Ἡ ἀρραβωνιασμένη
Συγγραφέας:


Χίλιαις φωναὶς ὁλόχαραις
τ' ἀέρι πλημμυρίζουν:
- Γυρίζουνε! γυρίζουν
τὰ μαῦρα μας παιδιά. -

Στὸ βροντερὸ ἀναγάλλιασμα
γιὰ λίγο ἂς γένῃ σχόλη.
Μήπως γυρίσαν ὅλοι
σὲ ἀγάπης ἀγκαλιά;

Ἰδέστε μία ποῦ κάθεται
μόνη, χλωμὴ στὴ θύρα!
Ἔμεινε ἡ μαύρη χήρα,
προτοῦ στεφανωθῇ.

Τ' ἀγώρι, ποῦ, μισεύοντας,
τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα,
γιὰ νύφη στὸν ἀγῶνα
πῆρε τὴ μαύρη γῆ.

Ἄν βόλι τῆς τὸ θέρισε
ἢ Τούρκου γιαταγάνι
δὲν ἐρωτάει· τῆς φτάνει
πῶς ἔπεσε νεκρό.

Μὴν ὀμπροστά της κάνετε
τόσης χαρᾶς ἀντάρα...
Θανάσιμη λαχτάρα
στὴν ὄψη της θωρῶ.

Τί τρέχει; Ἐκεῖ ποῦ δείλιαζε,
σέρνει φωνὴ μεγάλη,
καὶ πέφτει στὴν ἀγκάλη
τοῦ ὡραίου παλληκαριοῦ.

Λόγια τῆς φήμης ψεύτικα
τῆς εἶχε ὁ κόσμος φέρει.
Πίνουν ζωῆς ἀέρι
τὰ στήθια τ' ἀκριβοῦ.

Ὀμπρός τὸν ἔχει. Ἐξέχασε
τὴ μακρυνή της λάβρα,
καὶ ξάλλαξε τὰ μαῦρα
μὲ χρώματ' ἀνοιχτά.

Μιανῆς, ὁποῦ στὸν πόλεμο
εἶχε δύο τέκνα χάσει,
ἐπῆρε τὸ κοράσι
τὴν ἔρμη φορεσιά.

Ἐδῶ ἀπὸ τότε ἀκούονται
τραγούδια νύχτα μέρα,
καὶ λίγο ἐκεῖθε πέρα
τῆς ἀκληριᾶς καϋμοί.

Ἀθλία τοῦ κόσμου ἀντίθεση!
Πάντα ἡ χαραὶς κ' οἱ πόνοι
ἀχώριστοι γειτόνοι
θὰ μείνουνε στὴ γῆ.