Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΙΒ'. Διδαχή Απάνω στο Βουνό


Πήγαινε ο Ιησούς χαρούμενος, διδάσκοντας παντού, και, όπου περνούσε, ο λόγος του αναστάτωνε τα πλήθη που έτρεχαν πίσω του, διψασμένα για αγάπη και παρηγοριά. Σε λίγες εβδομάδες, η χώρα όλη βούιζε με τ' όνομά του· σε κάθε καράβι, σε κάθε καλύβα, στα χωράφια ή στην ακρολιμνιά, άλλη ομιλία δεν ήταν παρά για τον Ιησού, άλλη συζήτηση δε γίνουνταν παρά για τα λόγια του, που ξυπνούσαν τόση αγάπη γύρω του, και τάραζαν και συγκινούσαν κάθε ανθρώπου ψυχή, ως το βάθος.

Όλοι ήθελαν να τον δουν και να τον ακούσουν όπου παρουσιάζουνταν, τα πλήθη έτρεχαν και συναθροίζουνταν γύρω του· εκείνος ακούραστα τους έλεγε, και τα λόγια του, απλά, ήρεμα, γεμάτα παρηγοριά και αγάπη, τους συνέπαιρναν και τους καταγοήτευαν.

Τους αγαπούσε και τους δίδασκε ο Ιησούς· μα η ψυχή του συχνά λαχταρούσε τη μοναξιά, τη σιωπή και τη σκέψη· ύστερα από μια μακρινή διδαχή, και αφού ξαπέστελνε τα πλήθη στα σπίτια τους, ήθελε βγαίνει από τους ανθρώπους και τ' ανθρώπινα, ν' αποτραβιέται μόνος, να περιμαζεύει το πνεύμα του, και να παραδίνεται ολόκληρος στη συλλογή. Ένα βράδυ ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί.

Ήταν μόνος στην ερημιά, όπου, μιας και σκοτείνιαζε, άνθρωπος πια δεν πατούσε, και μόνο τ' αγρίμια περιδιάβαζαν στην αστροφεγγιά, και μόνο το ούρλιασμα του τσακαλιού διέσχιζε κάπου κάπου την ήρεμη ατμόσφαιρα.

Όλη νύχτα έμεινε βυθισμένος στη σκέψη. Η ψυχή του δουλεύουνταν στο σκοτάδι, στη νυχτιάτικη σιωπή, στην ερημιά. Βρίσκουνταν σε βαθιά επικοινωνία με τον Πατέρα του και Θεό του, και ετοιμάζουνταν για το αληθινό του έργο, που ήταν να καλλιεργεί και ν' ανυψώνει ψυχές, να τις πλησιάζει στο Θεό, να τις ομορφαίνει, τόσο που να τις κάνει να επικοινωνούν κι εκείνες μαζί Του.

Όλη νύχτα προσεύχουνταν και συλλογίζουνταν.

Και την άλλη μέρα, έκαμε την πιο όμορφη διδαχή της ζωής του, τη διδαχή που κρύβει μέσα της όλο το βάθος, όλο το μεγαλείο και την ποίηση της θρησκείας που άφησε στους ανθρώπους.

Ξημέρωσε, και οι μαθητές του βγήκαν να τον ζητήσουν.

Από πάνω από το ολόφυτο βουνό που δέσποζε τη λίμνη, ο Ιησούς κοίταζε τη φύση που ξυπνούσε στο ηλιοχάραμα, και άκουε μέσα του το πανέμορφο τραγούδι που ολοένα πήγαζε από τη θεϊκή του ψυχή, και ανάβρυζε έτοιμο να χυθεί στο αθάνατο του κήρυγμα.

Ένας ένας έφθαναν οι μαθητές του, και πίσω ακολουθούσαν άλλοι, που ήθελαν να τον δουν, να τον αγγίξουν, ν' ακούσουν τα λόγια του, που έδιναν παρηγοριά και δύναμη.

