Η βασιλόπιτα του Βαγγέλη

Η βασιλόπιτα του Βαγγέλη
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Νησιώτικες ιστορίες


Ο βοριάς φυσούσε αλύπητα, τα χιόνια έπεφταν ανάργι’-ανάργια και πετούσανε σαν πεταλούδες και κάθιζαν απάνω στους στεγνούς βράχους κι ύστερα λιώνανε. Η θάλασσα παρακάτω άχνιζε κι ο ήλιος στη δύση κοκκίνιζε σαν ολόπυρη σφαίρα, ανάμεσ’ από τη χαραμάδα που άφηναν τα σύννεφα από κείνο το μέρος.

Ανέβαινε ο Βαγγέλης από τη Σκάλα να πάει ίσια σπίτι του αυτή τη φορά.

«Παραμονή του Αϊ-Βασίλη, πρωτοχρονιά αύριο», είπε, «ας πάμε σπίτι. Ας αρχίσουμε καλά το χρόνο, ίσως και δε μαλώσουμε πια. Ίσως τηνέ φωτίσει ο Θεός τη ’βλογημένη και κάμει μιαν αρχή και δε μου πετάξει κανέν’ από κείνα τ’ αναθεματισμένα τα λόγια της, που πάν’ ίσια μες στην καρδιά. Θα πεις, και γω μπόσικος, που δεν της γλυκομιλώ και καμιά φορά, μόνο στην παραμικρή αφορμή ανάβω σα σπίρτο και τηνέ βρίζω τη δύστυχη. Η γυναίκα κακιά δεν είναι. Να! Λίγο ’λαφρό κεφάλι και λίγο πείσμα και γίνεται το κακό. Θα πει λοιπόν, πως εγώ πρέπει να φρονιμέψω και να μην τη συνερίζουμαι. Τουλάχιστον για χάρη της καημένης μου της Πιπίνας, να πάψει πια αυτό το λογομαχητό. Δίχως άλλο, να την κάμουμ’ απόψε την καλή την αρχή. Κι αν πει τίποτις, εγώ να σωπάσω, κι έτσι να ’συχάσουμε. Δυο-τρεις φορές να σωπάσω, θα συνηθίσω, κι έτσι θα ’ρηνέψουμε μια και για πάντα».

Και λέγοντας αυτά μοναχός του ο Βαγγέλης, φτάνει σπίτι του. Τώρα πια ήτανε σκοτεινά. Μπαίνει μέσα, βρίσκει ένα μεγάλο δαυλό στη γωνιά και το ταψί από πάνω. Η μικρή του η Πιπίνα από τη μια μεριά να βλέπει την πίτα να σιγοψήνεται, κι η μάνα της η Σωσάνα από την άλλη να λιώνει το μέλι. Παγωμένος καθώς ήταν από το κρύο, πηγαίνει κι αυτός κοντά στη φωτιά κι απλώνει τα χέρια του να τα ζεστάνει.

— Μωρέ περίδρομος όξω απόψε! λέει, βλέποντας τη φωτιά και προσπαθώντας να φανεί πρόσχαρος, πράμα όχι πολύ εύκολο για το δύστροπο πρόσωπό του.

— Ε, εσύ μικρή, πώς πάει η βασιλόπιτα; Δεν ψήθηκε ακόμα;

Η Πιπίνα, ήτανε χάζι να βλέπεις το χαρούμενο πρόσωπό της αντίκρυ στην αναλαμπή της φωτιάς. Κάθουνταν και κοίταζε την πίτα να κοκκινίζει σιγά-σιγά, καθώς πρωτοκοιτάζει μάνα το παιδάκι της ν’ αρκουδίζει. Τι λαχτάρα ήταν εκείνη και τι αγάπη! Και κάθε λίγο έβαζε και το δαχτυλάκι της πεταχτά από πάνω, να δει αν καίει.

— Και πώς το ’παθες και μας ήρθες απόψε τόσο νωρίς; λέει η Σωσάνα, σκαλίζοντας τη φωτιά, ν’ ανάψει καλύτερα.

— Ε, πώς το ’παθα! Δεν είναι δα κι Αϊ-Βασίλης κάθε μέρα!

Και κοίταζε ο Βαγγέλης κατά την άλλη μεριά, το ’να χέρι κοντά στη φωτιά, τ’ άλλο στα μαλλιά της μικρής του, που τα γλυκοχάδευε.

— Δόξα να ’χει ο Θεός, που μ’ άκουσε, σα θέμιαζ’ απόψε. Κι είπα, μαθές, γιατί σε μας αυτό το κακό, να λογομαχούμε κάθε μέρα και κάθε ώρα! Σα να μη μπορούμε πια να ζήσουμε κι αλλιώτικα.

