Ἡ ἐξομολόγησις
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ[1]

ΓΥΡΙΖΕΙ, ἀγωνιέται ’ς τὸ μαῦρο κλινάρι,
Δυὸ νύχταις παλεύει μὲ χάρο σκληρό·
Τὸ βασανισμένο, ψυχρό του κουφάρι
Γυρίζει, δὲ βρίσκει στιγμὴ ἀναπαϋμό.

Εἰς τὸ δάσκαλό τους ὀμπρὸς ξενυχτοῦνε
Χλωμοί, δακρυσμένοι, οἱ φίλοι οἱ πιστοί·
Τὸ μάτι τ’ ἀρρώστου μὲ πόνο θωροῦνε,
Ὁποῦ βασιλεύει, ποῦ πάει νὰ σβυσθῇ.

’Σ τ’ ἀθάνατα χέρι, ποῦ μέσ’ ἀφ’ τὸ στρῶμα
Παράλυτο ’βγαίνει κρεμιέται νεκρό,
Μὲ σέβας καθένας σιμόνει τὸ στόμα,
Τὸν ὕστερ’ ἀφίνει τῆς γῆς ἀσπασμό.

Ἀνοίγει τὰ μάτια… εἰς τὸ κάθισμά του
Σηκώνεται ξάφνου με ἄγρια μορφή·
Τὸ βλέμμα του στρέφει… κυττᾷ ὁλόγυρά του
— Ἐτοῦτο τὸ χέρι ποιὸς τάχα φιλεῖ;

’Σ ἐτοῦτο τὸ χέρι, ποῦ δὲν θὰ τὸ λυώσῃ
Ὁ λαίμαργος τάφος, ποτὲ τὸ μιαρό,
Ποιὸς τάχα τὸ στόμα τολμᾷ ν’ ἀπιθώσῃ,
Ποιὸ χεῖλο εἶν’ ἐκεῖνο, ποῦ δίνει ἀσπασμό; —


Ἀγιάτρευτη μέσα ’ς τὴ μαύρη καρδιά μου
Ματώνει ἀπὸ χρόνια πληγὴ φοβερή·
Ἐλᾶτε, σιμόσ’ τε… Κατάρα παιδιά μου!
Τὸ χεῖλο μου τρέμει ’ς ἐσᾶς νὰ τὸ ’πῇ…—

Ἀγάπη τῆς Τέχνης σ’ ἀναθεματίζω!
’Σ τὴ δόξα νὰ πέσῃ κατάρα, φωτιά!…
Ὤ, θέ’ μου! εἶν’ ἐκεῖνος!… τὸν ἀναγνωρίζω…
Ἰδού, μέ κυττάζει μὲ ἄγρια ματιά! —

Δομίνικε! βλέπεις πῶς μ’ ἔχει τὸ κρῖμα!
Εἰπὲ τοῦ θανάτου νὰ μ’ ἐσπλαχνισθῇ…
Τρεῖς νύχταις κυττάζω μὲ ζήλια τὸ μνῆμα,
Κι’ ὡς τώρα μοῦ ἀρνεῖται γιὰ νὰ μὲ δεχθῇ!

Λυπήσου! ἄφισέ με τὰ μάτια νὰ κλείσω!—
Ποτὲ δὲ σᾶς τὤπα… θὲ νὰ σᾶς το ’πῶ…
Παιδιά μου, πεθαίνω, θὲ νὰ σᾶς ἀφίσω,
Ἐλᾶτε σιμά μου νὰ σᾶς ἀσπασθῶ…

Ἆ, ὄχι! φευγᾶτε· ποτέ μὴ δεχθῆτε,
Μὴ πάρ’ τε ἀπὸ μένα, παιδιά μου, φιλί·
Φευγᾶτε, φευγᾶτε, θὲ νὰ κολασθῆτε·
Μονάχο ἄσετέ με νὰ πάω σὰ σκυλί…