Φώναξε τότε ο Ιησούς τους μαθητές του, και μεταξύ τους διάλεξε δώδεκα, που θα έμεναν για πάντα μαζί του, που θα προσκολλούνταν ολότελα σ' εκείνον, και που θα τους έστελνε αργότερα, σαν έλθει η ώρα, να παν να κηρύξουν παντού το λόγο του Θεού.

Αυτούς τους δώδεκα διαλεγμένους του τους ονόμασε Αποστόλους· ήταν ο Σίμωνας ή Πέτρος και ο αδελφός του ο Ανδρέας, οι δυο γιοι του Ζεβεδαίου ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης οι «υιοί της Βροντής», που, με τον Πέτρο, ήταν οι πιο αγαπημένοι του· ο Ιάκωβος αυτός και ο Ιωάννης ήταν εξάδελφια του Ιησού, από τη μητέρα τους τη Σαλώμη, που ήταν αδελφή της Μαρίας. Οι άλλοι ήταν, ο Φίλιππος, ο Βαρθολομαίος, ο Ματθαίος ο τελώνης ο γιος του Αλφαίου, και ο αδελφός του ο Iάκωβος, ο Θωμάς που τον επονόμαζαν ο Δίδυμος, ο Σίμων ο Ζηλωτής, ο Ιούδας ο γιος του Ιακώβου, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Στο μεταξύ, κόσμος πολύς είχε μαζευθεί. Ο Ιησούς κάθουνταν με τα μάτια σκυμμένα, βυθισμένος στη συλλογή και ολοένα κατέφθαναν τα πλήθη, και περίμεναν συγκινημένα ν' ακούσουν το λόγο του νέου προφήτη και όσοι είχαν κανένα πάθημα, ήθελαν να τον αγγίξουν, πιστεύοντας πως αυτό θ' αρκούσε να τους γιατρέψει.

Κι εκείνος σήκωσε τα μάτια του και είπε:

— Ευτυχισμένοι οι φτωχοί, γιατί δική τους είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Ευτυχισμένοι όσοι πεινούν, γιατί αυτοί θα χορτάσουν. Ευτυχισμένοι όσοι κλαίουν, γιατί αυτοί θα γελάσουν.

Αντίθετα με όλες τις διδαχές των νομοδιαβασμένων, επίσης και με τις παραδόσεις, που υπόσχουνταν στους Εβραίους εθνικές κατακτήσεις και κοσμικά πλούτη, ο Ιησούς δεν αποτείνεται παρά στην ψυχή, την ανεβάζει σε άλλους κόσμους, της δείχνει άλλα ιδανικά, καινούρια ηθική. Αντίθετα με όσα περίμεναν ν' ακούσουν οι Εβραίοι, δηλ. με τι τρόπο ν' αποκτήσουν χαρές και απολαύσεις στη γη, ο Ιησούς τους δείχνει το μεγαλείο της αρετής, του αγώνος προς το καλό, της καρτερίας, της υποταγής στις αναπόφευκτες δυστυχίες της ζωής.

Δεν πειράζει, λέγει ο Ιησούς, αν υποφέρεις στη γη, αν σε κατατρέχουν οι άνθρωποι, αν πεινάσεις, αν λυπηθείς, αν κλάψεις και πενθήσεις γυρεύοντας το καλό. Η δυστυχία δεν εξαρτάται από το τι θα υποφέρεις, αλλά από το πως θα το υποφέρεις. Η λύπη θα σε εξαγνίσει, θα σε πλησιάσει στον ουρανό, φθάνει να βαστάξεις την ψυχή σου αγνή και ακλόνητη, και θα έλθει η ώρα που θα παρηγορηθείς.

Και, ρυθμική σαν τραγούδι, εξακολουθεί η διδαχή του βαθιά, απλή, ήμερη, και παρηγορητική· και ανεβαίνει σ' εκτάσεις άλλες, και μαζί του σηκώνει τον άνθρωπο σε σφαίρες αιθέριες, πάνω και από την πνευματική ακόμα κακομοιριά και δυστυχία, που είναι πιο βαριά από την άλλη.

— Ευτυχισμένοι εκείνοι που έχουν απλή την ψυχή, γιατί δική τους είναι η Βασιλεία των Ουρανών.

