Η εν Χάλκη θεολογική σχολή
Η εν Χάλκη θεολογική σχολή Συγγραφέας: Ποιητικά πρωτόλεια |
Ο φιλομαθής πτωχός→ |
Τῷ ἐλλογιμωτάτῳ κυρίῳ Γ. Χασιώτῃ. Κατὰ τὴν πρώτην τοῦ 1873. |
Κοντὰ στὸ Βόσπορο ἕνα νησάκι
μὲ χάρι λούεται, 'σὰν τὸ χηνάκι,
στῆς Προποντίδος τὴν ἀγκαλιά.
Χάλκη τ' ὠνόμασαν, γιατὶ στὰ στήθη
εἶχε, μὲ λέγουνε, μὰ λησμονήθη,
Θεοχτισμένη χαλκοφωλιά.
Μικρὴ καὶ πράσινη εἶναι ἡ Χάλκη,
ὡραῖο, δίκορφο, χλωρὸ βουνάκι
σὲ πειδιάδα 'σὰν οὐρανό·
τὴν εἶδες ἔξαφνα; Λέγ' ἡ ψυχή σου·
- νὰ ἕνα σχέδιο τοῦ Παραδείσου
πάνου στὸ κῦμα τὸ γαλανό. -
Γλαυκὴ ἡ θάλασσα, 'σὰν μιὰ ταινία,
σὲ ζώνει 'λόγυρα, ὦ Χάλκη θεία,
καὶ ταὶς ποδιαίς σου καταφιλᾷ.
Πρώτη, καὶ Πρίγκηπος καὶ Ἀντιγόνη,
θαρροῦν, πλειότερο ὅποια σιμώνῃ
'κείνη καὶ κάλλη ἔχει πολλά.
Στὸ περιγιάλι σου τὸ μυρωμένο,
ὅπου τὸ κῦμά σου λιγαφρισμένο
τὴν εὐωδιά σου κρυφορροφᾷ,
Νύμφαις χορεύουνε σταὶς πρασινάδαις
καὶ μ' ἄνθη διώχνουνε ταὶς Ναϊάδαις,
ὅπου στὸ κῦμα παίζουν κρυφά.
Ἐδώ τ' ἀτμόπλοιο, 'σὰν τὸ δελφίνι,
τὰ δυὸ τρεχούλια του στὴν ἅρμη πλύνει,
καὶ τ' ἀσιμένια σχίζει νερά,
ἐκεῖ πτρεχάμενη, μαύρη, μικροῦλα,
μὲ τὸ πανάκι της τρέχει βαρκοῦλα,
'σὰν χελιδόνι μ' ἄσπρα φτερά.
Μέσα στὰ δάση σου ᾑ θυγατέραις
τῆς Μνήμης παίζουνε σὰν περιστέραις
καὶ λὲν τραγούδια τοῦ Παρνασσοῦ,
κι' ᾑ Χωρηβίτιδες παρέκει Μοῦσαι
εἰς τὰ τραγούδια τους ἀντιλαλοῦσαι
τοὺς ὕμνους ψάλλουν τοῦ Ἰησοῦ.
Νησί δὲν ἔλαβε μιὰ τέτοια χάρι
ἄλλο, καὶ δὲν ἔχει τόσο καμάρι,
ὅσο ἡ Χάλκη ἡ ἱερά.
Γι' αὐτὸ μυστήριο κάθε κλωνί της,
γι' αὐτὸ χαλτήριο κάθε πουλί της,
στὰ φύλλα ψάλλει τὰ δροσερά.
Στὴ μιὰ κορφοῦλά της ἔχει στεφάνι,
ποῦ κείν' ἡ λάμψι του τὸν ἥλιο φθάνει·
Θεολογίας τὸ λὲν σχολειό·
μοιάζει μετέωρο θεοσταλμένο,
νὰ χύνῃ φώτισι προωρισμένο
στὸν νέο κόσμο καὶ στὸν παλῃό.
Κανεὶς τὰ κάλλη του νὰ τὰ σιμώσῃ,
κανεὶς δὲν 'μπόρεσε χωρὶς νὰ 'δρώσῃ·
τὰ δυό του γόνατα θὰ κοποῦν,
καθὼς κουράζουνται ὅσοι στὰ ὕψη,
στοὺς πύργους τρέχουνε, τὸ φῶς 'σὰν λείψῃ,
καὶ τὰ οὐράνια τηλεσκοποῦν.
