Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΙΔ'. Το Μήνυμα του Ιωάννη


Μέσα στη σκοτεινή και υπόγεια φυλακή, όπου ήλιος και φως ποτέ δεν έμπαινε, όπου η υγρασία τον έτρωγε, τ' άκουε αυτά ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και μια μέρα έστειλε μήνυμα στον Ιησού.

Ο Ηρώδης Αντίπας είχε φοβηθεί το αυστηρό κήρυγμα του Βαπτιστή, όσο και το κύρος του, που ολοένα μεγάλωνε στο λαό· είχε ακούσει πως κατά χιλιάδες έτρεχε ο κόσμος να βαπτισθεί και ν' ακούσει τα δυνατά του λόγια, πως για κανέναν δεν παρέβλεπε, ούτε γι' αυτόν το βασιλέα, παρά τις αμαρτίες του φανερά τις κατέκρινε, και, με τραχιά λόγια, αμείλικτα τις εστιγμάτιζε. Ανησύχησε ο Τετράρχης, μην καταντήσει πολιτική δύναμη επικίνδυνη και για το θρόνο του ακόμα έστειλε λοιπόν και τον συνέλαβε, και τον έκλεισε στο φοβερό φρούριο του «Μαχαιρούντος»[1], «το Μαύρο Κάστρο», όπως το έλεγαν οι Ραββίνοι, στην ανατολική όχθη της Νεκρής Θάλασσας.

Παιδί της αγριάδας και της ελευθερίας, ο Ιωάννης μαράζιασε κλεισμένος στη σκοτεινή τρύπα του· την υγρασία και στις λάσπες του υπόγειου όπου τον είχαν ρίξει, σάπιζε λίγο λίγο το σώμα του, και πικραίνουνταν η ψυχή του. Και του ήλθε μια αμφιιβολία μεγάλη, που τον βασάνιζε στο ζωντανό του τάφο, μήπως και η δουλειά του πάγει χαμένη, μήπως και ξεχαστούν τα κηρύγματά του, μιας και σώπασε η φωνή του.

Κάπου κάπου, σαν ηλιακή αχτίνα έφθανε, με κανένα του μαθητή, ένας λόγος του Ιησού, μια είδηση καινούριου θαύματος· γιατί όσο κλειδωμένοι, ακόμα και αλυσοδεμένοι αν ήταν οι φυλακισμένοι, τους επιτρέπουνταν να δέχονται φίλους και συγγενείς, και να μαθαίνουν τι γίνουνταν έξω στον κόσμο. Και τότε, άρχιζε πάλι να ελπίζει ο Βαπτιστής, και περίμενε και όλο περίμενε. Μα οι μέρες περνούσαν σκοτεινές και μαύρες, και ακόμα περίμενε το λυτρωμό που δεν έμελλε ποτέ να έλθει.

Και κλονίστηκε ο ακλόνητος Ιωάννης, και στον καημό του μήνυσε του Ιησού, με δυο του μαθητές:

— Εσύ είσαι εκείνος που έρχεται; Ή να περιμένομε άλλον;

Πήγαν οι μαθητές και βρήκαν τον Ιησού γιατρεύοντας άρρωστους και παθιασμένους, που τον περιτριγύριζαν, τρελούς που τους είχε βγάλει τα δαιμόνια, και τυφλούς που τους είχε ξαναδώσει το και του είπαν:

— Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μας έστειλε σε σένα λέγοντας: «Εσύ είσαι εκείνος που έρχεται ή να περιμένομε άλλον;»

Και τους αποκρίθηκε ο Ιησούς, δείχνοντας τους γιατρεμένους:

— Πηγαίνετε και πείτε του Ιωάννη τι ακούσατε και τι είδατε. Τυφλοί ξαναβλέπουν και κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται και σε φτωχούς πηγαίνει μήνυμα χαράς.

Και πρόσθεσε βάζοντας στα λόγια του όλη τη λύπη της ψυχής του, που είχε κλονιστεί η πίστη του φυλακισμένου, και συνάμα όλη του την αγάπη γι' αυτόν:

— Και ευτυχισμένος εκείνος που δε θα δώσει αιτία σκανδάλου εξ αιτίας μου.

