Η άνοιξη (Μαρκοράς)
Ἡ ἄνοιξη Συγγραφέας: |
Γοργά, τ' ἀέρι σχίζοντας, ἐλᾶτε, ἀγαπημένοι
τραγουδιστάδες φτερωτοί·
ἐλᾶτε· εἶν' ὥρα· καθετὶ
μὲ πόθο σᾶς προσμένει.
Θαρρῶ πῶς ξεκινήσετε· ναί, ὁ Μάρτης ἀγροικάει
τ' ἀναδεμένα σας φτερὰ
καί, πρὶν φανῆτε, ἀπὸ χαρὰ
δακρύζει καὶ γελάει.
Λὲς καὶ τὰ σκόρπια φρύγανα, σὰ νἆχαν τώρα χείλη,
ζητοῦν, μὲ ἀπόκρυφη λαλιά,
γιὰ τὴν καινούρια σας φωλιὰ
νὰ προμηθέψουν ὕλη.
Λιβάνια γιὰ τοὺς γάμους σας, λιβάνια γιὰ ταὶς γένναις
σᾶς περιχύνουνε τερπνὰ
πρασινοσκέπαστα βουνά,
πεδιάδαις ἀνθισμέναις.
Πνοαὶς πελάγου ὁλόδροσαις, ἀγέρια μυροβόλα,
νερά, ποῦ ἀθόλωτα κυλοῦν,
ὅλα μὲ πόθο σᾶς καλοῦν,
σᾶς περιμένουν ὅλα.
Ἄχ! πότε τέτοιο κάλεσμα, μ' ὅσαις γλυκάδαις ἔχει,
στέρνουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεινοῦ
ποῦ ἐδῶθε κάτου μὲ τὸ νοῦ
σὲ κόσμους ἄλλους τρέχει;
Ἀπὸ ψηλὰ στὴ μέση τους ἂν διψασμένος γύρῃ
γιὰ λίγη ἀγάπη ἀδελφική,
γιομάτο βρίσκει ἐδῶ κ' ἐκεῖ
φαρμακερὸ ποτῆρι.
Ἀπ' ἄνθια, σὰν ἡ Μοῦσα του τραγοῦδι πλέον δὲ βγάνει
καὶ θρῆνος γύρω του ἀντηχᾷ,
ὠϊμέ! τοῦ πλέκουν μοναχὰ
παράκαιρο στεφάνι.
Ἄν, σεῖς πουλιά, καθίζετε 'ς ἐτιά, σὲ κυπαρίσσι,
μὲ ὡραία θυμῆστε του φωνὴ
ποῦ 'ς Ἄνοιξη παντοτεινὴ
μία μέρα θὰ ξυπνήσῃ.