Ἡ βαρκοῦλα
Συγγραφέας:


Ποῦ πᾶς, βαρκοῦλα; Ἡ θάλασσα
μαυρίζει σὰν τὸν ἅδη·
εἶν' ὁ οὐρανὸς πανέρημος·
μουγκοφυσάει βοριᾶς.
Μὲ κῦμα καὶ σκοτάδι,
βάρκα μικρή, ποῦ πᾶς;

Στ' ἄγριο στοιχειό, ποῦ ἀφήσανε
τὸ σκάφος του τετάρτια
μεγάλα σιδερόχτιστα
τῆς θάλασσας θεριά,
δίχως πανὶ καὶ ξάρτια
ποῦ τρέχεις τολμηρά;

Προτοῦ, βαρκοῦλα, σύψυχη
θάρρος τυφλὸ σὲ χάσῃ,
φυλάξου! - αὐταίς, ποῦ σ' ἄνοιξε
ἡ τρικυμία πληγαίς,
ζητοῦν καραβοστάσι,
φροντίδαις μακρυναίς.

Ναί· σκαριωμένη, ἀσάλευτη
μεῖνε σὲ λίγο ἀγέρα.
Νὰ πέσῃ πρέπει ἀπάνου σου
σκεπάρνι καὶ σφυρί,
πρὶν ξανατρέξῃς πέρα
πατόκορφα γερή.

Καλοὺς τεχνίταις ἄμποτε
σὲ λίγο ν' ἀποχτήσῃς,
ποῦ, φτειάνοντάς σε, νἄχουνε
πάντα στὸ νοῦ ὀμπροστὰ
τί πέλαγο θὰ σχίσῃς
μὲ δόξα μία φορά.

Ἄν ὅμως κρύα τὸ χέρι τους
ἔργο παρόμοιο πιάκει,
τοῦ ναύτη ἀποκοιμίζοντας
κάθε γενναίαν ὁρμή,
θὰ σὲ ἀποφάῃ σαράκι
στὸ ἀκίνητο σκαρί.