Η αντίζηλος
Ἡ ἀντίζηλος Συγγραφέας: |
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη |
ΛΙΓΟΝ ἀργὰ — διότι εἶχεν ὑπερβῆ τὰ σαράντα — ἐσκέφθη νὰ ὑποδουλωθῇ. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι τὸ ἐσκέφθη ἐδῶ δὲν ἔχει τὸν τόπον του, ὅτι εἶνε τρόπος τοῦ λέγειν πλημμελής, διότι, τίς ὑποδουλώνεται κατόπιν σκέψεως; Πάντοτε ὁ ζυγὸς εἶνε ἀκούσιος, κατὰ συνέπειαν μισητὸς καὶ παράδειγμα ὁ ζυγὸς ὅλων τῶν ὑπὸ δουλείαν λαῶν, οἵτινες μάχονται διὰ νὰ θραύσουν τὰς ἁλύσσεις των καὶ τὸ ἰδικόν μας λόγιον, ὁποῦ κατήντησε πλέον ἀξίωμα· «τοῦ Ἕλληνος ὁ τράχηλος ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.» — Ὑπάρχει μόλα-ταῦτα, διαφορὰ μεταξὺ ζυγοῦ καὶ ζυγοῦ, μεταξὺ ἑκουσίου καὶ ἀκουσίου δουλείας. Ὑπάρχει ζυγὸς ἐπαχθής, δουλεία μυσαρά, ἀλλὰ καὶ ζυγὸς γλυκύς, δουλεία ἐπιθυμητή, καθὼς δὰ εἶνε γνωστότατον. Διὰ νὰ πιστωθῇ ἔτι ἅπαξ ὅτι δὲν ὑπάρχει κανὼν χωρὶς ἐξαίρεσιν. Μήπως δὲν ἀγαποῦν ὅλοι τὸ φῶς; Εἶνε ὁ γενικὸς κανών. Κατ’ ἐξαίρεσιν ὅμως ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀρεσκόμενοι εἰς τὸ σκότος, τοιοῦτοι δὲ εἶνε οἱ ἀπόλυτοι δεσπόται, τὰ νυκτερόβια πτηνά, καὶ ὅλοι οἱ κλέπται τῶν καρδιῶν καὶ τῶν βαλαντίων.
Αὐτὰ ὅλα τὰ θεωρήματα τὰ ἐγνώριζε κάλλιστα καὶ ὁ ἥρως μου, ὅστις, ἂν καὶ θερμὸς τῆς ἐλευθερίας λάτρης, ἔστερξεν ὅμως νὰ ὑποδουλωθῇ, νὰ ὑπογυναικωθῇ τουτέστι, ὡς θὰ ἐννόησες βέβαια, ἔξυπνε ἀναγνῶστα μου, καὶ ἂν ἔκλινες ἤδη τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τὸν ζυγὸν αὐτόν, ἢ ἂν διανοῆσαι νὰ τὸν ὑποβάλῃς, ὅπερ ἓν καὶ τὸ αὐτό. Θὰ ἐννόησες καὶ θὰ ἐσυμφώνησες μ’ αὐτὰ βέβαια, ἐκτὸς ἂν ἀνήκῃς εἰς τὴν ἀραιὰν χορείαν τῶν ἀνυποτάκτων, τῶν γεροντολεύτερων δηλαδὴ (οἵτινες — ἐν παρόδῳ εἰρήσθω — ἂν καὶ ἐπιτηδεύωνται στάσιν ἀξιοπρεπῆ, ὡς ὅλοι οἱ ξεπεσμένοι εὐγενεῖς, κλαίουν ὅμως καὶ ὀδύρονται κρυφὰ διὰ τὸ πάθημά των) ἐκτός, λέγω, ἂν ἀνήκῃς εἰς τὰ γεροντοπαλήκαρα, ὅτε, κατὰ τὰ εἰωθότα, ἡ ψῆφος σου, ψῆφος μειοψηφίας, εἶνε ὡς φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Καὶ συνέβη τὸ πρᾶγμα αἴφνης, ὅλως ἀπροσδοκήτως. Πλούσιος, ἀνεξάρτητος, μόνος ἐν τῷ κόσμῳ, εἶχε διαβῇ ὄρη καὶ θαλάσσας, χωρὶς νὰ δίδῃ λογαριασμὸν εἰς κανένα. Τί δὲν εἶχεν ἰδῇ, τί δὲν εἶχεν ἀκούσῃ, μὲ ποίας καὶ ποίας δὲν εἶχε συναναστραφῇ, πόσων δραμάτων τραγικῶν ἢ γελοίων δὲν ἐγένετο μάρτυς, πόσων δὲ γελώτων ἢ δακρύων δὲν ἐγένετο αὐτὸς πρόξενος, χωρὶς ὁ χαρακτήρ του ν’ ἀλλοιωθῇ, χωρὶς ἡ φυσική του ἀπάθεια νὰ τὸν ἐγκαταλείπῃ.