Εἶναι τετράγωνο, καὶ στῆς αὐλῆς του
τὰ στήθη κάθεται ναὸς Ὑψίστου
γιὰ τὴν ἀκοίμητη προσευχή.
Ὅποιος τὸ ἔχτισε, θαρρεῖς, μιμήθη
'Κεῖνον, ποῦ ἔβαλε μέσα στὰ στήθη
τοῦ πλάσματός του θεία ψυχή.
Σ' αὐτό, Ἀκρόπολι τῆς Ἐκκλησίας,
τρέχουν τὰ θρέμματα καὶ τῆς Ἀσίας
καὶ τῆς Εὐρώπης νὰ φωτισθοῦν,
καθὼς στὴ μάνα τους τ' ἀρνάκια τρέχουν,
καὶ μὲ φιλήματα τὴν συχνοβρέχουν
ἀθῶο γάλα νὰ ποτισθοῦν.
Γιατὶ τὸ ἥσυχο αὐτὸ παλάτι
τοῦ ξένου ἔξαφνα τὸν νοῦν ταράττει
καὶ σ' ἄλλαις σφαίραις τὸν ὁδηγεῖ;
Γιατί τὰ χείλη του χαμηλοφώνως
- εἶναι, ψελλίζουνε, ὁ κόσμος πόνος,
εἶναι καμίνι ἡ δόλια γῆ; -
Γιατί, ὦ Μοῦσά μου; - Διότι λείπει
ἐδῶ ὁ θόρυβος κι' ἡ μαύρη λύπη,
λείπουν ἡ ζάλη κι' οἱ στεναγμοί,
καὶ ἐλαφρόφτερη πετᾷ ἡ ψυχή του
εἰς κόσμος ἄϋλο, κι' οὶ ὀφθαλμοί του
καθαροβλέπουν γιὰ μιὰ στιγμή. -
Φεύγουν τὰ κάλλη σου, ὦ κόσμε πλάνε,
φεύγουν 'σὰν ἄνεμοι, 'σὰν φούσκαις πᾶνε
στῆς μαύρης Λήθης τὸν ποταμό,
ὅταν οἱ φίλοι σου ἐρημωθοῦνε,
ὅταν θελήσουνε νὰ σὲ ἰδοῦνε
μὲ τῆς ψυχῆς τους τὸν ὀφθαλμό.
Ἔτσι στὸν ὕπνο μας ἢ πλούτη βλέπεις,
ἢ ὅτι πράσινη τὴ δάφνη δρέπεις,
ἢ τῆς πατρίδας ἀκρογιαλιά·
μὰ 'σὰν ἀνοίξουνε οἱ ὀφθαλμοί σου,
καπνὸς καὶ χάνουνται, καὶ φεύγουν 'πίσου
στοῦ γέρο 'Ὕπνου τὴν ἀγκαλιά.
Γι' αὐτὸ ᾑ ἔρημοι δὲν εἶναι στεῖραι,
κι' ἀπὸ τὸν κόρφον τους τ' ἄστρα του πῆρε
τῆς Ἐκκλησίας ὁ οὐρανός·
γι' αὐτὸ παράμερα Θεολογίας
τέμενος ἔστησε, σπουδῆς ἁγίας,
ὁ Πατριάρχης ὁ Γερμανός.
Γι' αὐτὸ ἡ κορφοῦλά σου, ὦ Χάλκη θεία,
θρόνος ὁλόφωτος εἰς τὴ θρησκεία
καὶ στὴ μελέτη ἔχει γενεῖ,
καὶ στέλνεις εἴκοσι κι' ἐννιὰ ἀνοίξεις
στὴ γῆ τὰ φῶτά σου, γιὰ νὰ μᾶς δείξῃς
σὲ ποιὸν ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί.
Ὁ Κόσμος άφωνος· τὸ Πᾶν κοιμᾶται·
σιγᾷ ἡ θάλασσα· στὴ γῆ πλανᾶται,
ὅλη μυστήριο, θεία σιγή.
Σ' τὸν ἀστροκέντητο ὁ Πλάστης θρόνο,
μ' ἕνα χαμόγελο, μὲ ἕνα μόνο,
ὅλους τοὺς κόσμους τοὺς εὐλογεῖ.
