Ἡ βάτος
Συγγραφέας:


'Σ τὴν ἀνθισμένη βάτο,
'ς τὴν πράσινη φραγή,
λουλοῦδι μυρωδάτο
ἐστόλιζε τὴν γῆ.

Πλησίασα, καὶ τόσο
μ' ἐφάνη θαυμαστό,
ποὺ 'θέλησα ν' ἁπλώσω
καὶ νὰ τὸ μυριστῶ.

Μὲ εἶπ'· «Ἔχω ἀγκάθι,
μόν' πέρνα 'ς τ' ἀνοικτά.
Κἄποιος 'μπορεῖ νὰ πάθῃ,
καὶ θὰ πονῇ φρικτά.»

Τὸ ἔλεγε, κ' ἐγέλα,
κι' ὡς εἶχε μὲ φανῇ,
τὸ νεύμα ἔλεγ' «Ἔλα»,
καὶ «Φεῦγα» ἡ φωνή.

Τὸν δρόμον μου δὲν πῆρα,
μόν' ἔρχομαι κοντά,
καὶ διὰ κακή μου μοῖρα
φαρμάκι μὲ κεντᾷ.

Ἄνθος κακό· 'ς τὰ βάθη
τρυπᾷς τὰ σωθικά.
Ἢ πέταξε τ' ἀγκάθι,
ἢ μὴ γελᾷς γλυκά.