Μίαν φορὰν μόνον, (καὶ τοῦτο ἐπικυρώνει ἔτι μᾶλλον τοὺς λόγους μας) παρ’ ὀλίγον ἔπιπτεν εἰς τὰς σαγήνας μιᾶς τεχνήτρας, ἐπιτηδείως στηθείσας. Εὐτυχῶς, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐννοήσας, ἀπὸ ὕποπτά τινα σημεῖα, ποῦ εὑρίσκετο, ἐτράπη εἰς φυγὴν ἐκ τῆς ὀπισθίας θύρας, ἀφήσας, ἐν τῇ σπουδῇ του, καὶ αὐτόν του τὸν ἐπενδύτην, ἀκουσίως καὶ ἐξ ἀνάγκης ὑποδυθεὶς καὶ παίξας τὸ μέρος τοῦ σεμνοῦ Ἰωσήφ, μέρος διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο πλασμένος καὶ τὸ ὁποῖον διόλου δὲν τοῦ ἤρεσκε, ὡς τοῦτο συμβαίνει παρ’ ἡμῖν εἰς μερικοὺς ἠθοποιούς, πιεζομένους ἀπὸ ἀπειρόκαλον θιασάρχην, πρὸς κοινὴν ἀγανάκτησιν. Μόνον αὐτὸ τὸ μικρὸν ὀλίσθημα εἶχε πάθει εἰς τὸν βίον του, ἐγκαίρως ὅμως σταματήσας εἰς τὸν κατήφορον.
Ἤθελε νὰ λέγεται στωϊκός· καὶ ἦτο πράγματι, τοὐλάχιστον μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης, καθ’ ἤν, χωρὶς καθόλου νὰ τὸ περιμένῃ, ἐντὸς μικρᾶς, μυρωμένης αἰθούσης μιᾶς μικρᾶς Κίρκης ἀγαθῆς φύσεως (διότι ὑπάρχουν καὶ μάγισσαι ἀγαθαὶ) ἔγεινε ἡ ὑποδούλωσίς του… ὑποδούλωσις πλήρης καὶ τελεία, ὑποδούλωσις ἄνευ ὅρων! Αὐθόρμητος, ὁ ἀλύγιστος ἥρως μου προσέφερε τὴν χεῖρα, ἢ μᾶλλον καὶ τὰς δύο χεῖρας, εἰς τὰς γλυκείας χειροπαίδας, τὰς ὁποῖας ἁβρὰ χεὶρ ἑνὸς ἁβροῦ πλάσματος τῷ ἔτεινε μὲ μειδίαμα ὅπου, ἐκτὸς τῆς ἀγάπης, ἐκεῖνος θὰ ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ (πρὶν θαμβωθῇ ἐννοεῖται) καὶ ποιάν τινα δόσιν εἰρωνίας. Καὶ πράγματι, ἡ εἰκὼν δὲν ἦτο καὶ ὀλίγον ταπεινωτικὴ δι’ ἕνα ἄνδρα ὡς τὸν ἥρωά μου. Τουλάχιστον ἡ ἐξωτερικὴ ἀντίθεσις ἦτο λίαν ἀπότομος. Ὑψηλός, εὐρύστερνος, ἡλιοκαής, μὲ μαῦρον μύστακα, μὲ ἁδρὰ ἐν γένει χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ δύο ἢ τρεῖς σειρὰς ῥυτίδων εἰς τὸ μέτωπον, Ἡρακλῆς, γονυπετὴς πρὸ τῶν ποδῶν, μικροσώμου μᾶλλον, λιγυρᾶς, εἰκοσιπεντατοῦς Ὀμφάλης! Κυρίως ὅμως εἰπεῖν, ἐδῶ ταπείνωσις δὲν ὑπῆρξε, πρῶτον διότι, τοιούτου εἴδους ταπεινώσεις θὰ ἔστεργον καὶ οἱ πλέον ὑπερήφανοι χαρακτῆρες καὶ δεύτερον, τὸ καὶ σπουδαιότερον διὰ τὸν ἥρωά μου, διότι τὸ πλᾶσμα, πρὸ τοῦ ὁποῖου ἐταπεινώθη, ἀφοῦ ἀπέβαλε, κατὰ καιρούς, δωδεκάδα τοὐλάχιστον νεανιῶν γυναικομόρφων, δούλων τῶν θελγήτρων του, παρέδωκεν ἀνεπιφυλάκτως καρδίαν καὶ χεῖρα εἰς αὐτόν, τὸν ἔχοντα ἀνδρικά — ὀλίγον τραχέα μάλιστα, χαρακτηριστικὰ καὶ ἀνδρικὸν τὸ βῆμα.
Λέγων ὅμως ὅτι ὁ ἥρως μου παρεδόθη ἄνευ ὅρων, δὲν λέγω τὴν ἀλήθειαν ἀπολύτως, διότι ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι παρεδόθη ὑπὸ ἕνα ὅρον βαρύτατον μὲν δι’ αὐτόν, ἀπαραίτητον δέ.
Ἄλλως καὶ τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον χωρὶς ὅρους; Σοῦ μειδιῶ διὰ νὰ μοῦ μειδιάσῃς, σοῦ βγάζω τὸ καπέλλο, διὰ νὰ μ’ ἀντιχαιρετίσῃς, σ’ ἐπαινῶ διὰ νὰ μ’ ἐπαινέσῃς, γράφω ὑπὲρ σοῦ καὶ ἐκθειάζω τὰ φῶτά σου, διὰ νὰ γράφῃς ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ νὰ ἐκθιάζῃς τὰ ἰδικά μου φῶτα, ἐπὶ τέλους σὲ ἀγαπῶ διὰ νὰ μ’ ἀγαπᾶς καὶ σὺ χωρὶς ἄλλο, καὶ ὄχι ἐγὼ νὰ σ’ ἀγαπῶ, ἐνῷ σὺ μ’ ἐχθρεύεσαι, ὡς θέλει τὸ θεῖον λόγιον, τὸ ὁποῖον, ἀκριβῶς διότι εἶνε θεῖον, ἀδυνατεῖ — ἀλλοίμονον! νὰ παραδεχθῇ ἡ ἀσθενὴς τοῦ ἀνθρώπου φύσις.