Τριγύρω ἀνατριχιάζουνε ’ς τὰ λόγια π’ ἀγροικοῦνε·
Βουβοί, χλωμοὶ κυττάζονται· οἱ δύστυχοι θαρροῦνε,
Ὁπῶς ἡ θέρμῃ τ’ ἄναψε, τοῦ ἀνέβη ’ς τὸ κεφάλι,
Και τὸν ταράζει ζάλη…

— Ὁ πόθος, φίλοι μου, γιὰ ν’ ἀποχτήσω
Τῆς Τέχνης τ’ ὄμμορφο τὸ μυστικό,
Ἡ δίψα, ὄνομα ’ς τὴ γῆ ν’ ἀφίσω,
Καὶ νὰ δοξάζωμαι πρῶτος ἐγώ·

Ἀγκάθι ἐφύτρωσε μέσ’ ’ς τὴν καρδιά μου
Ὄχεντρ’ ἀκοίμητη, φαρμακερή,
Τὴ ζήλια ἐσκόρπισε ’ς τὰ σωθικά μου,
Φαρμάκι ἀγλύκαντο μέσ’ ’ς τὴν ψυχή.


Τὴ δόξα ποὔθελα, ὁποῦ διψοῦσε
Κρυφὰ τὸ στῆθος μου τόσον καιρό,
Ἐκεῖνος μόνος του τὴν ἐκρατοῦσε,
Τὴν εἶχε δόξα του καὶ θησαυρό.

Ἆ! ὅταν ’διάβηκε ’ς τὴ φαντασιά μου,
Ὁπῶς ἡ δάφνη μου θὰ μαραθῇ
Πῶς θὰ ξεχάσουνε πιὰ τ’ ὄνομά μου,
Καὶ θὰ δοξάζεται ἕνα παιδί·

Ἄναψ’ ἡ κόλασις μέσ’ ’ς τὴν ψυχή μου
Σκότος μοῦ σκέπασε τὸ λογικό·
Τὴ δόξα ἠθέλησα ἐγὼ ’δική μυ,
Ποῦ ἐκεῖνος ἔκρυβε ’σὰ φυλαχτό.

Μιὰ νύχτα ὁλόσκοτη, — ὁ νοῦς μου φρίττει!
Ὡσὰν τὴ σκέψι μου μαύρη, βουβή,
Τὸν ἐξεπλάνεσα· ἔρχεται σπίτι…
Τρέμει τὸ χεῖλο μου νὰ σᾶς τὸ ’πῇ…

Μὲ τὸ λεπίδι μου, ἀπ’ τὴν ψυχή του
Ἐγὼ ἐξεκλείδωσα τὸ μυστικό·
Τὴ δόξα τ’ ἅρπαξα μὲ τὴν ζωή του…
Δικό μου ἔκαμα τὸ θησαυρό.

Μέσα ’ς τὸ αἷμα του, τ’ ἁγνὸ κοντύλι
Τῆς Τέχνης, ἔβαψα μὲ προδοσιά·
Καὶ γιὰ πυξίδα μου ἐπῆρα, φίλοι,
Τὴ σπαραγμένη του, ἀθώα καρδιά! —

Τὸ χέρι τ’ ἄξιο, τὸ ’παινεμένο
’Σ τὴν Τέχνη ἐνέκρωσε, εἶνε θνητό·
Θὰ ζῇ ’ς τ’ ἀνάθεμα, τ’ ἀφωρεσμένο,
Θὰ ζήσῃ ἀθάνατο ’ς τὸ φονικό!…

Πάνου ’ς τὸ μνῆμα μου, φίλοι, παιδιά μου,
Καύτε τὴ δόξα μου τὴ μισητή·
Λαμπάδ’ ἀνάψετε μὲ τὰ πανιά μου,
Ναὕρουν τὸ θάνατο μ’ ἐμὲ μαζί.


