Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Ζ'. Νικόδημος


Η πράξη του Ιησού, που καθάρισε το ναό από τους εμπόρους, επίσης και διάφορα θαύματά του στην Ιερουσαλήμ, και η διδαχή του τις μέρες εκείνες των εορτών του Πάσχα, έκαναν πολλήν εντύπωση στο λαό, και πολλοί πίστεψαν.

Μεταξύ τους ήταν και ένας άρχοντας Φαρισαίος, μέλος του Σανχεδρίν[1], άνθρωπος πλούσιος, με μεγάλη υπόληψη, που λέγουνταν Νικόδημος.

Αυτός άκουσε τη διδαχή του Ιησού και θαύμασε τη σοφία του, αλλά δεν τόλμησε να πάγει ανοιχτά να τον δει.

Ο Νικόδημος ήταν από κείνους τους ανθρώπους που βλέπουν το όμορφο και το σωστό, αλλά που είναι πάρα πολύ χωμένοι στο περιβάλλον τους και δεν έχουν το θάρρος να πουν και να υποστηρίξουν τη γνώμη τους, όταν συγκρούεται αυτή με τη γνώμη των πολλών. Έβλεπε την υπεροχή του Ιησού, αναγνώριζε πως δεν ήταν σαν τους άλλους ανθρώπους, τα λόγια του τον τάραζαν, ξυπνούσαν μέσα του ό,τι καλό είχε, τον έριχναν σε κόσμους καινούριους ιδεών και ηθικής.

Μα ήταν αυτός από άλλη κοινωνική τάξη, άρχοντας, νομοδιαβασμένος, μέλος του Συνεδρίου· οι σύντροφοι του, οι συνάδελφοι του κατεδίκαζαν τη διδαχή του Ιησού, που αναποδογύριζε και κατέλυε τη δική τους, και οι ιερείς τον μίσησαν για το ξεκαθάρισμα του ναού, που τους άγγιζε στα χρηματικά τους συμφέροντα. Έπειτα, ο Νικόδημος, πλούσιος, από τους προύχοντες του λαού, ντρέπουνταν να πει πως σέβουνταν και θαύμαζε τον φτωχό Ιησού, το μαραγκό της Ναζαρέτ, τον σανδαλωμένο οδοιπόρο, που πεζή πήγαινε διδάσκοντας από χώρα σε χώρα, και δεν είχε μια σπιθαμή γης δική του, ούτε μια στέγη που να τον σκεπάζει.

Στην ψυχή του Νικοδήμου γίνουνταν η αιώνια εκείνη πάλη, όπου η κρίση και η συνείδηση αγωνίζονται εναντίον της κοινωνικής τυραννίας, ψυχολογία του ανθρώπου της προνομιούχου τάξεως, που βλέπει την αλήθεια και όμως δεν έχει το θάρρος να σπάσει τις στενές προλήψεις του κύκλου του, και ν' ακολουθήσει το πέταγμα της ψυχής του.

Νύχτα, κρυφά πήγε και είδε τον Ιησού.

— Ραββί, του είπε, δίνοντάς του αυθόρμητα την ονομασία αυτή, που έδειχνε το μεγαλύτερο σεβασμό. Ραββί, ξέρομε πως από το Θεό ήλθες δάσκαλος· γιατί κανένας δεν μπορεί να κάνει αυτά τα σημεία που κάνεις εσύ, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του.

Ο Ιησούς διάβασε στην καρδιά του, και κατευθείαν αποκρίθηκε στο ρώτημα που δεν τολμούσε να ξεστομίσει, και που απασχολούσε όλους τους ευσεβείς Εβραίους της εποχής, δηλ. τι ήταν η Βασιλεία του Θεού.

— Αλήθεια, αλήθεια σου λέγω, του είπε, αν κανείς δεν ξαναγεννηθεί, δεν μπορεί να δει τη Βασιλεία του Θεού.

Η απάντηση ξάφνισε τον Νικόδημο.

— Πως μπορεί γέρος άνθρωπος να ξαναγεννηθεί πάλι; ρώτησε.

Και πάλι αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Αλήθεια, αλήθεια σου λέγω, όποιος δε γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη Βασιλεία του Θεού.