«Ευτυχισμένοι οι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.

«Ευτυχισμένοι οι ήρεμοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη.

«Ευτυχισμένοι όσοι πεινούν και διψούν δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτάσουν.

«Ευτυχισμένοι οι σπλαχνικοί, γιατί αυτοί θα δουν έλεος.

«Ευτυχισμένοι όσοι έχουν καθαρή την καρδία, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό.

«Ευτυχισμένοι οι ειρηνικοί, γιατί αυτοί υιοί του Θεού θα ονομασθούν.

«Ευτυχισμένοι όσοι καταδιωχθούν για την αρετή τους, γιατί δική τους είναι η Βασιλεία των ουρανών.

«Ευτυχισμένοι είστε όταν σας βρίσουν και σας κατατρέξουν και ψέματα σας κακολογήσουν εξαιτίας μου. Χαίρεστε και αγαλλιάζετε, γιατί η αμοιβή σας είναι μεγάλη στον ουρανό. Έτσι κατέτρεχαν και τους προφήτες πριν από σας.

Στους μαθητές του τονίζει πόσο μεγάλη είναι η αποστολή τους, πόσο σημαντική η δράση τους.

— Εσείς είστε το άλας της γης, λέγει.

Και τους παρακινεί να μη χαλαρώσουν και να μην κουρασθούν.

— Αν το άλας χάσει την ουσία του, με τι θα ξαναλατιστεί; Δε χρησιμεύει πια σε τίποτα, παρά θα πεταχθεί έξω, και θα καταπατιέται από τους ανθρώπους. Εσείς είστε το φως του κόσμου· χώρα που είναι χτισμένη σε βουνό επάνω δεν μπορεί να κρυφθεί.

«Όπως δεσπόζει αυτή τους κάμπους, έτσι και οι Απόστολοι του θα δεσπόζουν τα πλήθη των ανθρώπων.

«Ούτε πρέπει να κρυφθούν και να κρύψουν τις αρχές τους και την πίστη τους από τους ανθρώπους.

— Δεν ανάβει κανείς το λύχνο, για να τον σκεπάσει κάτω από τον μόδιο[1], παρά τον βάζει στο λυχνοστάτη και φέγγει όλους που είναι στο σπίτι.

Και με δυο λόγια τους εξήγησε όλες αυτές τις παραβολές.

— Έτσι να λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας, που είναι στον ουρανό.

Και λέγει:

— Ακούσατε πως ο νόμος του Μωυσή είπε στους πατέρες σας: «Ν' αγαπάς το φίλο σου και να μισήσεις τον εχθρό σου». Αλλ' εγώ σας λέγω:

«Αγαπάτε τους εχθρούς σας, κάνετε καλό σ' όσους σας μισούν, ευλογείτε όσους σας καταριούνται, προσεύχεστε για όσους σας έβλαψαν. Θα είναι η αμοιβή σας μεγάλη, γιατί θα είστε υιοί του Υψίστου, που τον ήλιο του για κακούς όσο και για καλούς τον ανατέλλει, και βρέχει για δικαίους όσο και για αδίκους.

»Σ' όποιον σου ζητήσει δίνε, και απ' όποιον σου παίρνει τα υπάρχοντά σου, μην τα ζητάς πίσω.

»Κι εκείνο που θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, το ίδιο κάνετέ το και σεις σ' αυτούς.

»Και αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, και αν ευλογείτε εκείνους που σας ευεργέτησαν, και αν δανείζετε σε όσους ξέρετε πως θα σας το αποδώσουν, ποια είναι η χάρη σας; Δηλαδή τι περισσότερο κάνετε από τους αμαρτωλούς;

»Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν.

«Γίνετε σπλαχνικοί καθώς και ο πατέρας σας σπλαχνικός είναι.

«Μην κρίνετε, και δε θα κριθείτε.

«Μην καταδικάζετε, και δε θα καταδικασθείτε.

«Συγχωρείτε, και θα συγχωρεθείτε.

«Δίνετε και θα σας δοθεί. Με το μέτρο που μετράτε θα σας αντιμετρηθεί.

