Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Κ'. Η Κολυμβήθρα της Βηθεσδάς


Κοντά σε μια από τις Πύλες της Ιερουσαλήμ, βρίσκουνταν μια δεξαμενή μεγάλη, γνωστή με τ' όνομα Βηθεσδά, και τριγυρισμένη με πεντάγωνη στοά.

Έλεγαν πως τα νερά της ήταν θαυματουργά, και γιάτρευαν όλες τις αρρώστιες. Γι' αυτό την ονόμαζαν Βηθεσδά, που θα πει «Οίκος Ελέους».

Σε ακαθόριστες ώρες, τα νερά αυτά ταράζουνταν, πότε δυο και τρεις φορές την ημέρα, πότε μια φορά κάθε δυο τρεις μέρες. Η παράδοση έλεγε πως ένας άγγελος κατέβαινε και τάραζε τα νερά, και όποιος άρρωστος πρόφθαινε να μπει πρώτος, και να βουτήσει στο νερό ύστερα από το τάραγμα αυτό, γιατρεύουνταν από το πάθος του.

Ήταν Σάββατο οι ιερείς βρίσκουνταν στις συναγωγές, και ο Ιησούς πήγε στη δεξαμενή όπου μαζεύουνταν άπειροι άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παραλυτικοί και άλλοι.

Μεταξύ τους ήταν και ένας άνθρωπος που για τριάντα οκτώ χρόνια κείτουνταν πιασμένος, και δεν μπορούσε να σηκωθεί αν και τακτικά τον κουβαλούσαν στη Βηθεσδά, δεν κατάφερνε ποτέ, ένεκα της δυσκινησίας του, να μπει πρώτος στο νεοτάραχτο νερό.

Τον είδε ο Ιησούς και, ξέροντας πως από πολύν καιρό ήταν εκεί, τον πλησίασε και του είπε:

— Θέλεις να γίνεις καλά;

Του αποκρίθηκε ο άρρωστος:

— Κύριε, άνθρωπο δεν έχω, που, όταν ταραχθεί το νερό, να με βάλει στην κολυμβήθρα και ώσπου να έλθω εγώ, άλλος προφθαίνει και μπαίνει πρώτος.

Του λέγει τότε ο Ιησούς:

— Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα.

Κι ευθύς θεραπεύθηκε ο άνθρωπος, σηκώθηκε, και, μαζεύοντας το φορείο του, πήρε το δρόμο του.

Μα έτυχε να είναι Σάββατο.

Βλέποντάς τον να φεύγει φορτωμένος, του φώναξαν οι Ιουδαίοι που βρέθηκαν εκεί:

— Δε σου επιτρέπεται να κουβαλάς το κρεβάτι σου.

Αυτός αποκρίθηκε:

— Εκείνος που με γιάτρεψε μου είπε: «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα».

Περίεργοι τον ρώτησαν τότε οι Ιουδαίοι:

— Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε: «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα;»

Μα εκείνος δεν ήξερε, γιατί ο Ιησούς, σαν πάντα, αποφεύγοντας τα λόγια και τη φασαρία που γίνουνταν ύστερα από κάθε θαύμα, είχε φύγει.

Αργότερα όμως, στο ναό μέσα, ο Ιησούς ξαναπάντησε το γιατρεμένο και του είπε:

— Κοίταξε, έγινες καλά· μην αμαρτάνεις πια, μη σου συμβεί τίποτα χειρότερο.

Ο γιατρεμένος τον αναγνώρισε.

Επήγε τότε στους Ιουδαίους, και τους είπε πως εκείνος που τον γιάτρεψε ήταν ο Ιησούς.

Και από κείνη τη μέρα, οι Ιουδαίοι, παραβλέποντας όλα τα καλά που είχε κάνει ο Ιησούς, άρχισαν να τον κατατρέχουν, τάχα πως καταπάτησε το νόμο του Μωυσή, γιατρεύοντας Σάββατο, και σκέφθηκαν να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν.

Μεγάλο σούσουρο έγινε· σκανδαλισμένοι μαζεύθηκαν οι σοφοί στο ναό, και φώναξαν τον Ιησού ν' απολογηθεί.

Στάθηκε ο Ιησούς, μόνος ανάμεσα στους κακόβουλους γραμματισμένους Ραββίνους, τους ιερείς, Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, που είχαν γεράσει μελετώντας το γράμμα του νόμου, σχίζοντας τρίχες στη συζήτηση κάθε λέξης.

Στο ρώτημά τους, πως έσπασε την αργία και γιάτρεψε άρρωστο μέρα Σάββατο, τους αποκρίθηκε:

— Ο Πατέρας μου ακατάπαυστα εργάζεται κι εγώ επίσης ακατάπαυστα εργάζομαι.

Τα λόγια αυτά θύμωσαν τους Ιουδαίους, και, περισσότερο τώρα παρά ποτέ, σκέφθηκαν να τον σκοτώσουν γιατί όχι μόνο έλυνε τη σαββατιανή αργία, αλλά και πατέρα του έλεγε το Θεό, κάνοντας τον εαυτό του ίσο με το Θεό.

Είδε την οργή τους ο Ιησούς, και τους είπε:

— Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, τίποτα δεν μπορεί να κάνει μόνος του ο υιός, αν δε βλέπει τον Πατέρα να το κάνει.