Ξαναγέννηση για τον Ιησού είναι η ψυχική, είναι το πλύσιμο των αμαρτιών, με το βάπτισμα και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, όπως το δίδασκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Και εξήγησε ο Ιησούς, πως δε μιλούσε για σαρκική γέννηση, αλλά για πνευματική αναγέννηση του είπε να μην απορήσει με τα λόγια του αυτά ότι όπως ακούς τον άνεμο που φυσά, και δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει, έτσι αόρατη και μυστηριώδης είναι η ενέργεια του αγίου Πνεύματος, για κείνον που αναγεννιέται με το Πνεύμα του Θεού, που και αυτό δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει.

Συλλογισμένος άκουε ο Νικόδημος τα βαθιά αυτά λόγια, και είπε:

— Πως είναι δυνατό να γίνουν αυτά;

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Εσύ είσαι δάσκαλος του Ισραήλ, και αυτά δεν τα ξέρεις;

Και πρόσθεσε:

— Αλήθεια, αλήθεια σου λέγω, εκείνο που ξέρομε λέμε, κι εκείνο που είδαμε μαρτυρούμε, και τη μαρτυρία μας —τη δική του δηλ. και του Βαπτιστή— δεν τη δέχεστε. Αν λοιπόν τα γήινα που σας είπα δεν πιστεύετε —δηλ. τον τρόπο που θα κερδίσει ο άνθρωπος τη Βασιλεία του Ουρανού— πως θα πιστέψετε αν σας πω τα ουράνια; Τα μυστήρια, δηλ. των ουρανών;

Ο Νικόδημος τώρα σιωπούσε. Και, βλέποντάς τον συλλογισμένο, έτοιμο να νιώσει βαθύτερη διδαχή, του είπε ο Ιησούς πως «ο Τιός του ανθρώπου»[2], δηλ. αυτός ο ίδιος, ήλθε στον κόσμο για να βασανιστεί και να πεθάνει, και με το θάνατο του να εξαγοράσει τις αμαρτίες των ανθρώπων και να τους σώσει· πως, από μεγάλη αγάπη για τους ανθρώπους, ο Θεός έστειλε τον μονογέννητο υιό του να σώσει όποιον πιστέψει σ' εκείνον.

— Επειδή δεν έστειλε ο Θεός τον υιό του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να τον σώσει, του είπε.

Θεϊκός λόγος, σπλαγχνικός, βαθύς και ωραίος, που είναι η αρχή και το τέλος όλης της διδαχής του Ιησού.

Και του είπε πως η σωτηρία των ανθρώπων είναι η πίστη σ' αυτόν η απιστία τους θα είναι η καταδίκη τους, γιατί ήλθε να διδάξει την αλήθεια στον κόσμο, και αυτοί δε θέλησαν να πιστέψουν.

Το φως της αλήθειας ήλθε στον κόσμο αν οι άνθρωποι προτιμούν το σκοτάδι, θα πει πως τα έργα τους είναι κακά, γιατί τα καλά έργα δε φοβούνται το φως.

Να ένιωσε άραγε ο Νικόδημος στα λόγια αυτά μιαν επίκριση για τη δειλία του, που με το φως της μέρας δεν τόλμησε να έλθει σ' εκείνον, ενώ τον αναγνώριζε δάσκαλο και κύριό του; Να τα θυμήθηκε άραγε αργότερα, όταν, άφοβα πια απέναντι όλου του ερεθισμένου κλήρου και λαού, ήλθε στ' ανοιχτά, κι έφερε τα πολύτιμα μύρα για την ταφή του Ιησού;

Συλλογισμένος και συγκινημένος αποχωρίστηκε ο Νικόδημος από τον Ιησού αργά εκείνη τη νύχτα.

Ο σπόρος της διδαχής είχε πέσει σε γόνιμη γη και έμελλε να καρποφορήσει.