Όλη η ομορφιά της διδαχής του Ιησού, και όλη διαφορά με τ' άλλα κηρύγματα, είναι μέσα σ' αυτά τα λόγια. Μην κρίνεις, μη δικάζεις τις πράξεις του άλλου· και συγχώρνα. Ποιος από μας δεν έχει ώρες αδυναμίας και δε χρειάζεται την επιείκεια των άλλων; Σπλαχνικός να είσαι για όλους, και αυστηρός μονάχα για τον εαυτό σου. Κρίνε τις δικές σου πράξεις, γιατί αυτές τις ορίζεις και ξέρεις γιατί τις έκανες· μα το γείτονά σου μην τον κρίνεις, γιατί δεν γνωρίζεις την καρδιά του ούτε τις αιτίες των πράξεών του, ώστε να μην καταδικάζεις. Και αν ξέρεις γιατί τις έκανε αυτές τις πράξεις, ακόμα πως τις έκανε για κακό, πάλι συγχώρησέ τον, όπως σε συγχωρεί εσένα ο Θεός.

Το κήρυγμα του Ιησού γκρεμίζει τις στενόμυαλες και στενόψυχες παραδόσεις των Φαρισαίων, όχι όμως και το νόμο των προφητών. Και το τονίζει δυνατά, και λέγει ο Ιησούς:

— Μη νομίζετε πως ήλθα να καταλύσω το νόμο και τους προφήτες. Δεν ήλθα να καταλύσω, αλλά να τα συμπληρώσω.

»Και σας λέγω, αν η αρετή σας δεν είναι περισσότερη από των γραμματέων και των Φαρισαίων, δε θα μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών.

— Ακούσατε πως ελέχθηκε στους αρχαίους: «Μη σκοτώσεις» και «Όποιος σκοτώσει πρέπει να καταδικαστεί». Εγώ όμως σας λέγω πως όποιος θυμώσει άδικα με τον αδελφό του, του χρειάζεται καταδίκη, και όποιος τον βρίσει του πρέπει η Γέεννα του πυρός[2]. Εγώ σας λέγω και τούτο: Αν την ώρα που πας να προσφέρεις θυσία, θυμηθείς πως ο αδελφός σου έχει παράπονο μαζί σου, παράτα τη θυσία, και τρέχα πρώτα ν' αγαπήσεις με τον αδελφό σου, και ύστερα έλα να κάνεις τη θυσία.

«Πάλι ακούσατε πως ελέχθηκε στους αρχαίους: «Μην πατήσεις τον όρκο σου, αλλά να τον κρατήσεις απέναντι του Κυρίου». Εγώ σας λέγω, μην ορκίζεσαι καθόλου ο λόγος σας να είναι ένας: ναι ναι, όχι όχι το παραπάνω είναι περιττό και κακό.

«Ακούσατε ότι ελέχθηκε: «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος», — δηλ. όποιος σου κάνει κακό να του ανταποδώσεις τα ίδια. Εγώ όμως σας λέγω, μην αντιστέκεις σ' εκείνον που σου κάνει κακό παρά αν σε χτυπήσει κανείς στο ένα μάγουλο, γύρισέ του το άλλο, και σ' όποιον θέλει να σου κάνει δίκη —και να σου πάρει και το φόρεμα ακόμα,— άφησέ του και το επανωφόρι σου.

»Η αντίσταση στο κακό ξυπνά την αγριότητα και το μίσος· η συγχώρηση και η ηρεμία, απεναντίας, ημερεύουν την έχθρα, φέρνουν ειρήνη και ομόνοια. Η κακία δε χαμηλώνει εκείνον εναντίον του οποίου στρέφεται, αλλά εκείνον που την κάνει· καρτερία όμως και η συγχώρηση και η μακροθυμία σε ανυψώνει, και, κατ' αντίθεση, ντροπιάζει ακόμα περισσότερο εκείνον που άδικα σε πρόσβαλε και συχνά τον διορθώνει.

Μη ρίχνονται όμως και τα δώρα του Θεού σ' εκείνους που είναι ανεπίδεκτοι να τα δουν και να τα αγνοήσουν.