Τους είπε πως ό,τι έκαμνε, το έκαμνε με τη θέληση και τη δύναμη του Πατέρα του, που τον έστειλε μ' εξουσία να κρίνει και να δικάζει, νεκρούς ν' ανασταίνει και, σ' όποιον θέλει, να δίνει ζωή. Τα έργα του ομολογούσαν την αποστολή του. Όποιος λοιπόν εκείνον δεν τιμούσε, και τον Πατέρα του δεν τιμούσε.

— Δεν μπορώ εγώ να κάνω μόνος μου τίποτα καθώς ακούω κρίνω, και η κρίση μου είναι δίκαιη· γιατί δε ζητώ να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου που μ' έστειλε.

Άλλωστε, και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε αναγγείλει τον ερχομό του, αλλ' αυτοί και τον Ιωάννη, που μια στιγμή τον είχαν αναγνωρίσει ως προφήτη, πάλι τον αποκήρυξαν και ξανάπεσαν στο σκοτάδι. Γιατί κανένα προφήτη ποτέ δεν τίμησαν, και μόνο οι ψευδοπροφήτες, που για χρόνια αναστάτωναν την Ιουδαία, έβρισκαν τιμή και πίστη αναμεταξύ τους.

Όλα αυτά τους τα έλεγε, όχι για να δοξαστεί απ' αυτούς, αλλά για να τους ανοίξει τα μάτια και να τους σώσει πριν τους τιμωρήσει ο Θεός· γιατί το ήξερε πως αγάπη του Θεού ειλικρινή δεν είχαν μέσα τους.

— Δόξα από τους ανθρώπους, τους είπε, δε ζητώ.

Και πρόσθεσε:

— Πως μπορείτε να πιστέψετε σεις, που γυρεύετε δόξα ο ένας από τον άλλο, και τη δόξα από το μόνο Θεό δεν τη ζητάτε; Μη νομίζετε πως εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει ο κατήγορος σας, ο Μωυσής, στον οποίο εσείς στηρίζεστε.

Γιατί μόνο με τα χείλια τιμούσαν αυτοί τον Μωυσή, αφού το πνεύμα του νόμου του αδιάκοπα το καταπατούσαν, και αφού τα ίδια του τα λόγια, που είχε προφητέψει ο Μωυσής για τον Μεσσία και που αλήθευαν τώρα, δεν τα πίστευαν.

— Αν πιστεύατε τον Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα γιατί για μένα έγραφε κείνος. Αν λοιπόν όσα έγραψε κείνος δεν τα πιστεύετε, πως θα πιστέψετε τα δικά μου λόγια; Αυτά τους είπε ο Ιησούς, που από κατηγορούμενος είχε γυρίσει κατήγορος τους· αυτά τους εξηγούσε, μόνος αυτός ανάμεσά τους, και αυτοί αποστομωμένοι σώπαιναν. Πρώτη φορά τους μιλούσε ο Ιησούς τόσο ανοιχτά για την κακία τους, επίσης και για τη δική του αποστολή και προέλευση. Τ' άκουαν οι Ιουδαίοι με θυμό και μίσος, και όμως δεν τόλμησαν να τον αρπάξουν εκεί που τους μιλούσε, ούτε καν να σταματήσουν το κατηγορητήριο του.

Από κείνη τη μέρα όμως, έβαλαν στο νου τους να τον σκοτώσουν, γιατί η φωτεινή του διδαχή κατέστρεφε από τη ρίζα τη διδασκαλία τους, φανέρωνε όλη τη στενοκεφαλιά τους, που τη θρησκεία την είχαν καταντήσει ατέλειωτο κομπολόγι από προλήψεις.

Συμφέρον τους ήταν να βγάλουν από τη μέση το νέο αυτόν προφήτη, που φανάτιζε το λαό, όπου περνούσε, με τη δύναμή του, με το μεγαλείο και, συνάμα, με την άπειρη γλύκα της διδαχής του· ένιωθαν πως, γκρεμίζοντας εκείνο που είχαν φτιάσει αυτοί νόμο τους και οδηγό τους, ο Ιησούς γκρέμιζε μαζί και τη δύναμη και τη σημασία τους. Έβλεπε ο Ιησούς και γνώριζε το μίσος τους. Τι να γίνουνταν άραγε μέσα στην ψυχή του, εκείνου που μόνο αγάπη και επιείκεια τους δίδασκε, και που μόνο κακοβουλία και έχθρα αντάμωνε, που αποστολή και όνειρο είχε το λυτρωμό της ανθρωπότητος, και τοίχο μπροστά του έβρισκε την εμπάθεια και τη μοχθηρία;

Ο λαός τον αγαπούσε, τον πίστευε και τον ακολουθούσε τους άρχοντές του όμως Σαδδουκαίους και Φαρισαίους, αριστοκράτες και διαβασμένους, ο ίδιος αυτός λαός τους σέβουνταν. Και, αγράμματος και αμόρφωτος όπως ήταν, έμενε όργανο παθητικό στα χέρια του πιο επιτήδειου, που ήξερε καλύτερα πως να του μιλήσει και να τον πείσει. Ένιωσε ο Ιησούς το μίσος που κουφόβραζε γύρω του, και, βλέποντας πως ήταν πια περιττό να μείνει εκεί, έφυγε από την Ιερουσαλήμ, χωρίς να περιμένει τις εορτές του Πάσχα, που πλησίαζαν.

Άχαρη και σκληρή ήταν η αποστολή του. Μα το έργο του ακόμα δεν είχε εκτελεστεί. Η ώρα του δεν είχε έλθει ακόμα.