Ἐπέβαλε λοιπὸν καὶ ἡ μικρὰ Ὀμφάλη εἰς τὸν Ἡρακλέα της ἕνα ὅρον ἀπαράβατον ὡς δεῖγμα — καὶ δὴ τὸ ἰσχυρότερον — τοῦ πρὸς αὐτὴν ἔρωτός του.
Ὁ ἥρως μου ἠγάπα νὰ καπνίζῃ καὶ νὰ καπνίζῃ πολύ· ἡ ἕξις του δὲ αὐτὴ ἡ πολυχρόνιος τοῦ εἶχε γείνῃ δευτέρα φύσις. Αἱ εὐδαιμονέστεραι τοῦ βίου του στιγμαὶ ἦσαν ἐκεῖναι καθ’ ἅς, ἡμιεξηπλωμένος ἐπὶ μικροῦ ἀνακλίντρου, ἐντὸς τοῦ κομψοῦ σπουδαστηρίου του, ἐρρόφα τὸν καπνὸν τῆς μικρᾶς του καπνοσύριγγος, τὸν ἐτίναζεν εἰς μικρὰ δακτυλιδοειδῆ σχήματα καὶ τὸν ἔβλεπε νὰ διαστέλλεται, νὰ κυματίζῃ νὰ ὑψώνεται καὶ νὰ χαμηλώνῃ πληρῶν τὸ δωμάτιον ἑωσοῦ, ἐξερχόμενος βραδέως ἀπὸ καμμίαν τοῦ παραθύρου ῥωγμήν, ν’ ἀφανίζεται εἰς τὸ κενόν. Καὶ τότε παρεδίδετο εἰς φιλοσοφικὰς καὶ οὐχὶ πολὺ εὐθύμους σκέψεις ἐπὶ παντὸς εἴδους διαλύσεως· ἀπὸ ἐκείνης τῶν ὀνείρων καὶ τῶν ἐλπίδων τῶν μᾶλλον αἰθερίων, μέχρι τῆς διαλύσεως τῶν πολιτικῶν συναθροίσεων ἢ καὶ αὐτῆς τῆς συνταγματικῆς Βουλῆς, ἣν πολλοὶ μὲ τόσον πόθον ὀνειρεύονται. Τὸ τσιμπουκάκι του ἦτο δι’ αὐτὸν φίλος ἀπαραίτητος, παρηγορία εἰς τὰς δυσθυμίας καὶ μία ἔτι πρόσθετος ἡδονὴ εἰς τὰς εὐτυχεῖς περιστάσεις. Κ’ ἐγὼ δὲν εἰξεύρω τί θὰ ἔδιδε, διὰ νὰ μὴ στερηθῇ τοῦ φίλου αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου ὅταν ἐφίλει τὸ ἀπὸ ἤλεκτρον στόμα ἐλησμόνει ὅλα τὰ στόματα καὶ αὐτὰ τὰ ἁβρότερα. Ἂν δὲ τοῦ ἔλεγέ τις ὅτι κανένας δεσμὸς δὲν εἶν’ αἰώνιος καὶ ὅτι πιθανὸν καὶ ἡ πρὸς τὸ εἴδωλον αὐτὸ προσκόλλησίς του, νὰ ἐχαλαροῦτο ποτέ, θ’ ἀπαντοῦσε βεβαίως μὲ περιφρονητικὴν σιωπήν, ἢ καὶ θὰ ὕβριζεν ἴσως τὸν οὕτω φιλοσοφοῦντα. Καὶ ὅμως ὁ φιλοσοφῶν αὐτὸς δὲν θὰ εἶχεν ἄδικον. Συμβαίνει, καὶ συχνὰ μάλιστα, οἱ θνητοὶ νὰ λογαριάζωμε χωρὶς τὸν ξενοδόχον, τὰς ἀπροόπτους δηλαδή, περιστάσεις· ξενοδόχος δέ, αὐτὴν τὴν φοράν, διὰ τὸν Ἡρακλῆ μας, ἦτο ἡ μικρόσωμος Ὀμφάλη του, ἥτις καθ’ ὅλα εὗρεν ἄξιον τὸν φίλον της καὶ μόνον ἕνα πρᾶγμα ἀπῄτησε, ἔβαλε δηλαδή, ὡς ὅρον ἀπαράβατον τῆς ἑνώσεώς των. — «Νὰ κόψῃ ὁ ἐκλεκτός της τὸν καπνόν». — Θὰ ἦτο δι’ αὐτὴν τὸ πᾶν· σύζυγος τρυφερά, ἀφωσιωμένη· αἱ ἐπιθυμίαι του θὰ τῇ ἦσαν νόμος. Ὅλα, ὅλα θὰ τὰ ἔστεργε, ἐκτὸς τοῦ νὰ τὸν βλέπῃ νὰ καπνίζῃ.