— Μη δώσετε τα άγια[3] στους σκύλους, λέγει ο Ιησούς, και μη ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας εμπρός στους χοίρους, μήπως και τα καταπατήσουν με τα πόδια τους και γυρνώντας σας σχίσουν.

Και χτυπώντας κατακέφαλα την υποκρισία που, σχίζοντας από τους Φαρισαίους και τους διαβασμενους, φαρμάκωνε το λαό του Ισραήλ, ο Ιησούς είπε:

— Προσέχετε την ελεημοσύνη σας, να μην την «κάνετε εμπρός στους ανθρώπους, για να φαίνεστε, ειδεμή αξία δεν έχετε για τον Πατέρα σας στον ουρανό. Όταν λοιπόν ελεήσεις, μην το κάνεις μ' επίδειξη, σαν που το κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για να επαινεθούν από τους ανθρώπους. Αλήθεια σας λέγω, αυτοί έλαβαν κιόλα την αμοιβή τους. Εσύ όμως, σαν κάνεις ελεημοσύνη, να μη μάθει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί, για να είναι κρυφή η ελεημοσύνη σου. Ο Πατέρας σου όμως που βλέπει και τα κρυφά, θα σου το ανταποδώσει φανερά.

»Και όταν προσεύχεσαι, μην κάνεις σαν τους υποκριτές, που αγαπούν να στέκουν όρθιοι στις συναγωγές και στις γωνιές των μεγάλων δρόμων, και να προσεύχουνται με τρόπο που να φανούν στους ανθρώπους κι έτσι να τιμηθούν. Αλήθεια σας λέγω, αυτοί —με τις τιμές που τους κάνουν οι άνθρωποι για την επιδεικτική τους ευσέβεια— έλαβαν ήδη την αμοιβή τους. Εσύ όμως, όταν θέλεις να προσευχηθείς, τραβήξου στο κελί σου, και αφού κλείσεις την πόρτα, προσευχήσου στο Θεό που σε βλέπει στο κρυφό, και θα σου δώσει στα φανερά.

Ούτε θέλει ο Ιησούς τις πολύλογες κατά παραγγελία προσευχές, όπου τα χείλια μόνο σαλεύουν και η καρδιά μένει ξερή. Και λέγει:

— Στην προσευχή σας μην περιττολογείτε σαν τους Εθνικούς, που νομίζουν πως με τα πολλά λόγια θα εισακουστούν. Ξέρει ο Πατέρας σας τι σας χρειάζεται, πριν το ζητήσετε. Εσείς, να προσεύχεστε έτσι:

Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς·

αγιασθήτω το όνομά σου·

ελθέτω η βασιλεία σου·

γεννηθήτω το θέλημά σου·

ως εν ουρανώ, και επί της γης·

τον άρτον ημών τον επιούσιον

δος ημίν σήμερον

και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών,

ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών

και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν,

αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Ότι σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας αμήν.

Πατέρα μας που είσαι στον ουρανό,

άγιο να είναι τ' όνομά σου,

να έλθει η βασιλεία σου,

να γίνει το θέλημά σου,

όπως στον ουρανό έτσι και στη γη.

Το ψωμί της ημέρας δώσε μας σήμερα,

και συγχώρεσέ μας τις αμαρτίες μας,

όπως κι εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έβλαψαν.

Και μη μας βάλεις σε πειρασμό,

παρά σώσε ημάς από το κακό.

Γιατί δική σου είναι η βασιλεία, η δύναμη και η δόξα στους αιώνες.

Αμήν.

Ωραιότερη, απλούστερη, σεμνότερη προσευχή και συνάμα πλουσιότερη σε έννοια δεν έγινε.

Και εξακολουθεί ο Ιησούς, στιγματίζοντας την υποκρισία:

— Όταν νηστεύετε, λέγει, μη γίνεστε σαν τους υποκριτές σκυθρωποί, γιατί αυτοί αφανίζουν τα πρόσωπά τους, για να δειχθούν στους ανθρώπους πως νηστεύουν.