Κι' ἐνῷ 'ξαπλώνεται παντοῦ ὁ ὕπνος,
ἐνῷ 'ξεψύχησε παντοῦ ὁ λύχνος,
ἢ ζῇ ἀκόμα γιὰ τοὺς νεκρούς,
ἐνῷ τὰ ὄνειρα κρυφοπετοῦνε
καὶ περιπαίζουνε καὶ ἀπατοῦνε
καὶ τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς,
ἐδὼ ὁλόχρυσαις ἀχτῖνες χύνει
κάθε παράθυρο, καὶ κάθε κλίνη
μένει μονάχη καὶ ὀρφανή.
Ὁ Ὕπνος 'πέτασε πρὶν ἢ καθίσῃ,
πρὶν ἢ τὸ θρόνο του ἐλαφροστήσῃ,
χωρὶς κἂν ὄνειρο νὰ φανῇ.
Ἑπτὰ ὁλόκληρα καθείς των ἔπη
νυκτοσηκώνεται εἰς τὴν μελέτη.
Τὸν βλέπεις; Μόνος μ' ἕνα χαρτί,
καὶ στὸ γραφεῖό του ἀκουμβημένος,
ἄγαλμ' ἀκίνητο, μένει σκυμμένος
καὶ κρυφολέγει δὲν 'ξεύρω τί.
Χλωμὸ τὸ πρόσωπο, βαθουλωμένα
θαμπὰ τὰ μάτια του, καὶ μαραμμένα
ἔχει τὰ χείλη ὁ σπουδαστής·
μοιάζει τὸ λούλουδο, ποῦ κιτρινίζει,
γιατὶ τὴ ῥίζα του πολυποτίζει
ἀπὸ ἀγάπη ὁ ποτιστής.
Ἰδέ· 'γονάτισε, καὶ στὸν ἀέρα
τὰ χέρια 'σήκωσε· καὶ - «Σὺ Πατέρα
στεῖλε στὸν νοῦ μου σοφίας φῶς,
γιατὶ ἀδύνατο χωρὶς ἐκεῖνο,
χωρὶς τὴν λάμψι του ἐγὼ νὰ γείνω,
Θεέ μου, λέγει, καλὸς σοφός.
Ἰδέ με· ἄγρυπνο, 'σὰν νυχτερίδα,
πουλὶ ἀδύνατο, εἰς τὴν ἀχτίδα
τοῦ λύχνου μένω καὶ μελετῶ·
κι' ἐνῷ μὲ φαίνεται πῶς σ' ἔχω φθάσει,
πῶς μακροπέταξα σὲ ἄλλη πλάσι,
ἐγὼ δεμένο στὴ γῆ πατῶ!
Τὸ θεῖο βλέμμα σου τ' ἄστρα φωτίζει·
τ' ἅγιο νευμά σου τὴ γῆ στολίζει·
μὲ μιὰ πνοή σου τὸ Πᾶν κινεῖς·
τ' ἀηδόνια ψάλλουνε τὸ ὄνομά σου·
ὁ κόσμος θρέφεται μὲ τ' ἀγαθά σου·
χωρὶς ἐσένα δὲν ζῇ κανείς.
Εἶπες; Ἀμέτρητοι κόσμοι φυτρώνουν.
Θέλεις; ᾑ θάλασσαις εὐθὺς μᾶς ζώνουν,
ἢ μᾶς πλακώνει ὁ οὐρανός,
ἢ στὴ σφενδόνα σου κρεμᾷς τὴ γῆ μας,
καὶ μνῆμ' ἀνοίγεται γιὰ τὴν ταφή μας
ὁ τοῦ ἀπείρου ὠκεανός.
Σὺ τὸ κακόσοφον καταμωραίνεις·
σοφὸ τὸν ἄσοφο σὺ κατασταίνεις·
σὺ θεῖο στεῖλε στὸν νοῦ μου φῶς,
γιατὶ ἀδύνατο χωρὶς ἐκεῖνο,
χωρὶς τὴν λαμψι του ἐγὼ νὰ γείνω,
ὦ φωτοδότη, καλὸς σοφός.» -
Ἔτσι ἀφήνουνε πολλοὶ τὴν κλίνη,
ἅμ' ἀπ' τὸ ζύγι της ἡ νύχτα πλίνῃ
εἰς τοῦ ζεφύρου τὴν ἀγκαλιά,
κι' ἐνῷ, γράφουνε, ἢ μελετοῦνε,
συχνὰ τὸν Πλάστη τους παρρακαλοῦνε
θείαν νὰ λάβουν φωτοβολιά.