Ὁ Ἡρακλῆς ἀνελογίσθη εὐθὺς τὴν θέσιν του· τί θὰ ἐδοκίμαζεν ἀποχωριζόμενος διὰ παντὸς τῆς ἀχωρίστου καπνοσύριγγος καὶ ὅλων τῶν ἡδονῶν τῶν ἐκ τοῦ καπνίσματος. Ἀνελογίσθη ἐξ ἄλλου τί θὰ ὑπέφερεν ἄν, χάριν τοῦ καπνοῦ καὶ μόνου, ἐστερεῖτο τῆς ἐκλεκτῆς τῆς καρδίας του, καρδίας ἀπροσίτου εἰς αἰσθήματα ἐρωτικὰ καὶ τὴν ὁποίαν μόνη αὐτὴ, ἀληθινὴ καρδιοκλέφτρα, εὗρε τὸν τρόπον ν’ ἀνοίξῃ καὶ νὰ ἐνθρονισθῇ μέσα ὡς ἀπόλυτος βασίλισσα. Μεταξὺ τοῦ διλήμματος αὐτοῦ εὑρεθείς, μετὰ πολλὴν σκέψιν ἀπεφάσισε. Παρέδωκεν εἰς χεῖρας τῆς λατρευτῆς του καὶ καπνοσακκούλα καὶ τσιμποῦκι καὶ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη τὴν χεῖρα της. Ἐκείνη ἐσκίρτησεν ἀπὸ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν νίκην, ἥτις, ἐνῷ τὴν καθίστα κυρίαν τοῦ ἐκλεκτοῦ της, ἐκολάκευεν οὖχ’ ἧττον καὶ τὴν φιλαυτίαν της.
Ἡνώθησαν λοιπὸν ὁ Ἡρακλῆς μὲ τὴν μικρὰν Ὀμφάλην ὑπὸ τοὺς αἰσιωτέρους οἰωνοὺς καὶ οὐδέποτε ζεῦγος ὑπῆρξεν εὐτυχέστερον. Εἶχαν τοὺς αὐτοὺς πόθους οἱ ἐρασταὶ σύζυγοι, τὰς αὐτὰς ὀρέξεις, τὰς αὐτὰς ἰδιοτροπίας, ἢ μᾶλλον ἰδιοτροπίας δὲν εἶχαν, ἀφοῦ εἰς ὅλα ἦσαν σύμφωνοι. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἑνὸς ἐπεκυροῦτο εὐθὺς ὑπὸ τοῦ ἄλλου ἀνεπιφυλάκτως· ἦτο μία ψυχὴ εἰς δύο σώματα. — Πᾶμε περίπατο; — Πᾶμε. — Μὲ ἁμάξι; — Μὲ ἁμάξι. — Πεζῇ. — Πεζῇ. Ἢ αἴφνης. — Θέλω Φάληρον. — Κ’ ἐγώ. — Ἀνάπαυσιν ὅλην τὴν ἡμέραν. Κ’ ἐγὼ τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία ἐχώρει καὶ περαιτέρω. Ἂν ὁ ἕνας ἐξέφραζε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἐξέλθῃ μόνος, ὁ ἄλλος δὲν ἀνθίστατο. Ἀπόλυτος, ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη ἦτο τὸ σύμβολόν των. Ὅπως ἡ Ὀμφάλη, οὕτω καὶ ὁ Ἡρακλῆς ἔκαμνεν ὅ,τι ἤθελε φαντασθῇ, ὅ,τι ἤθελε τοῦ καπνίσῃ καὶ μόνον, φεῦ! νὰ καπνίσῃ δὲν τοῦ ἐσυγχωρεῖτο. Αὐτὸ καὶ μόνον τοὺς ἐχώριζε, ἀλλ’ ἦτο ὅρος ἐπιβληθεὶς ἐξ ἀρχῆς καὶ λόγος δὲν ὑπῆρχε νὰ διαγραφῇ. Τί πρὸς αὐτόν, ἂν οἱ περισσότεροι ὅροι εἰς τὸν κόσμον παραβαίνονται ἢ ἐκτελοῦνται μόνον ἐκεῖνοι ὅσοι ἀποβλέπουν εἰς τῶν ἰσχυρῶν τὴν ὠφέλειαν, ἂν μερικοὶ σκόπελοι ἐξ ἀνάγκης παρακάμπτωνται, ὑπερπηδῶνται· αὐτὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶνε σοφίσματα καὶ αὐτὸς δὲν εἶνε σοφιστής. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὑποφέρει τρομερὰ ἐκ τῆς ἰδιοτρόπου ἀπαγορεύσεως καὶ σκέπτεται μελαγχολικῶς ὅτι ὅλαι αὐταὶ αἱ διατάξεις, ἀπὸ τῆς πρώτης ἐκείνης τοῦ δημιουργοῦ μέχρι τῆς τελευταίας τῆς σήμερον, δὲν ἔλαβον κανὲν πρακτικὸν ἀποτέλεσμα, ὁ ἄνθρωπος τρέχει κατόπιν τοῦ ἀπηγορευμένου καὶ ἴσως εἶνε ὁ μόνος κανὼν ὁ χωρὶς ἐξαίρεσιν. Αὐτὰ ἐσυλλογίζετο, αὐτὰ ἐμελέτα συχνά, πειραζόμενος ἀπὸ τὴν πληθὺν τῶν καπνιστῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐπρώτευε καὶ οἵτινες ὡσὰν νὰ τὸν ἔβλεπον τώρα μὲ κἄποιον οἶκτον.