Με τα λόγια αυτά, υπονοούσε ο Ιησούς τους Φαρισαίους που, για να δείξουν την ευσέβειά τους, όταν νήστευαν δεν επλένουνταν, ούτε άλειφαν λάδι τα μαλλιά τους, παρά έβαζαν στάχτη στο μέτωπο και στο κεφάλι, σ' ένδειξη μετάνοιας, έπαιρναν ύφος θλιμμένο και αυστηρό, και μ' επίδειξη έδειχναν κουρασμένη όψη, τάχα πως οι πολλές στερήσεις τους είχαν εξασθενήσει.

Ο Ιησούς απεχθάνουνταν τις υποκρισίες αυτές και στους μαθητές του έλεγε:

— Αλήθεια σας λέγω, ότι αυτοί έλαβαν την αμοιβή τους. Εσύ όμως όταν νηστεύεις άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπο σου, για να μη φανείς στους ανθρώπους πως νηστεύεις ο πατέρας σου που βλέπει τα κρυφά θα σου το ανταποδώσει φανερά.

»Μη μαζεύετε θησαυρούς στη γη, όπου σάρακας και σαπίλα καταστρέφουν κάθε τι, και όπου κλέφτες τρυπούν και κλέβουν μαζεύετε πλούτη ουράνια, που ούτε σκουλήκι ούτε σαπίλα τα αφανίζει, και όπου κλέφτες δεν τρυπούν ούτε κλέβουν γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.

«Δεν μπορείτε να δουλεύετε δυο κυρίους, γιατί ή τον ένα θ' αγαπήσετε και τον άλλο θα μισήσετε, ή στον ένα θα προσκολληθείτε και τον άλλο θα περιφρονήσετε. Δεν μπορείτε και Θεό να δουλεύετε και Μαμωνά[4]. Γι' αυτό σας λέγω, μη φροντίζετε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, μήτε το σώμα σας πως θα το ντύσετε.

«Σκοπός της ζωής δεν είναι πως να τραφεί το σώμα και πως να θησαυρίσει και ν' απολαύσει υλικά καλά και δόξες, αλλά πως να καλλιεργηθεί η ψυχή και να πλησιάσει στον Πλάστη.

«Κοιτάξετε τα πουλιά τ' ουρανού που ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, ούτε συνάζουν σε αποθήκες, και όμως ο ουράνιος σας Πατέρας τα τρέφει, δεν αξίζετε σεις περισσότερο από αυτά; Και ποιος από σας, όσο και αν φροντίζει, μπορεί να προσθέσει μια πήχη στο ανάστημά του; Αν λοιπόν το ελάχιστον δεν μπορείτε, τι φροντίζετε για τ' άλλα;

»Και για φορέματα τι σκοτίζεστε; Κοιτάξετε τους κρίνους του κάμπου πως μεγαλώνουν· δε δουλεύουν ούτε γνέθουν· σας λέγω όμως, ούτε ο Σολομών σε όλη του τη δόξα, σαν κανένα από τούτα δε φόρεσε στολή. Αν λοιπόν το χόρτο του αγρού, που σήμερα είναι και αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, το στολίζει έτσι ο θεός, πόσο περισσότερο εσάς, ολιγόπιστοι;

»Ώστε σεις μη ζητείτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη θαλασσοδέρνεστε για τέτοια πράματα που τα ζητούν οι ειδωλολάτρες· ο πατέρας σας ξέρει τι σας χρειάζεται. Ζητείτε σεις τη Βασιλεία του Θεού και τ' άλλα θα σας δοθούν.

Η διδαχή του Ιησού είναι γλυκιά και ήρεμη σαν την όμορφη φύση της Γαλιλαίας, προπάντων αυτό τον πρώτο καιρό, όπου δεν είχε αρχίσει ακόμα ο πικρός και κακόπιστος κατατρεγμός. Αγαπούσε τα λουλούδια, τα πουλιά, τα παιδάκια, τη λίμνη, τα πράσινα λιβάδια· και τα διδάγματά του εικονίζονται, κάθε λίγο, παρμένα από τη φύση, για να τα τυπώνει καλύτερα στα απλοϊκά και άκακα πλήθη, συναγμένα γύρω του.

