Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Β'. Γαλιλαία και Ναζαρέτ


Θρύλος λέγει πως τον καιρό που έχτιζε ο Σολομών το Ναό της Ιερουσαλήμ, ο Χιράμ, βασιλέας της Τύρου, του έστειλε ξυλεία κέδρου και πεύκου και χρυσό και ό,τι άλλο προϊόν έβγαζε ο τόπος του, που μπορούσε να του χρησιμεύσει. Για να τον ευχαριστήσει, ο Σολομών του χάρισε είκοσι χώρες της Γαλιλαίας.

«Γαλίλ», εβραίικα, θα πει «κύκλος», και οι είκοσι αυτές χώρες σχημάτιζαν κύκλο. Μα σα βγήκε ο Χιράμ και γύρισε τη χώρα, δεν τη βρήκε της αρεσκείας του, και, περιφρονώντας τη δωρεά, προσκόλλησε στ' όνομα της χώρας το επίθετο «Καμπούλ», που θα πει, «αηδία».

Η αλήθεια εν τούτοις είναι πως η Γαλιλαία ήταν χώρα πλούσια και εύφορη, και γι' αυτό ακριβως τραβούσε πολλούς ξένους «εθνικούς», δηλαδή ειδωλολάτρες, Έλληνες και κυρίως Φοίνικες. Στην εποχή μάλιστα των Μακκαβαίων, ενάμιση αιώνα περίπου π.Χ., οι εθνικοί που κατοικούσαν στη Γαλιλαία, ήταν περισσότεροι από τους Εβραίους κατοίκους, και γι' αυτό λέγουνταν η χώρα, «Γαλιλαία των Εθνών».

Κι επειδή οι Εβραίοι περιφρονούσαν τους εθνικούς, η Γαλιλαία ήταν πάντα περιφρονημένη από όλους τους άλλους κατοίκους της Παλαιστίνης.

Εν τούτοις οι Γαλιλαίοι ήταν άνθρωποι καλοί και ήμεροι· η φυλή τους είχε ανακατωθεί με άλλες φυλές, και είχε επηρεαστεί πολύ στο φρόνημα και στην ηθική από τους Έλληνες του τόπου. Το πνεύμα τους ήταν φιλελεύθερο και φιλόξενο.

Και γι' αυτό ίσα-ίσα τους περιφρονούσαν και τους μισούσαν οι Ιουδαίοι, που ήταν ακριβως το αντίθετο: στενόμυαλοι, στενόψυχοι, αντιδραστικοί σε κάθε νέα σκέψη, σε κάθε νέο πολιτισμό και με υπεροψία ονόμαζαν τη χώρα αυτή οι Ιουδαίοι, «Γαλιλαία των Εθνών» ή «των Εθνικών».

Και όμως τα βουνά της, η πρασινάδα της, έχουν ιδιαίτερη ομορφιά. Οι ωραιότερες Εβραίες ήταν οι γυναίκες της Γαλιλαίας. Οι άντρες και τ' αγόρια ήταν πιο ανοιχτόκαρδοι, πιο ζωηροί και τολμηροί από τους Ιουδαίους τους μικρόψυχους.

Στο χωριό του της Γαλιλαίας, στη Ναζαρέτ, κατέφυγε ο Ιωσήφ, σαν πέθανε ο Ηρώδης ο Μεγάλος. Είχε παρουσιαστεί πάλι ο άγγελος στον ύπνο του, καί του είπε να πάγει πίσω στη γη του Ισραήλ, γιατί πέθαναν εκείνοι που ζητούσαν να θανατώσουν το παιδί. Μα σαν έμαθε ο Ιωσήφ πως στην Ιουδαία βασίλευε ο γιος του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάγει εκεί, και τράβηξε βόρεια, για την πατρίδα του τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου και έμεινε.

Τα σπιτάκια της Ναζαρέτ, «σα φούχτα μαργαριτάρια σε σμαραγδένιο χωνί σκορπισμένα», έφεγγαν κάτασπρα στις πλαγιές του βουνού, ανάμεσα σε φουντωτά περιβόλια όλο συκιές, πορτοκαλιές, δράνες και ροδιές. Οι Εβραίοι την έλεγαν «Λαμπάν», το ασπροχώρι, και, άλλοι, «Λουλούδι της Γαλιλαίας».

Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς.

Η ζωή του ήταν σαν τη ζωή όλων των παιδιών της Γαλιλαίας.

Γράμματα πολλά δε μάθαιναν. Ο ραββίνος (δάσκαλος) του χωριού τούς μάθαινε να διαβάζουν τη Γραφή και το Νόμο του Μωυσή, και το πολύ πολύ να γράφουν.