Κι' ὅταν ἡ θάλασσα στὴν κρύα αὗρα
βαρειὰ τὰ κύματα κυλάῃ μαῦρα
καὶ τρεμοσβύνῃ ὁ οὐρανός,
ὅταν στ' ἁμάξι της τοὺς ἵππους βάλλῃ
ἡ Αὐγή, καὶ εὔλαλα τ' ἀηδόνι ψάλλῃ,
καὶ ξεφυτρώνῃ ὁ Αὐγερινός.
Τότε χαλκόγλωσσο βγάζει στόμα,
- στοῦ Πλάστου ἔλθετε τὸ θεῖο δῶμα,
μικροὶ μεγάλοι στὴν προσευχή, -
κι' ὅπως ἡ ὄρνιθα εἰς τὸ κριθάρι,
ἔτι' ὁλοπρόθυμη τρέχει μὲ χάρι
στὴν ἐκκλησία κάθε ψυχή.
Ὡραῖος, τρίχωρος, καλοχτισμένος,
σὲ στύλους δώδεκα ἀκουμβημένο
ὁ τῆς Τριάδος εἶναι ναός·
σ' αὐτὸν τὰ θρέμματα τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι κι' οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας,
καὶ οἱ Λευίται, καὶ ὁ λαός.
Πίσ' ἀπ' τὴν Πρίγκηπο χρυσὸς προβαίνει
ὁ ἥλιος, κι' ἄπειρα στολίδια ῥαίνει
στὴ μαργωμένη ἀκόμα γῆ.
Διαμαντοτρέμουνε ᾑ δροσιαὶς στὰ δάση·
'σὰν ἕνας ἄνθρωπος 'ξυπνᾷ ἡ πλάσι,
καὶ φεύγ' ὁ ὕπνος καὶ ἡ σιγή.
Καθεὶς τὸ ἔργο του ἔχει στὰ χείλη·
ἄλλος κατάστιχο, ἄλλος κονδύλι,
ἄλλος πριόνι, ἄλλος κουπί,
ἄλλος στὸ χέρι του χρυσὸ βιβλίο
βαστᾷ καὶ πρόθυμος εἰς τὸ σχολεῖο
τρέχει νὰ μάθῃ τὴν προκοπή.
Κι' ἐνῷ ὁ θόρυβος τὴ γῆ κουφαίνει,
σιγᾷ, ἀτάραχος ὁ οἶκος μένει
τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς σπουδῆς.
Ἐμβῆκες; μόνο του εἰς τὸ γραφεῖο
καθένα, μόνο του, ἢ δύο δύο
μὲ τὰ βιβλία θὰ τοὺς ἰδῇς.
Καθὼς τ' ἀκοίμητα μεταξοπούλια
πλέκουν ἀκούραστα χρυσᾶ κουκούλια
ποῦ θὲ νὰ γένουν μεταξωτό,
ἔτσι ἐργάζουνται θέρος, χειμῶνα,
νὰ φάνουν ἄσχιστο ἕνα χιτῶνα,
στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ Χριστό.
Χτυπᾷ χαλκόστομο τὸ κουδουνάκι;
τρέχει 'σὰν ἄκακο καθεὶς ἀρνάκι,
τρέχει νὰ φάγῃ γάλα γλυκύ.
Ἐδὼ διδάσκεται Θεολογία,
ἐκεῖ ἀνόθευτη Φιλοσοφία,
παρέκει δόγματα, ἠθική.
Ἀλλ' ἔχουν δάσκαλο τὸν Εὐριπίδη,
ἄλλοι τὸν Ὅμηρο· τὸν Θουκυδίδη
καὶ τὸν Ἠρόδοτο μερικοί,
εἰς ἄλλους – διώκετε, κράζουν, τοὺς ξένους -
οἱ φιλοπάτριδες τοῦ Δημοσθένους
βροντοφωνάδες Φιλιππικοί.
Σ' ὅσους οἱ δάσκαλοι φαίνουνται 'λίγοι
ἄλλο νεώτερο σχολειὸ ἀνοίγει
στόματα μύρια χωρὶς φωνή,
'ποῦ ξεχειλίζουνε μὲ ἡσυχία
θεία κι' ἀνθρώπινη φιλοσοφία,
'σὰν μιὰ Πανδώρα παντοτεινή.