Ὁπωσδήποτε τὰ πράγματα ἔβαινον ὁμαλά, ἀπρόσκοπτα· οἱ σύζυγοι ἦσαν εὐτυχεῖς· πλήρης γαλήνη ἐβασίλευεν ἐν τῷ οἴκῳ ἐπὶ πολὺ ἀκόμη, ὅτε, αἴφνης, εἰς τὸν αἴθριον οὐρανὸν τοῦ ἐρωτευμένου ζεύγους, ἐφάνη ἕνα μικρὸ συννεφάκι· πολὺ μικρό, συννεφάκι ὅμως πάντοτε. Ὁ Ἡρακλῆς ἤρχισε δεικνύων σημεῖα στενοχωρίας, ἥτις μ’ ὅλας τὰς προσπαθείας του νὰ τὴν κρύψῃ, δὲν διέλαθε τὴν προσοχὴν τῆς Ὀμφάλης. Εἰς αὐτὰ ἡ γυναικεῖα ὄσφρησις ὑπερβαίνει καὶ τὴν ὄσφρησιν ἰχνευτοῦ κυνός· μυρίζεται τὰ πράγματα ἀπ’ ἐδῶ καὶ πέραν καὶ ἐπιμένει ἑωσοῦ τὰ ἐξιχνιάσῃ. Κάτι ἐμυρίσθη λοιπόν, κάτι ὑπώπτευσε ἡ κυρία Ὀμφάλη καὶ αὐτὸ τὸ κάτι τῇ ἐπροξένησεν ὀδυνηρὰν ἔκπληξιν. Ἐδιπλασίασε τὰς θωπείας της, χωρὶς ὅμως — φρικτὸν εἰπεῖν — νὰ φέρῃ κανὲν ἀποτέλεσμα! Τοῦ συμβίου ἡ στενοχωρία ἐπετείνετο· ἦτο πολὺ σκεπτικός, ὡσὰν νὰ ἐπροσπάθει νὰ λύσῃ κανὲν πρόβλημα πολὺ ἐνοχλητικόν. — «Τί νὰ τρέχῃ; ἠρώτα ἑαυτὴν ἡ νεαρὰ γυνή. Νὰ μ’ ἐβαρύνθη; εἶνε δυνατόν; ὦ! ἂν τοιοῦτόν τι συμβαίνῃ, ἀφεύκτως θὰ ἐπέλθῃ τὸ χάος! Εἶχεν ἐνθυμηθῇ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Ὀθέλλου, τὸν ὁποῖον (τὸ δρᾶμα δηλαδὴ) ὑπερηγάπα. Ἀλλὰ θὰ προσέξω — ἐπρόσθεσε — δὲν θ’ ἀφήσω τὴν εὐτυχίαν νὰ μοῦ φύγῃ ἀμαχητεί· θὰ παλαίσω.»
Μετά τινας ἡμέρας, αἴφνης, κατόπιν δυὸ τριῶν ὡρῶν ἀπουσίας τοῦ συζύγου — ἀσυνήθους ἄλλως — ὁ οὐρανὸς αἰθρίασεν. Ἐκεῖνος ἔγεινεν ὁ σύζυγος τῶν πρώτων ἡμερῶν· εὔθυμος, διαχυτικός, τρυφερός… προπάντων τρυφερός, ὡσὰν εἰκοσαετὴς νεανίας. Ἐκείνῃ, ἂν καὶ δὲν ἤξευρε ποῦ ν’ ἀποδώσῃ τὴν ὑπερτάτην αὐτὴν τῶν συζυγικῶν θωπειῶν, παρεδόθη ὅμως εἰς αὐτὴν μετ’ ἴσης ὁρμῆς, εὐαρέστως ἐκπληττομένη καὶ ἐκ πολλῶν μὲν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ὀσμῆς τοῦ στόματος τοῦ συζύγου, τῆς ἀλλοκότως μεθυστικῆς… Καὶ ἡ εὐτυχία ἐπανῆλθε πλήρης· ἡ πρώτη εὐτυχία τῶν πρώτων ἡμερῶν.Μετὰ σύντομον ὅλως διάλειμμα, ἀνεφάνη ἐκ νέου τὸ συννεφάκι καὶ ἡ στενοχωρία τοῦ συζύγου, ὀλίγον δὲ κατόπιν — μετὰ δίωρον ἢ τρίωρον ἀπουσίαν του — αἱ αὐταὶ διαχύσεις, αἱ ἴδιαι τρυφερότητες πρὸς τὴν σύζυγον. Θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι αἱ ἀπουσίαι αὐταὶ ἔδιδον εἰς τὸν χλιαρὸν καὶ χαλαρὸν Ἡρακλῆ δυνάμεις νέας, εὐθυμίαν, σφρῖγος· ὅτι ἦσαν ὡσὰν μία κολυμβήθρα ἀναγεννήσεως. Ὁποία ταπείνωσις διὰ τὴν νεαρὰν γυναῖκα, ἥτις ἐδικαιοῦτο νὰ φρονῇ, ὅτι μακράν της ὁ σύζυγος θὰ ἔπασχε, θὰ ἦτο δυστυχής, ὡς τὴν εἶχε βεβαιώσῃ ἄλλοτε.
— Ποῦ ἤσουν, ἀγαπητέ, τρεῖς ὥρας τώρα; δὲν μ’ ἐσυνείθισες εἰς αὐτὰς τὰς ἀπουσίας.
— Μὴν ἐξετάζῃς, φιλτάτη· φίλοι παλαιοί, ὑποχρεώσεις· ἀπήντα ἐκεῖνος μέ τινα στενοχωρίαν.