Αναθρεμμένος σαν όλα τα παιδιά της Γαλιλαίας, μαθαίνοντας τα ίδια μαθήματα και παίζοντας τα ίδια παιχνίδια, ο Ιησούς έμενε διαφορετικός από όλα τα άλλα.

Οι γονείς του ήταν άνθρωποι εργατικοί, που ζούσαν από την εργασία τους. Ο Ιησούς δούλευε και αυτός στο εργαστήρι του Ιωσήφ, με τ' αδέλφια του, παιδιά του Ιωσήφ από την πρώτη του γυναίκα, έπαιζε με τους συντρόφους του, πήγαινε στο ναό μαζί με τους γονείς του, μάθαινε ό,τι μάθαιναν όλα τα παιδιά.

Και όμως, ξεχώριζε απ' όλα τα άλλα, και η μητέρα του το έβλεπε, και μάζευε μέσα της τα λόγια του ένα ένα, και τα φύλαγε σαν ανεκτίμητα μαργαριτάρια.

Και μεγάλωνε ο Ιησούς, και δυνάμωνε το πνεύμα του και γέμιζε σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν απάνω του.

Κάθε χρόνο, κατά το έθιμο των Εβραίων, ο Ιωσήφ επήγαινε με τη Μαρία στην Ιερουσαλήμ, για τις εορτές του Πάσχα.

Το Πάσχα ήταν η μεγάλη θρησκευτική εορτή των Εβραίων, που εόρταζαν εκείνη τη μέρα την απελευθέρωση τους από τη δουλεία της Αιγύπτου. Την εόρταζαν με μεγάλη επισημότητα στην Ιερουσαλήμ, στο ναό του Σολομώντος, και οι Εβραίοι όλης της Παλαιστίνης το θεωρούσαν καθήκον να πάγουν εκεί να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους χρέη, και να φάγουν το πασχαλινό αρνί.

Όταν έγινε ο Ιησούς δώδεκα χρονών, όταν έφθασε δηλαδή στην ηλικία, όπου τα παιδιά των Εβραίων άρχιζαν να διδάσκονται το νόμο του Θεού και να γυμνάζονται στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, τον πήραν οι γονείς του κι εκείνον στην Ιερουσαλήμ μαζί τους.

Αφού λοιπόν τελείωσαν οι εορτές, και οι προσκυνητές όλοι γύριζαν στα σπίτια τους, στο δρόμο, έξαφνα, ο Ιωσήφ και η Μαρία αντιλήφθηκαν πως ο Ιησούς δεν ήταν πια μαζί τους. Με την ιδέα όμως πως ίσως βρίσκεται με άλλους ταξιδιώτες, φίλους ή συγγενείς, εξακολούθησαν το δρόμο τους ολόκληρη τη μέρα. Μα όταν το βράδυ τον ζήτησαν παντού και δεν τον βρήκαν, τρόμαξαν και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπου τρεις μέρες τον γύρευαν. Τέλος, την τετάρτη μέρα, πήγαν και στο ναό, κι εκεί τον βρήκαν.

Καθισμένος ανάμεσα στους δασκάλους, το πρόσωπο φωτισμένο από το φως της ψυχής του, ο Ιησούς άκουε τους δασκάλους, συζητούσε μαζί τους, και τους εξηγούσε όσα αυτοί δεν καταλάβαιναν. Και αυτοί οι σοφοί με άσπρα μαλλιά, που είχαν γεράσει στη μελέτη της Γραφής, είχαν μαζευθεί γύρω του, και με απορία ρωτούσαν και άκουαν και θαύμαζαν πως να βρίσκεται τόση σοφία σε κεφάλι παιδιού δώδεκα χρονών.

Καθως τον είδε η Μαρία, έτρεξε κοντά του και του είπε:

— Παιδί μου, γιατί μας το έκανες αυτό; Κοίταξε, ο πατέρας σου κι εγώ καταθλιμμένοι σε γυρεύομε.

Απόρησε ο Ιησούς και αποκρίθηκε:

— Και γιατί με γυρεύατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να μένω εγώ στο σπίτι του πατέρα μου;

Δεν κατάλαβαν οι γονείς τα λόγια του παιδιού τους, δεν ήξεραν ποιος ήταν Εκείνος, που ο Ιησούς ονόμαζε Πατέρα, ούτε πως ο ναός του Θεού ήταν το σπίτι του. Η μητέρα του όμως μάζευε πάλι μέσα στην καρδιά της τα λόγια του αυτά, και τα φύλαγε όλα σαν ανεκτίμητα μαργαριτάρια.

