Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΚΖ'. Πρόγευμα στου Φαρισαίου


Ένας Φαρισαίος που παρεβρέθηκε στη σκηνή αυτή, είτε για ν ακούσει τον Ιησού, είτε από κακή πρόθεση να βγει ύστερα να τον κακολογήσει, τον κάλεσε να φάγει σπίτι του.

Το κάλεσμα ήταν για το «άριστον», ασήμαντο λαφρύ πρόγευμα που έτρωγαν οι Εβραίοι κατά το μεσημέρι.

Το κυριότερο γεύμα της μέρας ήταν το βραδινό· τότε έφερναν οι δούλοι νερό και λεκάνη στο τραπέζι, και πρόσφερναν πρώτα στον οικοδεσπότη ή στον κυριότερο από τους καλεσμένους να πλυθεί, ύστερα και στους άλλους, κατά τη σειρά της εθιμοταξίας. Στο άριστον όμως, που ήταν χωρίς σημασία, ο καθένας φρόντιζε μονάχος του να πάρει νερό και να πλυθεί. Προσευχές και ευλογίες ακολουθούσαν, και ύστερα ο οικοδεσπότης ευλογούσε το ψωμί και το κρασί.

Στο πατροπαράδοτο αυτό χερονίψιμο, κάθε πράξη, κάθε κίνηση, σχεδόν, ήταν καθορισμένη, κανονισμένη, και έδινε στους Ραββίνους αιτία για συζήτηση και για φιλονικία. Π.χ. είχε σηκωθεί πικρή πολεμική μεταξύ των σχολών του Χιλέλ και του Σαμμάι αν έπρεπε το νίψιμο να γίνεται πριν ή αφού μπει το κρασί στα ποτήρια, επίσης και για να λυθεί το σημαντικότατο πρόβλημα, πού να τοποθετηθεί το πεσκίρι για το στέγνωμα των χεριών.

Εκείνη τη μέρα, ο Φαρισαίος, μαζί με τον Ιησού, κάλεσε και άλλους Φαρισαίους και νομοδιαβασμένους.

Μπήκε στο σπίτι ο Ιησούς, και, σιμώνοντας το τραπέζι, έγειρε στο τρίκλινο χωρίς να πλυθεί.

Σκανδαλίστηκε ο οικοδεσπότης, και τον ρώτησε πως κάθουνταν στο πρόγευμα πριν πλυθεί.

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Εσείς οι Φαρισαίοι παστρεύετε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, τα σωθικά σας όμως είναι γεμάτα αρπαγή και κακία.

Τον είχαν καλέσει εκεί με την πρόθεση να σχολιάσουν τις πράξεις και τα λόγια του, και από την πρώτη στιγμή έπιαναν λογομαχία. Μα είχαν περάσει πια οι μέρες όπου σκεπαστά, με παραβολές, τους έδειχνε ο Ιησούς τα ελαττώματά τους. Τώρα, με αγανάκτηση τους λέγει την περιφρόνηση του, για την υποκρισία τους και την ψευτιά τους. «Τρελούς», τους λέγει με θυμό, που τα εξωτερικά μόνο φροντίζουν, και τα εσωτερικά τους παραβλέπουν, που τα ποτήρια καθαρίζουν και την ελεημοσύνη λησμονούν.

— Δώσετε ελεημοσύνη από κείνα που έχετε, και όλα θα σας είναι καθαρά.

Και ξεσπάζει με αγανάκτηση και τους λέγει:

— Αλίμονο σας, γραμματισμένοι και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί είστε σα μνήματα που δε φαίνονται, και τα ποδοπατούν οι άνθρωποι περνώντας, χωρίς να το ξέρουν. Κατά το νόμο του Μωυσή, όποιος πατούσε σε μνήμα μολύνουνταν ο λόγος αυτός του Ιησού, ο σκληρός, που τους δείχνει τους Φαρισαίους τόσο κακούς, ώστε να μολύνουν εκείνους που τους πλησιάζουν, επείραξε τους καλεσμένους. Ένας νομικός τον διέκοψε και του είπε:

— Δάσκαλε, λέγοντας αυτά, κι εμάς μας βρίζεις.

Αγανακτισμένος αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Και σας τους νομικούς, αλίμονο σας, που φορτώνετε τους ανθρώπους βάρη ασήκωτα, ενώ εσείς ούτε με το δαχτυλάκι σας δεν τ' αγγίζετε.

Ήταν ολομόναχος, ανάμεσα στα κακόβουλα και δειλά τσακάλια, ο άλλοτε γλυκομίλητος Ιησούς, και η γνώση πως τον κάλεσαν εκεί με την πρόθεση να του ριχθούν όλοι μαζί, τον έκανε ίσως να τους μιλήσει ακόμα πιο τραχιά, να τους πει την αλήθεια με σκληρότερα λόγια. Απότομα, ξεσκεπάζει τη διπροσωπία και την υποκρισία τους, τους πετά καταπρόσωπο την περιφρόνηση του, τους λέγει χωρίς περιφράσεις πια το μίσος του για την αμαρτωλή τους ζωή.

Το φαγί διακόπηκε απότομα, όλοι σηκώθηκαν, ο Ιησούς βγήκε έξω, και οργισμένοι τον περιτριγύριζαν οι διαβασμένοι και οι Φαρισαίοι, βάζοντάς του ερωτήματα, πειράζοντάς τον, γυρεύοντας με κάθε τρόπο να τον κάνουν να πει τίποτα, που να τους δώσει πάτημα να τον κατηγορήσουν για αιρετικό και να τον πιάσουν. Μα δεν τόλμησαν να τον κακοποιήσουν.