Ἀκουσίως της ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐνθυμήθη πάλιν τὸν Ὁθέλλον καὶ τὴν ῥῆσίν του· πραγματικαὶ δὲ τώρα ὑπόνοιαι, ὑφέρπουσαι εἰς τὸν ἐγκέφαλον, σιγὰ καὶ κατ’ ὀλίγον εἰς τὰς ἀρχάς, ὁρμητικώτεραι δὲ βαθμηδόν, τὴν ἐβασάνιζον. — Νὰ μ’ ἀπατᾷ, ἆραγε; εἶνε δυνατόν; αὐτός, ὁ τόσον ἐρωτευμένος πρὸ ὀλίγου ἀκόμη, ὁ τόσον ἀφωσιωμένος; Ἀλλὰ πάλιν, τί σημαίνουν αἰ ἀπουσίαι αὐταὶ καὶ ἡ εὐθυμία του ὅταν ἐπιστρέψῃ, ἡ ὁποία ὅμως εἶνε τόσον σύντομος καὶ παροδική; ὦ! ἂν μ’ ἀπατᾷ… Καὶ ἐρυθρίασεν ἀπὸ ἐντροπὴν καὶ ἀπὸ θυμὸν τὸ ἁβρὸν πλάσμα, τὸ ὁποῖον, ἐν τῇ φιλαυτίᾳ του, ἐπίστευσεν ὅτι ἡ εὐτυχία του θὰ ἦτο ἀκλόνητος!
Ἀλλὰ τῆς ἤρχοντο καὶ παραφοραί. — Ὄχι; ἐφώναζε· δὲν θὰ ὑποχωρήσω ἀμαχητεὶ θὰ τὸν συλλάβω ἐπ’ αὐτοφώρῳ, θὰ τὸν ἐξουδενώσω, θὰ τὸν συντρίψω καὶ ἂς συντριβῶ κ’ ἐγὼ κατόπιν.
Καὶ τον παρετήρει καὶ τὸν κατεσκόπευε μὲ μίαν τέχνην, μὲ μίαν λεπτότητα, ἥτις θὰ ἐτίμα καὶ τὸν καλλίτερον ἠθοποιόν.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἐκεῖνος ᾐκολούθει τὴν αὐτὴν τακτικήν.
Ἐδείκνυε σημεῖα στενοχωρίας, δυσθυμίας ἐνόσῳ ἦτο διαρκῶς πλησίον τῆς συζύγου, μετεβάλλετο δ’ αἴφνης εἰς εὔθυμον καὶ διαχυτικόν, ὅταν, κατόπιν ἀπουσίας, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον μακρᾶς, ἐπανήρχετο παρ’ αὐτῇ.
Δὲν ἐκρατήθη ἐπὶ τέλους καὶ μίαν τῶν ἡμερῶν, ἐντὸς κλειστῆς ἁμάξης, ἐπιτηδείως τὸν ἠκολούθησε. Ἤθελε νὰ ἐξιχνιάσῃ, νὰ φέρῃ εἰς φῶς τὸ μυστήριον ὁποῦ τὴν ἐπίεζε καὶ τὴν καθίστα τὴν δεστυχεστέραν τῶν γυναικῶν.
Καὶ τὸν εἶδε, ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐντὸς μικροῦ δάσους, νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἕνα οἰκίσκον μεμονωμένον, ἐκ τοῦ ὁποίου εἶδεν ἐξελθοῦσαν γραίαν γυναῖκα, ἥτις ἐκάθησεν ἀτάραχος ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς θύρας.
Ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον της καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν δὲν κατεδέχθη νὰ κλαύσῃ, ἐνῷ εἶχε τὸν ᾅδην ἐν τῇ καρδία· Μετά τινα καιρὸν ἐκεῖνος ἐπέστρεψε γλυκύς, διαχυτικός, θερμὸς ὡς εἰς τὰς πρώτας ἡμέρας.
— Ἀρχιυποκριτά, ἔλεγε καθ’ ἑαυτὴν ἡ νέα γυνή· μὴ σὲ μέλη καὶ θὰ λογαριασθοῦμε — ἐνῷ τοῦ ἀνταπέδιδε τὰς θωπείας του.
Μετά τινας ἡμέρας τὸν ἠκολούθησε πεζῇ καὶ μετημφιεσμένη εἰς τὸν μυστηριώδη οἰκίσκον, μὲ ἀπόφασιν νὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὴν ἀγωνίαν της. Ἤξευρεν ὅτι ἐπροδίδετο, ἀλλὰ πρὶν ἔλθῃ εἰς τελείαν ῥῆξιν, ἐπεθύμει νὰ ἴδῃ, νὰ ψηλαφήσῃ, οὕτως εἰπεῖν, τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς της. Καὶ εὑρέθη πρὸ τῆς μικρᾶς θύρας, ἀκριβῶς τὴν στιγμήν, καθ’ ἣν ἐξήρχετο ἡ γνωστὴ γραῖα. Τὴν ἐπλησίασε. — Εἶμαι ἡ σύζυγος τοῦ κυρίου ποῦ ἐμβῆκε. — Ἆ! — Καὶ θέλω νὰ ἰδῶ μόνη μου τὴν δυστυχίαν μου! Ἡ γραῖα ἐμειδίασε· ἐννόησεν ὅτι εἶχε νὰ κάμῃ μὲ ζηλότυπον. — Μὰ καμμιὰ δυστυχία δὲν εἶνε, κυρία μου, εἶπε. — Τί σὲ μέλει; ἄφησέ με νὰ ἔμβω· τοποθέτησέ με εἰς μέρος νὰ ἰδῶ μόνη μου καὶ ἡ ἀμοιβή σου θὰ εἶνε μεγάλη. Ἔλεγε ταῦτα, ἐνῷ θηρία πολύμορφα, γνωστὰ καὶ ἄγνωστα, ἐδάγκαναν τὴν καρδίαν της.