Ήταν ο λόγος του Ιησού δροσερός, σαν το ανοιξιάτικο μυρωδάτο λουλούδι του αγρού.

Και ήρεμα τους λέγει:

— Μη σκοτίζεστε για την αύριο· η αυριανή μέρα θα φροντίσει για τον εαυτό της· αρκεί της κάθε μέρας το δικό της βάσανο.

Ήταν γλυκό και ειρηνικό το κήρυγμα του Ιησού, και ολότελα διαφορετικό απ' τα κηρύγματα των Ραββίνων και ιερέων της εποχής.

Εκείνο τον καιρό, τα πνεύματα των Εβραίων ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχα και εξημμένα. Η εθνική τους υπερηφάνεια επαναστατούσε εναντίον της ρωμαϊκής κυριαρχίας, και, για να τους παρηγορούν, οι διαβασμένοι και οι αρχιερείς τους εξηγούσαν τις γραφές, λέγοντας πως έπρεπε και αυτήν τη δοκιμασία να την περάσουν, αλλά πως τελείωναν πια τα βάσανά τους και κόντευε ο Μεσσίας, ο υιός του Δαυίδ, που με τη δύναμη του Θεού θα έδιωχνε τους εθνικούς και θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ.

Έτσι, περιμένοντας κάθε μέρα το Μεσσία, τα πνεύματά τους ολοένα εξάπτουνταν και, από ανάμεσά τους, κάθε τόσο σηκώνουνταν κανένας καινούριος τυχοδιώκτης ή θερμοκέφαλος, δήθεν θεοφώτιστος, που παρουσιάζουνταν ως Μεσσίας, και, βρίσκοντας έδαφος ευνοϊκό, σχημάτιζε κόμμα πολιτικό ή θρησκευτικό, και αναστάτωνε τη χώρα. Όσο το κίνημα περιορίζουνταν στα θρησκευτικά, οι Ρωμαίοι δεν τους πείραζαν, τους άφηναν κάθε ελευθερία· αλλά μόλις ένιωθαν σκοπό πολιτικό, χτυπούσαν αλύπητα· και, κοντά στον ψευδοπροφήτη, σκότωναν και καμπόσους Εβραίους.

Στη διδαχή του Ιησού, απεναντίας, καμιά φιλοδοξία ανθρώπινη, κανένα σχέδιο εθνικιστικό ή πολιτικό δεν εισχωρεί, καμιά σχέση δεν έχει η αποστολή του με τις εθνικές επιθυμίες των Εβραίων, η βασιλεία που αναγγέλλει είναι η Βασιλεία των ουρανών, η σωτηρία, η ελευθερία της ψυχής των ανθρώπων. Του είναι ολότελα ξένη η πολιτική του Ισραήλ και τα κηρύγματα και οι προφητείες των ψευδοπροφητών, που διέτρεχαν την Ιουδαία ανάβοντας τα μυαλά και αναστατώνοντας συνειδήσεις.

Ο Ιησούς προειδοποιεί τους μαθητές του να φυλάγονται από τέτοιους ψευτόχριστούς, που, με εξωτερικό προβάτων και καρδιά λύκων αρπακτικών, παραπλανούν και γελούν τους ανθρώπους, και τους ειδοποιεί πως δυσκολοεύρετος είναι ο δρόμος του πηγαίνει στον ουρανό.

Και λέγει:

— Μη νομίζετε πως θα μπει στον ουρανό όποιος μου πει «Κύριε, Κύριε», αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Πολλοί θα μου πουν εκείνη τη μέρα: «Κύριε, Κύριε, με τ' όνομά σου δεν προφητέψαμε; Και με τ' όνομά σου δε βγάλαμε δαιμόνια; Και με τ' όνομά σου δεν εκάναμε θαύματα;» Και τότε θα τους ομολογήσω πως «Ποτέ δε σας εγνώρισα. Φύγετε από μένα οι εργάτες της ανομίας».