— Έλα, άφηνέ τα τώρα και βάζε τραπέζι, γιατί πεινούμε κιόλας.

Και παίρνει βιαστικά τη μικρή στα γόνατά του, να μη θυμώσει και πει τίποτις χειρότερο. Η μικρή γύρισε και τον είδε συλλογισμένη.

— Τι έχεις, Πιπίνα μου; της λέει.

— Τι να ’χει! Το ξέρεις τι έχει! μουρμουρίζ’ η Σωσάνα φυσώντας τα ρουθούνια της, και σηκώνεται να βγει από το μαγερειό.

— Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! μουρμουρίζει κι ο Βαγγέλης.

— Τι είπες; πετιέται αμέσως η Σωσάνα και φωνάζει από την πόρτα.

Βάζει ο Βαγγέλης -κάτω τη μικρή, δακρυσμένη τώρα και φοβισμένη. Σηκώνετ’ απάνω, γυρίζει κατά την πόρτα, χλομός, θειάφι. Τη βλέπει με μάτια ολάνοιχτα και·

— Τι είπα! Είπα πως η ίδια είσαι κι η ίδια θα ’ποθάνεις. Να τι είπα, φωνάζει κι αυτός.

Η μικρή έκλαιγε. Μα ποιος την κοίταζε τη μικρή! Η μάνα έβλεπε τον πατέρα κατάματα κι ο πατέρας τη μάνα, σα δυο θεριά έτοιμα να χυθούν το ’να καταπάνω στ’ άλλο.

Η Σωσάνα ήταν η πρώτη που γύρισε αλλού τις ματιές της. Έκαμε το σταυρό της και παρακαλώντας την Παναγιά να της δώσει υπομονή, γύρισε πάλι να βγει έξω.

Έριξε κι η μικρή μια ματιά στη βασιλόπιτα πάλι.

Την ίδια στιγμή, και πριν να καλοβγεί η Σωσάνα, γυρίζει κι ο Βαγγέλης προς τη γωνιά, μουρμουρίζοντας πως δεν έφταιγ’ εκείνη, μόν’ αυτός, που πήγε να ’ρθει τόσο νωρίς, σαν να μην την ήξερε.

Η μικρή άρχισε πάλι ν’ ανησυχεί. Την έβλεπε τη μάνα της που ξανάμπαινε. Το ’ξερε τι θα βγει και συμμαζεύτηκε κι έβλεπε χάμω, απελπισμένη, που δε θα γίνει το γλυκό τ’ όνειρό της· η πίτα στη μέση και γέλια και χαρές τριγύρω.

— Αν το μετάνιωσες που ήρθες μια φορά νωρίς σπίτι σου, να η πόρτα, να και το καπηλειό! του λέει η Σωσάνα ολότρεμη και με πίκρα στα χείλη της.

Έτρεμε κι η καημένη η μικρή.

— Ανάθεμά σε και τρις ανάθεμά σε, φωνάζει τότες ο Βαγγέλης έξω φρενών, που δεν αφήνεις ένα χριστιανό ν’ ανασάνει, κι ας θέλει να κάμει το σωστό, μόνο μπαίνεις σα φίδι μέσα του και τονέ φαρμακώνεις.

Κοντοστάθηκε η Σωσάνα· σα να το μετάνιωσε που τονέ θύμωσε. Σα να συλλογίστηκε τι να πει, τι να κάμει, να τονέ συνεφέρει. Μα πού να συνεφέρει Βαγγέλη πια τώρα! Δίχως να πει άλλη λέξη κι ακόμα πιο θυμωμένος, που μαλάκωσε η γυναίκα του, δίνει μια κλοτσιά της βασιλόπιτας, την αναποδογυρίζει απάνω στα κάρβουνα και στη στάχτη, πετιέται όξω και φεύγει από το σπίτι.

Δεν τηνέ λησμόνησε ακόμα τη μαύρη εκείνη βραδιά η Πιπίνα, η αλίμονη κόρη, που κοιτάζει τώρα την εκκλησιά του χωριού μας. Δεν τα λησμόνησε τα δάκρυα που έχυσε τότες μήτε τον πόνο το βαθύ που την έσφαξε, ώσπου την πήρε ο ύπνος. Μόνο τα δηγάται κάποτες, όταν είναι καλά, όταν δεν την έχει ριγμένη κάτου μια φριχτή αρρώστια, που την τυραννεί κάθε λίγο από μικρή. Αρρώστια που κληρονομιέται από στράνους κι από κακόχυμους γονιούς.