Ἡ γραῖα ἐμειδίασε πάλιν. — Καλά· εἶπε· κοπιάσετε. Καὶ τὴν ἐτοποθέτησεν εἰς προθάλαμον ὁπόθεν, ἀπὸ μικρὰν ἐπὶ τῆς θύρας ὀπήν, ἔβλεπεν ἐλεύθερα τὰ ἐν τῷ παρακειμένῳ δωματίῳ.
Καὶ εἶδεν ἐπὶ ἑνὸς ἀνακλίντρου ἡμικεκλιμένον ἕνα κύριον, (τὸν σύζυγόν της) φοροῦντα κοιτωνίτην καὶ χρυσοκέντητον σκοῦφον κρύπτοντα καὶ αὐτὰς τὰς ὀφρῦς του, κρατοῦντα δὲ μακρὰν καπνοσύριγγα καὶ μακαρίως καπνίζοντα. Δὲν τὸν εἶδε, τὸν διέκρινε μᾶλλον, ἐν τῷ μέσῳ τῶν συννέφων τοῦ καπνοῦ, τὰ ὁποῖα τὸν ἐκύκλωναν. Στηρίζων τὴν κεφαλὴν ἐπὶ ὑψηλοῦ ἐρεισινώτου καὶ παίζων μὲ τοὺς θυσάνους τοῦ κοιτωνίτου του, ἐκάπνιζεν, ἐκάπνιζεν ἀτελεύτητα. Ὡς ὄνειρον ἐφάνη εἰς τὴν νεαρὰν γυναῖκα ὅ,τι ἔβλεπεν καὶ παρῆλθεν ἡμίσεια σχεδὸν ὥρα χωρὶς νὰ θελήσῃ ν’ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὸ θεωρεῖόν της. Ἡ καρδία της ἔπαλλε, ἀλλ’ οἱ παλμοί της τώρα ἦσαν ἀλλοίας φύσεως· ἤρχισε νὰ ἐννοῇ. Ἡ μεταξὺ τοῦ συζύγου καὶ τῆς καπνοσύριγγός του σιωπηλὴ σκηνή, ἦτο ὡσὰν μία ἀποκάλυψις δι’ αὐτήν, ἀποκάλυψις θεία· ὡσὰν τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ ἐπότισαν τὴν διψασμένην, τὴν ξηρὰν καρδίαν της μὲ νᾶμα δροσοβόλον, οὐρανόσταλτον… Ἔβλεπεν, ἔβλεπε καὶ μόλις ἐτόλμα ν’ ἀναπνεύσῃ. Ἤθελε τώρα νὰ ὁρμήσῃ, ἤθελε νὰ φωνάξῃ, ἀλλ’ ἔσχε τὴν δύναμιν νὰ κρατηθῇ. Τί χαρά! τὴν ἔβλεπε τώρα τὴν ἀντίζηλόν της, τὴν μόνην της ἀντίζηλον, τὴν καπνοσύριγγα τὴν ἀγαπητήν, τὴν τρισευλογημένην, ὁποῦ τῆς ἤρχετο νὰ τρέξῃ καὶ νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ, νὰ τὴν φιλήσῃ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς της. Δι’ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἀντίζηλον ἐμελαγχόλει ὁ καλός της σύζυγος, ὁ καλλίτερος τῶν συζύγων! Ὦ! τώρα εἰξεύρει τί θὰ κάμῃ. Ὁ σύζυγος, αὐτὴ καὶ ἡ ξυλίνη ἀντίζηλος θὰ ζῶσι τοῦ λοιποῦ καὶ οἱ τρεῖς μαζῆ, ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην· θὰ εἶνε ἀχώριστοι. Ἀντίζηλον μὲ ὀστᾶ καὶ σάρκα δὲν θὰ ὑπέφερε βέβαια· ὧ! θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ τῆς βγάλῃ τὰ μάτια! ἀντίζηλον ὅμως ἀπὸ ξύλον… δὲν πηγαίνει νὰ ἔχῃ δέκα, ὁ καλὸς σύζυγος. Κάτω οἱ ὅροι, κάτω αἱ συμφωνίαι τοῦ λοιποῦ… Καὶ ἔβλεπε καὶ ἔβλεπε καὶ δὲν ἐχόρταινε νὰ βλέπῃ καὶ ν’ ἀγάλλεται.