Σα να του έλεγε:

— Ευτυχισμένος εκείνος που έχει εμπιστοσύνη στην αποστολή μου, και δεν κλονιστεί ποτέ στην πίστη του αυτή, ακόμα και στον κατατρεγμό, ακόμα και στη δυστυχία. Και σαν έφυγαν οι μαθητές του Ιωάννη, ο Ιησούς μαντεύοντας πως τα λόγια αυτά μπορούσαν να λιγοστέψουν το κύρος του Βαπτιστή, και γνωρίζοντας πως η λιποψυχιά του ήταν της στιγμής μόνο, και η πίστη του σ' εκείνον έμενε κατά βάθος ακέραια, γύρισε στα πλήθη και είπε:

— Τι βγήκατε στην έρημο να δείτε; —τον καιρό δηλαδή που βάπτιζε ο Ιωάννης, και η φήμη του τραβούσε όλους στον Ιορδάνη για να βαπτισθούν. Καλάμι που το δέρνει ο άνεμος; — δηλαδή άνθρωπο άστατο που γυρίζει απ' όπου τον σπρώξει η διάθεση της στιγμής; Ή τι βγήκατε να δείτε; Άνθρωπο με μαλακά ρούχα ντυμένο; — δηλ. άνθρωπο μαλθακό που τον φοβίζει η κακοπέραση της φυλακής;

Και αρνείται ο Ιησούς μια τέτοια προσβλητική για τον Ιωάννη υπόθεση, και λέγει:

— Εκείνοι που φορούν στολές μαλακές, και ζουν στα πλούτη, βρίσκονται στα παλάτια των βασιλέων. Μα τι βγήκατε να δείτε; Προφήτη; Ναι, σας λέγω, και περισσότερο από προφήτη· γιατί για εκείνον γράφηκε: «Ιδού, εγώ στέλνω τον άγγελο μου πρωτύτερα από σένα, που θα σου ετοιμάσει το δρόμο σου».

Και προσθέτει ο Ιησούς, δίνοντας στον Ιωάννη το χαρακτηρισμό που του άξιζε:

— Αλήθεια σας λέγω, δε σηκώθηκε ανάμεσα -τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από γυναίκα, καλύτερος από τον Ιωάννη.

Ο καλός και απλοϊκός λαός της Γαλιλαίας, άκουε με συγκίνηση τα λόγια του Ιησού, και δέχουνταν με αγάπη και σεβασμό το κήρυγμα του Ιωάννη· και πολύς λαός και τελώνες ζήτησαν να βαπτισθούν για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Μα δεν ήταν μόνο αυτοί ανάμεσά τους στέκουνταν και άκουαν και Φαρισαίοι, επίσης και νομοδιαβασμένοι και άρχοντες· αυτοί όλοι άκουαν με δυσπιστία και δυσαρέσκεια τη διδαχή του Ιησού, που ανέτρεπε τα τους διδάγματα, και ελάττωνε το κύρος τους απέναντι του λαού, και αυτοί αρνούνταν να παραδεχθούν το βάπτισμα του Ιωάννη και το κήρυγμά του.

Ένιωσε ο Ιησούς την αντίπραξη των Φαρισαίων, και τους παρομοίασε με παιδιά κακιωμένα που αποκρούουν κάθε προσπάθεια των συντρόφων τους να τα διασκεδάσουν.

— Με τι να παρομοιάσω τους ανθρώπους αυτής της γενεάς, είπε ο Ιησούς, και τι μοιάζουν; Όμοιοι είναι με τα παιδιά που κάθονται στην αγορά, και το ένα φωνάζει του άλλου: «Φλογέρες σας παίξαμε και δε χορέψατε· μοιρολογήσαμε και δεν κλάψατε».

Και τους το εξήγησε:

— Γιατί ήλθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, που ούτε ψωμί έτρωγε ούτε κρασί έπινε, και λέγατε: «Δαιμόνιο έχει». Ήλθε ο υιός του ανθρώπου, που τρώγει και πίνει, και λέγετε: «Να άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος με τελώνες και με αμαρτωλούς.»

Τ' άκουαν όλα αυτά οι Φαρισαίοι, αλλά δεν πείθουνταν με τα λόγια του Ιησού, απεναντίας μάλλον ερεθίζουνταν εναντίον του.

Τότε, ακόμα δεν τον είχαν αποκηρύξει ολότελα, αν και ένιωθαν τη διδαχή του επικίνδυνη για τα μικροσυμφέροντά τους. Η απλοϊκή του όμως ελεύθερη ζωή, ξελυτρωμένη απ' όλες τους τις προλήψεις, τους σκανδάλιζε και τους θύμωνε, προετοίμαζε τη θύελλα που έμελλε να ξεσπάσει.


  1. Ο Μαχαιρούς ήταν πύργος με σκοτεινές υπόγειες φρικτές φυλακές, στα σύνορα μεταξύ του κράτους του Ηρώδη και του κράτους του Αρέτα.