Γιατί έξω, ωστόσο, κόσμος πολύς είχε μαζευθεί, και όλο κατάφθαναν άλλοι, ν' ακούσουν και να δουν, τόσο που καταπατούσε ο ένας τον άλλο, και σπρώχνουνταν ποιος να πρωτακούσει τα λόγια του Ιησού.

Υψώνοντας τη φωνή, είπε τότε ο Ιησούς στους μαθητές του, που μαζεύουνταν κι εκείνοι κοντά του:

— Φυλάγεστε από τη ζύμη των Φαρισαίων, που είναι όλο υποκρισία.

Το ήξερε πως μεταξύ του και των Φαρισαίων χάος είχε ανοιχθεί· το ήξερε πως τον είχαν καταδικάσει και πως ήταν πια ζήτημα μερών ο θάνατος του το ήξερε και το παραδέχουνταν. Είχε έλθει να κηρύξει την αλήθεια και να πεθάνει γι' αυτήν. Μα οι άλλοι που θα τον ακολουθούσαν και που θα γίνουνταν απόστολοι του ανάμεσα στους ανθρώπους, θα είχαν άραγε το θάρρος, την αυτοθυσία να τον ακολουθήσουν; Δε θα δείλιαζαν εμπρός στην αντάρα που κατάφθανε;

Με δύναμη και αφοβιά, αψηφώντας το μίσος και το θυμό που ένιωθε έτοιμα να ξεσπάσουν, γυρνώντας στα πλήθη φώναξε:

— Λέγω σε σας τους φίλους μου, μη φοβάστε όσους μπορούν να σκοτώσουν το σώμα, και πέρα από κει δεν μπορούν πια τίποτα. Να σας πω ποιον να φοβάστε: να φοβάστε εκείνον που μετά το σκότωμα έχει εξουσία να ρίξει στη Γέεννα. Ναι, σας λέγω, αυτόν να φοβάστε.

Από τα σπουργίτια, τους λέγει, που τα πουλούσαν σε τιποτένια τιμή, δύο ασσάρια[1] τα πέντε, κανένα δεν έπεφτε στη γη χωρίς τη θέληση του Θεού.

— Εσάς όμως, οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες μη φοβάστε λοιπόν περισσότερο αξίζετε από πολλά σπουργίτια.

— Και σας λέγω, πρόσθεσε, όποιος ομολογήσει πίστη σε μένα, εμπρός στους ανθρώπους, θα τον παραδεχθώ κι εγώ εμπρός στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Μα εκείνος που με απαρνηθεί εμπρός στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ εμπρός στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς.

Κάποιος μες στον όχλο, ακούοντας τα λόγια του Ιησού, σκέφθηκε πως αυτός που μιλούσε με τόση θέληση και εξουσία, ήταν κατάλληλος να του κανονίσει κάτι δικές του μικροδουλίτσες.

— Δάσκαλε, φώναξε, πες του αδελφού μου να μοιράσει μαζί μου την κληρονομιά.

Τι αγανάκτηση να ξέσπασε στην καρδιά του Ιησού, με τα λόγια αυτά, τι αηδία για τη στενοψυχιά ακόμα κι εκείνων που έβλεπαν το μεγαλείο του, την ώρα που με όλη του την πνοή ζητούσε να τους σηκώσει πάνω από τις μικρότητες της ζωής!

— Άνθρωπε, ποιος μ' έβαλε δικαστή σας ή μοιραστή; του αποκρίθηκε.

Και γυρνώντας στα πλήθη είπε:

— Κοιτάξετε να φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία. Γιατί η ζωή δεν είναι στα μεγάλα πλούτη.

Και τους είπε μια παραβολή για να τους εξηγήσει τα τελευταία αυτά λόγια:

— Κάποιου πλούσιου τα χωράφια έβγαλαν πολύν καρπό τα λογάριαζε λοιπόν μέσα του και έλεγε: «Τι να κάνω που δεν έχω πού να φυλάξω τους καρπούς μου;» Και είπε: «Αυτό θα κάνω· θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες, και θα συνάξω τα γεννήματα και τα καλά μου όλα, και θα πω της ψυχής μου: Ψυχή, έχεις πολλά καλά σοδιασμένα για χρόνια και χρόνια· αναπαύσου λοιπόν, φάγε, πίνε και χαίρου. Αλλά του είπε ο Θεός: «Τρελέ, αυτή τη νύχτα σου ζητούν την ψυχή σου. Τίνος λοιπόν θα μείνουν όσα ετοίμασες;»

Και πρόσθεσε ο Ιησούς:

— Έτσι θα γίνει σε όποιον θησαυρίζει για τον εαυτό του στη γη, και δεν είναι πλούσιος σε ό,τι αρέσει στο Θεό.

Και είπε ο Ιησούς στους μαθητές του:

— Γι' αυτό σας λέγω, μη σκοτίζεστε για τη ζωή σας, πως θα φάτε, ούτε για το σώμα σας, πως θα ντυθείτε.

Και με αγάπη, τρυφερά είπε στους δώδεκα:

— Μη φοβάσαι, μικρό μου ποίμνιο· γιατί ο Πατέρας σας ευδόκησε να σας δώσει τη Βασιλεία· πουλήσετε τα καλά σας και κάνετε ελεημοσύνη. Φτιάσετε για σας βαλάντια που δεν παλιώνουν, θησαυρό ουράνιο, που κλέφτης δεν τον αγγίζει ούτε σκουλήκι τον καταστρέφει.

Και πάλι τους θυμίζει:

— Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας.


  1. Ασσάριον, νόμισμα πολύ μικρής αξίας, νομισματική μονάδα των Ρωμαίων.