Βλέπει ἡ θύρα του τ' Ἅγιο βῆμα,
τ' ἄλλο του πρόσωπο τ' ἄστατο κῦμα
καὶ τὰ ναυτόπουλα χαιρετᾷ·
μικρό, 'περήφανο, πετροχτισμένο,
'μοιάζ' ἀετόπουλο ἀνδρειωμένο,
ὅπου στὴ μάνα σιμὰ πετᾷ.
Σ' αὐτὸ ἀθάνατοι τόσοι πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας μας λαμπροὶ ἀστέρες
μὲ τοὺς ψαράδες θεολογοῦν,
σ' αὐτὸ οἱ Ὅμηροι κι' οἱ Θουκυδίδαι,
ὅσους ὁ ἥλιος ὡς τώρα εἶδε,
Ἕλληνες, ξένοι, φιλολογοῦν.
Ἐδὼ οἱ Πλάτωνες κι' Ἀριστοτέλεις·
ἐδὼ ὅ,τι δήποτε μάθημα θέλῃς,
ἔχεις δασκάλους νὰ διδαχθῇς,
ἐδὼ 'σὰν μέλισσαις ἀνθολογοῦνε
ὅ,τι γλυκύτερο ἄνθος εὑροῦνε
οἱ Χριστολάτραι φιλομαθεῖς.
Κι' ὅταν στοῦ δρόμου του τὴν μέση φθάσῃ
τ' ἄστρο π' ὁλόχρυσο σ' ὅλη τὴν πλάσι
τὸ φῶς του στέλνει παντοτεινό,
τότε χαλκόφωνη γλῶσσα βοΐζει.
- Ὥρα τοῦ γεύματος· ἡ σοῦπ' ἀχνίζει·
εἰς τὸ τραπέζι ὅποιο πεινᾷ. -
Κι' ὅπως τὰ πρόβατα, ἀράδ' ἀράδα
τρέχουν χαρούμενα στὴν πρασινάδα,
ὅταν ἀφήσουνε τὸ μανδρί,
ἔτσι τὰ θρέμματα τῆς Ἐκκλησίας
τρέχουν στὴν τράπεζα τῆς ἐγκρατείας
ὅλοι καμάρι, ὅλοι φαιδροί.
– Χριστὲ εὐλόγησον τ' ἁπλό μας γεῦμα
μ' ἕνα φιλάθρωπο γλυκό σου βλέμμα -
λέγει ὁ Χίος διευθυντής,
καὶ μέ χαμόγελο κάθεται πρῶτος·
κι' οἱ ἄλλοι κάθουνται· καὶ ἕνας κρότος
κρυφογεννιέται 'σὰν τῆς βροντῆς.
Κι' ὅπως γλυκόφωνη βοσκοῦ φλογέρα
σιμὰ στὰ πρόβατα ὅλην ἡμέρα
ἔχει συνήθειο νὰ ἀντηχῇ,
ἔτσ' ὁ Χρυσόστομος μὲ ἡσυχία,
ἢ ὁ Βασίλειος, ἀρχίζει θεία
νὰ γλυκοφλέγγεται διδαχή.
Καλοχορτάσανε ψυχὴ καὶ σῶμα;
ἕνα ἀνοίγουνε τὰ δυό τους στόμα
κι' εὐχαριστοῦνε τὸν Λυτρωτή,
καὶ τότε ἄλλοι τους τὰ χέρια πλύνουν,
ἄλλοι τὴν τράπεζα εὐθὺς ἀφήνουν
καὶ 'βγαίνουν ἔξω ἀραδιαστοί.
Ὁ ἥλιος, ἄστατη χρυσὴ λαμπάδα,
σχίζει 'περήφανος τὴν πεδιάδα
τὴν οὐρανία καὶ προχωρεῖ·
σὲ ὁλοστρόγγυλο θαῤῥεῖς καθρέφτη
ὁ Πλάστης κρέμασε, χωρὶς νὰ πέφτῃ,
γιὰ τόσον κόσμον ἕνα κερί.