»Γιατί δεν είναι τα λόγια που κάνουν τον άνθρωπο άξιο της Βασιλείας των Ουρανών, αλλά οι πράξεις του και η αγνή ψυχή. Εκείνη βλέπει ο Πατέρας ο ουράνιος και από κείνη κρίνει ποιος είναι άξιος να περάσει τη στενή πύλη που πάγει στον ουρανό.

— Και είναι στενή η πύλη και στριμωχτός ο δρόμος που πάγει στον ουρανό, και λίγοι είναι εκείνοι που την βρίσκουν —και που αυτή διαλέγουν— ενώ είναι απλόχωρος ο δρόμος και πλατιά η πύλη που φέρνει στο χαμό, και πολλοί είναι εκείνοι που μπαίνουν απ' αυτήν, γιατί τη βρίσκουν ευκολότερα.

Και τους είπε ο Ιησούς, εικονίζοντας την ιδέα του, όπως το συνήθιζε, με μια παραβολή:

— Όποιος λοιπόν ακούει τα λόγια μου αυτά και τ' ακολουθεί, τον παρομοιάζω με άνθρωπο φρόνιμο που έχτισε το σπίτι του στην πέτρα και κατέβηκε η βροχή και ήλθαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι και έπεσαν στο σπίτι αυτό, κι εκείνο δεν εγκρέμισε, γιατί ήταν θεμελιωμένο στην πέτρα. Και όποιος ακούει τα λόγια μου αυτά και δεν τ' ακολουθεί, μοιάζει με τον ασυλλόγιστο που έχτισε το σπίτι του στην άμμο, και κατέβηκε η βροχή και ήλθαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι και πλάκωσαν το σπίτι εκείνο, και έπεσε και ήταν το γκρέμισμά του μεγάλο.

Αυτά τους είπε ο Ιησούς ο γλυκομίλητος, και τον άκουαν συνεπαρμένοι από τη δύναμη και την ομορφιά της διδαχής του. Γιατί τους δίδασκε σα να είχε εξουσία απάνω τους, και όχι όπως οι διαβασμένοι.

Και όταν τελείωσε και σηκώθηκε να φύγει, το πλήθος σιωπηλά τον ακολούθησε, τα μάτια καρφωμένα στον νέο προφήτη, που τους είχε δείξει ζωή άλλη, πλατιά, μεγάλη, ανώτερη, όμορφη όσο ποτέ δεν την είχαν ονειρευθεί οι απλοί και αγράμματοι αυτοί άνθρωποι, μαθημένοι μονάχα στους στενούς και σκληρούς νόμους του κλήρου και των διαβασμένων τους.


  1. Μόδιος ή μόδιον, μέτρο ρωμαϊκό, για να μετρούν τα γεννήματα, σαν το δικό μας το κιλό.
  2. Γέεννα, «Γκι Χινόμ», δηλ. η κοιλάδα του Χινόμ, έξω από την Ιερουσαλήμ. Οι Ισραηλίτες είχαν ατιμάσει πρώτη φορά την κοιλάδα αυτή, όταν έκαψαν ζωντανά τα παιδιά τους, αγόρια και κορίτσια, ως θυσία στον Μολόχ το θεό των Φοινίκων. Ύστερα, τη μόλυναν πτώματα, που τα είχαν ρίξει και σάπιζαν εκεί. Για να την καθαρίσουν από το μόλυσμα και τη δυσωδία, οι Εβραίοι της έβαλαν φωτιά· και όλα κάηκαν, πτώματα, δένδρα, χαμόδενδρα, η κοιλάδα έγινε ένας απέραντος λάκκος από φωτιά. Από τότε, το Γκι Χινόμ αντιπροσώπευε για τους Εβραίους την κόλαση, δηλ. ό,τι τρομερό, φρικτό, βρωμερό και απαίσιο ήθελαν να περιγράψουν.
  3. Άγια: τα αγιασμένα εις το ναό δώρα, δηλ. άρτοι της προθέσεως κτλ.
  4. Μαμωνάς, συροχαλδαϊκή λέξη, που σημαίνει πλούτος, κέρδος.