Παρῆλθε πολλὴ ὥρα χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσῃ ὅτε ὁ σύζυγος ἠγέρθη, ἀπέβαλε κοιτωνίτην καὶ σκοῦφον, ἔπλυνεν ἐπιμελῶς, ἐπὶ πολύ, τὸ στόμα μ’ ἕνα ῥευστόν, τοῦ ὁποίου ἡ εὐωδία ἔφθασε μέχρις αὐτῆς καὶ τῆς ἐγαργάλισε τοὺς ῥώθωνας, — τόσον ἦτο δυνατή, — ἐφόρεσε τὸν ἐπενδύτην καὶ τὸν πῖλον του κ’ ἐκινήθη πρὸς ἀναχώρησιν. Ἐκείνη τότε ἔτρεξε καὶ ἀπεκρύβη κάπου, τῇ φροντίδι τῆς οἰκοκυρᾶς, ὅταν δὲ ὁ σύζυγος ἀνεχώρησε, ἐξῆλθε τῆς κρύπτης, ἐνηγκαλίσθη μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν καλὴν γραίαν, μειδιῶσαν πάντοτε, καὶ ἀφοῦ τὴν ἤμειψε γενναίως, διηυθύνθη, τρέχουσα σχεδόν, εἰς τον οἶκόν της ὅπου, εὐτυχῶς, δὲν εὗρε τὸν σύζυγον. Εἶχεν ἀνάγκην νὰ συνέλθῃ ἐκ τῆς ταραχῆς της· μάλιστα, ἅμα ὡς παρήρχετο ἡ πρώτη συγκίνησις, ἤθελε καὶ νὰ παίξῃ ὀλίγον. Οἱ ἄνθρωποι, ἅμα ὁ οὐρανὸς σκοτισθῇ, ἀπελπιζόμεθα, ἀλλὰ εἰς τὴν πρώτην αἰθρίαν, ὑψώνομεν προκλητικὰ τὸ μέτωπον, ἕτοιμοι καὶ εἰρωνίας ν’ ἀρχίσωμεν μὲ οἱονδήποτε.
Μετά τινα καιρὸν ὁ κύριος ἐπέστρεψε χαρίεις, εὔθυμος· τὸν ὑπεδέχθη ἡ κυρία σοβαρά. — Ποῦ ἤσουν, κύριε; — Εἰς ἑνὸς φίλου, ἀγαπητή. — Δηλαδή, εἰς μιᾶς φίλης. — Ἀστειεύεσαι, φιλτάτη. — Καθόλου, κύριε· εἶνε περιττὴ ἡ προσποίησις· τὰ ἔμαθα ὅλα.
Ἐκεῖνος ἐγέλασε κ’ ἐζήτησε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ. — Ὄχι, ἄπιστε! ποτὲ πλέον, σὲ ἠκολούθησα καὶ εἶδα ἐγὼ αὐτὴ τὴν ἀντίζηλόν μου… Καὶ τὰ ἔλεγε πολὺ σοβαρά, ὡς ἠθοποιὸς — Καὶ δὲν γίνεται νὰ γνωρίσω κ’ ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἀντίζηλον; ἠρώτησεν ἐκεῖνος — ὧ! ναί· εἶπε τραγικῶς ἐκείνη· τὴν ἔφερα, τὴν ἔχω ἐδῶ καί… περίμενε! Καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ παρακείμενον δωμάτιον, ὁπόθεν μετ’ ὀλίγον ἐπέστρεψε κρατοῦσα τὴν καπνοσύριγγα, τὸ προσφιλὲς τσιμπουκάκι τοῦ ἀνδρός της, γεμᾶτον καὶ ἕτοιμον διὰ κάπνισμα!
Τὸ πρόσωπόν της ἔλαμπε τώρα ἀπὸ χαράν, ἐκεῖνος, ἀνησυχήσας ἐλαφρῶς κατ’ ἀρχὰς — διότι καὶ ὁ ἀθωότερος ἀδυνατεῖ νὰ ὑποστῇ, ἐντελῶς ἥσυχος, καὶ τὴν πλέον ἀνόητον κατηγορίαν, ἐννόησε τώρα τὰ πάντα καὶ ἔλαβε μειδιῶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῆς συζύγου τὴν καπνοσύριγγα.
— Ὑπέφερα πολὺ καὶ σὲ ἠκολούθησα ἀλλὰ ἐγνώρισα τὴν ἀντίζηλόν μου, τὴν ὁποίαν τώρ’ ἀγαπῶ περισσότερον ἀπὸ σέ. Κάπνιζε, φίλε μου, κάπνιζε, λατρεία μου, ὅσον θέλεις καὶ ὁπόταν θέλεις. Εἰς τοὺς ὅρους, τὰς συμφωνίας καὶ τὰ συμβόλαια εὐτυχία δὲν ὑπάρχει! Κάτω οἱ ὅροι· καὶ ζήτω ἡ πλήρης καὶ τελεία ὁμόνοια!
Καὶ τὸν ἐνηγκαλίσθη περιπαθῶς. Μετὰ τὸ γεῦμα, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἦτο νοστιμώτερον καὶ τὸ ὁποῖον διέκρινε ἕνα μοναδικὸν διὰ τῶν βλεμμάτων ἀλληλοφάγωμα, ὁ σύζυγος ἐτεντώθη ἐπὶ τοῦ σοφᾶ κ’ ἐκάπνισεν ἐπὶ πολύ, παρούσῃς, ἐννοεῖται, τῆς συμβίας, ἥτις ἀδιάκοπα τοῦ «ἔδιδε φωτιάν,» ἀναρριπίζουσα τὴν φλόγα ποῦ τοῦ ἤναψεν ἐξ’ ἀρχῆς, μὲ ζῆλον, ἀκατάπαυστα καὶ εἰς βαθμὸν ὁποῦ… Ἀλλὰ συγχώρησε, ἀναγνῶστα, νὰ μὴν προχωρήσω· θὰ ἦτο ἀδιακρισία μου νὰ προβῶ εἰς περαιτέρω ἀποκαλύψεις· ἄλλως τε, εἶσαι, ὑποθέτω, ἔξυπνος κ’ ἐμπορεῖς διὰ τῆς φαντασίας ν’ ἀναπαραστήσῃς τὴν ἐπακολουθήσασαν σκηνήν, δίδων εἰς τὴν ἀθῶαν διήγησίν μου τὸ τέλος ὁποῦ τῆς ἁρμόζει.