Σήμερ’ ὁ χάρος μου τὸν ἀνασταίνει·
Ἐγὼ ’ς τὸν τάφο του θὰ καταιβῶ…
Ἐκεῖνος σήμερο ζωὴ λαβαίνει·
Τὸ θῦμα ἐξύπνησε· ’πεθαίνω ’γώ.

Ἀγάπη τῆς Τέχνης, σ’ ἀναθεματίζω!
’Σ τὴ δόξα νὰ πέσῃ κατάρα, φωτιά…
Ποιὸς εἶ’ν ἐκεῖ ’πάνου;… τὸν ἀναγνωρίζω…
Ἰδέτε! νά, ἰδέτε ’ς τὸ δρόμο βαθειά!…

Μι’ ἀγχόνη ξανοίγω… ἰδού τη στημένη·[2]
Ὁ δήμιος μοῦ δείχνει, μοῦ σεῖ τὸ σχοινί…
Ὤ, νά! τὸ λαιμό μου ὁ βρόχος προσμένει…
Μὲ δείχνουν, μὲ κράζουν μὲ ἄγρια φωνή!

Τ’ ἀσκέρι πληθαίνει… μ’ ἀναθεματίζει!…
Ἀστράφτουν κοντάρια, πελέκια, σπαθιά…
Ὑψηλὰ τὸ καροῦλι ’ς τὸ βάρος μου τρίζει…
Σφουρίζουν τ’ αὐτιά μου… μὲ σφίγγ’ ἡ θηλειά…

Προσεύχεσθ’ ἀδέλφια, γιὰ τ’ ἁμάρτημά μου!…
Συχώρα με, Πλάστη!… βοήθεια ζητῶ…
Τὰ σκέλη του νοιώθω εἰς τὴν τραχηλιά μου…
Ἐπνί…γηκα… σκότος… μαυρίλα θωρῶ…

Τοῦ σφίγγει ὁ χάρος τὸ λαιμό… τὸ παιδεμένο σῶμα
Πέφτει βαρὺ ’ς τὸ στρῶμα·
Βόγγει… ἡ ψυχὴ ’ς τὰ στήθια του ἀνεβοκατεβαίνει…
Ὁ ἁμαρτωλὸς ’πεθαίνει…

Οἱ μαθητάδες σκυθρωποὶ τριγύρω ’ς τὸ κρεββάτι
Μὲ δακρυσμένο μάτι,
Γονατισμένοι δέονται ὀμπρὸς ’ς τὸ λυτρωτή του,
Νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του!
Ἐν Ζακύνθῳ, Ἰούλιος τοῦ 1890.

Ανδρεασ Μαρτζωκησ


  1. Ὁ φλωρεντινὸς ζωγράφος Ἀνδρέας del Castagno, ἑλκύσας εἰς τὴν οἰκίαν του τὸν ἐκ Βενετίας νεαρὸν ὁμότεχνόν του Δομίνικον, μόνον τότε κάτοχον ἐν Ἰταλίᾳ τῆς φλαμανδικῆς μεθόδου τοῦ ζωγραφίζειν δι’ ἐλαίου, ἐδολοφόνησεν αὐτόν, ἀφ’ οὗ ἐγένετο κύριος τοῦ μυστικοῦ του. Ἀλλ’ ἐν τῇ ἐπιθανατίῳ κλίνῃ ὁ Ἀνδρέας, ὁμολογεῖ πρὸς τοὺς φίλους καὶ μαθητάς του τὸ ἔγκλημα, εἰς ὃ ὤφειλε τὴν μεγίστην περὶ τὴν ἐλαιογραφίαν ἐπιτυχίαν του·
  2. Τὸν ἐτοιμοθάνατον καλλιτέχνην, ὑποθέτω ἐμβλέποντα αἴφνης εἰς τὴν ἐξοχωτέραν τῶν εἰκόνων του, τὴν παριστῶσαν διὰ φοβερᾶς ἀληθείας, τὴν ἀπαγχόνισιν τῶν μετασχόντων τῆς κατὰ τῶν Μεδίκων περιφήμου συνωμοσίας τῶν Πάτση·