Συχνὰ ἡ θάλασσα θωριαὶς ἀλλάζει·
ἐδὼ ἀκίνητο κρυστάλι 'μοιάζει,
ἐκεῖ ἀσύννεφον οὐρανό,
ἐκεῖ τὸ κῦμά της τρεμουλιασμένο
χρυσάφι φαίνεται ἀστροσπαρμένο
πάνου σὲ φόρεμα γαλανό.
Καθὼς ᾑ μέλισσαις κάμνουν τὸ μέλι
κι' ὕστερα 'λόγυρα σ' ἕνα κυψέλι
μὲ τὰ τραγούδια τρεμοπετοῦν,
ἔτσι στὰ πράσινα τὰ κυπαρίσσια
'ποκάτω βγήκανε, 'σὰν τὰ μελίσσια,
οἱ θεολόγοι καὶ περπατοῦν.
Ἰδέ τους. Εὔθυμοι θεολογοῦνε
ἐδὼ τρεῖς τέσσαρες, ἢ συζητοῦνε
μιὰ ἀπορία μὲ μιὰ χαρά,
ἐκεῖ τῆς φύσεως βλέπουν τὰ κάλλη
καὶ μαγαλύνουνε τὸν Πλάστη οἱ ἄλλοι
πάνου στὰ χόρτα τὰ δροσερά.
Παρέκει μόνος του, 'σὰν παραταῖρι,
ἔχει στὸ μέτωπο ἕνας τὸ χέρι,
βλέπει τὸ κῦμα τὸ γαλανό,
καὶ σὲ στραβόπευκο ἀκουμβημένος
θαυμάζει, ἄφωνος καὶ ξεχασμένος,
τὸν ἀτελεύτητ' ὠκεανό.
Ἔτσι σπουδάζουνε, καὶ στὰ βιβλία,
καὶ στὸν περίπατο μὲ εὐθυμία·
καὶ 'μβαίνουν πάλαι εἰς τὴ σχολὴ
ποῦ τὸ χαλκόφωνο θὲ ν' ἀρχηνήσῃ,
(ὅταν μιὰ ἥμισυ ἡ ὥρα χτυπήσῃ)
σταὶς παραδόσεις νὰ προσκαλῇ.
Δύο μαθήματα 'ποχαιρετοῦνε,
καὶ 'σὰν ταὶς πέρδικες σεμνοπετοῦνε
στὸν ψυχοστρώστη Ἑσπερινό.
Κι' ὅταν ὁ ἥλιος τρέχῃ στὴ δύσι,
ὅταν ἡ δέησις τοὺς ἀπολύσῃ,
ὅλοι σκορπιοῦνται μέσ' στὸ βουνό.
Μοιάζουν, μαυρόνδυτοι καὶ σκουφοφόροι,
τὰ ἀετόπουλα, ποῦ μέσ' στὰ ὄρη
πετοῦνε 'λόγυρα στὴ φωλιά·
τ' ἀψηλοπέταμα κεῖνα μαθαίνουν·
αὐτοὶ διδάσκονται πῶς ἀναβαίνουν
στῆς θεωρίας τὴν ἀγκαλιά.
Λαμπρὸς ὁ ἥλιος βουτᾷ στὸ κῦμα·
κεῖν' ἀεικίνητο γίνεται μνῆμα,
καὶ τὸν σκεπάζει μὲ τὰ νερά·
καί, 'σὰν ὁλόχρυσο μικρὸ δρεπάνι,
ἡ ἀδερφοῦλά του εὐθὺς ἐφάνη
μέσα στὰ νέφη τὰ πορφυρᾶ.
Γαλάζιο φόρεμα ἡ νύχτα σέρνει·
ὁ Πλάστης ἄρχησε τ' ἄστρα νὰ σπέρνῃ
στὴν πεδιάδα τοῦ οὐρανοῦ,
κι' ἐνῷ τὰ ὕψη του γλυκοφωτίζουν,
'σὰν διαμαντόπετραις τρεμογιαλίζουν
'πάνου στὴν πλάκα τ' ὠκεανοῦ.
Κάθε παράθυρο χρυσὸ ἐβάφη·
κρότος καὶ θόρυβος παντοῦ ἐτάφη·
καθεὶς θὰ φάγῃ, θὰ κοιμηθῇ·
μὰ ἡ μελέτη του δὲν τὸν ἀφήνει
οὔτε τὴν τράπεζα, οὔτε τὴν κλίνη
τὸν θεολόγο νὰ 'θυμηθῇ.