Ύστερα από τις εορτές του Πάσχα, έφυγε ο Ιησούς πάλι για τις όχθες του Ιορδάνη, με τους μαθητές του, κι εκεί έμειναν. Και οι μαθητές του βάπτιζαν όπως το είχε κάμει ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης όμως δεν ήταν πια στον Ιορδάνη, είχε πάγει σε άλλο μέρος της Ιουδαίας, που λέγουνταν Αινών, δηλαδή Πηγές, γνωστό για τα πολλά νερά του. Κόσμος πολύς έτρεχε στον Ιησού, ν' ακούσει τα λόγια του και να βαπτισθεί από τους μαθητές του· ακόμα και ακόλουθοι του Ιωάννη άφηναν το δάσκαλο τους να παν ν' ακούσουν το νέον προφήτη.

Μερικοί μαθητές του Βαπτιστή το πήραν βαριά, και, ύστερα από μια συζήτηση που είχαν με κάποιον Ιουδαίο Φαρισαίο περί καθαρισμού, πήγαν με παράπονο στον Ιωάννη και του είπαν:

— Ραββί, εκείνος που ήταν μαζί σου πέρα από τον Ιορδάνη και που εσύ έχεις κάμει γι' αυτόν τη μαρτυρία εκείνη, κοίταξε, και αυτός βαπτίζει, και όλοι παν σ' εκείνον. Μα η μεγάλη ψυχή του Ιωάννη ήταν πάνω από τις ανθρώπινες μικροζήλιες. Τον Ιησού τον γνώριζε ανώτερο του, αφού ως πρόδρομος του είχε έλθει στον κόσμο να τον κηρύξει.

Τους αποκρίθηκε:

— Δεν μπορεί ο άνθρωπος να λάβει τίποτε, αν δεν του είναι δοσμένο από τον ουρανό. Εσείς οι ίδιοι είστε μάρτυρές μου, πως σας είπα ότι δεν είμαι εγώ ο Χριστός, αλλά ο πρόδρομος ο σταλμένος πριν από κείνον.

Ο νυμφίος, τους είπε, δηλαδή ο γαμπρός, το κύριο πρόσωπο της τελετής του γάμου, είναι κείνος που έχει τη νύφη· και ο φίλος του γαμπρού, που τον παραστέκεται, χαίρεται σαν ακούει τη φωνή του νυμφίου.

Κι επειδή νυμφίος, σ' αυτή την περίπτωση, είναι ο Ιησούς, και φίλος του νυμφίου ο Πρόδρομος, λέγει ο Ιωάννης:

— Αυτή λοιπόν είναι η χαρά που μου δόθηκε εμένα. Αυτός πρέπει να υψώνεται κι εγώ να μικραίνω.

Τους είπε πως ο σταλμένος από τον ουρανό είναι ανώτερος όλων, πως ο Θεός έδωσε στον υιό του όλη τη δύναμη, και πως οι άνθρωποι σώζονται μόνο αν πιστεύουν στον υιό του.

Τα τελευταία αυτά λόγια ήταν το κήρυγμα και η διαθήκη που άφηνε ο μεγάλος αυτός προφήτης στους μαθητές του, να πιστεύουν στον Ιησού, τον υιό του Θεού, που ήταν ο Μεσσίας, ο προαγγελμένος από τους προφήτες.

Όταν όμως έμαθε ο Ιησούς πως οι Φαρισαίοι έλεγαν και σχολίαζαν ότι έκαμνε περισσότερους μαθητές και βάπτιζε περισσότερους από τον Ιωάννη —αν και ο ίδιος δε βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του βάπτιζαν— αποφάσισε να φύγει από την Ιουδαία, για ν' αποφύγει συζητήσεις και παρεξηγήσεις.

Στο μεταξύ, του έφθασε το λυπηρό μήνυμα πως ο Ηρώδης Αντίπας έπιασε τον Ιωάννη και τον εφυλάκισε.

Τότε έφυγε ο Ιησούς και τράβηξε για τη Γαλιλαία.


  1. Συνέδριο
  2. Ο τίτλος «Υιός του ανθρώπου» ήταν ένας από κείνους με τους οποίους υπονοούσαν οι Εβραίοι προφήτες τον Μεσσία, τον αποσταλμένο του Θεού, που ήταν να έλθει στον κόσμο με μορφή και υπόσταση ανθρώπινη.