Η διαθήκη μου
Συγγραφέας:


Α'
Ἂν καὶ δὲν πιστεύω πὼς θὲ νὰ πεθάνω,
ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου,
διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω,
γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησίς μου.

Ποιός γνωρίζει τάχα τί τοῦ ξημερόνει!
ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιστος... τί φρίκη!
ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακόνει,
κι' ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.

Β'
Πένα στὴ θανή μου ὕμνους νὰ μὴ γράψῃ,
οὔτε δάκρυ θέλω νὰ χυθῇ κανένα,
κι' οὔτε αὐτὸς ἀκόμη θέλω νὰ μὲ κλάψῃ,
ποὺ ἐλπίζει ψῆφο νἄχῃ κι' ἀπὸ μένα.

Εἰς τὸ Οὐεστμίνστερ θέλω νὰ μὲ θάψουν,
ἀλλ' ἀφοῦ βεβαίως τοῦτο δὲν θὰ γίνῃ,
ὅπου σᾶς ἀρέσει, τάφο ἂς μοῦ σκάψουν,
κι' ὅλη μου ἡ δόξα κτῆμα σας ἂς μείνῃ.

Γύρω μου νὰ στέκουν μοῦτρα χαρωπά,
ὄχι σκέπαις, μαῦρα καὶ κραυγαὶ ὀδύνης,
νὰ μὴν ἔλθῃ ράσο καὶ γιὰ μὲ παππᾶ,
κι' οὔτ' ὁ Ἀναγνωστάκης τῆς Ἁγιᾶς Εἰρήνης.

Νὰ μὲ πᾷν οἱ φίλοι ἔξω στὰ θυμάρια
μὲ κρασὶ καὶ μπύρα ὅλοι των κουροῦνα
καὶ ἀντὶ παππάδων θλιβερὰ τροπάρια
τὴν Μασκὸτ νὰ ψάλλουν καὶ τὴν Παπαρούνα.

Κανεὶς φίλος λόγο νὰ μὴν ἀπαγγείλῃ,
κι' ἂν στὸ νοῦ του τέτοιο ἔγκλημα περάσῃ,
νὰ τὸν σακατέψουν στῇς σβερκιαῖς οἱ φίλοι,
κι' εἴθε τὴ μιλιά του στὴ στιγμὴ νὰ χάσῃ.

Γ'
Καὶ τ' ἀκίνητά μου καὶ τὰ κινητὰ
τὰ χαρίζω ὅλα στὴν καλὴ πατρίδα,
ὄχι γιὰ νὰ κὰμῃ πόλεμο μ' αὐτά,
ἀλλὰ ν' ἀγοράσῃ λίγη δαμαλίδα.

Τούτη μου τὴν κόμη τὴν ποιητικὴ
ἀπὸ τώρα δίνω γιὰ κληρονομιὰ
εἰς τὸν Λεονάρδο κι' εἰς τὸν Ψιακῆ...
δὲν θὰ βροῦν βαμμένη οὔτε τρία μιά.

Τέλος τὸ κεφάλι τὸ ποιητικὸ
στοὺς κρανιοσκόπους μποναμᾶς ἂς μένῃ,
νὰ τὸ ψάχνουν μέσα κι' ἔξω μὲ φακό,
γιὰ νὰ βροῦν ποιὰ βίδα εἶναι χαλασμένη.