Σηκώθηκε ο Ιησούς και ακολούθησε τους γονείς του, και μαζί γύρισε στη Ναζαρέτ, γλυκός και ευάγωγος σαν πάντα, υποταγμένος σε ό,τι του έλεγαν εκείνοι.

Η συζήτηση αυτή στο ναό ήταν η πρώτη που έκανε ο Ιησούς με τους σοφούς και διαβασμένους Ιουδαίους. Ίσως από τότε να ένιωσε τη στενοκαρδιά τους, που τόσο την κατεπολέμησε αργότερα, την άχαρη ξερή διδαχή τους, που βάραινε στη λαϊκή συνείδηση και την έπνιγε σα χέρι σιδερένιο. Ίσως από τότε ν' αναστατώθηκε εναντίον της ανήθικης αυθαιρεσίας των αρχηγών της θρησκείας, που έβαζαν εκατό και δύο νόμους στο λαό, και άφηναν ακόλαστη ελευθερία στον εαυτό τους, που διερμήνευαν το νόμο σύμφωνα με το συμφέρον, το κέφι και τις ορέξεις τους.

Περνούσαν τα χρόνια, και επρόκοπτε ο Ιησούς στην ηλικία και στη γνώση.

Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει, και ο Ιησούς έμεινε με τη μητέρα του.

Σ' εκείνα τα μέρη τα ευλογημένα, όπου η γη χαρίζει στον άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται για να ζει απλά και καλά, η πολυτέλεια είναι άγνωστη και περιττή. Ένα στρώμα χάμω αρκεί για κρεβάτι· το ξύλινο σεντούκι, που είναι σχεδόν το μόνο έπιπλο του χωρικού, αρκεί να φυλάγει τα λιγοστά λινά του σπιτιού και κανένα γιορτιάτικο φόρεμα ένα σκαμνί, όπου στέκεται ο λύχνος ή ο δίσκος με τη γαβάθα του οικογενειακού δείπνου, είναι το μόνο τραπέζι, και, την ώρα του φαγητού, μαζεύεται γύρω η οικογένεια, και ο καθένας βουτά το ψωμί του στην κοινή γαβάθα, και τρώγει με τα δάχτυλα.

Ο Ιησούς και η μητέρα του ζούσαν σαν όλους τους ανθρώπους της τάξης τους, απλά και λιτά.

Εκείνος εργάζουνταν στο μαραγκούδικο του Ιωσήφ· εκείνη έγνεθε, νοικοκύρευε το σπίτι της και, όταν βράδιαζε, έπαιρνε τη στάμνα της και κατέβαινε, σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού, στη νερομάνα, που από τότε λέγεται «Πηγή της Παρθένας».

Σαν όλους δούλευε, κουβέντιαζε, έτρωγε ο Ιησούς, ζούσε την ίδια ζωή, ίδιος σαν όλους και όμως ολότελα διαφορετικός.

Η ομιλία του, το πνεύμα του, η ηθική του ξεχώριζαν. Τους μιλούσε για το Θεό, και τον άκουαν οι τριγυρινοί του με λαχτάρα. Γιατί ο δικός του Θεός δεν ήταν ο Θεός των Εβραίων, ο σκληρός, ο αδυσώπητος Θεός, που τιμωρεί και εκδικείται, αλλά ο Θεός που συγχωρεί. Και, κάποτε, τα λόγια του τους ξάφνιζαν και τους έριχναν σε συλλογή, γιατί τους έλεγε πως όλοι οι άνθρωποι έχουν έναν Πατέρα στο ουρανό, και πως ο Πατέρας αυτός είναι ο Θεός, που αγαπά όλους τους ανθρώπους σαν παιδιά του, προπάντων τους πιο δυστυχισμένους, τους φτωχούς και τα ορφανά.

Και όσο μεγάλωνε ο Ιησούς, τόσο πιο γλυκιά γίνουνταν η όψη του, τόσο πιο ήρεμη η φωνή του, τόσο πιο εξαίσια η ομιλία του. Δεν είχε ακόμα μαθητές, δε δίδασκε ακόμα μα ανάμεσα στους απλοϊκούς και αγαθούς αυτούς ανθρώπους, ολοένα απλώνουνταν η γοητεία του και τους έφερνε γύρω του· και όταν τους μιλούσε για του Θεού την άπειρη καλοσύνη, αυτοί, διψασμένοι από αγάπη, έπιναν τα λόγια του, τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα χαράς, και με ευλάβεια ύψωναν την ψυχή τους κατά τον Πλάστη τους.

Και έτσι έγινε ο Ιησούς τριάντα χρονών.