεσε ο άλλος στα πόδια του και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Έχε υπομονή μαζί μου και θα σε πληρώσω.» Αυτός όμως δεν ήθελε, παρά τον πήρε και τον έριξε στη φυλακή, ώσπου να πληρώσει το ποσό. Βλέποντας αυτό, οι άλλοι δούλοι λυπήθηκαν πολύ, και, πηγαίνοντας στον κύριο, του τα είπαν όλα όσα έγιναν. Τότε φώναξε ο βασιλέας το δούλο του και του είπε: «Δούλε κακέ, σου χάρισα ολόκληρο το χρέος σου γιατί με παρεκάλεσες· δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς το συνάδελφό σου όπως σε λυπήθηκα εγώ;» Και θύμωσε και τον παρέδωσε στα βάσανα ώσπου να ξεπληρώσει ολόκληρο το χρέος του. Και πρόσθεσε ο Ιησούς:

— Έτσι και ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα φερθεί με σας, αν δεν συγχωρεί ο καθένας σας τον αδελφό του για τα φταιξίματά του, από μέσα από την καρδιά σας.

Στην Καπερναούμ δεν έμεινε πολύ ο Ιησούς. Μόλις όμως τον ένιωσαν οι ιερείς πως έφθασε, έστειλαν να συνάξουν το δίδραχμο του ναού.

Ήταν συνήθεια, να πληρώνει κάθε Εβραίος στο ταμείο του ναού από ένα δίδραχμο το χρόνο, για την ψυχή του, από είκοσι χρόνων και απάνω. Κάθε Εβραίος, σε ό,τι γωνιά της γης και αν βρίσκουνταν, είτε πλούσιος ήταν είτε φτωχός, πλήρωνε το ίδιο ποσό. Μαζεύουνταν έτσι χρήματα πολλά, και άνθρωποι της εμπιστοσύνης τα πήγαιναν στο γενικό Ταμείο της Ιερουσαλήμ, και τα χρήματα αυτά χρησίμευαν για τα έξοδα του ναού, για θυσίες ταύρων και αρνιών, για άρτους της προσφοράς και για ό,τι άλλο έξοδο είχε ο ναός.

Οι ιερείς όμως και οι Ραββίνοι ήταν απαλλαγμένοι απ' αυτόν το φόρο, και ο Ιησούς, ως αρχηγός σχολής, δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει. Αλλά οι ιερείς, που αρνούνταν του Ιησού τον τίτλο του Ραββίνου, έστειλαν να εισπράξουν και από κείνον το δίδραχμο.

Πήγαν οι εισπράκτορες στον Πέτρο και του είπαν:

— Ο δάσκαλος σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα;

— Ναι, αποκρίθηκε αστόχαστα ο Πέτρος.

Πήγε λοιπόν στο σπίτι, μα, πριν προφθάσει να μιλήσει, τον πρόλαβε ο Ιησούς και του είπε:

— Τι νομίζεις, Σίμων; Οι βασιλιάδες της γης από ποιον παίρνουν φόρους ή κήνσον[1]; Από τους γιους τους ή από τους ξένους;

Αποκρίθηκε ο Πέτρος:

— Από τους ξένους.

Του είπε ο Ιησούς:

— Άρα ελεύθεροι είναι οι γιοι.

Τότε κατάλαβε ο Πέτρος πως αστόχαστα μίλησε, και πως λέγοντας ότι ο κύριος του θα πληρώσει το φόρο στο ναό του Θεού ήταν σα ν' αρνούνταν τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού, του υιού του Θεού.

Το φόρο όμως που δεν είχε ο Ιησούς υποχρέωση να πληρώσει, θα τον έδινε θεληματικά.

Με το φιλικό τρόπο που έπαιρνε, όταν μιλούσε στους μαθητές του, είπε:

— Για να μην τους σκανδαλίσομε όμως, σύρε, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε αγκίστρι, και το πρώτο ψάρι που θα πιάσεις, άνοιξέ του το στόμα και θα βρεις ένα στατήρα2. Πάρε τον και πήγαινε να τον δώσεις για μένα και για σένα.

Τι μάθημα άραγε να ήθελε να δώσει ο Ιησούς με το θαύμα αυτό; Για να μη σκανδαλίσει τους ιερείς και να δώσει ίσως στους μαθητές του ένα παράδείγμα πειθαρχίας στο νόμο, υποτάσσουνταν στο φόρο; Μα τα χρήματα αυτά δεν τα έβγαλε από το Γενικό Ταμείο, που ίσως και να ήταν αδειανά, παρά έστειλε και τα πήρε από στόμα ψαριού που έπιασε ο Πέτρος, ίσως για να αποδείξει έτσι το μεγαλείο του, τη στιγμή ακόμα που ταπεινώνουνταν;


  1. Κήνσος: (census), φόρος που έβαζαν οι Ρωμαίοι στα άτομα και στην ακίνητη περιουσία.